§14. Μετόχια μονών

Κ chapel του μοναστηριού ΔοχειαρίουI. Μετόχι ονομάζεται η ακίνητη περιουσία μιας μονής σε μια αγροτική ή αστική περιοχή, συνήθως μακριά από το κύριο οικοδομικό συγκρότημα του μοναστηριού. Αποτελεί μια εξαρτημένη μονάδα, η οποία υπάγεται οικονομικά, διοικητικά και σε επίπεδο διαχείρισης στην κυρίαρχη μονή. Ένα μετόχι δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο, αλλά μέρος της περιουσίας του μοναστηριού.

Οι μοναχοί που διαμένουν στο μετόχι βρίσκονται υπό την εξουσία της κυρίαρχης μονής, υπακούουν σε αυτή διοικητικά, υπόκεινται στον απόλυτο έλεγχό της και συνεπώς δύνανται να ανακληθούν ανά πάσα στιγμή.

Η διαχείριση του μετοχίου ανατίθεται σε έναν οικονόμο. Η αποστολή του σχετίζεται με διοικητικά ζητήματα γενικής φύσεως, τα οποία οφείλουν να υποβάλλονται για έγκριση στη γεροντία του μοναστηριού (άρθρο 90). Ο οικονόμος διαχειρίζεται την περιουσία, εισπράττει τα έσοδα που προέρχονται από αυτήν και εκπροσωπεί τα συμφέροντα του μετοχίου ως οικονομικής μονάδας.

II. Τα μετόχια των μοναστηριών του Αγίου Όρους υπόκεινται έκαστο στους νόμους της κυρίαρχης μονής του. Επομένως, ακόμη και αν βρίσκονται εκτός των ορίων της αθωνικής πολιτείας, προστατεύονται από το ειδικό πατριαρχικό καθεστώς των σταυροπηγιακών μονών, το οποίο τα εξαιρεί από την εποπτεία του τοπικού αρχιεπισκόπου. Αυτό προκύπτει και από τον ειδικό κανονισμό του Αγίου Όρους, ο οποίος, όπως έχει αναγνωριστεί συνταγματικά, υπερισχύει όλων των φαινομενικά αντιφατικών διατάξεων, π.χ. των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Σε αυτήν αναφέρεται πως τα μετόχια των μοναστηριών που δεν ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος θα πρέπει να ιδρύονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται μετά από έγκριση του τοπικού αρχιεπισκόπου και αφού επικυρωθεί από την Ιερά Σύνοδο, ενώ τα μετόχια λειτουργούν υπό την εποπτεία της Συνόδου μέσω του τοπικού αρχιεπισκόπου (άρθρο 39 παρ. 7 του νόμου № 590/1977). Ο ίδιος νόμος εξαιρεί από την εποπτεία του τοπικού αρχιεπισκόπου, εκτός από τις πατριαρχικές και σταυροπηγιακές μονές Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στη Χαλκιδική, και τα μετόχια του Παναγίου Τάφου και της Αγίας Αικατερίνης του Σινά (άρθρο 39 παρ. 8). Η εξαίρεση αυτή οφείλει να τεθεί εν ισχύι και στα μετόχια των μοναστηριών του Αγίου Όρους, πρωταρχικά λόγω της γενικότερης αυτοδιοίκησης του Άθω, η οποία έχει αναγνωριστεί συνταγματικά, και επιπλέον λόγω του σταυροπηγιακού καθεστώτος των κυρίαρχων μονών.

Στα σύνορα της μοναστικής δημοκρατίας του ΆθωIII. Τα μετόχια των μονών του Αγίου Όρους, τα οποία βρίσκονται εκτός των ορίων της αθωνικής επικράτειας, αποτελούν συχνά κέντρα ανεξάρτητων μοναστικών κοινοτήτων, ανδρικών και γυναικείων. Φυσικά, διατηρούν και αυτά την εξάρτησή τους απο τις κυρίαρχες μονές και, συνεπώς, δεν αποτελούν ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα.

Το καθεστώς λειτουργίας των γυναικείων μετοχίων των μονών του Αγίου Όρους αποτελεί έναν από τους παλαιότερους μοναστηριακούς κανονισμούς. Οι ρυθμίσεις του επιβεβαιώνονται ιστορικά μέσα από πλήθος γραπτών πηγών, οι οποίες φυλάσσονται στα αρχεία των ίδιων των μονών, ενώ έχουν ακόμη επιβεβαιωθεί τόσο από το Καταστατικό του Αγίου Όρους (άρθρο 188), όσο και από το Σύνταγμα, μεταξύ των υπολοίπων επικυρωμένων «αγιορείτικων κανονισμών» (άρθρο 105).

Η παραπάνω συνθήκη των μετοχίων έχει επικυρωθεί με σφραγίδα του Οικουμενικού Πατριάρχη αριθμ. 804 από τις 25 Οκτωβρίου 1991 στο γυναικείο κοινοβιακό μετόχι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το οποίο υπάγεται στην αγιορείτικη μονή Σίμωνος Πέτρας και είναι τοποθετημένο στην Ορμύλια της Χαλκιδικής. Στη σφραγίδα αυτή γίνεται λόγος για την τήρηση των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, σχετικά με την ίδρυση του μετοχίου μετά από έγκριση της Ιεράς Συνόδου και του τοπικού μητροπολίτη. Ωστόσο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατηρεί το ανώτατο δικαίωμά του πάνω στο μετόχι της πατριαρχικής και σταυροπηγιακής αυτής μονής, επιβεβαιώνοντας τόσο τη μνημόνευση του ονόματος του πατριάρχη, όσο και την αποστολή ενός ετήσιου φόρου σύνδεσης και εξάρτησης των δύο ιδρυμάτων.

Πάνω