I. Εκκλησιαστικά ποινικά αδικήματα.
1. Εκτός από τις επιμέρους παραβάσεις, οι οποίες, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εξετάζονται από τον ηγούμενο και τους επιτρόπους, με τις αποφάσεις τους να μην δέχονται αναίρεση (άρθρο 47 του Καταστατικού), προβλέπεται ακόμη μια σειρά ποινών, οι οποίες επιβάλλονται από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια, είναι εξίσου οριστικές και δεν υπόκεινται σε αναίρεση (άρθρο 71 του Καταστατικού σε συνδυασμό με άρθρο 12 νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926). Οι ποινές αυτές δύνανται να έχουν τις εξής μορφές: ανάγνωση προσευχών με κομποσκοίνι, νηστεία για διάστημα έως σαράντα ημερών, απομάκρυνση από το διακόνημα, περιορισμός του παραβάτη εντός της μονής ή εντός κάποιου εξαρτήματός της ή σε άλλη μονή (διάρκεια ποινής έως ένα έτος), αποκλεισμός από τις συνεδριάσεις της μοναστηριακής σύναξης (διάρκεια ποινής έως ένα έτος) και στέρηση του δικαιώματος τέλεσης ιεροτελεστιών (διάρκεια ποινής έως τρεις μήνες).
2. Κάθε απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία επιβάλλει ποινή βαρύτερη από τις προαναφερθείσες, υπόκειται σε δυνατότητα έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εντός δεκαπέντε ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της δικαστικής απόφασης στον κατηγορούμενο. Η έφεση που υποβάλλεται μετά την παρέλευση του χρονικού αυτού διαστήματος δεν γίνεται δεκτή (άρθρο 72 του Καταστατικού.). Η υποβολή έφεσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 75 του Καταστατικού.).
Η έφεση υποβάλλεται μόνο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Σε αυτή θα πρέπει να περιγράφονται λεπτομερώς όλοι οι τυπικοί και ουσιαστικοί λόγοι που την τεκμηριώνουν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υποχρεούται εντός πέντε ημερών να διαβιβάσει την έφεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μαζί με έγγραφο που να επιβεβαιώνει την κοινοποίηση της απόφαση στον κατηγορούμενο, καθώς και με τον φάκελο και όλο το υλικό της υπόθεσης. Σε καμία περίπτωση το δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την παραλαβή της έφεσης και την προώθησή της προς εξέταση (άρθρο 73 του Καταστατικού.).
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναλαμβάνει την εξέταση της έφεσης το αργότερο δεκαπέντε ημέρες μετά την υποβολή της. Αφού επιβεβαιωθεί πως η έφεση είναι βάσιμη, το δικαστήριο προχωρά στην ενδελεχή εξέταση του περιεχομένου της υπόθεσης και λαμβάνει απόφαση, η οποία δεν δύναται να αναιρεθεί (άρθρο 74 του Καταστατικού.).
II. Διαφορές ιδιωτικού δικαίου.
1. Έφεση κατά των αποφάσεων του δικαστηρίου, σχετικά με διαφορές οριοθέτησης των συνόρων και οικονομικές διαμάχες, δύναται να υποβληθεί στο ανώτερο δικαστήριο εντός ενός μήνα από την έκδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, μαζί με το έγγραφο που επιβεβαιώνει την εγκυρότητα αυτής (το έγγραφο προορίζεται για το ανώτερο δικαστήριο, αλλά αποστέλλεται αρχικά στο γραφείο της Ιεράς Κοινότητας). Το γραφείο της Ιεράς Κοινότητας διαβιβάζει ένα αντίγραφο στην πλευρά κατά της οποίας υποβλήθηκε η έφεση (άρθρο 28 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926). Στην περίπτωση αυτή, η έφεση έχει ανασταλτική ισχύ για την απόφαση του δικαστηρίου, εκτός εάν, με αίτηση μιας από τις δύο αντίδικες πλευρές και με τη συναίνεση του δικαστηρίου που διεξήγαγε τη δίκη, διαταχθεί η εκτέλεση της απόφασης ως προσωρινής (άρθρο 32 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926). Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μεταβιβάζονται από το γραφείο της Ιεράς Κοινότητας. Εάν, σύμφωνα με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί από ειδικό δικαστήριο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παρ. 3 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926, τα έγγραφα αποστέλλονται εκεί αμέσως μόλις συγκληθεί το δικαστικό σώμα. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 24-27 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 (άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καλεί τις αντίδικες πλευρές σε πρόσθετη εξέταση, προκειμένου να εκτεθούν και να μελετηθούν λεπτομερώς οι λόγοι της έφεσης. Στη συνέχεια, δύναται να διαταχθεί η παροχή νέων αποδείξεων, να επιβεβαιωθεί ή να αναιρεθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρευρισκόμενων μελών του (άρθρο 29-31 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
2. Όσον αφορά τις αποφάσεις της Ιεράς Κοινότητας, οι οποίες εκδόθηκαν σε δεύτερο βαθμό δικαστικών διεργασιών, δηλαδή μετά την έφεση, σχετικά με διαφορές οριοθέτησης συνόρων και οικονομικές διαμάχες, προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης για επανεξέταση της απόφασης σε ειδικό δικαστήριο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926. Ωστόσο, η επανεξέταση της απόφασης μπορεί να ζητηθεί μόνο σε περίπτωση ψευδούς ερμηνείας ή εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων του Καταστατικού, των ιερών νόμων και κανόνων, καθώς και σε περίπτωση παραμέλησης ουσιωδών στοιχείων κατά την εξέταση της υπόθεσης από τα δύο κατώτερα δικαστήρια (άρθρο 10 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).