Ιστορία και νεωτερικότητα
Η Πρώτη Μονή
Μετά τη Μορφονού ξεκινά ο δρόμος που ανηφορίζει στην πλαγιά, φτάνοντας έως την πηγή από την οποία αντλεί νερό η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Πρόκειται για έργο μεγάλης κλίμακας, το οποίο αποτελεί το αρχαιότερο έργο ύδρευσης που έγινε στο Άγιον Όρος. Σε μεγάλο υψόμετρο, τοποθετημένο σε περίοπτη θέση, διακρίνεται το κάθισμα τον Αγίου Σάββα, όπου μόνασε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Συνεχίζοντας από την παραλιακή οδό προς τη μονή, συναντάμε στην περιοχή της Μορφονούς μια διακλάδωση (δεξιά) με πινακίδα, που οδηγεί στο αγίασμα του Αγίου Αθανασίου. Ο άγιος, εξαιτίας της έλλειψης νερού και τροφίμων στο εργοτάξιο, την περίοδο ανοικοδόμησης του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος, ξεκίνησε για τις Καρυές, προκειμένου να αποστείλει μήνυμα και να ζητήσει βοήθεια από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά. Στο σημείο του αγιάσματος, το οποίο απέχει δύο ώρες με τα πόδια από τη μονή, παρουσιάστηκε σε αυτόν η Υπεραγία Θεοτόκος. Θέλοντας να τον πείσει πως δεν επρόκειτο για πειρασμό, η Θεοτόκος τον διέταξε να χτυπήσει σταυροειδώς τον βράχο στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Ο άγιος έκανε όπως του ζήτησε η Παναγία και αμέσως ανέβλυσε η πηγή νερού, που ρέει σταθερά έως σήμερα καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου. Η Θεοτόκος έδωσε εντολή να χτιστεί στο σημείο εκείνο ναός και να λειτουργείται συχνά, ενώ υποσχέθηκε να φροντίζει τη μονή ως οικονόμος μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Για τον λόγο αυτό ο μοναχός που εκτελεί το διακόνημα του οικονόμου στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας έχει τον τίτλο του «παραοικονόμου», καθώς θεωρείται βοηθός της ίδιας της Παναγίας. Η σημερινή μορφή τον ναού (Ζωοδόχου Πηγής) είναι αποτέλεσμα της ανακαίνισης του 1892. Στο υπέρθυρο υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή: «Πλήττει πάλαι Μωσής, ράβδω πέτραν είν' επί δεία/Νυν δ' Αθανάσιος ώς ηλίβατον βαλλάν/Φωνή Θεοτόκου./Ατάρ έρρε, εφήμερον ύδωρ,/Τόδε δ' αείρρονν ρει/Πνεύμασι, σώμασιν άκος». Στον χώρο του αγιάσματος υπάρχει επίσης κιόσκι για την ανάπαυση των επισκεπτών και οδοιπόρων.
Ιστορία
Η ίδρυση της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας (963) από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη συμπίπτει με την καθιέρωση του κοινοβιατικού μοναχισμού στον Άθω. Η μονή χτίστηκε στην περιοχή Μελανά, όπου ο άγιος είχε εγκαταβιώσει παλαιότερα ως ερημίτης και είχε χτίσει ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Στην αρχαιότητα υπήρχε στην περιοχή αυτή παλαιότερο πόλισμα.
Η μονή αναφέρεται επίσης με τις ονομασίες «Λαύρα των Μελανών», «Λαύρα του κυρού Αθανασίου», «Λαύρα του Αγίου Αθανασίου», «Μεγάλη Λαύρα» ή απλώς «Λαύρα», που σημαίνει πολυάνθρωπο μοναστήρι.
Την προσωνυμία «Λαύρα» τη διατήρησε ακόμη κι όταν έγινε κοινόβιο και αφού είχαν εξαφανιστεί όλες οι άλλες λαύρες, μετά τη μετατροπή τους σε κοινόβια του τύπου του Αγίου Αθανασίου.
Σύμφωνα με τον βίο του, ο Άγιος Αθανάσιος έχτισε πρώτα το περιμετρικό οχυρωματικό τείχος, κατόπιν το καθολικό και ύστερα κελλιά για τους μοναχούς. Οι οικοδομικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν παρά τις αλλεπάλληλες αντιξοότητες και τον πόλεμο των δαιμόνων, χάρη στις προσευχές του αγίου και στη γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια από πλευράς του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β' Φωκά, ο οποίος προικοδότησε τη μονή με μετόχια, όπως τη μονή Περιστερών κοντά στη Θεσσαλονίκη, με ένα τμήμα του Τιμίου Ξύλου, με άγια λείψανα και πολύτιμα κειμήλια. Ο Φωκάς προνόησε επίσης για τη διαβίωση των 80 αρχικών μοναχών, εγκρίνοντας ετήσια επιχορήγηση 244 νομισμάτων και προμήθειες σιτηρών. Η βοήθεια αυτή επέτρεψε στον Άγιο Αθανάσιο να πραγματοποιήσει εκείνο που οι προγενέστεροί του (Άγιος Ευθύμιος ο Νέος) είχαν επιδιώξει ανεπιτυχώς: την ίδρυση μιας κοινοβιακής μονής στον Άθω.
Ο Φωκάς δολοφονήθηκε (969) από τον στρατηγό Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας και ανέλαβε την εξουσία. Ο Τσιμισκής διπλασίασε την επιχορήγηση προς τη νεοσύστατη μονή, καθιστώντας έτσι εφικτή την ολοκλήρωση των εργασιών. Τιμάται ως συγκτήτορας, μαζί με τον Νικηφόρο Β' Φωκά.
Ο αριθμός των μοναχών της Λαύρας άρχισε να αυξάνει και το κοινοβιακό σύστημα σταδιακά εδραιώθηκε στον Άθω. Ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος δώρισε στη μονή πλήθος μετοχίων. Μεταξύ αυτών, δόθηκε στη μονή και η νήσος του Αγίου Ευστρατίου. Στη Μεγίστη Λαύρα προσαρτήθηκαν τα μονύδρια του Ακινδύνου και του Γομάτου, τα οποία της παραχωρήθηκε το 989 από τον πατριάρχη Νικόλαο Β' Χρυσοβέργη. Το 996, ο Πρώτος Ιωάννης και η Σύναξη έδωσαν στον Άγιο Αθανάσιο το εγκαταλειμμένο μονύδριο του Μονοξυλίτη. Οι χορηγίες αυτές και οι προικοδοτήσεις επέτρεψαν στον άγιο να ολοκληρώσει το γιγαντιαίο για την εποχή του καθολικό της μονής. Ο Άγιος Αθανάσιος μερίμνησε, επίσης, για τις πρακτικές ανάγκες της κοινότητας: κατασκεύασε νερόμυλο, φύτεψε αμπελώνες και ίδρυσε αναρρωτήριο για τους μοναχούς στον Μυλοπόταμο. Πρωτοστατούσε σε όλες τις εργασίες. Το 1001, την ώρα που επιθεωρούσε μαζί με άλλους έξι μοναχούς τον θόλο της κόγχης του ιερού βήματος, ο θόλος γκρεμίστηκε καταπλακώνοντάς τους (5 Ιουλίου). Ο ενταφιασμός του ιερού λειψάνου έγινε τρεις μέρες μετά, αφού πρώτα το προσκύνησαν με μεγάλες τιμές και βαθιά συγκίνηση 2.500 αθωνίτες μοναχοί.
Τον Άγιο Αθανάσιο διαδέχτηκε στην ηγουμενία ο Αντώνιος, όπως είχε υποδείξει ο ίδιος. Ο Αντώνιος έχαιρε επίσης, όπως και ο Αθανάσιος, της εύνοιας των αυτοκρατόρων, των οποίων οι δωρεές συνεχίστηκαν και επί ηγουμενίας των διαδόχων του, Θεοδωρήτου, Ευστρατίου, Μιχαήλ. Το Β' Τυπικό του Αγίου Όρους (1045) επιβεβαιώνει την προνομιακή θέση της Λαύρας και τη θέτει στην πρώτη ιεραρχικά θέση.
Το χρυσόβουλλο του 1057, του Μιχαήλ Στ', αυξάνει τη χορηγία από τα 488 νομίσματα του Τσιμισκή στα 812. Ανάλογη γενναιοδωρία επιδεικνύουν και οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες, όπως οι Κωνσταντίνος Δούκας, Αλέξιος Α' Κομνηνός, και οι Παλαιολόγοι, ξεκινώντας από τον ίδιο τον Μιχαήλ Η'.
Η κτηματική έκταση της μονής αυξάνει ολοένα έως τον 15ο αιώνα, με την προσάρτηση μονυδρίων, εγκαταλελειμμένων και μη, όπως το μονύδριο των Βουλευτηρίων, που περιήλθε στη δικαιοδοσία της Λαύρας το 1030, της μονής των Αμαλφιτανών στα τέλη του 13ου αιώνα, του μονυδρίου του Μακρή στις αρχές του 15ου αιώνα. Αντίστοιχη είναι και η αύξηση του αριθμού των μοναχών. Στα τέλη του 10ου αιώνα, η Μεγίστη Λαύρα αριθμεί 160 μοναχούς, ενώ στα μέσα του 14ου έχει γύρω της 700 μοναχούς. Η περίοδος μεταξύ 11ου και 14ου αιώνα αποτελεί περίοδο μεγάλης ακμής. Το διάστημα εκείνο εγκαταβιώνουν στη μονή πολλοί ονομαστοί ασκητές, μεταξύ των οποίων ο κορυφαίος υπέρμαχος του ησυχασμού, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Την περίοδο της ακμής διαδέχθηκε μια περίοδος ύφεσης. Οι πειρατικές επιδρομές του 14ου αιώνα και η Τουρκοκρατία που επικράτησε από τον 15ο είχαν ως αποτέλεσμα την πληθυσμιακή εξουθένωση της μονής. Παρατηρήθηκε, μάλιστα, ιδιαίτερη χαλάρωση στην εφαρμογή των κανόνων του Αγίου Αθανασίου. Ο αριθμός των μοναχών μειώθηκε αισθητά. Στις αρχές του 16ου αιώνα η μονή διέθετε ελάχιστα μέλη και αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός κοινοβίου. Έτσι, μετατράπηκε σε ιδιόρρυθμη μονή, χωρίς, ωστόσο, να καταφέρει να ανατρέψει την τάση ερήμωσης.
Στις αρχές του 16ου αιώνα οι μοναχοί που είχαν απομείνει ήταν ελάχιστοι. Τότε ο βοεβόδας της Βλαχίας Νεαγκόε Μπασαράμπ (1512-1521) ανέλαβε να συνδράμει τη μονή. Έργο του ήταν η μολυβδοσκέπαση του καθολικού, που λίγο αργότερα (1535) ιστορήθηκε από τον Θεοφάνη τον Κρητικό. Χάρη στις προσπάθειες του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σίλβεστρου και της Ιεράς Συνάξεως, η μονή επανέκαμψε το 1575 στο κοινοβιακό σύστημα, μετά από σιγίλλιο του πατριάρχη Ιερεμία Γ'. Έγιναν τότε πολλά έργα αναστήλωσης και ανακαίνισης. Η σχετική οικονομική ευρωστία της μονής τής επέτρεψε να αναλάβει την καταβολή των φόρων για λογαριασμό και άλλων μοναστικών κοινοτήτων. Οι φόροι, ωστόσο, ήταν επαχθείς και η ευρωστία αποδείχθηκε εύθραυστη. Η μονή περιήλθε ξανά σε περίοδο ύφεσης. Ο αριθμός των μοναχών ελαττώθηκε.
Όταν το 1623 ο πατριάρχης Άνθιμος Β' επισκέφθηκε τη μονή, βρήκε μόνο πέντε ή έξι μοναχούς, οι οποίοι επιβίωναν σε συνθήκες απίστευτης ένδειας.
Το 1662 εγκαταστάθηκε στη μονή ο πατριάρχης Διονύσιος Γ' ο Βάρδαλης, ο οποίος αφιέρωσε όλη την προσωπική του περιουσία για την ανασυγκρότησή της. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, δεν αποφεύχθηκε η μεταβολή στο ιδιόρρυθμο σύστημα.
Ο 18ος αιώνας σηματοδότησε μια νέα περίοδο ακμής, η οποία τροφοδοτήθηκε από την άνθηση της οικονομίας και των γραμμάτων στις ελληνικές παροικίες των παραδουνάβιων ηγεμονιών και της Δύσης, καθώς και στα νησιά του Αιγαίου. Το 1759 ιδρύθηκε στη μονή το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο. Τυπώθηκε, ακόμη, η Εκλογή του Ψαλτηρίου του Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη. Το δεύτερο, ωστόσο, βιβλίο, ένας προσκυνηματικός οδηγός της μονής, γραμμένος από τον λόγιο μοναχό Μακάριο Τριγώνη, δεν μπόρεσε να τυπωθεί, καθώς τα μηχανήματα καταστράφηκαν από τους Τούρκους.
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση το 1821, στη Μεγίστη Λαύρα εγκαταβίωναν 117 μοναχοί, ενώ άλλοι 448 μόναζαν σε εξαρτήματά της. Μερικοί από αυτούς ακολούθησαν τον Εμμανουήλ Παππά και πήραν μέρος στην εξέγερση. Η δεκαετία της τουρκικής κατοχής στο Άγιον Όρος (1821-30) επέφερε πολλά δεινά στη μονή, όπως άλλωστε και σε όλα τα καθιδρύματα του Άθω.
Το 1963 εορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια η χιλιετηρίδα από την ίδρυση της μονής Μεγίστης Λαύρας, παρουσία του οικουμενικού πατριάρχη, άλλων πατριαρχών, καθώς και του βασιλέα Παύλου. Η χιλιετηρίδα του πρώτου αγιορείτικου κοινοβίου βρήκε τη μονή σε καθεστώς ιδιόρρυθμου μοναχισμού, μέσα σε συνθήκες πληθυσμιακής συρρίκνωσης, που οδήγησαν ορισμένους να θεωρήσουν τον εορτασμό ως επικήδειο του αγιορείτικου μοναχισμού, πιστεύοντας πως το Άγιον Όρος θα καταντούσε απλώς ένα μουσείο χριστιανικού πολιτισμού και παράδοσης. Οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών διέψευσαν τις προσδοκίες τους.
Το 1980 η μονή επανέκαμψε στο κοινοβιατικό σύστημα. Ανήμερα της εορτής του Αγίου Αθανασίου έγινε η ενθρόνιση του πρώτου ηγουμένου στη νεότερη ιστορία της Μεγίστης Λαύρας. Αιφνίδια ανέβλυσε τότε ευώδες ύδωρ στο προστατευτικό τζάμι της εικόνας του αγίου, που σκεπάζει τον τάφο του, σημάδι που ερμηνεύτηκε ως χαρά και επικρότηση του κτήτορα.
Το μητρώο των μοναχών, που τηρείται χωρίς διακοπή εδώ και 10 αιώνες, αποδεικνύει πως στη μονή εγκαταβίωσαν 27 πατριάρχες, 150 αρχιερείς, 168 ηγούμενοι, 3.400 ιερομόναχοι, 45 διάκονοι και 14.000 μοναχοί. Εξήντα άγιοι της Εκκλησίας εγκαταβίωσαν για μικρά ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα στη μονή και στα εξαρτήματά της. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι Άγιοι Γρηγόριος ο Παλαμάς, Νείλος ο Μυροβλότης, Ιωάννης ο Κουκουζέλης, Γρηγόριος Δομέστιχος, οι νεομάρτυρες Δαμασκηνός (1681), Κωνστάντιος ο Ρώσος (1743), Ιωάννης ο Βούλγαρης (1784), που επί τρία χρόνια υπηρετούσε έναν μονόχειρα γέροντα πνευματικό και φανερώθηκε ως χριστιανός κάνοντας τον σταυρό του στην Αγιά Σοφία, Λουκάς ο Μυτιληναίος (1802), Ευθύμιος Ιβηροσκητιώτης (1814), Παύλος Πελοποννήσιος (1818), Κωνσταντίνος εξ Αγαρηνών (1819), Τιμόθεος ο Εσφιγμενίτης (1820), Αθανάσιος ο Λήμνιος (1846), που αιχμαλωτίστηκε από τον στρατό του Ιμπραήμ, εξισλαμίστηκε και παντρεύτηκε, έως ότου είδε σε όραμα τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, επέστρεψε στο Άγιον Όρος και τελειώθηκε μαρτυρικώς διά πνιγμού στον Ελλήσποντο.
Η κυρία είσοδος είναι τοποθετημένη στη βορειοδυτική πλευρά του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος. Απέναντί της βρίσκεται μια κρήνη (1818), αφιέρωμα χριστιανού από τη Νίγδη της Καππαδοκίας. Θυμίζει έντονα ταφική στήλη μουσουλμανικού νεκροταφείου και φέρει επιγραφή στα καραμανλίδικα: (νότια πλευρά) «ΝΗΓΤΕΛΙ ΧΑΤΖΙΓΙΟΥΒΑΝ/ΤΑΜΑΤΙ ΧΑΤΖΙΓΕΩΡΓΙ ΟΡΤ/ΑΓΙΠΟΡΛΟΥ ΠΕΤΡΟ 1818»· (βόρεια πλευρά) «ΝΗΓΤΕΛΙ ΚΕΒΕΝΤΖΙΟΓΛΟΥ/ΧΑΤΖΙΛΑΖΑΡ ΚΑΡΤΑΣΙ ΧΑΤΙ/ΠΕΤΡΟ ΕΤΟΣ 1818»· (γείσο) «ΙΝΤΖΕΣΟΥΛΟΥ ΣΑΜΑΤΙΑΤΑ ΤΑΣΤΖΙ ΔΗΜΗΤΡΙΣ» [«Ο Νίγδελης Χατζηγιάννης, ο γαμπρός του Χατζηγεώργης· ο Πέτρος από το Ορταγίπορλου, 1818», «Ο Νίγδελης Κεβεντζίογλου Χατζηλάζαρος· ο αδελφός του Χατζηπέτρος, Έτος 1818», «Ο λιθοξόος Δημήτρης από το Ιντζεσού, που μένει στα Σαμάτια»]. Πίσω από την κρήνη είναι το κιόσκι, με την εξαιρετική θέα στο θρακικό πέλαγος. Όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, φαίνονται η Θάσος, η Καβάλα, η Ίμβρος, η Σαμοθράκη και η Τένεδος. Η είσοδος διαθέτει θολωτό προστώο (19ος αι) με τοιχογραφία του ζωδιακού κύκλου. Στο υπέρθυρο εικονίζεται η Θεοτόκος πλαισιωμένη από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη και τον Άγιο Μιχαήλ Συνάδων. Η σιδερένια δίφυλλη πόρτα (1893) φέρει σφυρήλατο διάκοσμο. Δεξιά στο διαβατικό βρίσκεται ένα κομψότατο εικονοστάσι με την εικόνα του Αγίου Αθανασίου. Το διαβατικό διαδέχεται ένας υπαίθριος τριγωνικός χώρος, ο οποίος οριοθετείται από οχυρωματική προσθήκη του 17ου αιώνα. Στον αριστερό τοίχο βρίσκεται σειρά από γάντζους, όπου κρεμούσαν τους τορβάδες τους οι ερημίτες της περιοχής, που έφταναν στη μονή. Οι πατέρες εκεί τους γέμιζαν με τρόφιμα (ψωμί, ελιές, τυρί) για όλη τη βδομάδα. Στο τέλος του υπαίθριου χώρου βρίσκονται δύο πόρτες, που έχουν εξίσου το πάχος του οχυρωματικού περιβόλου (5 μ.) και οδηγούν στην αυλή. Τα θυρόφυλλά τους είναι από σκληρό ξύλο επενδυμένο με μεταλλικά ελάσματα. Το υπέρθυρο της πρώτης και οι δύο πράσινες κολόνες, με τις διακοσμητικές παραστάσεις, ανάγονται στον 10ο ή 11ο αιώνα. Ανάμεσα στις δύο πόρτες βρίσκεται τοιχογραφία της Παναγίας Οδηγήτριας.
Μετά το αρχονταρίκι, στη βόρεια πτέρυγα, συναντάμε το βαγεναριό. Αξιοθέατες είναι οι παραβούτες με το κρασί, οι οποίες έχουν χωρητικότητα πολλών χιλιάδων λίτρων έκαστη. Η μεγαλύτερη, η οποία χρησιμοποιείται σήμερα ως πατητήρι σταφυλιών, έχει χωρητικότητα 35 τόνων.
Η είσοδος από τη λιτή στον κυρίως ναό γίνεται από τη βασιλική πύλη. Τα ξύλινα θυρόφυλλα αποτελούν δώρο του Νικηφόρου Φωκά και, όπως υποστηρίζεται, ήταν λάφυρο από την ανάκτηση της Κρήτης. Φέρουν περίτεχνη ορειχάλκινη επένδυση με εγχάρακτους σταυρούς και διακοσμητικούς ρόδακες. Οι παραστάτες και το υπέρθυρο είναι μαρμάρινα και φέρουν την επιγραφή «Χαίρε πόλη Κυρίου».
Η μαρμάρινη Αγία Τράπεζα και το επίσης μαρμάρινο κιβώριο είναι έργο του Γιαννούλη Χαλεπά (1886). Πίσω από την Αγία Τράπεζα βρίσκεται μεγάλη αργυρόχρυση επιφάνεια στολισμένη με 70 πολύτιμους λίθους. Αποτελεί δώρο του Νικηφόρου Φωκά. Λέγεται ότι κάτω από την επένδυση του 10ου αιώνα βρίσκεται ο σταυρός από το λάβαρο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μπροστά από το αρχαιότατο μαρμάρινο σύνθρονο τοποθετήθηκε μικρή μαρμάρινη Αγία Τράπεζα, στο σημείο όπου έπεσε ο Άγιος Αθανάσιος.
Η τράπεζα είναι πελώρια. Διαθέτει 24 τραπέζια από μονόλιθο και έχει χωρητικότητα έως και 240 ατόμων. Έχει σταυροειδή κάτοψη και οι τοιχογραφίες της αποτελούν έργο του Θεοφάνη του Κρητός. Η αρχική θολωτή οροφή αντικαταστάθηκε το 1512 από τη σημερινή ξύλινη. Ο κύκλος των τοιχογραφιών περιλαμβάνει σκηνές από τον βίο της Θεοτόκου και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, παραστάσεις από τον Ακάθιστο Ύμνο και σκηνές από το Μηνολόγιο. Εικονίζονται, επίσης, όσιοι και ασκητές, καθώς και η Δευτέρα Παρουσία. Η τελευταία αυτή παράσταση καλύπτει τον δυτικό τοίχο αριστερά και δεξιά της εισόδου. Σε χαμηλότερη ζώνη στα αριστερά, εικονίζεται η Προετοιμασία του Θρόνου, μπροστά στον οποίο υποκλίνονται ο Αδάμ και η Εύα. Μεταξύ άλλων παραστάσεων, στη νότια κεραία, εικονίζονται η Ρίζα Ιεσσαί και, σε χαμηλότερη ζώνη, ο Κάιν να σκοτώνει τον Άβελ (νότιος τοίχος), ο προφήτης Ηλίας, η θυσία του Αβραάμ (δυτικός τοίχος), ο Άγιος Γεράσιμος, η Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας (ανατολικός τοίχος) καθώς και σκηνές από το Μηνολόγιο και τον βίο της Θεοτόκου (δυτικός και ανατολικός τοίχος). Στη βόρεια κεραία εικονίζονται το Δέντρο της Ζωής, η Κοίμηση του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ο Άγιος Σισώης μπροστά από τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (βόρειος τοίχος), το μαρτύριο του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου (δυτικός τοίχος), η Ουρανοδρόμος Κλίμαξ (ανατολικός τοίχος), σκηνές από το Μηνολόγιο και τον βίο του Τιμίου Προδρόμου (δυτικός και ανατολικός τοίχος). Στον βόρειο και νότιο τοίχο της ανατολικής κεραίας εικονίζονται σκηνές από το Μηνολόγιο, όσιοι ασκητές και παραστάσεις από τον Ακάθιστο Ύμνο. Στο ανατολικό άκρο της, η κεραία καταλήγει σε κόγχη, όπου υπάρχει αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου. Σε κατώτερη ζώνη, εικονίζονται οι Τρεις Ιεράρχες (Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος) και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Η κατασκευή ενός κυματοθραύστη, ως συνέχεια της νότιας χερσονησίδας, αποτελεί προστασία για το λιμάνι. Φαίνεται, ακόμη, πως η κατασκευή χρησιμοποιήθηκε για αμυντικούς σκοπούς. Το 1886 κατασκευάστηκε ο τοίχος που ενώνει τη βόρεια χερσονησίδα με τη βραχονησίδα, παρέχοντας προστασία από τους βορειοανατολικός ανέμους. Επιπλέον, λατομήθηκε τμήμα της νότιας χερσονησίδας, έτσι ώστε να διευκολυνθεί το αγκυροβόλιο. Η ανάγκη προστασίας του αρσανά από τις επιδρομές των πειρατών οδήγησε στην ανέγερση του αμυντικού πύργου και του μπαρμπακά στη βόρεια χερσονησίδα. Η πρόσβαση παρέχεται από τη δυτική πλευρά. Μια τσιμεντένια γέφυρα, χτισμένη κατά τον Μεσοπόλεμο, αντικατέστησε την παλιά ξύλινη κινητή γέφυρα. Ο πύργος διαθέτει πέντε ορόφους, η κάτοψή του είναι σχεδόν τετράγωνη (8,5x9 μ) και του ύψος του 17 μ.



