Ιστορία και νεωτερικότητα
Η Μονή Σταυρονικήτα, ένα από τα μικρότερα αθωνικά μοναστηριακά συγκροτήματα, είναι χτισμένη σε υψηλό και απόκρημνο βράχο που προεξέχει λίγο στο πέλαγος. Η κάτοψη της μονής είναι τετράπλευρη. Οι πτέρυγες είναι τριώροφες. Η ανατολική πτέρυγα έχει εξώστες και σαχνισιά στην εξωτερική της όψη. Η δυτική πτέρυγα έχει τόξα στην εσωτερική της όψη και κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Αναστηλώθηκε το 1986-88. Η βόρεια πτέρυγα έχει τρεις ορόφους στην εσωτερική της όψη και υπερυψωμένο ισόγειο. Η εξωτερική της όψη χαρακτηρίζεται από πολλούς εξώστες και σαχνισιά. Η νότια πτέρυγα έχει δύο ορόφους, έκδηλο οχυρωματικό χαρακτήρα και εκεί βρίσκονται είσοδος και πύργος. Η τυπολογία της υπαγορεύτηκε από τη μορφολογία του εδάφους. Ο συνεπτυγμένος εσωτερικός χώρος δημιουργεί κλίμα οικειότητας, αλλά οι εξωτερικές όψεις διατηρούν τον οχυρωματικό τους χαρακτήρα και εμφανίζουν μια προσεκτική ισορροπία δομικών όγκων. Η θέση της, οι διαστάσεις και οι αναλογίες της την καθιστούν ένα από τα κομψότερα αρχιτεκτονικά σύνολα. Πολλοί περιηγητές έχουν παρομοιάσει τη μονή με ιταλικό καστέλο. Δεσπόζει ο πύργος, ο οποίος ίσως προϋπήρχε της μονής και χρησιμοποιείτο ως παρατηρητήριο.
Η θέση της μονής εξηγείται από την ανάγκη προστασίας από πειρατικές επιδρομές, η αγκύρωση όμως των θεμελίων στο βράχο τής επιφύλαξε σοβαρά στατικά προβλήματα μετά το σεισμό της Ιερισσού (1932)· οι ρωγμές που δημιουργήθηκαν στο βράχο αντιμετωπίστηκαν με στερεωτική επέμβαση μεγάλης κλίμακας (1996-2000).
Στη βάση του βράχου προς τη θάλασσα φαίνονται οι αντηρίδες και οι αναλειμματικοί τοίχοι από οπλισμένο σκυρόδεμα που χρησιμοποιήθηκαν για την αντιστήριξη.
Ιστορία
Η αρχαιότερη αναφορά στη μονή βρίσκεται σε έγγραφο του 1012 (Αρχείο I. Μ. Μεγίστης Λαύρας) που φέρει την υπογραφή του μοναχού Νικηφόρου του Στραβονικήτα. Η μνεία αυτή ενισχύει την άποψη ότι η ονομασία της μονής προέρχεται από κάποιον άγνωστο κτήτορα μοναχό Νικήτα, μονόφθαλμο ή αλλήθωρο, και άλλαξε με έναν αναγραμματισμό για να καταστεί ευφωνικότερη. Άλλες ετυμολογήσεις της ονομασίας αναφέρονται στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και σε εκείνη του μεγαλομάρτυρος Νικήτα, που τιμάται την επομένη (Σεπτεμβρίου 15)· στο οικογενειακό όνομα κάποιου αξιωματικού του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (969-76) που υπήρξε ενδεχομένως κτήτορας· στο ενδεχόμενο κτήτορες να ήταν δύο μοναχοί, Σταύρος και Νικήτας· στην παραφθορά του «Σταυρός Ανίκητος». Η σημερινή μορφή της ονομασίας χρονολογείται από ίο 1018-19.
Η ίδρυση της μονής ανάγεται στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, και κατά συνέπεια η Μονή Σταυρονικήτα ανήκει στη χορεία των παλαίφατων αθωνικών μονών (Μεγίστη Λαύρα, Βατοπαιδίου, Ιβήρων). Η περαιτέρω ιστορική πορεία της, όμως, υπήρξε αρκετά διαφορετική και της επιφύλαξε αφανισμό αλλά και ανάσταση. Όπως φαίνεται, καταστράφηκε ολοσχερώς από τις ληστρικές επιδρομές των Καταλανών (14ος αι.) και, σύμφωνα με το αγιορείτικό δίκαιο, περιήλθε στη δικαιοδοσία του Πρώτου, ο οποίος την παραχώρησε στη Μονή Κουτλουμουσίου, με την προϋπόθεση ότι οι Κουτλουμουσιανοί θα φρόντιζαν και θα αναστήλωναν την ερειπωμένη μονή. Πράγματι, η μονή ανακαινίστηκε, αλλά αργότερα περιήλθε ξανά στη δικαιοδοσία του Πρώτου και παραχωρήθηκε ως κάθισμα στη Μονή Φιλοθέου, που ήδη εκμεταλλευόταν τις κτηματικές εκτάσεις της.
Το 1533 ο μοναχός Γρηγόριος, ηγούμενος της Μονής Γηρομερίου (Φιλιάτες Θεσπρωτίας), ζήτησε και αγόρασε το ερείπιο της Μονής Σταυρονικήτα από τους Φιλοθεΐτες με σκοπό να την αναστηλώσει. Έχτισε κελλιά, περιτείχισε τη μονή και επισκεύασε το καθολικό. Μετά από αίτημά του, ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Α' (Ηπειρώτης επίσης) εξέδωσε σιγίλλιο επικυρώνοντας την ανακαίνιση και τις κτήσεις της μονής. Τότε ενσωματώθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα το αρχαίο μονύδριο του Φακηνού.
Ο Γρηγόριος πέθανε λίγο αργότερα, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του, το οποίο συνέχισε ο πατριάρχης Ιερεμίας (1522-46), που θεωρείται δεύτερος και κύριος κτήτορας της μονής.
Το 1546 είχε ολοκληρωθεί η οικοδόμηση του νέου καθολικού, στη θέση και στις διαστάσεις του παλαιού, καθώς και η αγιογράφησή του από τον ζωγράφο Θεοφάνη τον Κρήτα. Τέλη του 17ου αιώνα χτίστηκε το τοξωτό υδραγωγείο με δαπάνη του ηγεμόνα της Βλαχίας Σερμπάν Καντακουζηνού (1679-88), ενώ αργότερα ο ηγεμόνας της Βλαχίας Γκίκας (1727-40) δώρισε στη μονή ως μετόχι την πλούσια Μονή των Αγίων Αποστόλων στο Βουκουρέστι. Η μονή, που στις αρχές του 17ου αιώνα μετατράπηκε σε ιδιόρρυθμη, παρέμεινε ωστόσο μια από τις φτωχότερες του Αγίου Όρους. Οι Σταυρονικητιανοί μοναχοί έπρεπε να αντεπεξέλθουν στις καταστροφές που προκάλεσαν τρεις μεγάλες διαδοχικές πυρκαγιές (1607, 1741, 1879), καθώς και στη γενική ερήμωση και στις οικονομικές δυσχέρειες που έφερε η είσοδος και εγκατάσταση χιλιάδων Τούρκων στρατιωτών στο Άγιον Όρος ίο Δεκέμβριο του 1821. Το 80% του μοναχικού πληθυσμού εγκατέλειψε τότε τον Άθω και 4 μονές ερημώθηκαν τελείως. Περαιτέρω οικονομικές δυσχέρειες προκάλεσε η αναγκαστική απαλλοτρίωση από το ελληνικό κράτος των μετοχιών της μονής υπέρ των προσφύγων (1927-28).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η μονή αναγκάστηκε να πουλήσει το προσοδοφόρο μετόχι της στην Κασσάνδρα, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχειακό συγκρότημα «Σάνη».
Το 1965 είχε 11 μοναχούς και το 1967 μόνον 4. Η Ιερά Κοινότητα αποφάσισε τότε να επανδρωθεί η μονή με μια συνοδεία που μόναζε στην Ιβηρίτικη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου κοντά στον πατέρα Παΐσιο. Η μετατροπή της σε κοινόβιο το 1968 έγινε με σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Αθηναγόρα Α'. Η ηγουμενία του αρχιμανδρίτη Βασιλείου (1968-90) άλλαξε την πορεία της μονής και οριοθετεί την απαρχή της αναβίωσης του αγιορείτικου μοναχισμού, της επάνδρωσης των μονών με νέες συνοδείες και της επανάκαμψης των μονών στο κοινοβιακό σύστημα. Το 1990, συνοδεία Σταυρονικητιανών μοναχών υπό τον αρχιμανδρίτη Βασίλειο επάνδρωσε και επανέφερε στο κοινοβιακό σύστημα τη Μονή Ιβήρων.
Στη μονή εγκαταβίωσαν για κάποιο διάστημα οι άγιοι νεομάρτυρες Λουκάς ο Μυτηλιναίος († 1802, Μυτιλήνη) και Ευθύμιος ο Πελοποννήσιος († 1814, Κωνσταντινούπολη).