Η εικόνα της Παναγίας Αχειροποίητου είναι τοποθετημένη στον Κυριακό Ναό της Ρουμανικής Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας. Τιμάται ιδιαίτερα για τη θαυματουργική της χάρη τόσο από τους μοναχούς, όσο και από τους επισκέπτες της σκήτης. Στο ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι που την κοσμεί, μπορεί κανείς να διακρίνει πλήθος περίτεχνων αφιερωμάτων, που αποδεικνύει την πίστη και την προσφυγή των ανθρώπων στην Παναγία Αχειροποίητο.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι κτήτορες της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, οι ιερομόναχοι Νήφων και Νεκτάριος, ταξίδεψαν στην Μολδαβία, την πατρίδα τους, αναζητώντας έναν χαρισματικό εικονογράφο για την εικόνα της Παναγίας που θα τοποθετούνταν στον νεόδμητο τότε ναό της σκήτης. Εκεί βρήκαν τον ζωγράφο Γεωργάκη Νικολάου, ο οποίος είχε το ταλέντο αλλά και την πνευματική ποιότητα που οι μοναχοί αναζητούσαν σε έναν άνθρωπο. Δεν τους ενδιέφερε μόνο η εικαστική δεινότητα, αλλά ήθελαν η εικόνα να φιλοτεχνηθεί υπό συνθήκες νηστείας και προσευχής. Έτσι και έγινε. Ο καλλιτέχνης ξεκίνησε την αγιογράφηση υπακούοντας στις πνευματικές εντολές των μοναχών. Αφού ολοκλήρωσε τα σώματα και τα ενδύματα, προχώρησε στα πρόσωπα των μορφών. Προσπαθώντας επανειλημμένα να ολοκληρώσει το έργο, αισθάνθηκε πως δεν ήταν κατάλληλος να αποδώσει την πνευματική ομορφιά της Παναγίας και του Θείου Βρέφους. Σταμάτησε, λοιπόν, και άρχισε να προσεύχεται στη Θεοτόκο για να τον στηρίξει και να ευοδωθούν οι προσπάθειές του. Επιστέφοντας αποφασισμένος να συνεχίσει την αγιογράφηση, είδε έκπληκτος ότι τα δύο πρόσωπα είχαν φιλοτεχνηθεί θαυματουργικά. Έτσι, το έργο ολοκληρώθηκε, όχι από χέρι ανθρώπου, αλλά από την ίδια την Παναγία, που επενέβη με τη χάρη της. Από το γεγονός αυτό η εικόνα πήρα το όνομα «Αχειροποίητος».
Ο ζωγράφος κατέθεσε έγγραφη μαρτυρία στους γέροντες Νήφωνα και Νεκτάριο για ό,τι συνέβη. Το θαύμα γνωστοποιήθηκε σε όλη τη Μολδαβία και γρήγορα κόσμος άρχισε να συρρέει για να προσκυνήσει το ιερό κειμήλιο. Μάλιστα, κατά τη μεταφορά από το μετόχι της σκήτης προς το Άγιον Όρος, οι πατέρες σταμάτησαν σε διάφορες περιοχές, δίνοντας την ευκαιρία στους πιστούς να λάβουν λίγη από τη χάρη της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κατά την περίοδο εκείνη συντελέστηκε πλήθος θαυμάτων.
Στο Άγιον Όρος οι μοναχοί περίμεναν με αγωνία να τιμήσουν την εικόνα της Παναγίας και να την τοποθετήσουν στο προσκυνητάρι της στον ιερό ναό της σκήτης. Τα θαύματα της Αειπαρθένου Μαρίας συνεχίστηκαν. Ένα από αυτά σχετίζεται με τον μοναχό Ιννοκέντιο. Ο γέροντας ήταν κατάκοιτος και σε άσχημη κατάσταση. Μόλις έφτασε η εικόνα στη σκήτη, προσκύνησε και ζήτησε από την Παναγία, αν δεν πρόκειται να γιατρευτεί από την ασθένειά του, να κοιμηθεί εν ειρήνη για να σταματήσει να βασανίζεται από τις κακουχίες. Στο τέλος της προσευχής του τόνισε: «Ας γίνει το θέλημά σου!». Ο μοναχός ανακουφίστηκε. Αισθανόταν ήδη τη χάρη της να τον πλησιάζει. Αφού μετέλαβε, εγκατέλειψε τον κόσμο, όπως ακριβώς είχε ζητήσει από τη Θεοτόκο.
Σχετικά με τον εικονογραφικό της τύπο, η αναπαράσταση ακολουθεί το πρότυπο της Παναγίας Οδηγήτριας. Το δεξί χέρι της Θεοτόκου είναι υψωμένο στο στήθος, ενώ με το αριστερό υποβαστάζει το Θείο Βρέφος. Ο Ιησούς ευλογεί τους πιστούς με το δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό κρατά κλειστό ειλητάριο. Τα πρόσωπά τους ακολουθούν τεχνοτροπικά τις αρχές της Ναζαρινής Σχολής. Τέλος, η εικόνα καλύπτεται από χρυσάργυρη επένδυση με πλήθος ανάγλυφων διακοσμητικών στοιχείων. Στα στέμματα που κοσμούν τα φωτοστέφανα των δύο μορφών, υπάρχουν ακόμη πολύτιμοι λίθοι.