Ιστορία και νεωτερικότητα
Η Πρώτη Μονή
Μετά τη Μορφονού ξεκινά αμαξιτός δρόμος που ανηφορίζει στην πλαγιά και οδηγεί στη φιάλη, την πηγή από την οποία υδρεύεται, μέσω του Νεροφοριού, η Μεγίστη Λαύρα. Πρόκειται για έργο μεγίστης κλίμακας, το αρχαιότερο υδραυλικό έργο που έγινε στο Άγιον Όρος. Ψηλά, σε ευδιάκριτη θέση στο φρύδι της, διακρίνεται το Κάθισμα τον Αγίου Σάββα, όπου μόνασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Συνεχίζοντας στον παράκτιο αμαξιτό δρόμο προς τη Μεγίστη Λαύρα, συναντάμε λίγο πιο πέρα από την περιοχή της Μορφονούς μια διακλάδωση (δεξιά) με πινακίδα που οδηγεί στο αγίασμα του Αγίου Αθανασίου. Εμπερίστατος, λόγω της έλλειψης νερού και τροφίμων στο εργοτάξιο που έχτιζε τη Μέγιστη Λαύρα, ο άγιος ξεκίνησε για τις Καρυές για να στείλει μήνυμα και να ζητήσει βοήθεια από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά. Στο σημείο του αγιάσματος, που απέχει δύο ώρες πεζοπορία από τη μονή, παρουσιάστηκε και του μίλησε η Θεοτόκος. Για να πειστεί ο άγιος ότι δεν επρόκειτο για πειρασμό, η Θεοτόκος τον διέταξε να χτυπήσει σταυροειδώς το βράχο στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Ευθύς ανέβλυσε πηγή νερού, που ρέει σε σταθερή ποσότητα όλο το χρόνο. Η Θεοτόκος έδωσε εντολή να χτιστεί στο σημείο εκείνο ναός και να λειτουργείται συχνά, και υποσχέθηκε να φροντίζει ως οικονόμος τη μονή μέχρι τη συντέλεια του αιώνος. Για το λόγο αυτό ο μοναχός που εκτελεί το διακόνημα του οικονόμου στη Μεγίστη Λαύρα έχει τον τίτλο του «παραοικονόμου». Η σημερινή μορφή τον ναού (Ζωοδόχος Πηγή) είναι αποτέλεσμα ανακαίνισης του 1892. Στο υπέρθυρο υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή: «+Πλήττει πάλαι Μωσής, ράβδω πέτραν είν' επί δεία/Νυν δ' Αθανάσιος ώς ηλίβατον βαλλάν/Φωνή Θεοτόκου./Ατάρ έρρε, εφήμερον ύδωρ,/Τόδε δ' αείρρονν ρει/Πνεύμασι, σώμασιν άκος». Στο χώρο του αγιάσματος υπάρχει επίσης κιόσκι για την ανάπαυση των οδοιπόρων.
Ιστορία
Η ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας (963) από τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη συμπίπτει με την καθιέρωση του κοινοβιατικού μοναχισμού στον Άθω. Η μονή χτίστηκε στην περιοχή Μελανά, όπου ο άγιος είχε εγκαταβιώσει παλαιότερα ως ερημίτης και είχε χτίσει ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Στην αρχαιότητα υπήρχε στην περιοχή το πελασγικό πόλισμα Άθωσα.
Η μονή αναφέρεται επίσης με τις ονομασίες «Λαύρα των Μελανών», «Λαύρα του κυρού Αθανασίου», «Λαύρα του Αγίου Αθανασίου», «Μεγάλη Λαύρα» ή απλώς «Λαύρα», που σημαίνει πολυάνθρωπο μοναστήρι.
Την προσωνυμία «Λαύρα» τη διατήρησε ακόμη κι όταν έγινε κοινόβιο και εξαφανίστηκαν οι άλλες λαύρες με τη μετατροπή τους σε κοινόβια του τύπου του αγίου Αθανασίου.
Σύμφωνα με το Βίο του, ο άγιος Αθανάσιος έχτισε πρώτα το περιμετρικό οχυρωματικό τείχος, κατόπιν το καθολικό και ύστερα κελλιά για τους μοναχούς. Οι οικοδομικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν παρά τις αλλεπάλληλες αντιξοότητες και τον πόλεμο των δαιμόνων, χάρη στις προσευχές του αγίου και στη γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια από πλευράς ιού αυτοκράτορα Νικηφόρου Β' Φωκά, ο οποίος προικοδότησε τη μονή με μετόχια όπως η Μονή Περιστερών κοντά στη Θεσσαλονίκη, με τμήμα Τιμίου Ξύλου, με άγια λείψανα και πολύτιμα κειμήλια. Ο Φωκάς προνόησε επίσης για τη διαβίωση των 80 αρχικών μοναστών εγκρίνοντας ετήσια χορηγία 244 νομισμάτων και προμήθειες σιτηρών. Η βοήθεια αυτή επέτρεψε στον άγιο Αθανάσιο να πραγματοποιήσει εκείνο που προγενέστεροι του (άγιος Ευθύμιος ο Νέος) είχαν επιδιώξει ανεπιτυχώς: την ίδρυση μιας κοινοβιακής μονής στον Άθω.
Ο Φωκάς δολοφονήθηκε (969) από τον στρατηγό Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας και ανέλαβε την εξουσία. Ο Τσιμισκής διπλασίασε τη χορηγία προς τη νεοσύστατη μονή, καθιστώντας έτσι εφικτή την ολοκλήρωση των εργασιών. Τιμάται ως συγκτήτορας, μαζί με τον Νικηφόρο Β' Φωκά.
Ο αριθμός των μοναχών της Λαύρας άρχισε να αυξάνει, και σταδιακά ο κοινοβιατισμός εδραιώθηκε στον Άθω. Ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος δώρισε στη μονή πολλά μετόχια, μεταξύ αυτών τη νήσο Άγιος Ευστράτιος. Η Μεγίστη Λαύρα προσάρτησε τα μονύδρια του Ακινδύνου και του Γομάτου, που της παραχωρήθηκε το 989 από τον πατριάρχη Νικόλαο Β' Χρυσοβέργη. Το 996 ο Πρώτος Ιωάννης και η Σύναξις ανέθεσαν στον άγιο Αθανάσιο το εγκαταλειμμένο μονύδριο του Μονοξυλίτη. Οι χορηγίες αυτές και οι προικοδοτήσεις επέτρεψαν στον άγιο να ολοκληρώσει το γιγαντιαίο για την εποχή του καθολικό της μονής. Ο άγιος Αθανάσιος μερίμνησε επίσης για τις πρακτικές ανάγκες της μονής: κατασκεύασε νερόμυλο, φύτεψε αμπελώνες, ίδρυσε αναρρωτήριο για μοναχούς στον Μυλοπόταμο. Πρωτοστατούσε σε όλες τις εργασίες. Το 1001, την ώρα που επιθεωρούσε μαζί με άλλους έξι μοναχούς το θόλο της κόγχης του ιερού βήματος, ο θόλος γκρεμίστηκε και τους καταπλάκωσε (5 Ιουλίου). Ο ενταφιασμός του ιερού λειψάνου έγινε μετά τρεις μέρες, αφού πρώτα το προσκύνησαν με δάκρυα 2.500 Αθωνίτες μοναχοί.
Τον Αθανάσιο διαδέχτηκε στην ηγουμενία ο Αντώνιος, καθ' υπόδειξη του ίδιου του αγίου. Ο Αντώνιος έχαιρε επίσης, όπως και ο Αθανάσιος, της εύνοιας των αυτοκρατόρων, των οποίων οι δωρεές συνεχίστηκαν και επί ηγουμενίας των διαδόχων του, Θεοδωρήτου, Ευστρατίου, Μιχαήλ. Το Β' Τυπικό του Αγίου Όρους (1045) επιβεβαιώνει την προνομιακή θέση της Λαύρας και τη θέτει στην πρώτη ιεραρχικά θέση.
Χρυσόβουλλο (1057) του Μιχαήλ Στ' αυξάνει τη χορηγία από τα 488 νομίσματα του Τσιμισκή σε 812 νομίσματα, και ανάλογη γενναιοδωρία επιδεικνύουν μεταγενέστεροι αυτοκράτορες, όπως οι Κωνσταντίνος 1 Δούκας, Αλέξιος Α' Κομνηνός, και οι Παλαιολόγοι ξεκινώντας από τον ίδιο τον Μιχαήλ Η.
Η κτηματική έκταση της μονής ολοένα αυξάνει μέχρι το 15ο αιώνα, με την προσάρτηση μονυδρίων, εγκαταλειμμένων και μη, όπως το μονύδριο των Βουλευτηρίων που περιήλθε στη δικαιοδοσία της Λαύρας το 1030, της Μονής των Αμαλφιτανών στα τέλη του 13ου αιώνα, του μονυδρίου του Μακρή στις αρχές του 15ου αιώνα. Αντίστοιχη είναι και η αύξηση του αριθμού των μοναχών. Στα τέλη του 10ου αιώνα, η Μεγίστη Λαύρα αριθμεί 160 μοναχούς, ενώ στα μέσα του 14ου αιώνα έχει γύρω στους 700 μοναχούς. Η περίοδος μεταξύ 11 ου και 14ου αιώνα χαρακτηρίζεται από μεγάλη ακμής· εγκαταβιώνουν τότε στη μονή πολλοί ονομαστοί ασκητές, μεταξύ των οποίων ο κορυφαίος υπέρμαχος του Ησυχασμού άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Την περίοδο της ακμής ακολούθησε μαρασμός. Οι πειρατικές επιδρομές του 14ου αιώνα και η Τουρκοκρατία από το 15ο αιώνα και μετά είχαν ως αποτέλεσμα την πληθυσμιακή αποψίλωση της μονής. Παρατηρήθηκε τότε μια χαλάρωση στην εφαρμογή των κανόνων του αγίου Αθανασίου. Ο αριθμός ίων μοναχών μειώθηκε αισθητά και στις αρχές του 16ου αιώνα η μονή διέθετε πολύ λίγους μοναχούς για να μπορέσει να επιβιώσει ως κοινόβιο, και εξ ανάγκης το λίκνο του αγιορείτικου κοινοβιατισμού μετατρέπεται σε ιδιόρρυθμη μονή, χωρίς όμως το γεγονός αυτό να μπορέσει να αναστρέψει το ρεύμα της εγκατάλειψης.
Ελάχιστοι ήταν οι μοναχοί στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν ο βοεβόδας της Βλαχίας Νεαγκόε Μπασαράμπ (1512-1521) ανέλαβε να συνδράμει τη μονή. Έργο του ήταν η μολυβδοσκέπαση του καθολικού, που λίγο αργότερα (1535) ιστορήθηκε από τον Θεοφάνη τον Κρήτα. Χάρη στις προσπάθειες του πατριάρχη Αλεξάνδρειας Σίλβεστρου και της Ιεράς Συνάξεως, η μονή επανέκαμψε στον κοινοβιατισμό το 1575 με σιγίλλιο του πατριάρχη Ιερεμία Γ'. Έγιναν τότε πολλά έργα αναστήλωσης και ανακαίνισης. Η σχετική οικονομική ευρωστία της μονής τής επέτρεψε να αναλάβει την καταβολή των φόρων για λογαριασμό και των άλλων μονών. Οι φόροι όμως ήταν επαχθείς και η ευρωστία αποδείχθηκε εύθραυστη. Η μονή περιήλθε ξανά σε περίοδο μαρασμού. Ο αριθμός των μοναχών ελαττώθηκε.
Όταν το 1623 επισκέφθηκε τη μονή ο πατριάρχης Άνθιμος Β', βρήκε μόνο πέντε ή έξι μοναχούς, που ζούσαν σε συνθήκες απίστευτης ένδειας.
Το 1662 εγκαταστάθηκε στη μονή ο πατριάρχης Διονύσιος Γ' ο Βάρδαλης, ο οποίος αφιέρωσε όλη την προσωπική του περιουσία για την ανασυγκρότηση της. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, δεν αποφεύχθηκε η μετατροπή της μονής σε ιδιόρρυθμη.
Ο 18ος αιώνας σηματοδότησε νέα περίοδο ακμής, που τροφοδοτήθηκε από την άνθηση της οικονομίας και των γραμμάτων στις ελληνικές παροικίες των παραδουνάβιων ηγεμονιών και της Δύσης, καθώς και στα νησιά του Αιγαίου. Το 1759 ιδρύθηκε στη μονή το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο στον ελλαδικό χώρο. Τυπώθηκε η Εκλογή του Ψαλτηρίου του Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη. Το δεύτερο όμως βιβλίο, ένας προσκυνηματικός οδηγός της μονής, γραμμένος από τον λόγιο μοναχό Μακάριο Τριγώνη, δεν μπόρεσε να τυπωθεί γιατί ία μηχανήματα καταστράφηκαν οπό τους Τούρκους.
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση το 1821, εγκαταβίωναν στη Μεγίστη Λαύρα 117 μοναχοί, ενώ άλλοι 448 μόναζαν σε εξαρτήματά της. Μερικοί από αυτούς ακολούθησαν τον Εμμανουήλ Παππά και πήραν μέρος στην εξέγερση. Η δεκαετία της τουρκικής κατοχής στο Άγιον Όρος (1821-30) έφερε πολλά δεινά στη μονή, όπως άλλωστε και σε όλα τα καθιδρύματα του Αγίου Όρους.
Το 1963 εορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια η χιλιετηρίδα από την ίδρυση της μονής, παρουσία του οικουμενικού πατριάρχη, άλλων πατριαρχών και του βασιλέα Παύλου. Η χιλιετηρίδα του πρώτου αγιορείτικου κοινοβίου τιμήθηκε με τη μονή σε καθεστώς ιδιορρυθμίας, μέσα σε συνθήκες πληθυσμιακής συρρίκνωσης, που οδήγησαν ορισμένους να πουν ότι ο εορτασμός ήταν ουσιαστικά ο επικήδειος του αγιορείτικου μοναχισμού, ότι το Άγιο Όρος θα καταντούσε απλώς μουσείο. Οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών διέψευσαν τις προσδοκίες τους.
Το 1980 η μονή επανέκαμψε στο κοινοβιατικό σύστημα. Ανήμερα στην εορτή του αγίου Αθανασίου έγινε η ενθρόνιση του πρώτου ηγουμένου στη νεότερη ιστορία της Μεγίστης Λαύρας. Αιφνίδια ανέβλυσε τότε ευώδες υγρό στο προστατευτικό τζάμι της εικόνας του αγίου που σκεπάζει τον τάφο του, σημείο που ερμηνεύτηκε ως ευαρέσκεια του κτήτορα.
Ο κουβαράς, ένα μητρώο μοναχών που τηρείται χωρίς διακοπή εδώ και 10 αιώνες, δείχνει ότι στη μονή εγκαταβίωσαν 27 πατριάρχες, 150 αρχιερείς, 168 ηγούμενοι, 3.400 ιερομόναχοι, 45 διάκονοι και 14.000 μοναχοί. Εξήντα άγιοι της Εκκλησίας εγκαταβίωσαν για κάποιο χρονικό διάστημα στη μονή ή στα εξαρτήματά της. Μεταξύ αυτών είναι οι άγιοι Γρηγόριος ο Παλαμάς· Νείλος ο Μυροβλότης· Ιωάννης ο Κουκουζέλης· Γρηγόριος Δομέστιχος· οι νεομάρτυρες Δαμασκηνός (1681)· Κωνστάντιος ο Ρώσος (1743)· Ιωάννης ο Βούλγαρης (1784), που επί τρία χρόνια υπηρετούσε έναν μονόχειρα γέροντα πνευματικό και φανερώθηκε ως χριστιανός κάνοντας το σταυρό του στην Αγιά Σοφία· Λουκάς ο Μυτιληναίος (1802)· Ευθύμιος Ιβηροσκητιώτης, 1814)· Παύλος Πελοποννήσιος (1818)· Κωνσταντίνος εξ Αγαρηνών (1819)· Τιμόθεος ο Εσφιγμενίτης (1820)· Αθανάσιος ο Λήμνιος (1846), που αιχμαλωτίστηκε από το στρατό του Ιμπραήμ, εξισλαμίστηκε και παντρεύτηκε, είδε σε όραμα τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, επέστρεψε στο Άγιον Όρος, και τελειώθηκε μαρτυρικώς διά πνιγμού στον Ελλήσποντο.