Ιστορία και νεωτερικότητα
Η Μονή Φιλοθέου είναι χτισμένη σε υψόμετρο 330 μ., σε πλάτωμα στη δεξιά πλευρά του χειμάρρου Μυλοπόταμου. Η κάτοψη του κτηριακού συγκροτήματος σχηματίζει ακανόνιστο πεντάγωνο, και η αρχιτεκτονική των πτερύγων ανάγεται σε τρεις οικοδομικές φάσεις: αρχές 16ου αιώνα, μέσα 18ου αιώνα και τέλη 19ου αιώνα. Χαρακτικό της μονής (1849) και αντίστοιχες φωτογραφίες μαρτυρούν την ύπαρξη πύργου στη βορειοανατολική γωνία. Ο πύργος καταστράφηκε στην πυρκαγιά του 1871 και δεν ξαναχτίστηκε. Έτσι, το κτηριακό συγκρότημα στερείται την κατακόρυφη διάσταση που προσφέρει ο πύργος, και ο μόνος υπαινιγμός της κατακόρυφης διάστασης είναι η μολυβδοσκέπαστη πυραμιδοειδής οροφή του καμπαναριού που προβάλλει πάνω από τις πτέρυγες.
Σύμφωνα με την παράδοση, στο οροπέδιο της μονής βρισκόταν ειδωλολατρικό ιερό, το Ασκληπιείο, και εκεί έχτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος (323-37) επισκοπείο, την εποχή που υπήρχαν ακόμη ειδωλολάτρες.
Σε υπόμνημα που συντάχθηκε επί αυτοκράτορος Βασιλείου Α' Μακεδόνος (867-86) αναφέρεται ότι κάποιος μοναχός Ξενοφών ήρθε από τη Θάσο και εγκαταβίωσε στα όρια της Μονής Φιλοθέου. Κώδικας της Μεγίστης Λαύρας (992) αναφέρει τη Μονή Φτέρης ή Φιλοθέου σε σχέση με τα μονύδρια του Κάσπακα και του Ατζιπάνου. Το μονύδριο του Αιζιπάνου, που βρισκόταν κοντά στο κάθισμα του Μυλοποτάμου, πωλήθηκε από τη Μονή Φιλοθέου στη Μεγίστη Λαύρα το 1046. Σε έγγραφο του Πρώτου (1015) υπάρχει η υπογραφή του «Γεωργίου, μοναχού και ηγουμένου Φιλοθέου».
Η ονομασία Μονή της Φτέρης (ή Πτέρης) μαρτυρείται σε έγγραφο που διευθετεί τα όρια των μονών Κραββάτου (Μ. Λαύρας), Μαγουλά, και Φιλοθέου/ Πτέρης (1021). Προέρχεται από ομώνυμο πόλισμα, ερείπια του οποίου βρίσκονται στο δάσος στα δυτικά της μονής, στη σημερινή τοποθεσία «Κράββατος», κοντά στο παρεκκλήσιο του Προφήτη Ηλία. Είναι πιθανόν ότι το πόλισμα καταστράφηκε από Άραβες πειρατές επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Πωγωνάτου (670-6) και ότι ο ναός του ανακαινίστηκε από κάποιον αναχωρητή μοναχό Φιλόθεο, που εγκαταβίωσε εκεί μετά το 870 και θεωρείται κατά την παράδοση πρώτος κτήτορας της μονής.
Ιστορικά, κτήτοράς της θεωρείται ο όσιος Φιλόθεος, ασκητής σύγχρονος του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται σε γράμμα που έγραψε το 1016 ο ηγούμενος της μονής Γεώργιος. Κτήτορες της μονής θεωρούνται επίσης οι μοναχοί Αρσένιος και Διονύσιος, οι οποίοι έζησαν περί το 1046. Στο Τυπικό του Μονομάχου (1045) η μονή αναφέρεται ως «Μονή της Θεοτόκου, ήτοι του Φιλοθέου» και κατέχει τη 19η θέση στην ιεραρχία των μονών του Άθω. Ανακαίνισή της έγινε από τον Νικηφόρο Βοτανειάτη (1078-81), ο οποίος της αφιέρωσε πολλά κειμήλια. Χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1284) όριζε τον ηγούμενο της Μακάριο εξομολόγο της αυτοκρατορικής αυλής και συνόδευε το διορισμό με γενναία οικονομική χορηγία και δωρεά λειψάνων. Τον επόμενο αιώνα, χρυσόβουλλο του κράλη Στέφανου Δουσάν (1346) ενθάρρυνε την αυξημένη προσέλευση Σέρβων και αργότερα Βουλγάρων μοναχών, οι οποίοι μετέτρεψαν τη μονή σε ιδιόρρυθμη. Σε έγγραφο της Συνάξεως το 1483 ο ηγούμενος της μονής υπέγραφε στα σλαβικά. Το 1394 η μονή κατείχε τη 13η θέση στην ιεραρχία των κυρίαρχων μονών και μετά το 1480 πέρασε σε περίοδο εγκατάλειψης. Για να αντιμετωπίσει τα χρέη της, αναγκάστηκε το 1533 να πουλήσει το Κάθισμα του Σταυρονικήτα, το οποίο στη συνέχεια εξελίχθηκε σε κυρίαρχη μονή. Από το 1574 κατείχε τη 12η θέση στην ιεραρχία. Το 1786 πατριαρχικό σιγίλλιο κατακύρωσε τη Σκήτη του Μαγουλά, που ανήκε στη μονή από το 1087, στη Μονή Ιβήρων. Η ανοικοδόμηση του καθολικού, που κατέρρευσε το 1746, πραγματοποιήθηκε χάρη σε χορηγίες των ηγεμόνων της Βλαχίας Γκίκα και Μαυροκορδάτου. Η δεινή οικονομική κατάσταση της μονής επιδεινώθηκε μετά την πυρκαγιά του 1871, όταν κάηκαν όλες οι πτέρυγες και διασώθηκε μόνο το καθολικό και η τράπεζα. Οι εργασίες ανοικοδόμησης διήρκεσαν 20 χρόνια και εξάντλησαν τους πόρους της μονής, η οποία αριθμούσε τότε 50 μοναχούς και είχε ετήσια έσοδα από την εμπορία ξυλείας 600 οθωμανικές λίρες. Αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια της Ιεράς Κοινότητας για το διακανονισμό χρέους που ανερχόταν σε 5.000 οθωμανικές λίρες. Η μονή μετετράπη σε κοινόβιο το 1973 με σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Δημητρίου Α'.
Σύμφωνα με χειρόγραφο που σώζεται στη βιβλιοθήκη της, ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου μετά το 1375 διετέλεσε ο ιερομόναχος Θεοδόσιος, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από πειρατές ενώ ψάρευε, πουλήθηκε δούλος στην Προύοα, απελευθερώθηκε και αργότερα έγινε ηγούμενος μιας μονής στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν μητροπολίτης Τραπεζούντος, επί Αλεξίου Κομνηνού. Επί ηγουμενίας του εκάρη μοναχός ο αδελφός του Διονύσιος, ο οποίος κατόπιν έπεισε τον Αλέξιο Κομνηνό να βοηθήσει στην ίδρυση της Μονής Διονυσίου. Στη Μονή Φιλοθέου μόνασε επίσης ο άγιος Συμεών ο Μονοχίτων και Ανυπόδητος, ο άγιος Δομέτιος και ο άγιος οσιομάρτυς Δαμιανός ο εξ Αγράφων (†1515), κτήτορας της Μονής της Παναγίας Πελεκητής. Σε σπήλαιο, στα νοτιοδυτικά της μονής, ασκήτευσε ο άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω. Γύρω στο 1500 εξελέγη ηγούμενος από τους Βουλγάρους μοναχούς που εγκαταβίωναν στη μονή και προέβη σε μεταρρυθμίσεις επαναφέροντας το κοινοβιακό σύστημα και την τέλεση των ακολουθιών στην ελληνική γλώσσα αντί της σλαβονικής. Οι ενέργειές του κίνησαν το φθόνο των μοναχών οι οποίοι αποπειράθηκαν να τον φονεύσουν. Ο Διονύσιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μονή και να καταφύγει στα ησυχαστήρια της κοίτης του Αλιάκμονα ποταμού, όπου ίδρυσε τη Μονή Τιμίου Προδρόμου και κατόπιν έχτισε το ναό της Αγίας Τριάδος στον Όλυμπο και μόνασε εκεί μέχρι τη μακαρία κοίμησή του. Στη Μονή Φιλοθέου μόνασε επίσης ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Το ιεραποστολικό έργο του πατρο-Κοσμά και τις περιπλανήσεις του ιερομόναχου Θεοδοσίου απηχεί η πρόσφατη ιστορία της μονής. Το 1973 η Μονή Φιλοθέου επανδρώθηκε από τη συνοδεία του γέροντος Εφραίμ. Ο γέρων Εφραίμ υπήρξε μαθητής του γέροντος Ιωσήφ του Σπηλαιώτη στη Νέα Σκήτη και η συνοδεία του είχε προηγουμένως εγκατασταθεί στο Κελλί του Αγίου Αρτεμίου της Προβάτας. Αφού επί σειρά ετών διετέλεσε ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου, ο γέρων Εφραίμ έφυγε και πήγε στις ΗΠΑ, όπου ίδρυσε περισσότερες από 15 μονές, μεταξύ των οποίων τη Μονή του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα, στην οποία και εγκαταβιώνει. Συνοδείες Φιλοθεϊτών μοναχών επάνδρωσαν τις μονές Καρακάλλου, Κωνσταμονίτου και Ξηροποτάμου. Στον γέροντα Εφραίμ πρόσκεινται επίσης οι αδελφότητες των μοναζουσών της Μονής Αρχαγγέλου στη Θάσο, της Μονής Παναγίας Οδηγήτριας στο Πήλιο και της Μονής Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες.
Άγιος Νέος Ιερομάρτυς Κοσμάς ό Αιτωλός (1714-1779)
Διετέλεσε μαθητής τον Παναγιώτη Παλαμά στην Αθωνιάδα Ακαδημία. Όταν η Αθωνιάδα ερημώθηκε, προσήλθε στη Μονή Φιλοθέου και εκάρη μοναχός. Με την ευλογία των πατέρων της μονής άρχισε να περιοδεύει ανά την Ελλάδα για να στηρίξει την πίστη των υποδούλων Ελλήνων και να αφυπνίσει την εθνική τους συνείδηση. Κήρυξε το Ευαγγέλιο, μοίραζε βιβλία και έχτιζε εκκλησίες και σχολεία. Καταδύθηκε από Εβραίους στον πασά του Μπερατίου (νότια Αλβανία), ο οποίος συνέλαβε τον άγιο και τον καταδίκασε σε θάνατο δι' απαγχονισμού. Ανακηρύχθηκε ισαπόστολος. Η μνήμη του τιμάται στις 24/8.
Η ζωή του Μοναχού
Στο Άγιον Όρος θα δείτε ανάμεσα στις άλλες εικόνες και τοιχογραφίες μια παράσταση που απεικονίζει την εσταυρωμένη ζωή τον Μοναχού. Ένας μοναχός, κάθε μοναχός, είναι καρφωμένος επάνω στο Σταυρό και τριγύρω τον δαιμόνια που εκπροσωπούν τα θανάσιμα αμαρτήματα, τοξεύουν με χαιρέκακη διάθεση την καρδιά τον Μοναχού. Ο Μοναχός μέσα στην οδύνη του προσεύχεται με το στίχο του Προφήτου Δαβίδ «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός». Επάνω από τον Μοναχό, Άγγελος Κυρίου είναι έτοιμος να τον ενίσχυση μη τυχόν λιποψυχήση. Αυτή είναι η ζωή του Μοναχού, που έδωκε υπόσχεση ότι θα φέρει εφ' όρου ζωής τον Σταυρόν τον Κυρίου. Όποιος την αντιλαμβάνεται διαφορετικά, βρίσκεται έξω από το «χορό της κατανύξεως» (Αρχιμ. Εφραίμ, καθηγούμενος Ι. Μ. Φιλοθέου)