Ιστορία και νεωτερικότητα
Συνεχίζοντας στο δρόμο για τη Μονή Βατοπαιδίου, βλέπουμε στα δεξιά το ιδιαίτερα εντυπωσιακό υδραγωγείο και τα ερείπια της Αθωνιάδας Ακαδημίας, στην πλαγιά του λόφου στα νοτιοανατολικά της μονής. Στο κέντρο των ερειπωμένων πτερύγων της Αθωνιάδας, που στέγαζαν 170 κελλιά και δωμάτια για τους καθηγητές, βρίσκεται ο ναός του Προφήτη Ηλία, που πρόσφατα ανακαινίστηκε. Ο δρόμος περνά μπροστά από τη νότια πτέρυγα (1818) και τη νοτιοδυτική πτέρυγα (1864) με την ισόδομη λιθοδομή και τα συμμετρικά παράθυρα με τα μαρμάρινα πλαίσια, μπροστά από το χτιστό υπόστεγο (1877) με το πηγάδι της μονής, όπου την Τρίτη της Διακαινησίμου γίνεται αγιασμός και λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας Βηματάρισσας, και καταλήγει στην κυρία είσοδο της Μονής Βατοπαιδίου.
Αναμφισβήτητα, η θέα της μονής από τη θάλασσα είναι πολύ πιο επιβλητική απ' ό,τι η θέα που επιφυλάσσει η άφιξη από την ενδοχώρα. Ο φαρδύς όρμος, ανάλογος μ' εκείνον της Μονής Χιλανδαρίου, προετοιμάζει τον επισκέπτη. Στην αριστερή άκρη του όρμου, σε υψόμετρο 20 μ., βρίσκεται η μονή, δίπλα στην εκβολή του χειμάρρου Λυκόρρεμα, που κατεβαίνει από τον ορεινό όγκο του Κρειοβουνίου (ή Κρυοβουνίου).
Σαστίζει το μάτι βλέποντας πως πολλαπλές πτέρυγες, τους τρούλλους, τους πύργους. Η μακρύ βόρεια πτέρυγα με τους εξώστες και τα σαχνισιά στέφει σαν διάδημα την πληθώρα των ψαρόσπιτων, αρσανόσπιτων, εργατόσπιτων και λοιπών βοηθητικών κτισμάτων της παραλίας. Πολλοί περιηγητές έχουν περιγράψει τη θέα αυτή υπογραμμίζοντας ότι δίνει την εντύπωση πολιτείας ολόκληρης και όχι απλώς μιας μονής. Στη μεγαλοπρέπεια της θέας από τη θάλασσα σύντομα θα συμβάλλει ο νέος μεγάλος ναός του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που χτίζεται με οπλισμένο σκυρόδεμα το οποίο, μετά θα επενδυθεί με λιθοδομή, κοντά στην τεχνητή λίμνη, στο μέσο της ακτής του όρμου, δυτικά της μονής. Πιο πέρα στον όρμο απλώνεται μια μεγάλη αμμουδιά, το Μεγάλο Καλαμίτσι. Εκεί βρίσκεται ένας βράχος που λίγο εξέχει από το νερό και έχει ένα σταυρό. Λέγεται Ηγούμενος, και υπενθυμίζει το μαρτυρικό θάνατο (1279/80) του ηγουμένου Ευθυμίου στα χέρια των λατινοφρόνων, οι οποίοι τον έδεσαν με αλυσίδες και τον έριξαν στη θάλασσα. Μαζί του μαρτύρησαν 12 αδελφοί της μονής, που απαγχονίστηκαν στη θέση Φουρκοβούνι (η μνήμη τους τιμάται στις 4/1).
Ο όρμος της μονής αποτελεί ασφαλές λιμάνι. Πολλοί προσκυνητές σε παλαιότερες εποχές έφταναν κατευθείαν εδώ προερχόμενοι από Κωνσταντινούπολη και Καβάλα. Με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο επετράπη στη μονή να έχει στην κατοχή της μεγάλα σκάφη, προνόμιο που ίσχυσε και επί Τουρκοκρατίας. Το διώροφο κτίσμα του μεγάλου αρσανά (16x25 μ., μέγιστο ύψος 15,6 μ) στην αριστερή πλευρά τής προβλήτας είναι το παλαιότερο. Το ισόγειο τμήμα που αντιστοιχεί στη μεγάλη μπούκα χτίστηκε από τον Στέφανο Βοεβόδα (1496) και ανακαινίστηκε (1672) από τον προηγούμενο Διονύσιο. Στην όψη του αρσανά βρίσκεται εντοιχισμένο ανάγλυφο που εικονίζει το βοεβόδα με ξίφος και περικεφαλαία να προσφέρει ναό στη Θεοτόκο. Το τμήμα της μικρότερης μπούκας προστέθηκε στα ανατολικά του (1872) και συμπεριλαμβάνει το ενσωματωμένο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου. Δίπλα βρίσκεται η σιταποθήκη που χτίστηκε από το βοεβόδα Σκαρλάτο Καλλιμάχη (1820). Υπάρχει επίσης μια καμαροσκεπής κρήνη. Τα υπόλοιπα κτίσματα της περιοχής του αρσανά είναι: αρσανόσπιτα, ψαρόσπιτα, εργατόσπιτα, ξηραντήριο ξυλείας, ξυλουργείο, ελαιοτριβείο, και χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο αρσανάς εξυπηρετούσε τις ανάγκες του εργοταξίου που έχτιζε τη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα (Σεράι) στις Καρυές.
Η απόσταση των 700 μ. που χωρίζουν τον αρσανά από τη μονή στρώθηκε με χαλί το 1930 για την υποδοχή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Το χαλί με το μονόγραμμα της μονής και δικέφαλους αετούς υφάνθηκε το 1913 και προοριζόταν για τον βασιλέα Κωνσταντίνο, ο οποίος όμως δεν επισκέφθηκε τελικό το Άγιον Όρος. Το γεγονός ότι το χαλί τελικά χρησιμοποιήθηκε από τον αντίπαλο εκείνου για τον οποίο αρχικά προοριζόταν, αποτελεί επανάληψη στον 20ό αιώνα αγιορείτικων αντιφάσεων, όπως η κοινή μνημόνευση του Νικηφόρου Φωκά και του δολοφόνου του Ιωάννη Τσιμισκή.
Το μοναστηριακό συγκρότημα είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό λόγω του μεγέθους και του τρόπου δόμησης. Οι πτέρυγες είναι πολυώροφες και σχηματίζουν ακανόνιστο τρίγωνο. Ο φρουριακός χαρακτήρας είναι έκδηλος. Η βόρεια πτέρυγα (μέσα 17ου αι.) έχει μήκος 200 μ. Είναι η μακρύτερη πτέρυγα της μονής. Υπέστη ζημιές από πυρκαγιές και πρόσφατα ανακαινίστηκε. Ο οχυρωματικός περίβολος έχει επάλξεις και εννέα πύργους, από τους οποίους οι τρεις διατηρούν την επίστεψή τους. Το κτηριακό συγκρότημα υπέστη καταστροφές από τις πυρκαγιές του 1854 και 1882.
Βατοπαίδι ή Βατοπέδι
Η γραφή με [ε] είναι η αρχαιότερη και απαντάται στα πρώτα έγγραφα. Σημασιολογικά, συνδέει το βάτο με το πεδίον. Η γραφή με [αι] συνδέει το βάτο με το παιδίον και αναφέρεται στην παράδοση ότι, πηγαίνοντας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, ο γιος τον Μεγάλου Θεοδοσίου Αρκάδιος ναυάγησε έξω από την Ίμβρο, σώθηκε από θαύμα και βρέθηκε σώος και αβλαβής κάτω από ένα βάτο της ακτής αυτής. Εις μνήμη της διάσωσής του, ο Αρκάδιος ίδρυσε μονή στα ερείπια του ναού που είχε αναγείρει ο Μέγας Κωνσταντίνος και κατεδάφισε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Το ατεκμηρίωτο της παράδοσης οδήγησε πολλούς να επιλέξουν τη γραφή με [ε]. Πρόσφατα, ωστόσο, ανασκαφές στην αυλή της μονής έφεραν στο φως ερείπια παλαιοχριστιανικού ναού που εκτείνεται κάτω από το καθολικό του 10ου αιώνα, γεγονός που σημαίνει ότι η όλη παράδοση πρέπει να επανεξεταστεί. Η νέα αδελφότητα που πρόσφατα επάνδρωσε τη μονή, πάντως, προτιμά τη γραφή με [αι].
Ιστορία
Στη θέση της σημερινής μονής, βρισκόταν το αρχαίο πόλισμα Δίον, από το οποίο σώζονται διάφορες λάρνακες, ανδριάντες και ανάγλυφα, όπως εκείνο στο πρόστυλο του καθολικού.
Η παράδοση συνδέει την ίδρυση της μονής με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος έχτισε εκεί ναό (321), που καταστράφηκε από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη. Το ναό ανακαίνισε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας από ευγνωμοσύνη για τη θαυματουργική διάσωση τού γιου του Αρκαδίου. Τα ιστορικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν την παράδοση αυτή ούτε την παράδοση ότι ο Μέγας Θεοδόσιος δώρισε χρυσά και αργυρά σκεύη στη μονή. Σύμφωνα με άλλη παράδοση η κόρη του Μεγάλου Θεοδοσίου Γάλα Πλακιδία επισκέφθηκε το Βατοπαίδι και η φωνή της Παναγίας την εμπόδισε να εισέλθει στο καθολικό, οπότε η Γάλα Πλακιδία έχτισε το παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου και έδωσε εντολή να κατεδαφίσουν κάποιους τοίχους και να γίνουν τα σημερινά κατηχούμενα, απ' όπου είδε το εσωτερικό του ναού.
Η αρχαιότερη μνεία της μονής βρίσκεται σε έγγραφο (985) του Πρώτου, που φέρει την υπογραφή του μοναχού Νικολάου ως ηγουμένου. Στο Βίο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, αναφέρονται τρεις άρχοντες από την Ανδριανούπολη (Αθανάσιος, Νικόλαος και Αντώνιος) που ήρθαν στο Άγιον Όρος επιθυμώντας να αφιερώσουν την περιουσία τους για την ίδρυση μιας μονής. Με προτροπή του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ο οποίος γνώριζε ότι η Μονή Βατοπαιδίου είχε καταστραφεί από πειρατές, ήρθαν στη μονή για να την ανακαινίσουν. Η Μονή Βατοπαιδίου δεν αναφέρεται στο Α' Τυπικό του Αγίου Όρους (972), η ίδρυσή της λοιπόν πρέπει να τοποθετηθεί στο διάστημα 972-985. Στην περίοδο 999-1002 η μονή βρισκόταν σε διένεξη με το γειτονικό μονύδριο του Φιλαδέλφου, το οποίο ιδρύθηκε μετά την ερήμωση της μονής από τους πειρατές και καταπάτησε την εδαφική έκταση της Μονής Βατοπαιδίου. Με απόφαση του Πρώτου το μονύδριο του Φιλαδέλφου αποδόθηκε στη μονή, γεγονός που επιβεβαιώνει την παράδοση ότι οι τρεις κτήτορες δεν ίδρυσαν αλλά ανακαίνισαν την ήδη υπάρχουσα μονή. Στο Β' Τυπικό του Αγίου Όρους (1045) η Μονή αναφέρεται στη δεύτερη ιεραρχικά θέση, την οποία κατέχει έκτοτε. Απέκτησε τότε προνόμια, όπως η κατοχή πλοίου και ζεύγους βοδιών. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε' Μονομάχος (1042-55) καθιέρωσε ετήσια χορηγία 80 χρυσών υπέρπυρων. Ο αριθμός των μοναχών αυξανόταν ραγδαία και η μονή προσάρτησε τα μονύδρια Ιεροπάτορος, Βερροιώτη, Καλέτζη, Ξύστρη, Τριηολίτη, Χαλκέως και Τροχαλά. Απέκτησε επίσης τα μετόχια Προσφορίου (Ουρανούπολη), Περιθεωρίου (Ξάνθη), Χρυσούπολης, Αγίου Δημητρίου Κασσάνδρας. Επί Αλεξίου Κομνηνού (1081-118) εξαιτίας των συχνών πολέμων έχασε κάποια από τα μετόχια της και ο αυτοκράτορας της παραχώρησε τη Μονή Αγίων Αναργύρων Δράμας. Σημαντική βοήθεια παρείχαν στη μονή οι Σέρβοι άγιοι Σάββας και Συμεών, που μόνασαν εκεί κι έχτισαν έξι παρεκκλήσια μέσα στη μονή, πριν τους παραχωρηθεί το Κελλί του Χελανδαρίου και χτίσουν εκεί τη μονή τους. Την εποχή εκείνη η μονή γνώρισε μεγάλη ακμή και αριθμούσε 800 μοναχούς. Την ακμή ανέστειλαν οι επιδρομές των Καταλανών πειρατών και τα δεινά που επέβαλαν οι φιλενωτικοί λατινόφρονες επί Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου και πατριάρχη Ιωάννη Βέκκου. Οι γενναιόδωρες δωρεές του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1282-1328), ο οποίος θεωρούσε τη μονή «μετά των πρώτων και περιφανών τεταγμένη ανέκαθεν» και την ενίσχυε ώστε να επανέλθει «εις την προτέραν ευδαιμονίαν και κατάστασιν».
Οι επιδρομές Τούρκων το 14ο αιώνα προκάλεσαν την ερήμωση πολλών καθιδρυμάτων και πολλοί ήταν οι ασκητές που κατέφυγαν στην οχυρά Μονή Βατοπαιδίου για να γλιτώσουν τις βιαιοπραγίας. Το 1347 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Στ' Καντακουζηνός (1347-354) της δώρισε τη Μονή Ψυχοσώστριας στην Κωνσταντινούπολη. Επισκέφθηκε τη μονή και δώρισε στη βιβλιοθήκη χειρόγραφους κώδικες και ένα χρυσοκέντητο επιτάφιο. Η παράδοση αναφέρει ότι μόνασε στη μονή ως μοναχός Ιωάσαφ, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται από ιστορικές πηγές. Ως μοναχός αποσύρθηκε επίσης στη μονή ο δεσπότης Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος Παλαιολόγος (μοναχός Ακάκιος).
Ο Μάξιμος ο Γραικός († 1556) χαρακτηρίζει τη μονή «λαύρα» και αναφέρει ότι οι μοναχοί ακολουθούσαν ημικοινοβιακό τρόπο ζωής. Η αρχαιότερη πράξη μετατροπής της μονής σε κοινόβιο ανάγεται στο 1449. Το καθεστώς της ιδιορρυθμίας αποτελούσε ανταπόκριση σε οικονομικές αντιξοότητες και επέτρεπε στους μοναχούς να κερδίζουν τα προς το ζην. Διατηρούνταν ο θεσμός του ηγουμένου, ο οποίος όμως είχε πνευματικά κυρίως καθήκοντα, ενώ τη διοίκηση της μονής αναλάμβανε ο Δίκαιος και αργότερα δημιουργήθηκε το αξίωμα του σκευοφύλακα, που διαχειριζόταν την περιουσία της μονής. Ο πρώτος Δικαίος της Μονής Βατοπαιδίου αναφέρεται το 1316, ο πρώτος σκευοφύλακας το 1633. Το 1573 η μονή επανήλθε στο κοινοβιακό σύστημα με σιγίλλιο του πατριάρχη Ιερεμία Β', χάρη στις προσπάθειες του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου. Το 1661 όμως μετατράπηκε εκ νέου σε ιδιόρρυθμη· μια απόπειρα μετατροπής της σε κοινόβιο μετά από αίτημα της αδελφότητας (1820) ματαιώθηκε από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, και η μονή παρέμεινε στο καθεστώς της ιδιορρυθμίας μέχρι το 1989.
Για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο από τις πειρατικές επιδρομές που συνεχίζονταν αδιάκοπα, η μονή στράφηκε σε Δυτικούς ηγεμόνες και ζήτησε την προστασία τους. Ο βασιλιάς Αλφόνσος της Ισπανίας (1456), ο μαρκήσιος Γουλιέλμος του Μονφεράτου (1512), ο Γενικός Καπετάνιος της Ενετικής Δημοκρατίας Φραγκίσκος Μοροζίνι (1664) εξέδωσαν διατάγματα που έθεταν τη μονή υπό την προστασία τους. Ο πάπας Ρώμης Ευγένιος (1439) συνιστούσε στους Ρωμαιοκαθολικούς πιστούς να επισκέπτονται τη μονή και να τη συνδράμουν οικονομικά.
Το 17ο αιώνα, εξαιτίας της επαχθούς φορολογίας, η μονή αναγκάστηκε να πουλήσει πολλά κτήματα για να αντιμετωπίσει ανάγκες και να συντηρήσει τους περίπου 100 μοναχούς που εγκαταβίωσαν εκεί. Σημαντική την εποχή εκείνη υπήρξε η συμβολή Ρώσων τσάρων και ηγεμόνων των παραδουνάβιων χωνιών, που αφιέρωσαν στη μονή πολλά μετόχια.
Η ανάκαμψη ήρθε το 18ο αιώνα. Τρανό τεκμήριο της άνθησης αποτέλεσε η ίδρυση της Αθωνιάδας Ακαδημίας και η λειτουργία της με έξοδα της μονής (1748-1809). Το 1860 η μονή έχτισε σχολείο στο χωριό Πεδουλά της Κόπρου. Το 1880 συνέβαλε στην ανέγερση της Μεγάλης του Γένους Σχολής στην Κωνσταντινούπολη. Το 1908 προέβη σε σημαντική δωρεά προς τη θεολογική Σχολή Χάλκης. Το 1912 ανέλαβε την ανέγερση της Σχολής των Γλωσσών στην Κωνσταντινούπολη. Το 1915 προσέφερε σημαντικό ποσό για την ίδρυση του «Βατοπαιδινού Διδασκαλείου» στη Λάρνακα της Κύπρου. Οι ευεργεσίες αυτές προς τη μεγαλόνησο Κύπρο ανταποδόθηκαν πρόσφατα με ην εγκατάσταση στη μονή (1987) της συνοδείας του γέροντα Ιωσήφ ου Σπηλαιώτου, που προερχόταν από τη Νέα Σκήτη. Ο πρώτος ηγούμενος της κοινοβιακής πλέον μονής (1990), μαθητής του γέροντα Ιωσήφ, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των αδελφών, κατάγεται από την Κύπρο.
Στη μονή εκάρη μοναχός ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και έμεινε τρία χρόνια κοντά στον γέροντά του όσιο Νικόδημο, πριν εγκατασταθεί στη Μεγίστη Λαύρα. Εκεί εγκαταβίωσαν επίσης ο άγιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης, ο άγιος Σάββας ο Βατοπαιδινός, ο όσιος Θεοφάνης επίσκοπος Περιθωρίου, που αγιοποιήθηκε πρόσφατα (2000), ο όσιος Γεννάδιος, που διετέλεσε δοχειάρης και κατέστη μάρτυρας του θαύματος της Παναγίας της Ελαιοβρύτισσας, ο όσιος Νεόφυτος, που πήρε παράταση του βίου του κατά ένα έτος από τη Θεοτόκο, ο όσιος Μακάριος ο Μακρής († 1431) από τη Θεσσαλονίκη, που εξελέγη ηγούμενος της Μονής του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη και πνευματικός του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός († 1556). Τη Μονή Βατοπαιδίου επισκέφθηκε (1456) ο Γεννάδιος Β' Σχολάριος, πρώτος πατριάρχης μετά την Άλωση, πριν μεταβεί στη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών όπου εκοιμήθη (1460). Ο όσιος Αγάπιος ασκήτευε οι ην περιοχή της Κολιτσούς, αιχμαλωτίστηκε από πειρατές, πουλήθηκε σκλάβος σ' έναν Αγαρηνό. Έμεινε στη δούλεψή του 12 χρόνια, απελευθερώθηκε με θαύμα της Παναγίας, γύρισε στον γέροντά του, ο οποίος τον μάλωσε που έφυγε κρυφά από τον αφέντη του και τον έκανε να επιστρέψει στον Αγαρηνό, τον οποίο ο όσιος έπεισε με την πολιτεία του και τον έφερε στο Άγιον Όρος, όπου εκάρη μοναχός μαζί με τα παιδιά του. Εγκαταβίωσαν επίσης οι νέοι οσιομάρτυρες Μακάριος († 1507, Θεσσαλονίκη) και Ιωάσαφ († 1536, Κων/πολη), πνευματικά αναστήματα του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγίου Νήφωνα, καθώς και ο όσιος Ιωακείμ ο Βατοπαιδινός από την Ιθάκη (1786-1868).