Η διοικητική διάρθρωση του Αγίου Όρους

Μονή ΚαρακάλλουΣτις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα υπήρχαν δύο τύποι μοναστικών ιδρυμάτων στον Άθω, οι ιερές καλύβεις και τα κελλιά. Η καλύβη ήταν μια ταπεινή κατοικία για έναν μόνο ασκητή. Συνήθως χτιζόταν σε ερημικά, απρόσιτα και άγονα μέρη. Ορισμένα συγκροτήματα καλυβών μετατράπηκαν τελικά σε λαύρες, όπως στην περίπτωση του Κλήμεντος, του Ζυγού και των Καρυών. Ορισμένα κελλιά, με τη σειρά τους, μπορούσαν να ενωθούν και να μετατραπούν σε μικρά μοναστήρια με 5, 10 ή και περισσότερους μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν ως αδελφότητα σύμφωνα με τον κανονισμό των κοινοβίων. Ορισμένες φορές συγκροτούσαν ακόμη μεγάλες και σημαντικές μονές.

Το γεγονός ότι το σιγίλιο του 883 αναφέρεται στους μοναχούς ως κατοίκους "φτωχών βάλτων" δεν σημαίνει απαραιτήτως πως όλα τα κτήρια εκείνης της εποχής ήταν ασήμαντα και προσωρινά. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σχετική αναφορά, η οποία περιγράφει την παρουσία ενός πέτρινου "στάβλου", εννοώντας τον ως πέτρινη κατοικία για τα αρνία του Θεού, δηλαδή τους μοναχούς. Ωστόσο, θεωρούνταν γενικά πως δεν θα έπρεπε να υπάρχουν πέτρινα κελιά στον Άθω. Πράγματι, οι μοναχοί καταδίκασαν εκ των υστέρων την απόφαση του Αγίου Αθανασίου να ανεγείρει μεγάλα πέτρινα κτίσματα. Ωστόσο, οι καταδίκες αυτές δεν αφορούσαν τόσο το υλικό από το οποίο ήταν χτισμένα όσο την υπερβολική άνεση που είχαν όσοι διαβίωναν σε αυτά.

Τα μοναστήρια του Αγίου Όρους είχαν αρχικά ένα είδος συγκεντρωτικής οργάνωσης, η οποία με την πάροδο των χρόνων έγινε λιγότερο έντονη ή και αμφισβητήθηκε λόγω εξωτερικών επιδράσεων. Ωστόσο, ήταν πάντα παρούσα. Οι μοναχοί, ως ασκητές της ορθόδοξης πίστης, είναι υποχρεωμένοι έως σήμερα να συμμετέχουν στην κοινή λειτουργία μία φορά την εβδομάδα, όπως ακριβώς έκαναν οι ασκητές των αρχαίων μοναστικών ιδρυμάτων, ενώ ακόμη υποχρεούνται να συμμετέχουν στην οργάνωση των μεγάλων εορτών. Η ανάγκη αυτή δημιουργεί συνθήκες που οδηγούν σε μια συγκεντρωτική οργάνωση. Βέβαια υπάρχουν αναφορές σε ερημίτες που έκαναν έναν μοναχικό βίο για μεγάλα χρονικά διαστήματα, προκειμένου να καταπολεμήσουν μόνοι τούς πειρασμούς, ακολουθώντας το παράδειγμα του Μεγάλου Αντωνίου. Αυτοί οι μοναχοί ζούσαν ανεξάρτητοι από το σύστημα διοίκησης, αν και τέτοιες περιπτώσεις είναι αρκετά σπάνιες. Η αγιότητα και ο υπερβολικός ασκητισμός τους θεωρούνταν άξιο υποκατάστατο της συμμετοχής τους στις λειτουργίες και στα θεία μυστήρια. Παρ' όλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί πως κανένας μοναστικός οικισμός δεν στερούνταν οργάνωσης.

Η οργάνωση ήταν επίσης παρούσα στο αρχικό στάδιο του μοναχισμού, κατά την εποχή της πρωτοκαθεδρίας των Γερόντων. Μια τέτοια οργάνωση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης και κατά την επόμενη φάση της αναβίωσης του μοναχισμού. Οι εκπρόσωποι του Αγίου Όρους στη Σύνοδο του 843 έπρεπε να εκλεχθούν από κάποια αρχή, η οποία με τη σειρά της εκπροσωπήθηκε από τον λεγόμενο Πρώτο ή Πρωτεπιστάτη. Αυτό το χαρακτηριστικό της οργάνωσης του Αγίου Όρους μπορεί να παρατηρηθεί παντού κατά την περίοδο από τον 9ο έως τον 16ο αιώνα.

Βυζαντινοί Χρόνοι

Ιερά καθέδρα ή κοινότητα

Ιερός Ναός ΠρωτάτουΟ πρώτος οργανισμός, του οποίου οι αρμοδιότητες καθορίζονται στο Α΄ Τυπικό του Τσιμισκή, συνεδρίαζε στις Καρυές. Στον τόπο αυτό ιδρύθηκε αρχικά μια λαύρα, υπεύθυνη για τη διοίκηση ολόκληρου του Άθω, ενώ αργότερα, με την εμφάνιση άλλων οργάνων διοίκησης, περιορίστηκε σε τοπικό επίπεδο. Η λαύρα αυτή ονομαζόταν Λαύρα των Καρυών, Σκήτη των Καρυών, Πρωτάτο ή Μέση, επειδή βρισκόταν στο "μέσον" της χερσονήσου.

Αρχικά, ολόκληρη η επικράτεια της χερσονήσου του Αγίου Όρους θεωρούταν ενιαία. Ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης ήταν ο πρώτος που έθεσε το ζήτημα του διαμοιρασμού της γης και εξασφάλισε ειδική επιστολή από τον αυτοκράτορα, σύμφωνα με την οποία του παραχωρούταν το δικαίωμα να κατέχει ορισμένες εκτάσεις ως ιδιωτικά οικόπεδα. Αργότερα το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι. Έτσι, η διαδικασία της μεταβίβασης των εδαφών γινόταν με την αγορά της γης από τον Πρώτο, με την αγορά από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη ή με την αξιοποίηση νέων εκτάσεων με την άδεια του Πρώτου. Κατά κανόνα, η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους δεν εμπόδιζε τη μεταβίβαση εδαφών, καθώς ενδιαφερόταν για την αύξηση του αριθμού των μοναχών.

Η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους έδειξε μικρό ενδιαφέρον για την επέκταση των εδαφών πέρα από τη χερσόνησο, αν και κατά καιρούς προσαρτήθηκαν επιμέρους εκτάσεις. Πρώτο παράδειγμα αποτέλεσε η Καθέδρα των Γερόντων. Η περιοχή εξυπηρέτησε για πολλούς αιώνες την αλιεία που αναπτύχθηκε εκεί. Ωστόσο, ένα μέρος της περιήλθε στη Μονή Ιβήρων, η οποία την έλαβε ως αντάλλαγμα για ένα οικόπεδο κοντά στην Ιερισσό. Εκεί καλλιεργούνταν αμπέλια, ενώ υπήρχε, ακόμη, ένα ξενοδοχείο για τους μοναχούς.

Σύντομα άρχισαν να διαφαίνονται διακρίσεις μεταξύ των περιουσιών της Κοινότητας και των μοναστηριών του Αγίου Όρους. Καθώς ο αριθμός των μονών αυξανόταν, η συνολική έκταση της Κοινότητας μειωνόταν σημαντικά. Παρ' όλα αυτά, όλα τα μη ανεπτυγμένα και εγκαταλελειμμένα εδάφη εξακολουθούσαν να ανήκουν στην Ιερά Κοινότητα Με την πάροδο των χρόνων, ολόκληρη η χερσόνησος μοιράστηκε στις είκοσι μονές.

Η Ιερά Κοινότητα αποτελούταν από τρία κύρια διοικητικά όργανα, τον  Πρώτο, τη Σύναξη και τη Γερουσία.

Ο Πρώτος

Ναός του ΠρωτάτουΤο αξίωμα του Πρώτου ή Πρωτεπιστάτη υπήρχε στον Άθω ήδη από τον ένατο αιώνα. Ωστόσο, ο όρος «Πρώτος»  ήταν γνωστός από τον έκτο αιώνα, όταν ο ηγούμενος της μονής του Άθω, Θεοδόσιος Σωφρόνιος, ονομαζόταν "Πρώτος της ερήμου". Όσο ο Άθως ήταν μια ενιαία κοινότητα είχε επικεφαλής τον διοικητή των Καρυών, ο οποίος διέθετε την ιδιότητα του ηγουμένου. Με τη δημιουργία και άλλων αντίστοιχων κοινοτήτων και μοναστηριών, η Λαύρα των Καρυών μετονομάστηκε σε Μέση Λαύρα και ο ηγούμενός της σε Πρώτο ή πρώτο ηγούμενο.

Σύμφωνα τόσο με το πρώτο όσο και με το δεύτερο καταστατικό του Αγίου Όρους, η επιλογή του Πρώτου έπρεπε να γίνεται με βάση τις "παλαιές παραδόσεις", χωρίς να διευκρυνίζεται το ποιες ακριβώς ήταν αυτές. Το σιγίλιο του Πατριάρχη Αντωνίου αναφέρει πως "η επιλογή γίνεται από τους ιερομονάχους και τους μοναχούς του Αγίου Όρους". Εκλεγμένος από την τοπική συνέλευση, ο Πρώτος μετέβαινε στην Κωνσταντινούπολη για να χειροτονηθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Επρόκειτο για μια υποχρεωτική και τυπική διαδικασία. Το Τυπικό του Κωνσταντίνου Μονομάχου, που αποτέλεσε τον δεύτερο καταστατικό χάρτη του Αγίου Όρους, όριζε μεταξύ άλλων την τήρηση των παλαιών παραδόσεων στην επιλογή του υποψηφίου για την υπεύθυνη αυτή θέση. Ο αυτοκράτορας έδινε στον εκλεγμένο μοναχό μια ράβδο και ένα χρυσόβουλο, εξασφαλίζοντάς του το δικαίωμα να διοικεί όλα τα επιμέρους μοναστήρια.

Ο Πρώτος προερχόταν από τους μοναχούς του Αγίου Όρους, ανεξάρτητα από το αν αυτοί ανήκαν σε κάποιο συγκεκριμένο μοναστήρι. Οι ερευνητές στο Άγιον Όρος κατάφεραν να συγκεντρώσουν πληροφορίες για 150 Πρώτους σε όλη την πορεία του αξιώματος. Ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερος, εάν είχαν διασωθεί οι κατάλληλες πηγές. Δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί με μεγάλη ακρίβεια η προέλευση του κάθε Πρώτου, αλλά είναι σίγουρο πως πολλοί από αυτούς ήταν μοναχοί σε μικρά και ασήμαντα μοναστικά ιδρύματα. Πιθανώς λόγω της μικρής σημασίας τους, τα μοναστήρια αυτά συχνά δεν αναφέρονται καθόλου. Το γεγονός ότι ο εκάστοτε Πρώτος προερχόταν από τόσο ταπεινές μονές υποδηλώνει πως τα μεγάλα μοναστήρια δεν μπορούσαν να ασκήσουν πίεση στη διαδικασία εκλογής.

Κατά κανόνα, Πρώτος γινόταν ένας από τους πιο διακεκριμένους ηγούμενους της εκάστοτε μονής. Στο Τυπικό του Τσιμισκή, η τρίτη υπογραφή αναφέρει "Χριστόδουλος ηγούμενος Πρώτος", γεγονός που μπορεί να υποδεικνύει πως ο μοναχός αυτός διορίστηκε για να εκτελεί τα καθήκοντα του ηγουμένου της μονής, της οποίας ο προηγούμενος ηγούμενος κλήθηκε να υπηρετήσει ως Πρώτος, έως ότου λήξει η θητεία του. Το ενδιαφέρον αυτό φαινόμενο δεν διήρκεσε πολύ, καθώς αποφασίστηκε να επιλέγεται ο Πρώτος και μεταξύ των απλών μοναχών που μπορούσαν εύκολα να αντικατασταθούν στην καθημερινή ζωή της κάθε μονής.

Παράδειγμα της μακροβιότερης θητείας στη θέση αυτή είναι ο Πρώτος Ισαάκ, ο οποίος διοίκησε τον Άθω για 30 χρόνια, από το 1316 έως το 1345. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η ηγεμονία εκτεινόταν σε δεκαπέντε χρόνια ή σε μια δεκαετία. Οι μελετητές συμφωνούν ότι η θέση αυτή ήταν προφανώς αρχικά ισόβια. Η θέση του οικονόμου Πρώτου είχε διάρκεια ενός έτους. Υπαγόταν στην Ιερά Κοινότητα, η οποία μπορούσε να παρατείνει τη θητεία ή να τη διακόψει. Η θέση του Πρώτου εξαρτιόταν επίσης από την Ιερά Κοινότητα, γι' αυτό και οι μακρές θητείες αποτελούν τόσο σπάνιες περιπτώσεις. Συχνά οι ίδιοι οι Πρώτοι ζητούσαν να τερματίσουν τη θητεία τους λόγω της μεγάλης ευθύνης και των πολύπλοκων καθηκόντων του αξιώματος.

Η ιδιότητα του Πρώτου συνεπαγόταν ειδικά και υψίστης σημασίας καθήκοντα. Ο Πρώτος όφειλε να εκπροσωπεί το Άγιον Όρος ενώπιον όλων των αρχών, ιδίως του Αυτοκράτορα, του Πατριάρχη, του Δικαστή και του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Έπρεπε ακόμη να προΐσταται των συνελεύσεων και του συμβουλίου των γερόντων, να είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση των μονών, να διανέμει τα οικονομικά έσοδα ανάλογα με τις επιμέρους ανάγκες, καθώς και να λειτουργεί ως κεντρικό όργανο της δικαιοσύνης μαζί με τους ηγουμένους. Είχε, επιπλέον, την ευθύνη να διορίζει τον ηγούμενο της εκάστοτε μονής, εάν οι μοναχοί αυτής αδυνατούσαν να εκλέξουν τον κατάλληλο. Ο Πρώτος επικύρωνε την εκλογή των ηγουμένων όλων των μονών, με εξαίρεση αυτών της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Τους παρέδιδε τη ράβδο της ηγουμενίας, ενώ ήταν ακόμη υπεύθυνος για την ηθική ακεραιότητα όλων των μοναχών. Τέλος, ήταν αρμόδιος για την παραχώρηση άδειας προκειμένου ένας ηγούμενος να βγει από την επικράτεια του Αγίου Όρους.

Σύναξις

Καρυές Αγίου ΌρουςΑρχικά, ο όρος "Σύναξη" σήμαινε μια γενική συγκέντρωση των μοναχών για την τέλεση της λειτουργίας κατά τη διάρκεια των μεγάλων εορτών. Στις Καρυές μέχρι το 972 γίνονταν τρεις συνάξεις ετησίως, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο οι μοναχοί ζούσαν απομονωμένοι. Κατά κανόνα, στις συνάξεις αυτές συμμετείχαν και ασκητές μοναχοί. Σε απάντηση του αιτήματος του Λέοντα Φωκά να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ο Πρώτος του Αγίου Όρους σημείωσε πως θα ήταν ευκολότερο να το κάνει κατά τη διάρκεια της πρώτης Σύναξης την ημέρα των Χριστουγέννων, αφού οπωσδήποτε θα ήταν και ο άγιος παρών.

Το Τυπικό του Τσιμισκή μείωσε τον αριθμό των συναντήσεων αυτών από τρεις σε μία, η οποία συνέπιπτε με την Κοίμηση της Θεοτόκου. Η προτίμηση της ημερομηνίας αυτής (15 Αυγούστου) υποδεικνύεται από τις ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, οι οποίες διευκόλυναν τη μετακίνηση των μοναχών εντός της χερσονήσου κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου. Άλλωστε, το Καθολικό των  Καρυών ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Την ημέρα αυτή διανεμόταν στους ηγουμένους των μοναστηριών οικονομική βοήθεια από τον αυτοκράτορα, το λεγόμενο "κέρας", το οποίο περιελάμβανε τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν από την κατάργηση των άλλων δύο συνελεύσεων. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος για τον οποίο καταργήθηκαν οι άλλες γενικές συνάξεις, οι οποίες συνεπάγονταν επιπλέον έξοδα καθώς ο αριθμός των μοναχών στο Άγιον Όρος είχε ήδη ξεπεράσει εκείνη την εποχή τους 1000.

Το Τυπικό δεν αποκλείει τις συνελεύσεις εκτός των προβλεπόμενων ημερομηνιών, εάν αυτό αποδεικνυόταν απαραίτητο και εφόσον υπήρχε η κοινή συναίνεση των συμμετεχόντων. Πράγματι, από τον 11ο αιώνα και μετά, εντοπίζονται και πάλι αναφορές σε συνάξεις κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα, καθώς και αργότερα σε επιμέρους γιορτές, όπως την ημέρα του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Παρ' όλα αυτά, ο μεγαλύτερος αριθμός μοναχών συμμετείχε στην κύρια σύναξη κατά την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Στην αρχή όλοι οι μοναχοί των αγιορείτικων μοναστηριών ήταν παρόντες στη γενική σύναξη, ενώ αργότερα επιβλήθηκαν περιορισμοί καθώς ο ναός δεν μπορούσε να φιλοξενήσει τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων. Ο ναός, ο οποίος προοριζόταν για τη Σύναξη του Αγίου Όρους και συγκέντρωνε γύρω του όλη τη ζωή της Λαύρας των Καρυών, ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του δεν διακρινόταν για το εντυπωσιακό μέγεθός του. Αναμφίβολα αυτό προκαλούσε απογοήτευση στους μοναχούς. Ωστόσο, χάρη σε μια γενναιόδωρη δωρεά του Λέοντος Φωκά, ο οποίος βρισκόταν στον Άθω αναζητώντας τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, το 964 απέκτησε τη σημερινή του μορφή. Τελικά, ονομάστηκε "Πρωτάτο", καθώς θεωρήθηκε η πνευματική έδρα του Πρώτου.

Οι λειτουργίες τελούνταν στο ναό, ενώ τα διοικητικά ζητήματα διεκπεραιώνονταν σε ξεχωριστό κτήριο. Στις συνεδριάσεις της Σύναξης του Αγίου Όρους, οι οποίες δεν αφορούσαν τη Θεία λειτουργία, συμμετείχε πολύ μεγαλύτερος αριθμός μοναχών και συχνά όλοι οι κάτοικοι του Αγίου Όρους. Επρόκειτο για ανοικτές δημόσιες συνεδριάσεις, όπου ο καθένας μπορούσε να παρευρεθεί ως θεατής ή ακροατής. Το δικαίωμα συμμετοχής στις αποφάσεις είχαν οι ηγούμενοι των καθορισμένων μοναστηριών.

Ορισμένα διατάγματα που εκδόθηκαν από τον Πρώτο μετά τη σύνταξη του Τυπικού του Τσιμισκή έχουν διασωθεί έως σήμερα. Αυτά υπογράφονται όχι από όλους τους συμμετέχοντες στη συνεδρίαση της Σύναξης, αλλά μόνο από ορισμένους. Πρόκειται κατά κανόνα για ηγούμενους μοναστηριών, ο πληθυσμός των οποίων έφτανε μόνο τα 10-15 άτομα. Το Τυπικό του Μονομάχου όριζε πως τα διοικητικά θέματα έπρεπε να συζητούνται σε ειδική συνέλευση 15 ηγουμένων (διαφορετικών κάθε φορά), υπό την ηγεσία του Πρώτου. Η αρχή αυτή δεν είχε λάβει κάποιο ειδικό όνομα. Ορισμένες φορές την εντοπίζουμε με τον όρο "Σύναξη", πράγμα που προκαλεί γενική σύγχυση, με τον όρο "άμβωνας" ή με διάφορες φράσεις όπως "η γενική βουλή των γερόντων", "η απόφαση των γερόντων", "οι έντιμοι γέροντες". Ο όρος "γερουσία" ή "συμβούλιο των γερόντων" δεν απαντάται συχνά στις πηγές, αν και θα ήταν καταλληλότερος.

Θέσεις και αρμοδιότητες στην κοινότητα του Αγίου Όρους

Ιερά Επιστασία

Ο πρώτος αξιωματούχος που συναντούμε στη σύνθετη ιεραρχία του Αγίου Όρους είναι ο γραμματέας. Την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η δράση του στο Πρωτάτο παρέμενε ασαφής. Ωστόσο, ήταν παρών σε κάθε μοναστήρι και κατείχε σημαντική θέση μέσα στην κοινότητα. Το Τυπικό του Τσιμισκή υπέγραφε επίσης ο "Νικόλαος, ο Ηγούμενος και Καλλιγράφος". Γίνεται, λοιπόν, σαφές πως ο Νικόλαος υπηρετούσε στη μονή με την ιδιότητα του ηγουμένου, ενώ ήταν ακόμη καλλιγράφος και γραμματέας του Πρωτάτου. Σε ορισμένα έγγραφα συναντάται η φράση "γραμμένο από το χέρι του...". Κατά κανόνα, η παρουσία της φράσης αυτής δηλώνει το γεγονός πως ο εκάστοτε μοναχός κλήθηκε επειγόντως και κατ' εξαίρεση, αφού όλα τα έγγραφα της Σύναξης συντάσσονταν αμέσως μετά τις συνεδριάσεις από τον επίσημο γραμματέα της, ενώ υπογράφονταν από όλους τους παρόντες και εξουσιοδοτημένους συμμετέχοντες. Ο Πρώτος του Αγίου Όρους ήταν υπεύθυνος όχι μόνο για τη διανομή της οικονομικής βοήθειας από τον αυτοκράτορα, αλλά και για τη συντήρηση της ίδιας της Κοινότητας. Τα χρήματα προέρχονταν από δωρεές, μοναστηριακά τέλη, καθώς και από την πώληση και ενοικίαση κελλιών. Αυτού του είδους τα οικονομικά ζητήματα περιλαμβάνονταν στα καθήκοντα του οικονόμου. Ένας τέτοιος οικονόμος, ο μοναχός Λουκάς, έβαλε επίσης την υπογραφή του στο πρώτο καταστατικό του Αγίου Όρους, το Τυπικό του Τσιμισκή. Σύμφωνα με αυτό το καταστατικό, στα καθήκοντα του οικονόμου περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, η επίλυση μικροδιαφορών με τη συμμετοχή 3-4 ηγουμένων των μονών που γειτνίαζαν και σχετίζονταν με το εκάστοτε πρόβλημα. Το κύριο μέλημα του οικονόμου ήταν, ωστόσο, η συντήρηση της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Η θητεία για τη θέση αυτή ήταν ετήσια. Σε σύναξη της Κοινότητας την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αυτός έκανε τον απολογισμό για το έργο που είχε επιτελέσει. Στη συνέχεια αποφασιζόταν είτε η παράταση της θητείας του, εφόσον το επιθυμούσε ο ίδιος, είτε η εκλογή άλλου προσώπου.

Το αξίωμα του σκευοφύλακα υπήρχε και στην Κοινότητα, όπως και στα μοναστήρια. Η θέση αυτή αναφέρεται για πρώτη φορά στον πληθυντικό αριθμό στο Τυπικό του Μονομάχου. Αρχικά υπήρχαν τέσσερις σκευοφύλακες, ενώ στη συνέχεια ο αριθμός μειώθηκε σε τρεις, δύο και τέλος σε έναν. Οι σκευοφύλακες ήταν υπεύθυνοι για τη διατήρηση της τάξης και την επίλυση των επιμέρους διαφορών, αναλαμβάνοντας ορισμένα από τα καθήκοντα του οικονόμου. Η θέση αυτή καταργήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα και τα καθήκοντα του σκευοφύλακα μοιράστηκαν σε άλλα διοικητικά όργανα.

Ο εκκλησιάρχης ήταν υπεύθυνος για τη διατήρηση της τάξης στην εκκλησία. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου η εξουσία του αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε τον 14ο αι. υπέγραφε αμέσως μετά τον Πρώτο και μερικές φορές ενεργούσε ως αναπληρωτής του.

Τον 14ο αι. εμφανίζεται επίσης το αξίωμα του επιτηρητή, ένα είδος νομικού συμβούλου του Πρώτου, που πιθανότατα διοριζόταν από τον ίδιο.

Οι συνθήκες ζωής στο Άγιον Όρος

Ιερά Μονή Παντελεήμονος

Για μεγάλο χρονικό διάστημα η λέξη "αγρός" ήταν συνώνυμη με τη λέξη "μοναστήρι". Επισήμως, μάλιστα, προτιμούνταν από αυτήν όταν ήταν απαραίτητο να τονιστεί η σημασία της μονής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως "μοναστήρι" μπορούσε να αποτελεί και μια μικρή μοναστική κοινότητα χωρίς δική της ιδιοκτησία.

Ορισμένα μοναστήρια είχαν αναμφίβολα μεγάλη επιρροή και χαρακτηρίστηκαν ως "κυρίαρχες μονές". Τρία από αυτά αναφέρονται στο Τυπικό του Μονομάχου κατά την απαρίθμηση των επιμέρους μονών. Στην αρχή του καταλόγου τοποθετούνται η Μονή Μεγίστης Λαύρας, η Μονή Βατοπεδίου και η Μονή Ιβήρων. Καθώς ο αριθμός των μοναστηριών αυτών μειωνόταν, περιοριζόταν αντιστοίχως και η σημασία των μικρότερων κοινοτήτων. Το 1394 υπήρχαν 27, ενώ τον 16ο αιώνα είχαν μείνει μόλις 20, όπως και σήμερα. Αυτές οι μονές απορρόφησαν με την πάροδο του χρόνου τα μοναστικά ιδρύματα και κελλιά.

Όπως αναφέρεται σε έγγραφο του 1083, ο ηγούμενος της μονής εκλεγόταν σύμφωνα με τους μοναστικούς κανόνες. Ορίζονται μάλιστα τέσσερις τρόποι. Πρώτον, ο εν ενεργεία ηγούμενος διόριζε διάδοχο κατά βούληση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τη γνώμη του Πρώτου. Δεύτερον, ελλείψει διαδόχου, η αδελφότητα εξέλεγε έναν ηγούμενο εγκεκριμένο από τον Πρώτο. Τρίτον, εάν η αδελφότητα δεν κατάφερνε να διακρίνει έναν άξιο μοναχό για τη θέση, το καθήκον αυτό αναλάμβανε ο Πρώτος, ο οποίος αναζητούσε σε ολόκληρη τη χερσόνησο έναν υποψήφιο. Εάν ούτε ο Πρώτος κατάφερνε να ανταποκριθεί, τότε οι μοναχοί έστελναν επιστολή στον αυτοκράτορα ζητώντας βοήθεια.

Όσον αφορά τα κελλιά,  αυτά δεν μπορούσαν να έχουν δική τους γη και ιδιοκτησία, αλλά αποτελούσαν τμήματα των εδαφών της Λαύρας των Καρυών ή κάποιας άλλης μονής. Στο Άγιον Όρος, τα κελλιά βρίσκονταν συνήθως κοντά στις Καρυές ή κοντά σε άλλες μεγάλες μονές. Είχαν επικεφαλής γέροντες και κατοικούνταν από δύο έως τέσσερις μοναχούς. Ο θεσμός των κελλιών έπαιρνε συχνά διάφορες μορφές. Το πρώτο καταστατικό του Αγίου Όρους υπογράφεται, μεταξύ άλλων, από πέντε άνδρες που αυτοαποκαλούνταν "μοναχοί", αλλά με την προσθήκη της ιδιαίτερης ιδιότητάς τους. Τρεις από αυτούς ήταν γέροντες (επικεφαλής της κοινότητας), ένας εκκλησιάρχης (υπεύθυνος για την τάξη στην εκκλησία) και ένας οικονόμος. Όλοι τους έπρεπε να είναι γέροντες σε κελλιά που ανήκαν στην Ιερά Κοινότητα, χωρίς όμως να εξαρτώνται άμεσα από αυτήν. Όφειλαν μόνο να εκτελούν εκεί περιοδικά τα καθήκοντά τους. Οι μοναχοί της Μονής Ιβήρων, στους οποίους ο Άγιος Αθανάσιος είχε παραχωρήσει κελλιά εντός της Λαύρας, επίσης δεν εξαρτώνταν άμεσα από αυτήν. Όπως και σήμερα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ενοίκων των κελλιών είναι το γεγονός ότι δεν διαθέτουν δική τους ιδιοκτησία. Τα κενά κελλιά που παραχωρούνταν από τα κοινόβια σε κάποια μονή ή σε κάποιο πρόσωπο επέστρεφαν στην ιδιοκτησία της Σύναξης. Με απόφαση του Πρώτου, τα τελευταία κελλιά πουλήθηκαν στις διάφορες μονές κατά το 1661.

Οι Ησυχαστές εγκαταστάθηκαν στα εδάφη του Αγίου Όρους, τα οποία δεν αποτελούσαν ιδιοκτησία κανενός. Κάθε ασκητής ήταν ελεύθερος να εγκατασταθεί σε τέτοιες εκτάσεις. Μετά από τρία χρόνια το οικόπεδο του παραχωρούνταν επισήμως από την Κοινότητα. Φυσικά, υπήρχε και ένα είδος οργάνωσης και ιεραρχίας μεταξύ των ησυχαστών μοναχών. Ένας από αυτούς γινόταν γέροντας (γέροντας της κοινότητας και ανώτερος κληρικός), ενώ ένας δεύτερος θεωρούνταν υπεύθυνος για τις επιμέρους ανάγκες της επιβίωσης.

Το άβατο του Αγίου Όρους

Μονή Ζυγού (Φραγκόκαστρο)

Κάθε ιερός τόπος έχει το δικό του είδος αβάτου (απαγόρευση εισόδου σε μια συγκεκριμένη κατηγορία ατόμων). Αρχικά, η έννοια του μοναστηριού περιελαμβάνει εξ ορισμού την απαγόρευση κάθε κοσμικής επιρροής και ενόχλησης, πράγμα που, όσον αφορά τις ανδρικές μονές, αναφέρεται ιδιαίτερα στο γυναικείο φύλο. Το Άγιον Όρος, το οποίο θεωρούνταν αρχικά ένα ενιαίο μοναστήρι, ήταν επίσης απρόσιτο στους λαϊκούς. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αποφευχθεί κάθε αλληλεπίδραση με τον έξω κόσμο. Άλλωστε, η παρουσία των διαφόρων αρχών, των εργατών και των εμπόρων ήταν απαραίτητη στον Άθω.

Η απαγόρευση της εισόδου των γυναικών στο Άγιον Όρος τέθηκε σε ισχύ από την πρώτη κιόλας περίοδο της ίδρυσής του. Ήταν ένας δεδομένος περιορισμός για τη μοναχική κοινότητα. Η πρώτη γραπτή αναφορά στο θέμα του αβάτου εντοπίζεται στο Τυπικό του Μανουήλ Παλαιολόγου το 1406 και είναι, μάλιστα, έμμεση. Η μόνη γυναίκα που είναι αόρατα παρούσα στον Άθω είναι η Παναγία. Σε αυτήν είναι αφιερωμένα πολλά από τα καθολικά των μονών, οι εκκλησίες και τα παρεκκλήσια της χερσονήσου. Ταυτόχρονα, το Άγιον Όρος απέφευγε πάντοτε να αφιερώνει ναούς σε άλλες αγίες γυναίκες, ακόμη και να αγιογραφεί εικόνες που τις απεικονίζουν. Εξαίρεση αποτελεί η Αγία Άννα, η μητέρα της Παναγίας, στην οποία είναι αφιερωμένη και η περίφημη Σκήτη.

Η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων που δεν μπορούν να εγκατασταθούν στο Άγιον Όρος ή ακόμη και να το επισκεφθούν είναι τα παιδιά ή οι "αγένειοι", δηλαδή εκείνοι που λόγω ηλικίας δεν μπορούν ακόμη να αποκτήσουν γένια. Όλα τα δημοσιευμένα Τυπικά, ήδη από το πρώτο, δίνουν ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το σημείο. Δεδομένου του ότι πολλοί εργαζόμενοι λαϊκοί έπαιρναν τα παιδιά τους ως βοηθούς στον Άθω, θεωρήθηκε σημαντικό να διευκρυνιστεί το σημείο αυτό και να συμπεριληφθεί ως ξεχωριστή αναφορά στον κατάλογο των απαγορεύσεων.

Η τρίτη κατηγορία είναι οι ευνούχοι. Καθώς μία γυναίκα μεταμφιεσμένη σε νεαρό άνδρα (χωρίς γένια) ή σε ευνούχο θα μπορούσε να εισέλθει στη χερσόνησο, η απαγόρευση αυτή θεωρήθηκε αναγκαία.

Μεταξύ άλλων, απαγορευόταν η βόσκηση βοοειδών στο έδαφος του Αγίου Όρους, προκειμένου να μην διαταράσσεται η ησυχία των ασκητών. Η απαγόρευση ίσχυε για μεγάλο χρονικό διάστημα, επισφραγίστηκε με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα και επαναλήφθηκε πολλές φορές στα καταστατικά. Μόνο δύο εξαιρέσεις έχουν σημειωθεί. Πρώτον, η Μονή Ιβήρων διατηρούσε το δικαίωμα να βόσκει βοοειδή στην αρχή της χερσονήσου, όπου δεν υπήρχαν μοναστηριακά κτήρια. Δεύτερον, τα βοοειδή της Ιερισσού μπορούσαν να βόσκουν στη χερσόνησο σε περίπτωση εχθρικής εισβολής. Απαγορευόταν η κατασκευή στάβλων και η εγκατάσταση κυψελών.

Απαγορευόταν, ακόμη, η εκτροφή βοοειδών και οικόσιτων ζώων στη χερσόνησο του Άθω. Αυτό δεν ίσχυε, ωστόσο, για τα άγρια ζώα, καθώς οι μετακινήσεις τους δεν μπορούσαν να ελεχθούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα ίδια τα Τυπικά έκαναν παραχωρήσεις και επέτρεπαν τη διατήρηση αλόγων, ζώων ιδιαίτερα σημαντικών για το ορεινό έδαφος του Άθω, ταύρων και αγελάδων, στην περίπτωση της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Η εξαίρεση αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει αιτία δυσαρέσκειας των άλλων μονών και να προκαλέσει αναταραχή, οπότε σύντομα εισήχθη η απαγόρευση όλων των θηλυκών ζώων.

Δεν υπήρξαν ιδιαίτερα πολλές παραβιάσεις των απαγορεύσεων στη μακρά πορεία της αθωνικής πολιτείας. Υπάρχουν, βέβαια, αρκετές αυτοκράτειρες οι οποίες πάτησαν στη γη του Αγίου Όρους. Μία από αυτές είναι και η αυτοκράτειρα Ελένη, η οποία επισκέφθηκε το Άγιον Όρος με τον σύζυγό της Στέφανο Δουσάν το 1347. Άλλες γνωστές περιπτώσεις είναι στενά συνυφασμένες με διάφορους θρύλους,  οι οποίοι προσδίδουν έμφαση στην απαγόρευση εισόδου των γυναικών στο περιβόλι της Παναγίας. Η Γάλλα Πλακιδία, η οποία ήθελε να επισκεφθεί το ναό της Μονής Βατοπεδίου, δεν κατάφερε να προχωρήσει πιο μέσα στον Άθω, αφού άκουσε τη φωνή της Παναγίας να βγαίνει από την εικόνα της και να της λέει: "Μην προχωρήσεις. Τι ψάχνεις εδώ, γυναίκα; Αν και είσαι βασίλισσα, εδώ βασιλεύει άλλη". Ακόμη, η Μάρω, η ευεργέτιδα του Άθω και μητέρα του σουλτάνου Μωάμεθ του Πορθητή, ήθελε να φέρει η ίδια τα δώρα της στη χερσόνησο. Σε αυτήν ανακοινώθηκε επίσης πως ο Άθως αποτελεί κληρονομιά της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Σήμερα, ο βασικός κανόνας αβάτου στο Άγιον Όρος αφορά τις γυναίκες, καθώς οι ευνούχοι και οι αγένειοι (δηλαδή τα παιδιά) εξακολουθούν να εισέρχονται. Ωστόσο, τους απαγορεύεται να γίνουν μοναχοί συμμετέχοντας στο μυστήριο της μοναστικής κουράς. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στην ενδυμασία όσων επισκέπτονται τον ιερό αυτόν τόπο.

Πάνω