Ιστορία και νεωτερικότητα
Συνεχίζοντας στον δρόμο για την Ιερά Μονή Βατοπεδίου, βλέπουμε στα δεξιά, στην πλαγιά του λόφου νοτιοανατολικά της μονής, το ιδιαίτερα εντυπωσιακό υδραγωγείο και τα ερείπια της Αθωνιάδας Ακαδημίας. Στο κέντρο των ερειπωμένων πτερύγων της Αθωνιάδας, που στέγαζαν 170 κελλιά και δωμάτια για τους καθηγητές, βρίσκεται ο ναός του Προφήτη Ηλία, ο οποίος ανακαινίστηκε πρόσφατα. Ο δρόμος περνά μπροστά από τη νότια πτέρυγα (1818) και τη νοτιοδυτική (1864) με την ισόδομη λιθοδομή και τα συμμετρικά παράθυρα με τα μαρμάρινα πλαίσια, μπροστά από το χτιστό υπόστεγο (1877) και το πηγάδι της μονής, όπου την Τρίτη της Διακαινησίμου γίνεται αγιασμός και λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας Βηματάρισσας. Η διαδρομή καταλήγει στην κυρία είσοδο της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου.
Αναμφισβήτητα, η θέα της μονής από τη θάλασσα είναι πολύ πιο επιβλητική από ό,τι η θέα από την ενδοχώρα. Ο φαρδύς όρμος, ανάλογος με εκείνον της μονής Χιλανδαρίου, προετοιμάζει τον επισκέπτη. Στην αριστερή άκρη του όρμου, σε υψόμετρο 20 μ., βρίσκεται η μονή, δίπλα στην εκβολή του χειμάρρου Λυκόρρεμα, ο οποίος κατεβαίνει από τον ορεινό όγκο του Κρειοβουνίου (ή Κρυοβουνίου).
Το πλήθος των πτερύγων, σε συνδυασμό με τους τρούλους και τους πύργους, εντυπωσιάζει τον επισκέπτη. Η βόρεια πτέρυγα με τους εξώστες και τα σαχνισιά στέφει την πληθώρα των ψαρόσπιτων, αρσανόσπιτων, εργατόσπιτων και λοιπών βοηθητικών κτισμάτων της παραλίας. Πολλοί περιηγητές έχουν περιγράψει τη θέα αυτή, τονίζοντας πως δίνει την εντύπωση ολόκληρης πολιτείας και όχι απλώς μιας μονής. Στη μεγαλοπρέπεια της θέας από τη θάλασσα συμβάλλει ο νέος μεγάλος ναός του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος χτίζεται με οπλισμένο σκυρόδεμα που πρόκειται να επενδυθεί από λιθοδομή. Βρίσκεται κοντά στην τεχνητή λίμνη, στο μέσο της ακτής του όρμου, δυτικά της μονής. Σε κοντινή απόσταση από τον όρμο απλώνεται μεγάλη αμμουδιά, το επονομαζόμενο Μεγάλο Καλαμίτσι. Εκεί βρίσκεται ο βράχος που εξέχει από το νερό και κοσμείται από έναν μεγάλο σταυρό. Τον βράχο αυτό ονομάζουν "Ηγούμενο", καθώς αποτελεί υπενθύμιση του μαρτυρικού θανάτου (1279/80) του ηγουμένου Ευθυμίου στα χέρια των λατινόφρονων, οι οποίοι τον έδεσαν με αλυσίδες και τον έριξαν στη θάλασσα. Μαζί του μαρτύρησαν 12 αδελφοί της μονής, που απαγχονίστηκαν στη θέση Φουρκοβούνι (η μνήμη τους τιμάται στις 4/1).
Ο όρμος της μονής αποτελεί ασφαλές λιμάνι. Πολλοί προσκυνητές έφταναν εκεί σε παλαιότερες εποχές, προερχόμενοι από την Κωνσταντινούπολη και την Καβάλα. Με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο δοθηκε στη μονή η άδεια να έχει στην κατοχή της μεγάλα σκάφη, προνόμιο που ίσχυσε και επί Τουρκοκρατίας. Το διώροφο κτίσμα του μεγάλου αρσανά (16x25 μ., μέγιστο ύψος 15,6 μ) στην αριστερή πλευρά της προβλήτας αποτελεί το παλαιότερο κτίσμα. Το ισόγειο τμήμα χτίστηκε από τον Στέφανο Βοεβόδα (1496) και ανακαινίστηκε (1672) από τον προηγούμενο Διονύσιο. Στην όψη του αρσανά βρίσκεται εντοιχισμένο ανάγλυφο, που εικονίζει τον βοεβόδα με ξίφος και περικεφαλαία να προσφέρει τον ναό στη Θεοτόκο. Το τμήμα της μικρότερης μπούκας προστέθηκε στα ανατολικά του (1872) και συμπεριλαμβάνει το ενσωματωμένο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται η σιταποθήκη, που χτίστηκε από τον βοεβόδα Σκαρλάτο Καλλιμάχη (1820). Υπάρχει, επίσης, καμαροσκεπής κρήνη. Τα υπόλοιπα κτίσματα της περιοχής του αρσανά είναι: αρσανόσπιτα, ψαρόσπιτα, εργατόσπιτα, ξηραντήριο ξυλείας, ξυλουργείο και ελαιοτριβείο. Χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο αρσανάς εξυπηρετούσε τις ανάγκες του εργοταξίου που έχτιζε τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα (Σεράι) στις Καρυές.
Η απόσταση των 700 μ., που χωρίζουν τον αρσανά από τη μονή, στρώθηκε με χαλί το 1930 για την υποδοχή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Το χαλί με το μονόγραμμα της μονής και τους δικέφαλους αετούς υφάνθηκε το 1913 και προοριζόταν για τον βασιλέα Κωνσταντίνο, ο οποίος όμως δεν επισκέφθηκε τελικά το Άγιον Όρος. Το γεγονός πως το χαλί χρησιμοποιήθηκε, τελικά, από τον αντίπαλο εκείνου για τον οποίο αρχικά προοριζόταν, αποτελεί μια επανάληψη των αγιορείτικων αντιφάσεων κατά τον 20ό αιώνα, ακριβώς όπως και η κοινή μνημόνευση του Νικηφόρου Φωκά και του δολοφόνου του Ιωάννη Τσιμισκή, σε προηγούμενες περιόδους.
Το μοναστηριακό συγκρότημα είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό λόγω του μεγέθους και του τρόπου δόμησής του. Οι πτέρυγες είναι πολυώροφες και σχηματίζουν ακανόνιστο τρίγωνο. Ο φρουριακός χαρακτήρας του είναι έκδηλος. Η βόρεια πτέρυγα (μέσα 17ου αι.) έχει μήκος 200 μ. Είναι η μακρύτερη πτέρυγα της μονής. Υπέστη ζημιές από πυρκαγιές και πρόσφατα ανακαινίστηκε. Ο οχυρωματικός περίβολος έχει επάλξεις και εννέα πύργους, από τους οποίους οι τρεις είναι προσβάσιμοι από το ευρύ κοινό. Το κτηριακό συγκρότημα υπέστη καταστροφές από τις πυρκαγιές του 1854 και 1882.
Βατοπαίδι ή Βατοπέδι
Η γραφή με [ε] είναι η αρχαιότερη και απαντάται ήδη από τα πρώτα έγγραφα. Σημασιολογικά, συνδέει το βάτο με το πεδίον. Η γραφή με [αι] συνδέει το βάτο με το παιδίον και αναφέρεται στην παράδοση πως, πηγαίνοντας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, ο γιος τον Μεγάλου Θεοδοσίου Αρκάδιος ναυάγησε έξω από την Ίμβρο, σώθηκε ως εκ θαύματος και βρέθηκε σώος και αβλαβής κάτω από ένα βάτο της ακτής αυτής του Αγίου Όρους. Προς τιμήν της θαυματουργικής διάσωσής του, ο Αρκάδιος ίδρυσε τη μονή στα ερείπια του ναού που είχε αναγείρει ο Μέγας Κωνσταντίνος και κατεδάφισε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Το ατεκμηρίωτο της παράδοσης αυτής οδήγησε πολλούς να επιλέξουν τη γραφή με [ε]. Πρόσφατα, ωστόσο, ανασκαφές που έλαβαν χώρα στην αυλή της μονής έφεραν στο φως ερείπια παλαιοχριστιανικού ναού, ο οποίος εκτείνεται κάτω από το καθολικό του 10ου αιώνα, γεγονός που υποδεικνύει πως οι παραδοσιακές αφηγήσεις θα πρέπει να επανεξεταστούν. Ωστόσο, η νέα αδελφότητα, που πρόσφατα επάνδρωσε τη μονή, προτιμά τη γραφή με [αι].
Ιστορία
Στη θέση της σημερινής μονής, βρισκόταν το αρχαίο πόλισμα Δίον, από το οποίο σώζονται διάφορες λάρνακες, ανδριάντες και ανάγλυφα, όπως εκείνο στο πρόστυλο του καθολικού.
Η παράδοση συνδέει την ίδρυση της μονής με τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος έχτισε εκεί ναό (321), που καταστράφηκε από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη. Τον ναό ανακαίνισε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγαςν από ευγνωμοσύνη για τη θαυματουργική διάσωση του γιου του Αρκαδίου. Τα ιστορικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν την παράδοση αυτή, ούτε και την παράδοση πως ο Μέγας Θεοδόσιος δώρισε χρυσά και αργυρά σκεύη στη μονή. Σύμφωνα με άλλες αφηγήσεις, η κόρη του Μεγάλου Θεοδοσίου Γάλα Πλακιδία επισκέφθηκε το Βατοπέδι, όμως η φωνή της Παναγίας την εμπόδισε να εισέλθει στο καθολικό. Έτσι, η Γάλα Πλακιδία έχτισε το παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου και έδωσε εντολή να κατεδαφίσουν ορισμένους τοίχους, προκειμένου να διαμορφωθούν τα σημερινά κατηχούμενα, από όπου μπόρεσε η ίδια να δει το εσωτερικό του ναού.
Η αρχαιότερη μνεία στη μονή γίνεται σε έγγραφο (985) του Πρώτου, το οποίο φέρει την υπογραφή του μοναχού Νικολάου, ως ηγουμένου της μοναστικής κοινότητας. Στον βίο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, αναφέρονται τρεις άρχοντες από την Ανδριανούπολη (Αθανάσιος, Νικόλαος και Αντώνιος), οι οποίοι ήρθαν στο Άγιον Όρος επιθυμώντας να αφιερώσουν την περιουσία τους στην ίδρυση ενός μοναστηριού. Με προτροπή του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ο οποίος γνώριζε πως η μονή Βατοπεδίου είχε καταστραφεί από πειρατές, επέλεξαν την κοινότητα αυτή για να την ανακαινίσουν. Η μονή Βατοπεδίου δεν αναφέρεται στο Α' Τυπικό του Αγίου Όρους (972). Η ίδρυσή της θα πρέπει να τοποθετηθεί στο διάστημα 972-985. Στην περίοδο 999-1002 η μονή βρισκόταν σε διένεξη με το γειτονικό μονύδριο του Φιλαδέλφου, που ιδρύθηκε μετά την ερήμωση της μονής από τους πειρατές και το οποίο καταπάτησε τα εδάφη της. Με απόφαση του Πρώτου το μονύδριο του Φιλαδέλφου αποδόθηκε στη μονή, γεγονός που επιβεβαιώνει την παράδοση πως οι τρεις κτήτορες δεν ίδρυσαν, αλλά ανακαίνισαν το ήδη υπάρχον μοναστικό συγκρότημα. Στο Β' Τυπικό του Αγίου Όρους (1045) η μονή αναφέρεται ως δεύτερη ιεραρχικά. Στη ίδια θέση παραμένει έως σήμερα. Απέκτησε κατά το διάστημα εκείνο προνόμια, όπως την κατοχή πλοίου και ζεύγους βοδιών. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε' Μονομάχος (1042-55) καθιέρωσε ετήσια επιχορήγηση των 80 χρυσών υπέρπυρων. Ο αριθμός των μοναχών αυξανόταν ραγδαία και η μονή κατάφερε να προσαρτήσει τα μονύδρια Ιεροπάτορος, Βερροιώτη, Καλέτζη, Ξύστρη, Τριηολίτη, Χαλκέως και Τροχαλά. Απέκτησε, επίσης, τα μετόχια Προσφορίου (Ουρανούπολη), Περιθεωρίου (Ξάνθη), Χρυσούπολης και Αγίου Δημητρίου Κασσάνδρας. Επί Αλεξίου Κομνηνού (1081-118), στο πλαίσιο των συχνών πολεμικών συγκρούσεων, έχασε ορισμένα από τα μετόχια της. Ο αυτοκράτορας της παραχώρησε τότε την Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων Δράμας. Σημαντική βοήθεια παρείχαν, επίσης, στη μονή οι Σέρβοι Άγιοι Σάββας και Συμεών, οι οποίοι μόνασαν εκεί και έχτισαν έξι παρεκκλήσια, πριν τους παραχωρηθεί το κελλί του Χιλανδαρίου και χτίσουν εκεί τη μονή τους. Την ίδια εποχή η μονή γνώρισε μεγάλη ακμή και έφτασε να αποτελείται από 800 μοναχούς. Την ακμή αυτή ανέστειλαν οι επιδρομές των Καταλανών πειρατών και τα δεινά που επήλθαν από τους φιλενωτικούς λατινόφρονες επί Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου και πατριάρχη Ιωάννη Βέκκου. Οι γενναιόδωρες χορηγίες και δωρεές του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1282-1328), ο οποίος θεωρούσε τη μονή «μετά των πρώτων και περιφανών τεταγμένη ανέκαθεν», υπήρξαν σημαντική ενίσχυση, ώστε να επανέλθει «εις την προτέραν ευδαιμονίαν και κατάστασιν».
Οι επιδρομές των Τούρκων κατά τον 14ο αιώνα προκάλεσαν την ερήμωση πολλών καθιδρυμάτων, καθώς πολλοί ήταν οι ασκητές που κατέφυγαν στην οχυρωμένη μονή Βατοπεδίου για να γλυτώσουν από τις βιαιοπραγίες. Το 1347 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Στ' Καντακουζηνός (1347-354) δώρισε στη μονή την Ιερά Μονή Ψυχοσώστριας της Κωνσταντινούπολης. Επισκέφθηκε τη μονή και δώρισε στη βιβλιοθήκη χειρόγραφους κώδικες, καθώς και έναν χρυσοκέντητο επιτάφιο. Η παράδοση αναφέρει πως παρέμεινε στη μονή ως μοναχός Ιωάσαφ, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τις ιστορικές πηγές. Ως μοναχός αποσύρθηκε στη μονή και ο δεσπότης Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος Παλαιολόγος (μοναχός Ακάκιος).
Ο Μάξιμος ο Γραικός († 1556) χαρακτηρίζει τη μονή «λαύρα» και αναφέρει πως οι μοναχοί ακολουθούσαν ημικοινοβιακό τρόπο ζωής. Η αρχαιότερη πράξη μετατροπής σε κοινόβιο ανάγεται στο 1449. Το καθεστώς της ιδιορρυθμίας ήταν αναγκαίο μέτρο για την αντιμετώπιση των οικονομικών αντιξοοτήτων, καθώς επέτρεπε στους μοναχούς να κερδίζουν τα προς το ζην. Στις περιόδους αυτές, διατηρούνταν ο θεσμός του ηγουμένου, ο οποίος όμως είχε πνευματικά κυρίως καθήκοντα, ενώ τη διοίκηση της μονής αναλάμβανε ο Δικαίος και αργότερα ο σκευοφύλακας, που διαχειριζόταν την περιουσία. Ο πρώτος Δικαίος της μονής Βατοπεδίου αναφέρεται το 1316 και ο πρώτος σκευοφύλακας το 1633. Το 1573 η μονή επανήλθε στο κοινοβιακό σύστημα με σιγίλλιο του πατριάρχη Ιερεμία Β', χάρη στις προσπάθειες του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου. Το 1661, ωστόσο, μετατράπηκε εκ νέου σε ιδιόρρυθμη. Η επόμενη απόπειρα μετατροπής σε κοινόβιο, μετά από αίτημα της αδελφότητας (1820), ματαιώθηκε με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, αφήνοντας τη μονή στο καθεστώς της ιδιορρυθμίας έως το 1989.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο από τις πειρατικές επιδρομές, που συνεχίζονταν αδιάκοπα, η μονή στράφηκε στους ηγεμόνες της Δύσης και ζήτησε την προστασία τους. Ο βασιλιάς Αλφόνσο της Ισπανίας (1456), ο μαρκήσιος Γουλιέλμος του Μονφεράτου (1512) και ο Γενικός Καπετάνιος της Ενετικής Δημοκρατίας Φραγκίσκος Μοροζίνι (1664) εξέδωσαν διατάγματα που έθεταν τη μονή υπό την προστασία τους. Ο πάπας Ρώμης Ευγένιος (1439) συνιστούσε στους Ρωμαιοκαθολικούς πιστούς να επισκέπτονται τη μονή και να τη συνδράμουν οικονομικά.
Τον 17ο αιώνα, εξαιτίας της επαχθούς φορολογίας, η μονή αναγκάστηκε να πουλήσει πολλά από τα κτήματά της, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιμέρους ανάγκες της κοινότητας και να συντηρήσει τους περίπου 100 μοναχούς που εγκαταβίωναν εκεί. Σημαντική υπήρξε τότε η συμβολή των Ρώσων τσάρων και ηγεμόνων των παραδουνάβιων χωρών, που αφιέρωσαν στη μονή πλήθος μετοχίων.
Η ανάκαμψη ήρθε τον 18ο αιώνα. Τεκμήριο της άνθησης αποτέλεσε η ίδρυση της Αθωνιάδας Ακαδημίας και η λειτουργία της με έξοδα της μονής (1748-1809). Το 1860 η μονή έχτισε σχολείο στο χωριό Πεδουλά της Κόπρου. Το 1880 συνέβαλε στην ανέγερση της Μεγάλης του Γένους Σχολής στην Κωνσταντινούπολη. Το 1908 προέβη σε σημαντική δωρεά προς τη θεολογική Σχολή Χάλκης. Το 1912 ανέλαβε την ανέγερση της Σχολής των Γλωσσών στην Κωνσταντινούπολη. Το 1915 προσέφερε σημαντικό ποσό για την ίδρυση του «Βατοπεδινού Διδασκαλείου» στη Λάρνακα της Κύπρου. Οι ευεργεσίες αυτές προς τη μεγαλόνησο Κύπρο ανταποδόθηκαν πρόσφατα με την εγκατάσταση στη μονή (1987) της συνοδείας του γέροντα Ιωσήφ του Σπηλαιώτου, που προερχόταν από τη Νέα Σκήτη. Σήμερα, ο πρώτος ηγούμενος της κοινοβιακής πλέον μονής (1990), μαθητής του γέροντα Ιωσήφ, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των αδελφών, κατάγονται από την Κύπρο.
Στη μονή εκάρη μοναχός ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος έμεινε τρία χρόνια κοντά στον γέροντά του Όσιο Νικόδημο, προτού εγκατασταθεί στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Εκεί εγκαταβίωσαν, επίσης, ο Άγιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης, ο Άγιος Σάββας ο Βατοπεδινός, ο Όσιος Θεοφάνης ο επίσκοπος Περιθωρίου, ο οποίος αγιοποιήθηκε πρόσφατα (2000), ο Όσιος Γεννάδιος, που διετέλεσε δοχειάρης και κατέστη μάρτυρας του θαύματος της Παναγίας της Ελαιοβρύτισσας, ο Όσιος Νεόφυτος, που πήρε παράταση του βίου του κατά ένα έτος από την ίδια την Υπεραγία Θεοτόκο, ο Όσιος Μακάριος ο Μακρής († 1431) από τη Θεσσαλονίκη, που εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη και πνευματικός του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου και ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός († 1556). Τη μονή Βατοπεδίου επισκέφθηκε (1456) και ο Γεννάδιος Β' Σχολάριος, πρώτος πατριάρχης μετά την Άλωση, λίγο πριν μεταβεί στη μονή του Τιμίου Προδρόμου Σερρών, όπου και ολοκλήρωσε τον βίο του (1460). Ο Όσιος Αγάπιος ασκήτευσε στην περιοχή της Κολιτσούς, αιχμαλωτίστηκε από πειρατές και πουλήθηκε ως σκλάβος σε έναν Αγαρηνό. Έμεινε στη δούλεψή του για 12 χρόνια, έως ότου απελευθερώθηκε από θαύμα της Παναγίας και γύρισε στον γέροντά του. Εκείνος τον επέπληξε που έφυγε κρυφά από τον αφέντη του και τον διέταξε να επιστρέψει πίσω. Ο όσιος έπεισε με την χάρη του τον Αγαρηνό και τον έφερε μαζί του στο Άγιον Όρος. Εκεί εκάρη μοναχός μαζί με τα παιδιά του. Στη μονή εγκαταβίωσαν, επίσης, οι νέοι οσιομάρτυρες Μακάριος († 1507, Θεσσαλονίκη) και Ιωάσαφ († 1536, Κων/πολη), πνευματικά παιδιά του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Νήφωνα, όπως και ο Όσιος Ιωακείμ ο Βατοπεδινός από την Ιθάκη (1786-1868).
Απέναντι από την κύρια είσοδο της μονής βρίσκεται το κιόσκι, με θέα στον όρμο και στον αρσανά. Η επιγραφή ανάμεσα στα δύο παράθυρά του μας πληροφορεί για την ανακαίνιση του 1780, με δαπάνη του μοναχού Κοσμά. Απέναντί του (βορειοανατολικά) βρίσκονται τα βοηθητικά κτήρια. Ιστορικής σημασίας είναι το λιθόχτιστο κτήριο με τη δίριχτη στέγη και τον στρογγυλό φεγγίτη. Σήμερα, στεγάζεται εκεί τμήμα του ξυλουργείου, ενώ παλαιότερα στεγαζόταν η ηλεκτρική γεννήτρια της μονής, η οποία ηλεκτροδοτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1904, πολύ πριν από την ηλεκτροδότηση της πόλης της Θεσσαλονίκης. Η ηλεκτροδότηση είχε θεωρηθεί τότε ένας ανάρμοστος νεοτερισμός, ο οποίος προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις μεταξύ των Αγιορειτών. Το ίδιο συνέβη όταν η μονή υιοθέτησε το νέο (γρηγοριανό) ημερολόγιο, το οποίο χρησιμοποιούσε μέχρι τη δεκαετία του 1980. Το καινοτόμο πνεύμα, που συχνά χαρακτηρίζει τη μονή, φαίνεται και από το γεγονός πως ήδη το 1859 ίδρυσε στην ανατολική πτέρυγα νοσοκομείο, στο οποίο προσέλαβε λαϊκούς γιατρούς. Ο πλούτος και η χλιδή του μοναστηριού, του έδωσαν την προσωνυμία «Παρίσι του Άθω». Ακόμη, δεν είναι λίγες οι αφηγήσεις για τα μεταξωτά ράσα των μοναχών. Ο ρωμαιοκαθολικός ιερέας Amand de Mendietta, που επισκέφθηκε τη μονή το 1949, περιγράφει το τρόπο με τον οποίο τον υποδέχτηκε στο κελλί του ένας επιφανής μοναχός. Το κελλί είχε έξι δωμάτια, εκ των οποίων το μεγαλύτερο στέγαζε την προσωπική του βιβλιοθήκη.
Στο βάθος, στη νοτιοδυτική γωνία, υψώνεται ο πύργος της Μεταμορφώσεως, γνωστός επίσης και ως πύργος του Καντακουζηνού, επειδή ανακαινίστηκε από τον αυτοκράτορα κατά το 1354. Όπως αναφέρεται, ο Άγιος Σάββας, ο μετέπειτα κτήτορας της μονής Χιλανδαρίου, έχτισε (1184-90) το παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως στον πύργο, ο οποίος κατά συνέπεια θεωρείται προγενέστερος. Φαίνεται πως αρχικά αποτελούσε αυτοτελές κτίσμα, εντός του αμυντικού περιβόλου, αλλά ανεξάρτητος από αυτόν. Τον 19ο αιώνα οικοδομήθηκαν η δυτική και η νοτιοδυτική πτέρυγα. Τότε ο πύργος ενσωματώθηκε σ' αυτές. Οι διαστάσεις της κάτοψης είναι 7,5x12,5 μ., το ύψος του είναι 25 μ. από το επίπεδο της αυλής και διαθέτει έξι ορόφους. Στο υπόγειό του υπάρχει στέρνα. Στον πέμπτο όροφο υπάρχουν δύο κελλιά πρόσφατα ανακαινισμένα. Στον έκτο όροφο βρίσκεται το παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως. Η στέγη καλύπτεται από σχιστολιθικές πλάκες, πέρα από τον μολυβδοσκέπαστο τρούλο, οικοδόμηση του οποίου πρέπει να τοποθετηθεί στην περίοδο 1860-83. Στις εξωτερικές όψεις υπάρχουν αντηρίδες. Στη νότια πλευρά του υπάρχει οχυρωματικός περίβολος, που μάλλον προστέθηκε κατά τις εργασίες επέκτασης των πτερύγων (1864-66).
Η λιτή είναι δίχωρη. Ο πρώτος και κυρίως χώρος είναι φωτεινός. Μπαίνοντας, το βλέμμα καθηλώνεται στις δύο ψηφιδωτές παραστάσεις της Δέησης και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (11ος-12ος αι.). Στη Δέηση (υπέρθυρο της εισόδου) ο Χριστός εικονίζεται καθισμένος σε θρόνο, ανάμεσα στη Θεοτόκο και στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Το ύφος της σύνθεσης έχει συγγένειες με τα ψηφιδωτά της μονής του Οσίου Λουκά Φωκίδος. Στις παραστάδες της εισόδου εικονίζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου: αριστερά ο αρχάγγελος Γαβριήλ και δεξιά η Παναγία. Ο εσωτερικός χώρος της λιτής ονομάζεται μεσονυκτικό, καθώς εκεί τελείται η ομώνυμη ακολουθία. Οι τοιχογραφίες έγιναν το 1760. Στο βάθος, στη δεξιά πλευρά, βρίσκεται μαρμάρινη λάρνακα, όπου φυλάσσονται τα οστά των κτητόρων από την Αδριανούπολη. Οι τελευταίοι εικονίζονται μαζί με τους αυτοκράτορες Μέγα Θεοδόσιο, Αρκάδιο, Ονόριο και Ιωάννη Καντακουζηνό σε τοιχογραφία πάνω από τον τάφο.
Η βιβλιοθήκη και το αρχείο στεγάζονται στον βορειοανατολικό πύργο, τον Πύργο της Παναγίας. Εκεί βρίσκονται 2.050 χειρόγραφα, το 1/3 περγαμηνά, καθώς και 25 περγαμηνά ειλητάρια. Εκεί βρίσκεται ο κύριος όγκος των βιβλίων (40.000, πολλά εκ των οποίων είναι αρχαιότυπα). Στο αρχείο φυλάσσονται 310.000 έγγραφα, μεταξύ των οποίων αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα και πατριαρχικά σιγίλλια. Σπουδαιότατο κειμήλιο είναι ο περγαμηνός κώδικας (13ος αι.) που περιέχει τη Γεωγραφία του Κλαυδίου Πτολεμαίου (125-161 μ.Χ.) με 42 χάρτες της Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας. Πρόκειται γιο το αρχαιότερο αντίγραφο στον κόσμο. Μεταξύ των ονομαστών κειμηλίων είναι ένα Ψαλτήριο του Δαβίδ (11ος αι.) με υπογραφή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου, μια Οκτάτευχος του 13ου αιώνα με 165 μικρογραφίες από την Παλαιά Διαθήκη (ο πλουσιότερος σε εικονογράφηση κώδικας του Αγίου Όρους), ένα χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1301) και ένας παλίμψηστος κώδικας με ομιλίες του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στην παλιότερη γραφή (8ος-9ος αι.) και στη νεότερη του 13ου αιώνα. Χάρη στα μετόχια της μονής στη Ρουμανία, το αρχείο είναι το πλουσιότερο στο Άγιον Όρος, όσον αφορά τον αριθμό των ρουμανικών εγγράφων. Στον ίδιο χώρο φυλάσσεται και ένα θαυμάσιο δείγμα βυζαντινής τέχνης: το ποτήρι από ατόφιο μονόλιθο ίασπι με διάκοσμο από χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους. Στο χείλος του ποτηριού είναι γραμμένη η ευαγγελική φράση «Έδωκε τοις αγίοις αυτού μαθηταίς και Αποστόλοις ειπών. Πίετε εξ αυτού πάντες... »·. Στις τέσσερις όψεις του κώνου της βάσης υπάρχουν τα μονογράμματα του Μανουήλ Δεσπότη Καντακουζηνού Παλαιολόγου. Εικονίζονται, ακόμη, οι Τρεις Ιεράρχες και ο Μέγας Αθανάσιος. Το ποτήρι αυτό, που ανήκε στον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (1391- 1425), ο οποίος παραιτήθηκε οπό τον θρόνο και εκάρη μοναχός, φαίνεται πως ήταν δώρο του γιου και διαδόχου τού Ιωάννη Η' Παλαιολόγο (1425-48). Όπως υποστηρίζεται, το νερό, που μένει από το βράδυ στο ποτήρι, έχει το πρωί όψη γαλακτώματος και δύναται να θεραπεύσει δαγκώματα φιδιών και δηλητηριωδών εντόμων.
Στη μονή φυλάσσεται τμήμα του Τιμίου Ξύλου και του καλάμου της Σταύρωσης. Φυλάσσονται, επίσης, οι τίμιες κάρες των Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννου του Θεολόγου, Ιακώβου του Πέρση και Μερκουρίου, τμήματα της κάρας των Αγίων Σεργίου, Φλώρου, Πελαγίας, Θεοδοσίας, Αρέθα, Θεοδώρου του Στρατηλάτη, Δαμιανού του Αναργύρου και Αποστόλου Ανδρέα. 


