Το Άγιον Όρος, κατά τη μακρά πορεία της ιστορίας του, έχει προσελκύσει πλήθος ανθρώπων, κυρίως εξαιτίας της ιδιότητάς του ως τόπου πνευματικής άσκησης, αλλά και εξαιτίας της μαγευτικής τοποθεσίας του, η οποία το καθιστά τόπο έμπνευσης και δημιουργίας. Τα πυκνά δάση, τα βουνά με τις απόρθητες γρανιτένιες κορυφές τους, οι όρμοι με τις περίπλοκα διαμορφωμένες ακτές και την αφρισμένη θάλασσα, οι εκλεπτυσμένες κοιλάδες με τους απότομους βράχους και οι ψηλοί πύργοι με τον λαβύρινθο των μοναστηριακών κτηρίων συνδυάζονται αρμονικά δημιουργώντας ένα από τα πιο συναρπαστικά τοπία του κόσμου.
Πού βρίσκεται ο Άθως
Η Χαλκιδική αποτελείται από τρεις χερσονήσους, την Κασσάνδρα στα δυτικά, τη Σιθωνία στη μέση και τη χερσόνησο του Άθω στα ανατολικά. Το Άγιον Όρος, η μοναδική μοναστική πολιτεία που υπάρχει παγκοσμίως, είναι τοποθετημένο στην ανατολική χερσόνησο. Στην αρχαιότητα η περιοχή αυτή ονομαζόταν Ακτή, ενώ το όνομα Άθως αποδιδόταν αρχικά μόνο στον γιγάντιο βράχο που στεφανώνει το υψηλότερο σημείο της. Με την πάροδο των αιώνων το βουνό έδωσε την ονομασία του σε ολόκληρη τη χερσόνησο. Ο μοναστικός πληθυσμός δημιούργησε στον τόπο αυτό μια ιδιότυπη κοινότητα, μια πολιτεία που ακολουθεί τους δικούς της κανόνες και τη δική της εσωτερική οργάνωση. Η ονομασία "Άγιον Όρος" αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, σε έναν κανόνα του 970, όπου απαντάται χαρακτηριστικά στη φράση: «έν τώ Άγίω Όρει».
Η Γεωγραφία του Αγίου Όρους
Η χερσόνησος αρχίζει από έναν στενό ισθμό που χωρίζει τον κόλπο της Ιερισσού από τον Σιγγιτικό κόλπο. Σήμερα, το όριο αυτό εκτείνεται προς τον νότο, κατά μήκος μιας συμβατικής γραμμής που χαράσσεται από τη νοτιοανατολική λεκάνη του κόλπου της Ιερισσού, μέσω της Μεγάλης Βίγλας και του Φραγκόκαστρου. Η συνοριακή αυτή γραμμή δεν έχει αλλάξει από τότε που διαμορφώθηκε για πρώτη φορά το 942, πριν από 1000 και πλέον χρόνια. Η χερσόνησος έχει μήκος 47 χιλιόμετρα και πλάτος που κυμαίνεται από 5 έως 10 χιλιόμετρα, καλύπτοντας μια έκταση 322 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Ο ισθμός φέρει ακόμη τα ίχνη της διώρυγας του Ξέρξη, η οποία αναφέρεται επίσης ως Πρόβλακας. Το τοπίο έχει ανηφορική κλίση μέχρι τη Μεγάλη Βίγλα. Στη συνέχεια η χερσόνησος διευρύνεται σπειροειδώς. Η μορφή του Αγίου Όρους από ψηλά θυμίζει χαρακτηριστικά σκελετό ψαριού.
Από τη Μεγάλη Βίγλα εκτείνεται μια μακριά οροσειρά που στενεύει, καταλλήγοντας στο σημείο μεταξύ των δύο λιμανιών της μονής Βατοπεδίου και της μονής Κωνσταμονίτου. Εκεί το έδαφος μεταβάλλεται. Γίνεται ακόμη πιο ορεινό σχηματίζοντας πολυάριθμες κορυφές, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι το Κρυοβούνιο και ο Αντιάθωνας, καθώς και πολλαπλές χαράδρες και φαράγγια. Το όρος του Άθω υψώνεται απότομα και σχεδόν κάθετα, με το υψηλότερο σημείο του να φτάνει τα 2.033 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στα νότια, η κλίση μειώνεται σημαντικά, σχηματίζοντας το Καρμήλιο όρος, το οποίο προεξέχει ακριβώς πάνω από τη θάλασσα.
Γεωλογικά ρήγματα έχουν εντοπιστεί και στις δύο πλευρές της χερσονήσου, διαμορφώνοντας ένα ορεινό τοπίο με απόκρημνες πλαγιές, βαθιά φαράγγια και ογκώδεις γκρεμούς. Η έντονα οριοθετημένη ακτογραμμή, με τους ποικίλους όρμους και κολπίσκους, διευκολύνει την πρόσβαση διά θαλάσσης στις ιερές μονές και τα ερημητήρια. Τα μικρά λιμανάκια που σχηματίζονται στις παράκτιες περιοχές του Άθω ονομάζονται, σύμφωνα με την αγιορείτικη παράδοση, "αρσανάδες".
Η διαρκής απαγόρευση της βόσκησης για πολλούς αιώνες ενίσχυσε την ανάπτυξη της βλάστησης. Τα πυκνά δάση με τις βελανιδιές, τις καστανιές, τα πεύκα, τις μεγάλες θαμνώδεις εκτάσεις κ.λπ. κάνουν πολλές περιοχές να μοιάζουν σχεδόν απρόσιτες. Οι στενές κοιλάδες του ανατολικού τμήματος της χερσονήσου χρησιμοποιούνται συχνά για γεωργικές καλλιέργειες. Η αφθονία και η ποικιλομορφία της χλωρίδας του Αγίου Όρους το καθιστούν έναν μοναδικό "βοτανικό κήπο".
Η βορειοανατολική ακτή της χερσονήσου, παρά την ποικιλομορφία του τοπίου, αποτελεί μια αρκετά επίπεδη επιφάνεια. Ξεκινώντας από το βορειότερο σημείο της, τον όρμο της Ιερισσού, η ακτογραμμή συνεχίζει μέχρι το ακρωτήριο του Αράπη, από το οποίο κατεβαίνει και κλείνει, σχηματίζοντας δύο μικρούς κολπίσκους. Ο πρώτος από αυτούς είναι ο μόλος της μονής Χιλανδαρίου, ενώ ο δεύτερος της είναι εκείνος της μονής Εσφιγμένου. Μεταξύ των δύο ακρωτηρίων που ακολουθούν, στην αγκαλιά του κόλπου, είναι χτισμένη η μονή Βατοπεδίου, μαζί με το ερημητήριο του Αγίου Δημητρίου, τα κελλιά και τις καλύβεις της. Η ακτογραμμή συνεχίζει νοτιοανατολικά, μέχρι να φτάσει στο σημείο που είναι γνωστό με το όνομα Ακρόθωον ή Νυμφαίο, κοντά στο οποίο υπάρχουν πυκνά μοναστηριακά συγκροτήματα. Στα δυτικά της μονής Παντοκράτορος βρίσκεται το ερημητήριο του Προφήτη Ηλία, ενώ στα βορειοδυτικά είναι τοποθετημένο το ερημητήριο της Βογορόδιτσας. Ακολουθεί η μονή Σταυρονικήτα και η κοιλάδα της Καψάλας, η μονή Ιβήρων με τις σκήτες του Τιμίου Προδρόμου και του Αγίου Παντελεήμονα, ενώ 230 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας βρίσκεται η πρωτεύουσα του Αγίου Όρους οι Καρυές. Στα βόρεια της πρωτεύουσας βρίσκεται το ερημητήριο του Αγίου Ανδρέα, ενώ στα νοτιοανατολικά η μονή Κουτλουμουσίου. Στα νοτιοανατολικά υπάρχει επίσης η μονή Φιλοθέου και λίγο πιο κάτω η μονή Καρακάλλου. Στην περιοχή εντοπίζεται μεγάλος αριθμός διάσπαρτων κελλιών και καλυβών.
Συνεχίζοντας νότια, σε έναν μικρό όρμο, εντοπίζεται ο πύργος του εγκαταλελειμμένου μοναστηριού των Αμαλφηνών και νοτιότερα η προβλήτα της μονής Μεγίστης Λαύρας. Το ίδιο το μοναστήρι είναι τοποθετημένο υψηλότερα, σε ένα ευρύ οροπέδιο.
Σε αυτήν την πλευρά της χερσονήσου πνέουν βόρειοι και βορειοανατολικοί άνεμοι, οι οποίοι έχουν συχνά τόση δύναμη, ώστε η περιοχή να παραμένει απροσέγγιστη για το μεγαλύτερο μέρος του χειμώνα. Οι άνεμοι πνέουν στο βόρειο τμήμα του Αγίου Όρους και επιστρέφουν μέσα από τα φαράγγια και τις σχισμές των βουνών, αποκτώντας ιλλιγγιώδη ταχύτητα. Κατευθυνόμενοι μερικά μίλια προς τα ανοιχτά του αθωνικού πελάγους, προκαλούν καταιγίδες και μεγάλα κύματα. Ωστόσο, παρά το σχετικά δυσμενές κλίμα, ένα από τα πιο παλιά μοναστήρια του Αγίου Όρους, η μονή Μεγίστης Λαύρας, στέκεται και ακμάζει ανά τους αιώνες σε ένα από τα οροπέδια αυτού ακριβώς του τμήματος της χερσονήσου.
Η νοτιοδυτική πλευρά, στραμμένη στον Σιγγιτικό κόλπο, είναι εκτεθειμένη στους νοτιοανατολικούς ανέμους, οι οποίοι, ωστόσο, έχουν πολύ μικρή επίδραση στους κόλπους της Αγίας Άννας και της Δάφνης. Το κλίμα στο τμήμα αυτό της χερσονήσου είναι πολύ ηπιότερο. Η θαλάσσια κυκλοφορία διακόπτεται σπανίως. Ωστόσο, η μορφολογία του εδάφους είναι εντονότερη και περισσότερο ακανόνιστη.
Το σύνορο του Αγίου Όρους με την υπόλοιπη Χαλκιδική διαγράφεται στα ανατολικά της Ουρανούπολης, κοντά στο Φραγκόκαστρο. Η αρχικά βραχώδης και απόκρημνη ακτογραμμή αντικαθίσταται από πολλούς μικρούς όρμους. Ο πρώτος από αυτούς φιλοξενεί τις προβλήτες των μονών Ζωγράφου και Κωνσταμονίτου, οι οποίες δεν διακρίνονται από τη θάλασσα, ενώ ακολουθούν οι μονές Δοχειαρίου και Ξενοφώντος, καθώς και το ερημητήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το οποίο δεσπόζει στο βάθος και σε μεγαλύτερο υψόμετρο.
Ο δεύτερος όρμος καταλαμβάνεται από τα μεγαλοπρεπή αρχιτεκτονικά συγκροτήματα της μονής του Αγίου Παντελεήμονος, οι σκήτες της οποίας βρίσκονται στην απέναντι πλευρά. Ακολουθεί το κεντρικό λιμάνι του Άθω, η Δάφνη, πάνω από την οποία είναι τοποθετημένη η μονή Ξηροποτάμου.
Μετά το λιμάνι της Δάφνης, το τοπίο των αγιορείτικων ακτών αλλάζει και πάλι, μετατρέποντας την ακτογραμμή σε απόρθητο φρούριο. Τέσσερα μοναστήρια, χτισμένα στις άκρες των βράχων, στέκονται κατακόρυφα πάνω από τη θάλασσα. Πρόκειται για τη μονή Σίμωνος Πέτρας, τη μονή Γρηγορίου, τη μονή Διονυσίου και τη μονή Αγίου Παύλου, καθεμία από τις οποίες διαθέτει τη δική της προβλήτα. Στα νοτιοανατολικά της μονής Αγίου Παύλου είναι τοποθετημένη η λεγόμενη Νέα Σκήτη, ενώ βορειότερα βρίσκεται η σκήτη του Αγίου Δημητρίου (Λακκοσκήτη).
Από τη Νέα Σκήτη και μετά ξεκινάει το τελευταίο τμήμα της αγιορείτικης χερσονήσου. Η ακτογραμμή κατακλύζεται από άναρχη βλάστηση και άγρια πανίδα. Μοιάζει αδιαπέραστη, γεγονός που την έχει κάνει γνωστή ως την "έρημο" της αγιορείτικης πολιτείας. Ωστόσο, δεν λείπουν ούτε από εκεί οι μικροί οικισμοί μοναχών, όπως η σκήτη της μικρής Αγίας Άννας, τα Καρούλια, τα Κατουνάκια, η Κερασιά, ο οικισμός του Αγίου Βασιλείου, τα Καυσοκαλύβια και το ερημητήριο του Τιμίου Προδρόμου. Επιμέρους καλύβεις και κελλιά υπάρχουν διάσπαρτα και κρυμμένα ακόμη και εκτός των παραπάνω οικισμών. Τέλος, από εκεί αρχίζει η ανάβαση προς την κορυφή του Άθω.