Ιστορία και νεωτερικότητα
Η Ιερά Μονή Ιβήρων δεσπόζει στην πλατιά παραλία που σχηματίζει ο χείμαρρος του Ιβηρίτικου Λάκκου. Στο βάθος διακρίνονται οι στέγες από τα σπίτια των Καρυών, οι τρούλοι από το Σεράι και η Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου.
Στις κατάφυτες πλαγιές, αριστερά της μονής, διακρίνεται ο τρούλος από το κυριακό της ιβηρίτικης σκήτης του Τιμίου Προδρόμου. Ψηλότερα, στον ορεινό όγκο της Τσούκας, διακρίνεται μια λευκή κουκκίδα. Πρόκειται για το κελλί δίπλα στο σπήλαιο, όπου ασκήτευσε ο Όσιος Γαβριήλ ο Ίβηρας. Ο άγιος είδε σε όραμά του την άφιξη της εικόνας της Παναγίας Πορταΐτισσας, της εφέστιας εικόνας της μονής. Μάλιστα, περπάτησε ο ίδιος πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, για να την παραλάβει και να τη φέρει στη στεριά. Στο σημείο όπου ο Όσιος Γαβριήλ απόθεσε την εικόνα, ανέβλυσε αμέσως πηγή γλυκού νερού, η οποία αποτελεί το αγίασμα της Παναγίας Πορταΐτισσας. Αυτό βρίσκεται σφηνωμένο σε έναν βράχο, κοντά στο διώροφο ψαρόσπιτο, στη νότια πλευρά της παραλίας. Το ψαρόσπιτο (αρχές 19ου αι.) διαθέτει στο ισόγειο έξι θολωτά λεμβοστάσια, καθώς και χώρους διαβίωσης στον πάνω όροφο. Όσον αφορά την αρχιτεκτονική του, είναι ιδιαίτερα αξιόλογο και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τους ψαράδες της μονής. Εκεί διέμεινε ο Φώτης Κόντογλου κατά την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος το 1923:
Ο αρσανάς είχε πεντ' έξι κάβιες [κελλιά] αραδιασμένες και μπροστά είχε ένα χαγιάτι που ακουμπούσε σε δοκάρια από αγριόξυλα. Εκεί μέσα κοιμόμασταν. Από κάτω είχε χαμηλές καμάρες και μέσα στις καμάρες τραβούσανε τις βάρκες. Τα δίχτυα τα απλώνανε απάνω στα μπαρμάκια του χαγιατιού. Εκεί που κοιμόμασταν ακούγαμε από κάτω μας τη θάλασσα που έμπαινε μέσα στις καμάρες, κυλούσε τα χαλίκια και μας νανούριζε. Παλιά εικονίσματα ήταν κρεμασμένα μέσα στον αρσανά κι έκαιγε ακοίμητο καντήλι. (Φώτης Κόντογλου, Καλοκαίρι στο Όρος, 1923)
Εντός του περιβόλου, στην παραλία, δίπλα στην εκβολή του Ιβηρίτικου Λάκκου βρίσκεται το κάθισμα της Παναγίας Πορταΐτισσας. Έχει ναό και κελλί, όπου τον Ιούλιο 2003 κοιμήθηκε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Β'. Στο κάθισμα αυτό και στο σημείο του αγιάσματος καταλήγει η λιτάνευση της εφέστιας εικόνας κάθε Τρίτη της Διακαινησίμου. Ακόμη, τελείται ο αγιασμός των υδάτων κατά την εορτή των Θεοφανίων (μεγάλη πανήγυρις). Στο σημείο της εκβολής εικάζεται πως βρισκόταν ο λιμένας του Κλήμεντος, όπου, σύμφωνα με την αγιορείτικη παράδοση, αποβιβάστηκε η Θεοτόκος, όταν ζήτησε από τον Χριστό να της χαρίσει τη χερσόνησο του Άθω ως επίγεια κληρονομιά της.
Απέναντι από τη μονή, πάνω στον λόφο, βρίσκεται το κελλί του Προφήτη Ηλία, όπου μόνασε ο εθνομάρτυρας πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε'. Το μεγάλο αυτοτελές κτίσμα ανάμεσα στη μονή και στον λόφο είναι ο κοιμητηριακός ναός (Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, 1672). Διατηρεί αναλλοίωτη την αρχική του μορφή. Η κάτοψή του είναι ορθογώνια (17,8x8,3 μ.), ενώ η κόγχη του ιερού στην ανατολική πλευρά έχει συρρικνωθεί σε μια στενή προεξοχή. Αξιοπρόσεχτο είναι το γεγονός πως η ανατολική όψη έφερε ξύλινη σανιδωτή επένδυση. Ο ναός δεν είναι τοιχογραφημένος.
Η οροφή του καλύπτεται από διακοσμητικά πλαίσια, σύμφωνα με τις επιταγές του μπαρόκ ρυθμού, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς την εποχή εκείνη στο Άγιον Όρος. Εντυπωσιακό είναι το ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο. Στις ποδιές των δεσποτικών εικόνων εικονίζονται φυτά και άνθη, που αντιγράφουν την ανάγλυφη πλάκα της κρήνης στην αυλή της μονής και αποτελούν άλλη μια μπαρόκ διακόσμηση. Οι εικόνες του Αγίου Αθανασίου, του Χριστού Φιλάνθρωπου και της Θεοτόκου χρονολογούνται από το 1680. Κάτω από τον ναό βρίσκεται το οστεοφυλάκιο.
Ο εντυπωσιακός πύργος του αρσανά διατηρεί ακέραια τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία (π.χ. καταχύστρες). Οικοδομήθηκε το 1626, επί ηγουμενίας Γρηγορίου. Διαθέτει παρεκκλήσιο αφιερωμένο στους Τρεις Παίδας εν καμίνω και στον Προφήτη Δανιήλ, πράγμα που αποτελεί ασυνήθιστη επιλογή για ένα κτίσμα που σχετίζεται με το υγρό στοιχείο του αρσανά. Τη δαπάνη ανέλαβε ο Γαλακτίων, πρώην μητροπολίτης Ελασσώνος. Υποστηρίζεται πως ο πύργος επικοινωνούσε με τη μονή μέσω μιας υπόγειας σήραγγας, η οποία κατέληγε στο παρεκκλήσιο του Τιμίου Προδρόμου. Σήμερα, ο πύργος έχει αποκατασταθεί και στεγάζει στο ισόγειό του το ξυλουργείο της μονής. Στη δυτική είσοδο χτίστηκε αργότερα δεύτερο παρεκκλήσιο αφιερωμένο στους κτήτορες της μονής (Γεώργιο, Ευθύμιο, Ιωάννη). Με χρυσόβουλλο του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου (984) η μονή απέκτησε δικαίωμα κατοχής ενός μεγάλου πλοίου. Στο εξώφυλλο του κώδικα 795 υπάρχει σκαρίφημα (18ος αι.) τρικάταρτου καραβιού με τα ονόματα του πληρώματος: Ιωσήφ Καράς Ναύκληρος, Ιωάσαφ Καραβοκύρης, Ιωάννης Βαρκάρης και οι λοιποί γεμιτζήδες (=ναύτες). Έως τις αρχές του 17ου αιώνα λειτουργούσε ο παλιός αρσανάς, ο οποίος ήταν ενσωματωμένος στο μοναστηριακό συγκρότημα και του οποίου τα ερείπια ανιχνεύτηκαν στον περίβολο της μονής.
Η κάτοψη της μονής σχηματίζει ένα τετράπλευρο. Οι πτέρυγες ανάγονται σε διάφορες χρονικές περιόδους. Ο έντονος οχυρωματικός χαρακτήρας του οικοδομικού συγκροτήματος στολίζεται από τους εξώστες και τα σαχνισιά της ανατολικής όψης, με κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Στη δυτική όψη (1804) και στα δυτικά τμήματα της βόρειας και της νότιας όψης, οι οποίες δεν έχουν εξώστες, η συμμετρική ομοιομορφία των παραθύρων, με τα αετώματά τους, παραπέμπει στον νεοκλασικισμό.
Ιστορία
Στην πεδινή έκταση της εκβολής του Ιβηρίτικου Λάκκου, στα νοτιοδυτικά του σημερινού μοναστηριακού συγκροτήματος, βρισκόταν το αρχαίο πόλισμα Κλεωναί. Στη θέση της Ιεράς Μονής Ιβήρων βρισκόταν, επίσης, το αρχαίο μονύδριο του Κλήμεντος. Η ίδρυσή του (8ος αι.) συνδέεται με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ' Πωγωνάτο, ενώ η ονομασία του αναφέρεται, σύμφωνα με την παράδοση, στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Κλήμη, ο οποίος τον 3ο αιώνα έφτασε εκεί και εκχριστιάνισε τους ειδωλολάτρες της περιοχής. Το μονύδριο χτίστηκε γύρω από τον ναό (σημ. παρεκκλήσιο) του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος υποστηρίζεται πως είναι ένας από τους αρχαιότερους ναούς του Αγίου Όρους. Χτίστηκε από τον Κωνσταντίνο τον Μέγα πάνω σε ιερό του Ποσειδώνα. Αρχαιολογικές ανασκαφές σε βάθος 8 μέτρων από την επιφάεια του ναού δεν έχουν αποκαλύψει, έως σήμερα, στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη αρχαίου ιερού.
Η ίδρυση της μονής ανάγεται στην περίοδο 980-985 και συνδέεται με δύο μοναχούς από την Ιβηρία, τον Ευθύμιο και τον κατά σάρκα πατέρα του Ιωάννη Βαρασβάτζε, ο οποίος είχε διατελέσει σύμβουλος του βασιλιά της Γεωργίας Δαβίδ Κουροπαλάτη. Οι μοναχοί αυτοί ζούσαν στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας μαζί με άλλους ομοεθνείς τους, μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Ιωάννης Τορνίκιος. Όταν επί βασιλείας του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου (976-1025) ξέσπασε η ανταρσία του Βάρδα Σκληρού, ο αυτοκράτορας Βασίλειος κάλεσε τον Τορνίκιο και του ανέθεσε την καταστολή της επανάστασης. Ο Τορνίκιος έβγαλε το ράσο, φόρεσε πανοπλία και ως επικεφαλής 12.000 στρατιωτών συνέτριψε τον Βάρδα Σκληρό, κοντά στον Άλυ ποταμό, στη Μικρά Ασία. Καθώς οι Γεωργιανοί μοναχοί στη Μεγίστη Λαύρα πιέζονταν από έλλειψη χώρου, ο πνευματικός τους Ιωάννης ο Ίβηρας και ο Τορνίκιος ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να τους επιτραπεί να συγκροτήσουν τη δική τους μονή. Με τη συγκατάθεση του Βασιλείου Β', οι Γεωργιανοί μοναχοί απέκτησαν το μονύδριο του Ιωάννη του Κολοβού στην Ιερισσό, του Λεοντίου στη Θεσσαλονίκη, του Άθω (που βρισκόταν κοντά στο σπήλαιο του Οσίου Γαβριήλ και ήταν επίσης γνωστό ως μονύδριο του Σισίκου) και του Κλήμεντος, σε αντάλλαγμα δύο γεωργιανών μονών στην Κωνσταντινούπολη και στην Τραπεζούντα. Έτσι, η μονή Ιβήρων δημιουργήθηκε, ουσιαστικά, από τη Μεγίστη Λαύρα, γεγονός που εξηγεί τις στενές σχέσεις μεταξύ των δύο μονών, καθώς και την παράδοση να χοροστατεί αντιπρόσωπος της μιας στην πανήγυρη της άλλης. Το 985, χάρη στα λάφυρα του Τορνίκιου και τις γενναιόδωρες αυτοκρατορικές χορηγίες, η Λαύρα των Ιβήρων είχε ολοκληρωθεί, αποκτώντας με χρυσόβουλλο το προνόμιο κατοχής ιδιόκτητου μεγάλου πλοίου.
Τον Ιωάννη διαδέχθηκε στην ηγουμενία ο γιος του Ευθύμιος. Το 1034 βοήθησε τη μονή, με δωρεές κτηματικών εκτάσεων, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ' Παφλαγών (1034-41). Στο Τυπικό του Κωνσταντίνου Μονομάχου (1046) η μονή κατέχει την τέταρτη θέση της ιεραρχίας. Τη μεγαλύτερη ακμή της την γνώρισε κατά την περίοδο 1051-72, επί ηγουμενίας του Γεωργίου Β' Μτατσμιντέλι και Γεωργίου Γ' Ολτισέλι, οι οποίοι μετέφρασαν στα γεωργιανά την Αγία Γραφή, καθώς και πολλά εκκλησιαστικά βιβλία. Ίδρυσαν, ακόμη, σχολή (η οποία κατά πάσα πιθανότητα ταυτίζεται με το ερειπωμένο σήμερα κελλί του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου), όπου φοίτησαν επιφανείς Γεωργιανοί.
Η μονή Ιβήρων υπέστη καταστροφές στα χρόνια του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου και του λατινόφρονα πατριάρχη Βέκκου. Οι μοναχοί αντιστάθηκαν στην ένωση με την Εκκλησία της Ρώμης, που επεδίωκε ο αυτοκράτορας, ενώ πολλοί θανατώθηκαν μαρτυρικά. Πολιορκήθηκε, επίσης, και λεηλατήθηκε από Καταλανούς και Άραβες πειρατές (τέλη 13ου-αρχές 14ου αι.). Στην ανοικοδόμησή της, μετά την καταστροφή, συνέβαλε ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Δουσάν, καθώς και ο ηγεμόνας της Γεωργίας Γοργοράνης. Βαθμιαία, οι Έλληνες μοναχοί υπερτέρησαν αριθμητικά έναντι των Γεωργιανών, με αποτέλεσμα το 1357, με σιγίλλιο του πατριάρχη Καλλίστου Α', η μονή να περάσει σε ελληνική ηγεσία. Τότε, ορίστηκε, μεταξύ άλλων, η τέλεση των ακολουθιών στην ελληνική γλώσσα. Οι δεσμοί με τη Γεωργία, ωστόσο, δεν ατόνησαν. Οι Γεωργιανοί ηγεμόνες συνέβαλαν στην οικοδόμηση των πύργων, των τρούλων του καθολικού και του εξωνάρθηκα, ενώ αφιέρωσαν στη μονή πλήθος μετοχίων. Άλλωστε, ο τελευταίος Γεωργιανός μοναχός απεβίωσε το 1955. Την ανοικοδόμηση του 14ου αιώνα ακολούθησε περίοδος ακμής, έως το τέλος του 16ου αιώνα, οπότε η μονή αντιμετώπισε σοβαρότατες οικονομικές δυσχέρειες. Χάρη στη γενναιόδωρη συνδρομή του ηγεμόνα της Γεωργίας Αλεξάνδρου Στ', κατόρθωσε να ξεπεράσει τις δυσχέρειες, να επεκταθεί κτηριακά και να αυξήσει τον αριθμό των μοναχών της. Στα μέσα του 17ου αιώνα, μετά από παράκληση του τσάρου Αλεξίου (1645-77), Ιβηρίτες μοναχοί μετέφεραν στη Μόσχα ένα αντίγραφο της εικόνας της Παναγίας Πορταΐτισσας, χάρη στην οποία θεραπεύτηκε θαυματουργικά η κόρη του τσάρου. Από ευγνωμοσύνη, ο τελευταίος παραχώρησε στη μονή Ιβήρων τη μονή Αγίου Νικολάου, κοντά στο Κρεμλίνο της Μόσχας. Σημαντική υπήρξε, ακόμη, η συνδρομή ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας όπως του Σερμπάν Καντακουζηνού, καθώς και πολλών πατριαρχών. Το 1804 το κτηριακό συγκρότημα επεκτάθηκε προς τα δυτικά. Το 1863 η μονή υπέστη σοβαρές καταστροφές από πυρκαγιά.
Για πολλούς αιώνες λειτουργούσε ως ιδιόρρυθμο μοναστικό ίδρυμα. Επανέκαμψε στο κοινοβιακό σύστημα το 1990, όταν επανδρώθηκε από μια συνοδεία Σταυρονικητιανών μοναχών υπό τον αρχιμανδρίτη Βασίλειο.
Στη μονή Ιβήρων εγκαταβίωσαν για κάποιο χρονικό διάστημα οι νεομάρτυρες Κοσμάς και Πέτρος, οι οποίοι μαρτύρησαν λίγο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Ο κώδικας 512 περιέχει τον βίο τους, καθώς και την ακολουθία που συντάχθηκε προς τιμήν τους. Εκει μόνασαν, μεταξύ άλλων, ο Άγιος Νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος (†1800, Ρόδος), που υπηρετούσε στο αρχονταρίκι, οι Οσιομάρτυρες Λουκάς ο Μυτιληναίος (†1802, Μυτιλήνη), Ιλαρίων Μικραγιαννανίτης (†1804, Κωνσταντινούπολη), Ευθύμιος εκ Δημητσάνης ο Ιβηροσκητιώτης (†1814, Κωνσταντινούπολη) και Κωνσταντίνος Καυσοκαλυβίτης ο εξ Αγαρηνών (†1819, Κωνσταντινούπολη). Τέλος, μοναχοί της Ιεράς Μονής Ιβήρων ήταν οι λόγιοι ασκητές Όσιος Ιερόθεος (1686-1745) και Συμεών Καβάσιλας (αρχή 17ου αι.), ο πρώην μητροπολίτης Ναυπάκτου Νεόφυτος (†1740) και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (†1821), πριν την τελευταία του θητεία στον οικουμενικό θρόνο.
Η είσοδος της Ιεράς Μονής Ιβήρων είναι τοποθετημένη στη βόρεια πτέρυγα. Απέναντι βρίσκεται ένα κιόσκι, με θέα προς τον πύργο του αρσανά (φαίνεται ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος στις καταχύστρες) και προς τον Ιβηρίτικο Λάκκο (φαίνονται τα ερείπια του κελλιού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου). Στην απέναντι πλευρά της εισόδου βρίσκεται μεγάλη κρήνη με φαρδιά λεκάνη, που εξυπηρετούσε το πότισμα των υποζυγίων. Πρόκειται για την κρήνη Σερμαράν, η οποία οφείλει το όνομά της στον Γεωργιανό κτήτορα (1619). Η σημερινή της μορφή προκύπτει από ανακαίνιση του 1845. Η είσοδος διαθέτει ευρύ πρόστυλο (1867) με τέσσερις κίονες. Αριστερά από την είσοδο υπάρχει μια μικρή πύλη («Πύλη της Πορταΐτισσας»), η οποία μένει πάντα κλειστή. Πάνω από την πύλη υπάρχει παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στο διαβατικό, δύο νεότερες ζωγραφικές αναπαραστάσεις εικονίζουν την έλευση της Θεοτόκου στο Άγιον Όρος και το θαύμα της Παναγίας Πορταΐτισσας, που δίνει ένα φλουρί σε έναν φτωχό άνθρωπο (σχετίζεται με τον μικρό ναό, το «Φλουρί», που βρίσκεται στο μονοπάτι Καρυές-Ιβήρων). Στον πάγκο, στη δεξιά πλευρά, είναι πάντα αφημένο ψωμί για τους προσκυνητές, σε ανάμνηση του θαύματος του «Φλουριού». Η αυλή είναι ευρύχωρη. Χωρίζεται από τον νοητό άξονα, που ενώνει την πύλη του διαβατικού με την πύλη της νότιας πτέρυγας, δίπλα στον αμυντικό πύργο. Το ανατολικό τμήμα της, με το καθολικό, είναι το παλαιότερο. Το δυτικό τμήμα αποτελεί προσθήκη του 1804. Δεξιά από την πύλη του διαβατικού βρίσκεται, ενσωματωμένη στον τοίχο της πτέρυγας, μια κρήνη με ιδιαίτερα πλούσιο μπαρόκ διάκοσμο (1734). Λιγότερο σύνθετος είναι ο επίσης μπαρόκ διάκοσμος της ανάγλυφης πλάκας, στην κρήνη που βρίσκεται μπροστά από την τράπεζα.
Σώζεται, ακόμη, πλάκα από πορφυρίτη λίθο, με ορειχάλκινο στεφάνι, που φέρει την επιγραφή «Εγώ εστερέωσα τους στύλους αυτής και εις τον αιώνα ου σαλευθήσονται. Γεώργιος μοναχός ο Ίβηρας και κτήτωρ». Από την ίδια εποχή φαίνεται να είναι η ορθομαρμάρωση των τοίχων, καθώς και οι τέσσερις κίονες στις γωνίες των χορών. Αυτοί φέρουν κιονόκρανα, σε δεύτερη χρήση, με παραστάσεις ζώων και φύλλα ακάνθου. Στο δεξιό προσκυνητάρι βρίσκεται η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ενώ στο αριστερό η εικόνα των τριών κτητόρων (Αγίων Ιωάννη, Ευθυμίου και Γεωργίου). Οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού χρονολογούνται από τα μέσα του 16ου αιώνα και ανήκουν στο εργαστήριο του Θεοφάνη του Κρητός. Φέρουν πολλές επιζωγραφήσεις, η οψιμότερη εκ των οποίων ανήκει στο τέλος του 19ου αιώνα. Στη νοτιοδυτική γωνία εικονίζεται σε τοιχογραφία ο μοναχός και ζωγράφος Μάρκος ο Ιβηρίτης, ολόσωμος πλάι στον ηγούμενο Γαβριήλ. Στους τοίχους κρέμονται φορητές εικόνες. Στους χορούς βρίσκονται εντοιχισμένα πλακάκια Ιζνίκ, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, είναι δώρο κάποιου σουλτάνου. Έργο εξαιρετικής τέχνης αποτελεί το τέμπλο, το οποίο καθαρίστηκε πρόσφατα, όπως και πολλές από τις τοιχογραφίες.
Εκτός της μονής, προς τα δυτικά, είναι τοποθετημένο το λιθόχτιστο γεφύρι με τις τρεις καμάρες, καθώς και το υδραγωγείο (1617-19, επί ηγουμενίας Γαβριήλ), με μια διπλή σειρά τόξων. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται το λεπροκομείο της μονής, ενώ λίγο πιο μακριά είναι τα εργατόσπιτα και οι ξενώνες.




