I. Γενικές διατάξεις.
1. Το Καταστατικό του Αγίου Όρους αναφέρεται ρητά σε ρυθμίσεις αποκλεισμού μοναχών τόσο από τα δικαστικά όργανα, όσο και από τη διεξαγωγή κάθε είδους δικαστικών διαδικασιών.
Συγκεκριμένα, μοναχός οποιασδήποτε μονής ή εξαρτήματος δεν δύναται να αποτελέσει μέλος δικαστικού οργάνου ή να παρευρεθεί σε συνεδρίαση, εάν είναι διάδικος ή ενάγων, εάν έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης ή ειδική σχέση εξάρτησης με μία από τις διαδίκους πλευρές (είτε πρόκειται για φυσικό είτε για νομικό πρόσωπο), εάν έχει καταθέσει ως μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας, καθώς και εάν έχει εκφράσει με οποιονδήποτε τρόπο τη γνώμη του σχετικά με την εξεταζόμενη υπόθεση ή αντιδικία. Όλοι οι παραπάνω λόγοι που σχετίζονται με τον αποκλεισμό ενός μοναχού από το δικαστικό σώμα λαμβάνονται υπόψη και κατά την επιλογή του ανακριτή (άρθρο 48-49 του Καταστατικού και άρθρο 11 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
Οι λόγοι αποκλεισμού προβάλλονται από τους διαδίκους σε κάθε στάδιο εξέτασης της εκάστοτε υπόθεσης, καθώς επίσης εξετάζονται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθρο 11 παρ. 2 του νομοθετικού κειμένου της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
2. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης η διάταξη του Καταστατικού, στην οποία αναφέρεται πως σε περίπτωση αποκλεισμού ενός μέλους των αγιορειτικών δικαστικών αρχών (σύμφωνα με τα παραπάνω) , η αντικατάστασή του δεν είναι υποχρεωτική. Αυτό σχετίζεται με το ότι οι συνεδριάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται νόμιμες και έγκυρες εφόσον ο αριθμός των μελών υπερβαίνει τα δύο τρίτα του συνολικού αριθμού τους (άρθρο 50 του Καταστατικού).
3. Τα δικαστικά έξοδα στις δίκες του Αγίου Όρους επιβαρύνουν τον κατηγορούμενο, εφόσον αυτός κριθεί ένοχος, ενώ σε αντίθετη περίπτωση επιβαρύνουν τον ενάγοντα, εάν η κατηγορία θεωρηθεί αβάσιμη και ψευδής. Ο υπολογισμός των δικαστικών εξόδων ρυθμίζεται από τη διάταξη της Έκτακτης Εικοσαμελούς Σύναξης. Το ποσό εισπράττεται κατά την εκτέλεση της απόφασης του δικαστηρίου (άρθρο 33 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 και άρθρο 81 του Καταστατικού).
Ειδική διάταξη ρυθμίζει τα ζητήματα των εξόδων της εξαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου, σε περίπτωση εκδίκασης της εκάστοτε υπόθεσης από ειδικό δικαστήριο (άρθρο 9 παρ. 3 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
II. Εκκλησιαστικές ποινικές υποθέσεις.
1. Οι κατηγορίες ενάντια σε οποιονδήποτε μοναχό γίνονται εγγράφως, μετά από καταγγελία του θιγόμενου μέρους ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή μετά από ανεξάρτητη δήλωση των μοναστηριακών αρχών, η οποία διατυπώνεται προφορικά (άρθρο 53 του Καταστατικού). Αγωγές από πρόσωπα που δεν είναι χριστιανοί, από αλλόθρησκους ή σχισματικούς, καθώς και από ανθρώπους που κατηγορούνται για σοβαρά εγκλήματα, δεν γίνονται δεκτές, εκτός εάν οι τελευταίοι έχουν υποστεί ζημία από παράνομες ενέργειες μοναχού. Απορρίπτονται, ακόμη, οι αγωγές που υποβάλλονται ανώνυμα ή με ψευδώνυμο. Ο ενάγων υποχρεούται να εκθέσει λεπτομερώς τις παράνομες ενέργειες του κατηγορουμένου και να προσκομίσει τα ονόματα τουλάχιστον δύο μαρτύρων για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του (άρθρο 54 του Καταστατικού).
Εάν η αγωγή πληροί όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις και γίνει δεκτή, τότε παραδίδεται σε έναν από τους προϊσταμένους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή σε εκπρόσωπο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (δηλαδή στην Ιερά Κοινότητα) προκειμένου να διεξαχθούν οι προβλεπόμενες "αυστηρές και λεπτομερείς" ανακριτικές διαδικασίες (εκτός εάν πρόκειται για μικρές παραβάσεις, στην περίπτωση των οποίων εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 47 του Καταστατικού και η υπόθεση ανατίθεται στον ηγούμενο και τους επιτρόπους) (άρθρο 55 του Καταστατικού).
2. Κατά την ανακριτική διαδικασία, καλείται πρώτος ο ενάγων, προκειμένου να επιβεβαιώσει την αγωγή και τη γνώση του σχετικά με τις συνέπειες μιας πιθανής αβάσιμης κατηγορίας. Εν συνεχεία, καλούνται οι μάρτυρες κατηγορίας, εκ μέρους του ενάγοντος, και ακολουθεί η διαδικασία υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Τέλος, διεξάγεται η εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης, εάν αυτοί παρουσιαστούν ενώπιον των δικαστικών αρχών (άρθρο 56 του Καταστατικού).
Ως μάρτυρες απορρίπτονται άτομα που δεν ομολογούν την ορθόδοξη πίστη ή που έχουν καταδικαστεί προηγουμένως για ψευδορκία. Ακόμη δεν γίνονται δεκτοί πνευματικοί πατέρες, εάν αυτοί συνδέονται με τον διάδικο ή τον ενάγων μέσω του μυστηρίου της εξομολόγησης, έφηβοι που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας τους και άτομα που έχουν καταδικαστεί προηγουμένως για σοβαρά εγκλήματα (άρθρο 63 του Καταστατικού). Η εξέταση των μαρτύρων διεξάγεται σύμφωνα με τις λεπτομερείς οδηγίες του Καταστατικού (άρθρα 64-66 του Καταστατικού).
Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου ρυθμίζεται, μεταξύ άλλων, από μια σειρά οδηγιών του Καταστατικού Χάρτη. Εκεί περιγράφεται ο τρόπος κλήσης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο, η ανάγκη προσωπικής παρουσίας, η απαγόρευση παρουσίας μέσω εκπροσώπου ή πληρεξούσιου, καθώς και η παρουσία δικηγόρου (ή του κατηγορουμένου μαζί με δικηγόρο), η δυνατότητα να προτείνει μάρτυρες ή να ζητήσει πρόσθετη εξέταση μαρτύρων κ.λπ. (άρθρα 56, 59, 60, 62, 66 του Καταστατικού).
Μετά την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας, ο ανακριτής παραδίδει στο δικαστήριο, στο οποίο ανατέθηκε η διεξαγωγή της ανακριτικής διαδικασίας, τον φάκελο με τα στοιχεία της υπόθεσης και την έκθεση της προσωπικής του γνώμης. Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα είτε να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία σχετικά με την υπόθεση είτε να ορίσει ημερομηνία για την εκδίκασή της. Ο κατηγορούμενος καλείται άμεσα με την επίδοση του κατηγορητηρίου (άρθρα 57-58 του Καταστατικού).
3. Η εκδίκαση της υπόθεσης αρχίζει την καθορισμένη ημέρα, με την επιβεβαίωση της ταυτότητας του κατηγορουμένου. Στη συνέχεια ανακοινώνεται το κατηγορητήριο, διαβάζονται οι καταθέσεις των μαρτύρων και τα υπόλοιπα έγγραφα που σχετίζονται με την υπόθεση. Ο κατηγορούμενος καλείται να υπερασπιστεί τον εαυτό του και, εκτός από την προφορική απολογία του, δύναται να προσκομίσει τα επιχειρήματά του γραπτώς (άρθρο 61 του Καταστατικού).
Εάν ο κατηγορούμενος δεν παρουσιαστεί την καθορισμένη ημέρα, παρόλο που έχει κληθεί με όλες τις προβλεπόμενες από τον νόμο διατάξεις, το δικαστήριο εξετάζει πρωταρχικά τους λόγους απουσίας του. Εάν κρίνει πως έχει πράγματι μεσολαβήσει ανωτέρα βία, η συνεδρίαση αναβάλλεται. Διαφορετικά, ο κατηγορούμενος δικάζεται ερήμην του (άρθρο 70 του Καταστατικού).
Μετά την ολοκλήρωση της εκδίκασης, το δικαστήριο εξετάζει τις καταθέσεις των μαρτύρων και όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και την παραδοχή του κατηγορουμένου για την ενοχή του (εάν υπάρχει). Έτσι, εκδίδεται απόφαση, καταδικαστική ή αθωωτική, σύμφωνα με την πλειοψηφία. Η ψηφοφορία διεξάγεται ακολουθώντας την αντίστροφη ιεραρχική σειρά των δικαστών. Η απόφαση καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο. Σε αυτή απαιτείται να περιέχονται η περιγραφή των επιμέρους γεγονότων, η επιχειρηματολογία (με την παράθεση των γεγονότων που στηρίζουν την πεποίθηση των δικαστών) και η ίδια η διατύπωση της απόφασης του δικαστηρίου (με την αναφορά των άρθρων του Καταστατικού που ορίζουν την ποινή που επιβάλλει το δικαστήριο). Η απόφαση ανακοινώνεται στον κατηγορούμενο, του παραδίδεται σε επικυρωμένο ενυπόγραφο αντίγραφο και αναμένεται η συμμόρφωσή του με αυτή (άρθρα 67-69 του Καταστατικού). Εάν η κατηγορία θεωρηθεί αβάσιμη και ψευδής, ο κατήγορος τιμωρείται με την ίδια ποινή που θα επιβαλλόταν στον κατηγορούμενο σε περίπτωση ενοχής του (άρθρο 80 του Καταστατικού).
III. Διαφορές ιδιωτικού δικαίου.
1. Η δικαστική διαδικασία, σε περίπτωση θεμάτων ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή διαφωνιών σχετικά με θέματα ορίων και συνόρων, καθώς και ζητημάτων που αφορούν οικονομικές συμφωνίες (άρθρο 14 και εξής του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926) μεταξύ δύο μονών, ή μιας μονής και ενός εξαρτήματος, ή δύο εξαρτημάτων διαφορετικών μονών, προϋποθέτει την υποβολή αντίστοιχης γραπτής αίτησης στις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Το δικαστήριο εντός οκτώ ημερών από την υποβολή της αίτησης καθορίζει, με απόφασή του, την ημερομηνία της δίκης. Οι διάδικοι καλούνται από την Ιερά Επιστασία, με την έκδοση της αντίστοιχης απόφασης, τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία. Το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την παράταση του χρονικού αυτού διαστήματος κατά την κρίση του, σε περίπτωση που οι ενδιαφερόμενοι καλούνται από περιοχές μεγάλης απόστασης και/ή αντιμετωπίζουν προβλήματα επικοινωνίας (άρθρα 15-16 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων σχετικά με την αίτηση, το δικαστήριο, αφού ακούσει τις δύο πλευρές, διορίζει έναν ανακριτή, ο οποίος συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία και τα απαραίτητα έγγραφα, εξετάζει το υλικό της υπόθεσης και ετοιμάζει την αναφορά του. Η διάδικος πλευρά, η οποία ενημερώνεται και καλείται τη συγκεκριμένη ημερομηνία σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις, αλλά δεν παρουσιάζεται στη δίκη, δικάζεται ερήμην της (άρθρα 17-18 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
2. Στη δικαστική διαδικασία που διεξάγεται από τον ανακριτή, έχουν δικαίωμα συμμετοχής όλοι οι διάδικοι, οι οποίοι δύνανται να υποβάλλουν στοιχεία, έγγραφα και αιτήσεις σχετικά με τους μάρτυρες, τους οποίους ο ανακριτής υποχρεούται να εξετάσει (άρθρο 20 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926). Για την εξέταση των μαρτύρων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 63-66 του Καταστατικού.
Εάν μία από τις εμπλεκόμενες πλευρές ζητήσει τη διεξαγωγή ιατρικής εξέτασης ή εμπειρογνωμοσύνης, ο ανακριτής υποχρεούται να υποβάλει την αντίστοιχη αίτηση, μαζί με όλα τα απαραίτητα έγγραφα, στο δικαστήριο, ώστε αυτό να ορίσει την ημερομηνία διεξαγωγής της εξέτασης ή της εμπειρογνωμοσύνης. Ο ανακριτής συντάσσει, παρουσία δύο μαρτύρων, έκθεση για την εν λόγω εξέταση, η οποία υπογράφεται από όλους τους μετέχοντες στη διαδικασία. Οι εμπειρογνώμονες συντάσσουν, επίσης, γραπτή έκθεση, την οποία υπογράφουν και παραδίδουν στον ανακριτή (άρθρο 21 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
Μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, ο ανακριτής παραδίδει στο δικαστήριο τον φάκελο με τα στοιχεία, καθώς και το γραπτό υπόμνημά του, εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Αυτός και οι διάδικοι δύνανται να αιτηθούν από το δικαστήριο την παράταση της προθεσμίας (άρθρο 22 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
3. Μετά την ολοκλήρωση όλων των παραπάνω, μία από τις δύο πλευρές οφείλει να φροντίσει για τον ορισμό της ημερομηνίας δικαστικής ακρόασης. Οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι καλούνται σε αυτήν από τη Ιερά Επιστασία. Όλοι δύνανται να εξετάσουν τόσο τα στοιχεία της υπόθεσης, όσο και την έκθεση του ανακριτή (άρθρο 23 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
Η συνεδρίαση και οι επιμέρους συζητήσεις σχετικά με την εκάστοτε υπόθεση (με την τήρηση πάντοτε της μοναστικής ευπρέπειας και σεμνότητας), πραγματοποιείται με απόλυτη ισότητα μεταξύ των δύο διαδίκων πλευρών, οι οποίες έχουν το δικαίωμα ακόμη και κατά τη διάρκεια των τελικών συζητήσεων να επιβεβαιώσουν γραπτώς τις θέσεις τους. Μετά τη ολοκλήρωση των διεργασιών, οι διάδικοι αποσύρονται και το δικαστήριο διεξάγει μυστική συνεδρίαση. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης αυτής διαβάζονται τα στοιχεία της υπόθεσης και η αναφορά του ανακριτή. Τη συζήτηση διευθύνει ο αναπληρωτής πρόεδρος σύμφωνα με τα άρθρα 23-24 του Καταστατικού (άρθρα 24-25 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
Οι αποφάσεις του δικαστηρίου σχετικά με διαφορές και αντιπαραθέσεις που αφορούν οικονομικές συμφωνίες εκδίδονται πάντοτε γραπτώς και οφείλουν να είναι λεπτομερώς τεκμηριωμένες. Στις αποφάσεις αυτές, οι εναπομείναντες κατά την ψηφοφορία μειοψηφούντες δικαστές (εάν υπάρχουν) έχουν το δικαίωμα να επισημάνουν τη θέση τους σε ειδική υποσημείωση. Αντίγραφο της τελικής απόφασης παραδίδεται από τους διαδίκους στην Ιερά Επιστασία (άρθρα 26-27 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).
