§13. Εξαρτήματα μονών

Η χερσόνησος του Άθω από την κορυφή του Όρους ΆθωςΣτη χερσόνησο του Άθω, εκτός από τις είκοσι ιερές μονές, υπάρχουν και άλλα εξαρτημένα μοναστικά ιδρύματα, τα λεγόμενα «εξαρτήματα», τα οποία διακρίνονται σε σκήτες, κελλιά, καλύβεις, ησυχαστήρια και καθίσματα (άρθρο 1 παρ. 2 και άρθρο 126 και εξής του Καταστατικού, εφεξής Κ.).

Ο όρος «εξαρτήματα» επιλέχθηκε για να υποδείξει τη νομικά καθορισμένη σχέση που συνδέει τις μοναστικές αυτές δομές με τις κυρίαρχες ιερές μονές του Άθω. Τα εξαρτήματα δεν αποτελούν νομικά πρόσωπα, αλλά «αναφαίρετα και αναπαλλοτρίωτα κτήματα» των κυρίαρχων μονών (άρθρο 126 Κ.). Ο όρος σχετίζεται ακόμη με την υποχρέωση των εξαρτημάτων, καθώς και των μοναχών που ασκητεύουν σε αυτά, να σέβονται τις κυρίαρχες μονές, να υποτάσσονται στους κανονισμούς τους και να εκτελούν χωρίς αμφισβήτηση τις νόμιμες εντολές τους (άρθρο 134 Κ.).

Η μετατροπή των σκητών σε μοναστήρια, των κελλιών σε σκήτες και των καλυβών σε κελλιά απαγορεύεται. Εάν συμβεί κάτι αντίστοιχο, η μετατροπή θεωρείται παράνομη (άρθρο 133 Κ.), όπως και κάθε μετατροπή οποιουδήποτε εξαρτημένου ιδρύματος σε εξαρτημένο ίδρυμα ανώτερης βαθμίδας (άρθρο 3 Κ.; βλ. επίσης άρθρο 105 παρ. 2 του Συντάγματος). Μεταξύ άλλων, απαγορεύεται η κατοχή δύο εξαρτημάτων από το ίδιο πρόσωπο (άρθρο 128 Κ.).

Οι μοναχοί που διαμένουν στα εξαρτήματα θεωρούνται μέρος της αδελφότητας της κυρίαρχης μονής, ενώ οι γέροντές τους υποχρεούνται να ενημερώνουν αμέσως το μοναστήρι σε περίπτωση αποδοχής νέων δοκίμων. Όσον αφορά την κουρά, εφαρμόζονται οι ίδιες γενικές διατάξεις σχετικά με την περίοδο δοκιμασίας και την ηλικία των υποψηφίων μοναχών (άρθρο 93 Κ.), ενώ απαιτείται άδεια από το κυρίαρχο μοναστήρι (άρθρο 131 Κ.). Το μοναχολόγιο των εξαρτημάτων ελέγχεται από την κυρίαρχη μονή στην οποία ανήκουν και είναι κοινό τόσο για τους μοναχούς όσο και για τους δοκίμους. Τα εξαρτήματα υποχρεούνται να κρατούν ακριβές μοναχολόγιο των ασκητών που διαμένουν σε αυτά (άρθρο 136 Κ.). Επιπλέον, οφείλουν να κρατούν ειδικό αρχείο για τους δοκίμους. Το μοναχολόγιο και το αρχείο αυτό ελέγχονται ετησίως από το κυρίαρχο μοναστήρι, το οποίο ενημερώνεται με τον τρόπο αυτό για την κίνηση και τη μεταβολή του αριθμού των μοναχών και των δοκίμων σε όλα τα εξαρτήματά του.

II. Οι σκητές, τα σημαντικότερα από τα εξαρτήματα, αποτελούν μια μοναστική κοινότητα συγκροτημένη από πολλές καλύβεις. Στο κέντρο της σκητής υπάρχει ένας κοινός ναός, που ονομάζεται κυριακό. Ο ναός αυτός αποτελεί το κέντρο της μοναστικής κοινότητας. Δίπλα του βρίσκεται η κεντρική καλύβη της σκητής, η οποία χρησιμοποιείται επίσης από τον δικαίο (επικεφαλή της σκήτης) ως το διοικητικό του κέντρο.

Στο Άγιον Όρος υπάρχουν δώδεκα σκήτες, οκτώ ιδιόρρυθμες και τέσσερις κοινοβιακές (άρθρο 142 Κ.). Οι σκήτες δεν είναι υποχρεωμένες να διατηρούν τον ίδιο τύπο αυτοδιοίκησης με την κυρίαρχη μονή τους, ούτε και να βρίσκονται εντός των ορίων της. Στο εσωτερικό τους θεωρούνται αυτοδιοικούμενες, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό (όπου υπάρχει), ο οποίος ρυθμίζει τη ζωή των μοναχών και εγκρίνεται από την κυρίαρχη μονή. Εκτός των ορίων τους είναι πλήρως εξαρτημένες από το κυρίαρχο μοναστήρι.

Τα όργανα διοίκησης της κάθε σκήτης είναι ο δικαίος (επικεφαλής της σκήτης), οι σύμβουλοι και η Σύναξη των Γερόντων (άρθρο 149 του Κ.), ανεξαρτήτως της κοινοβιακής ή ιδιόρρυθμης οργάνωσής της. Παρά το γεγονός ότι τα όργανα αυτά, τουλάχιστον τυπικά, θεωρούνται ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, διαθέτουν όλα τους αλληλοσυμπληρούμενες εξουσίες, οι οποίες καθορίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό της κάθε σκητής. Η διοικητική αυτή εξουσία παρέχεται από την κυρίαρχη μονή και είναι περιορισμένη.

1. Ο δικαίος είναι ο επικεφαλής της σκήτης. Είναι ένας από τους γέροντες των καλυβών, αναγνωρισμένος ως ενάρετος και άξιος της θέσης από την κυρίαρχη μονή (άρθρο 150 Κ.). Η εκλογή του γίνεται με διαφορετικό τρόπο στις κοινοβιακές και στις ιδιόρρυθμες σκήτες.

Η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα στην Αγία ΓηΣτις κοινοβιακές σκήτες, λόγω της έλλειψης σχετικών οδηγιών στο Καταστατικό του Αγίου Όρους (άρθρο 151 παρ. 1 Κ.), η εκλογή γίνεται με τον ίδιο τρόπο που γίνεται η εκλογή του ηγουμένου στα κοινοβιακά μοναστήρια. Η μόνη διαφορά είναι πως η κυρίαρχη μονή αναλαμβάνει τον ρόλο της Ιεράς Κοινότητας, αποκτώντας το αποκλειστικό δικαίωμα αναγνώρισης και επικύρωσης της απόφασης που έχει ληφθεί από τη σκήτη. Για τον λόγο αυτό, ένας εκπρόσωπος της μονής είναι πάντοτε παρόν στην εκλογή του δικαίου. Το κυρίαρχο μοναστήρι διατηρεί το δικαίωμα ακύρωσης της απόφασης που έχει ληφθεί και απαίτησης διεξαγωγής επαναληπτικών εκλογών για τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους. Δύναται ακόμη να ενεργήσει άμεσα ή έμμεσα, αρνούμενο να εγκρίνει την απόφαση της σκητής.

Αντίθετα, ο τρόπος εκλογής του δικαίου στις ιδιόρρυθμες σκήτες καθορίζεται από το Καταστατικό του Άθω. Ο δικαίος εκλέγεται από την πλειοψηφία, με τη συμμετοχή όλων των καταγεγραμμένων στα μοναστηριακά βιβλία γερόντων των καλυβών. Αυτοί συγκεντρώνονται ετησίως στις αρχές του Μαΐου στο κυριακό της σκήτης. Της συνελεύσεως προεδρεύει ο γηραιότερος μεταξύ των γερόντων. Σε περίπτωση που κάποιος βρίσκεται εκτός του Αγίου Όρους, τότε δύναται να ψηφίσει ο υποτακτικός του μετά από έγγραφη άδεια του κυρίαρχου μοναστηριού. Σε περίπτωση ισοψηφίας, τη γνώμη της εκφράζει η κυρίαρχη μονή, της οποίας ο εκπρόσωπος είναι παρών στη συνεδρίαση, επιβλέποντας την όλη διαδικασία εκλογής. Η σκήτη ενημερώνει το κυρίαρχο μοναστήρι για την εκλογή προκειμένου αυτή να εγκριθεί, να αναγνωριστεί και να διοριστεί επισήμως ο νέος δικαίος (άρθρο 151 § 2 Κ.).

Οι υποχρεώσεις του δικαίου αναφέρονται στον εσωτερικό κανονισμό της σκήτης, ενώ επιπλέον περιγράφονται στο Καταστατικό (άρθρο 156 Κ.). Ο δικαίος οφείλει να φυλάσσει το ταμείο της σκήτης μαζί με τους συμβούλους, καθώς και να κρατά τα λογιστικά βιβλία σχετικά με τις διάφορες επιμέρους οικονομικές δραστηριότητες. Στο τέλος της θητείας του, παραδίδει τα βιβλία αυτά για έλεγχο στη Σύναξη των Γερόντων και στους εκπροσώπους του κυρίαρχου μοναστηριού. Η πράξη αυτή ελέγχου καταχωρείται στον κοινό κώδικα και υπογράφεται από όλα τα μέλη, από εκείνους που παραδίδουν τις εξουσίες τους και από εκείνους που τις αποδέχονται (άρθρο 158 Κ.). Οποιαδήποτε κακή χρήση ή διοικητικό λάθος βαραίνει τον υπεύθυνο διαχειριστή.

2. Οι σύμβουλοι είναι η δεύτερη διοικητική αρχή των αγιορείτικων σκητών.  Αποτελείται από δύο έως τέσσερα μέλη, τα οποία εκλέγονται με τον ίδιο τρόπο και για την ίδια θητεία όπως ο δικαίος της κάθε σκήτης. Ωστόσο, οι μισοί από αυτούς εκλέγονται από την κυρίαρχη μονή (άρθρο 152 Κ.). Η θητεία του δικαίου, όπως και των συμβούλων, εάν πρόκειται για δύο μέλη, διαρεκί ένα έτος. Εάν οι σύμβουλοι είναι τρεις, ένας ή περισσότεροι από αυτούς αντικαθίστανται ετησίως. Εάν είναι τέσσερις, δύο από αυτούς ή και οι τέσσερις αντικαθίστανται επίσης ετησίως, ανάλογα με τις διατάξεις του κανονισμού της κάθε σκήτης (άρθρο 153 Κ.). Κάθε σκήτη έχει τη δική της σφραγίδα, η οποία χωρίζεται σε επιμέρους τμήματα. Αυτά φυλάσσονται από τους συμβούλους, οι οποίοι ορίζονται από την κυρίαρχη μονή και εκλέγονται σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του Καταστατικού (άρθρο 154 Κ.).

Ο δικαίος και οι σύμβουλοι δεν έχουν τη δυνατότητα να ενεργούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Βρίσκονται σε μόνιμη συνεργασία για την εκτέλεση της κάθε ενέργειας, εκτός από τις πράξεις που αφορούν «συνήθη καθήκοντα του καθενός». Ενέργειες που πραγματοποιούνται μόνο από το ένα μέρος δεν θεωρούνται νόμιμες. Σημαντικά θέματα της σκήτης, τα οποία δεν εμπίπτουν στις συνήθεις υποχρεώσεις του δικαίου και των συμβούλων, οφείλουν να αποστέλλονται στη Σύναξη των Γερόντων και να εγκρίνονται άμεσα από την κυρίαρχη μονή (άρθρο 155 Κ.).

3. Η Σύναξη των Γερόντων είναι η τρίτη και πιο σημαντική διοικητική αρχή των σκητών. Αυτή αντιστοιχεί σε μια μοναστική συνέλευση. Αποτελείται από τον δικαίο και τους γέροντες των καλυβών. Το σώμα αυτό, σε συνεργασία με τον δικαίο και τους συμβούλους, φροντίζει για όλες τις υποθέσεις της σκήτης.

Κελλί ησυχαστή στην Αγία ΓηΣτις σκήτες έχει καθοριστεί ο κανόνας της μόνιμης διαδοχής προσώπων (άρθρο 159 Κ.). Βασιζόμενοι σε αυτόν τον κανόνα, σε περίπτωση θανάτου του γέροντα μιας από τις καλύβεις, η κυρίαρχη μονή αλλάζει τη συμφωνία «για την καταβολή συγκεκριμένου φόρου», διορίζει το πρώτο πρόσωπο από τη συνοδεία του γέροντα στη θέση του, ενώ το δεύτερο μέλος γίνεται πρώτο. Έτσι, στην καλύβη γίνεται αποδεκτό ένα ακόμη άτομο μετά την κουρά και μόνο με την άδεια της κυρίαρχης μονής, «εάν υπάρχει τέτοιος κανόνας στη σκήτη». Ο αριθμός των ατόμων που μπορούν να ασκητεύουν σε κάθε καλύβη της σκήτης περιορίζεται σε τρία, ενώ σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται αυστηρά να υπερβαίνει τα έξι.

III. Τα κελλιά ως είδος εξαρτημάτων αποτελούν κατοικίες, συνήθως τοποθετημένες σε δασώδεις περιοχές, τις οποίες παραχωρεί η κυρίαρχη μονή έναντι συγκεκριμένου αντιτίμου, μέσω της υπογραφής συμφωνίας «για την κληρονομική κατοχή τριών ατόμων». Στη συμφωνία αναφέρονται τρία άτομα που διαμένουν στο κελλί, περιγράφονται λεπτομερώς τα όρια του οικοπέδου, ενώ ορισμένες φορές περιγράφονται ακόμη τα ιερά σκεύη, οι εικόνες, τα βιβλία, τα οικιακά σκεύη, τα γεωργικά εργαλεία και γενικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία του κελλιού (άρθρο 161 και εξής Κ.).

Οι κελλιώτες μοναχοί επιβιώνουν με την προσωπική τους εργασία, καλλιεργώντας τα αγροτεμάχια του κελλιού και αναπτύσσοντας διάφορες μοναστικές τέχνες. Το δικαίωμα χρήσης των δασικών εκτάσεων γύρω από το κελλί ανήκει αποκλειστικά στην κυρίαρχη μονή, η οποία οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των κελλιών που υπάγονται σε αυτή (άρθρο 163 Κ.).

Μετά τον θάνατο του γέροντα ενός από τα κελλιά, η κυρίαρχη μονή αντικαθιστά τη συμφωνία τους με μια νέα, η οποία αφορά την «καταβολή ενός καθορισμένου ποσού». Σε αυτήν, το δεύτερο άτομο καταγράφεται ως πρώτο, το τρίτο ως δεύτερο, και ένα νέο πρόσωπο από τη συνοδεία του γέροντα (εάν υπάρχει) ορίζεται ως τρίτο. Τα τρία αυτά μέλη δύνανται να έχουν έως τρεις μαθητές (δοκίμους ή μοναχούς), έτσι ώστε συνολικά στο κελλί να μην υπάρχουν περισσότερα από έξι άτομα (άρθρο 162 Κ.).

IV. Οι καλύβεις αποτελούν τόπους ασκητείας των μοναχών που ζουν σε ερημικές περιοχές, μακριά από όλη την υπόλοιπη κοινότητα. Εκτός από αυτές που υπάγονται στις σκήτες, υπάρχουν επίσης ανεξάρτητες καλύβεις εκτός των ορίων τους.

Οι κατοικίες αυτές είναι πολύ μικρότερες από τα κελλιά. Το οικόπεδο γύρω τους είναι επίσης πολύ μικρότερο, ενώ συχνά δεν διαθέτουν κάποια πηγή νερού ή κάποια εκκλησία. Εκεί κατοικούν ένας ή δύο ασκητές, ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις απαντώνται έως τρεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μοναχών που κατοικούν στις καλύβεις καθορίζονται στη συμφωνία που εκδίδεται από την κυρίαρχη μονή. Η συμφωνία αυτή ισχύει εξίσου για τους μοναχούς που κατοικούν σε ησυχαστήρια και καθίσματα.

V. Τα ησυχαστήρια αποτελούν καταφύγια σε ερημικές περιοχές, σε απομακρυσμένα και απομονωμένα σημεία, μακριά από τις μονές και τις υπόλοιπες μοναστικές κοινότητες. Πρόκειται για την πιο σκληρή μορφή μοναστικής ζωής. Οι μοναχοί των ησυχαστηρίων επιβιώνουν μόνο με τα δικά τους έσοδα. Στον Άθω υπάρχουν τρεις ομάδες ησυχαστηρίων, η καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει από δέκα έως είκοσι κατοικίες. Στα περισσότερα ησυχαστήρια υπάρχουν εκκλησάκια. Οι ησυχαστές εξασφαλίζουν κάποια έσοδα ασκώντας διάφορες μοναστικές τέχνες, όπως η ξυλουργική, ενώ οι βιοτικές τους ανάγκες είναι εξαιρετικά περιορισμένες.

Τέλος, καθίσματα ονομάζονται οι μικρές κατοικίες πίσω από τα τείχη των μονών, αλλά και κοντά σε αυτά. Τα καθίσματα διαθέτουν εκκλησία και έναν μικρό αγρό, τον οποίο καλλιεργούν οι μοναχοί που εγκαταβιώνουν σε αυτά. Εξαρτώνται άμεσα από το μοναστήρι κοντά στο οποίο βρίσκονται, ενώ οι κάτοικοί τους θεωρούνται μέλη της αδελφότητας της κυρίαρχης μονής. Ένα μέρος των αναγκαίων για τη ζωή των καθισμάτων παρέχεται από το μοναστήρι, ενώ το υπόλοιπο το κερδίζουν οι ίδιοι οι μοναχοί με την άσκηση διαφόρων τεχνών. Σε κάθε κάθισμα κατοικούν συνήθως από ένα έως τρία άτομα.

Πάνω