Ιστορία και νεωτερικότητα
Η Μονή Παντοκράτορος υψώνεται πάνω σε βραχώδη χερσονησίδα στο μέσον του όρμου που σχηματίζει η εκβολή του χειμάρρου Χρυσορράρη ή Μπότσαρη. Ο όρμος ξεκινά από το ακρωτήριο Χαλκιάς προς το βορρά και καταλήγει στο ακρωτήριο Παπαράπης προς το νότο. Η εντυπωσιακή ομοιότητα με τη γειτονική Μονή Σταυρονικήτα ενισχύεται από την ύπαρξη τοξωτού υδραγωγείου. Λόγω του χθαμαλού εδάφους, όμως, η γειτνίαση με τη θάλασσα είναι πολύ πιο αισθητή εδώ.
Το ιερόν και σεβάσμιον μοναστήριον τον Παντοκράτορος είναι πολλά εύμορφον διότι ευρίσκεται εις τοποθεσίαν καλήν σιμά εις την θάλασσαν, περιτριγυρισμένον με κάστρον στερεόν. (Ιωάννου Κομνηνού, Προσκυνητάριον, 1701)
Πολλοί περιηγητές (όπως, Τ. Κ. Παπατζώνης, Άσκηση στον Άδω) περιέγραψαν με γλαφυρό τρόπο τρικυμίες και θαλασσοταραχές στο ανοιχτό πέλαγος μπροστά στη μονή. Στη νότια πλευρά της βραχώδους χερσονησίδας υπάρχει μανδράκι (ασφαλές και οχυρωμένο λιμάνι), το μόνο της ανατολικής ακτής μετά από εκείνο της Μεγίστης Λαύρας. Ίσως η παρουσία του υπήνεμου όρμου εξηγεί την ύπαρξη στην περιοχή του αρχαίου πολίσματος Θύσσος, που καταστράφηκε ολοσχερώς από σεισμό τον 5ο αιώνα π.Χ.
Η κάτοψη του μοναστηριακού συγκροτήματος έχει σχήμα ακανόνιστου πολυγώνου. Το αρχικό συγκρότημα (14ος αι.) περιοριζόταν στο σημερινό δυτικό μέρος της μονής· η επέκταση έγινε το 16ο αιώνα. Η δόμηση αξιοποιεί το ανάγλυφο του εδάφους· το απότομο επικλινές έδαφος και οι βράχοι στα ανατολικά χρησιμοποιούνται για αμυντικούς σκοπούς, η πιο προσβάσιμη δυτική πλευρά χρησιμοποιείται για χώρους διαβίωσης. Οι πτέρυγες προέρχονται από διαφορετικές οικοδομικές φάσεις και ανακαινίσεις. Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, η μονή διαιρούνταν σε δύο μέρη από μια πτέρυγα που σήμερα δεν υπάρχει αλλά αποτυπώνεται σε σχέδιο του Μπάρσκι (1744). Η βόρεια πτέρυγα ανακαινίστηκε με έξοδα του σκευοφύλακα Κυρίλλου (1781) και ξανά το 1999, για να αντιμετωπιστούν οι νέες ανάγκες που προέκυψαν από την επιστροφή της μονής στο κοινοβιακό σύστημα. Η δυτική πτέρυγα, με τους δύο πύργους, που στεγάζει την τράπεζα, ανακαινίστηκε το 1774 από κάποιον Τριαντάφυλλο, που ανακηρύχθηκε «νέος κτήτορας». Κάποια από τα κελλιά των μοναχών στη βόρεια και δυτική πτέρυγα είναι δίχωρα, κατάλοιπο από την εποχή που η μονή ήταν ιδιόρρυθμη. Η ανατολική πτέρυγα (16ος αι.) καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1948 και αναστηλώθηκε το 1970. Ο αμυντικός πύργος που δεσπόζει στη βορειοδυτική γωνία υπέστη στεγανοποιητική επένδυση το 1996 για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της υγρασίας, που παρέμενε παρά την αδιαβροχοποίηση της λιθοδομής. Οι εξωτερικές πλευρές του πύργου καλύφθηκαν με ξύλινη επένδυση που αγκυρώθηκε στη λιθοδομή και επενδύθηκε με λαμαρίνα, η οποία επιχρίστηκε με αδιαβροχοποιητικό σοβά. Το πρόβλημα της υγρασίας ξεπεράστηκε, αλλά η όψη του πύργου άλλαξε ριζικά και καταλύθηκε η συνάφεια της δόμησής του με την τοιχοποιία των πτερύγων.
Ιστορία
Η παράδοση θεωρεί κτήτορα της μονής τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α' Κομνηνό και τοποθετεί την ίδρυσή της επί βασιλείας του (1081-117).
Έγγραφα πιστοποιούν την ύπαρξη της Μονής κατά την περίοδο 1283-1328. Γραπτές μαρτυρίες αναφέρουν ως κτήτορες τους αδελφούς Αλέξιο και Ιωάννη, ανώτερους αξιωματικούς (στρατοπεδάρχης και πριμικήριος), που δραστηριοποιήθηκαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Σέρβων και των Τούρκων στις περιοχές της κοιλάδας του Στρυμόνα, της Καβάλας και της Θάσου, που το 1357 τους παραχωρήθηκαν από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' με χρυσόβουλλο. Έργο τους είναι ο πύργος του Μαρμαρίου στην Αμφίπολη, στις εκβολές του Στρυμόνα.
Οι δύο αδελφοί οικοδόμησαν εκ βάθρων τη μονή. Το 1357 οι κτήτορες εξασφάλισαν την ενσωμάτωση του αρχαίου μονυδρίου του Ραβδούχου, που βρισκόταν κοντά στις Καρυές. Συνολικά έξι αρχαία μονύδρια ενσωματώθηκαν στη μονή: Φαρακλού [ή Φαλακρού], Κυνόποδος και Δωροθέου (βόρεια της σημερινής μονής)· Φακηνού και Αγίου Αυξεντίου (νότια της μονής, κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα). Ο Αλέξιος πέθανε το 1368/9· ο Ιωάννης συνέχισε το έργο της ανοικοδόμησης και εξακολούθησε να διοικεί την περιοχή του· οχύρωσε το Μαρμαρολιμένα (σημερινό Λιμένα) της Θάσου, και μεταξύ 1371-73 κατατρόπωσε, με τη βοήθεια των Βενετών, Τούρκους πειρατές που είχαν επιτεθεί στο Άγιον Όρος. Οι δωρεές του προς τη μονή (μεγάλο μετόχι στη Λήμνο) επικυρώθηκαν με χρυσόβουλλο του Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου. Ο Ιωάννης εικονίζεται σε φορητή εικόνα (1360-70) του Χριστού Παντοκράτορος, που δώρισε στη μονή και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη. Το 1357 ο Ιωάννης παντρεύτηκε την Άννα Ασανίνα, ανιψιά της αυτοκράτειρας Ελένης, κόρης του Ιωάννη Στ' Καντακουζηνού και της Ειρήνης Ανδρονίκου Ασάν. Το 1384 ο Ιωάννης είχε αποσυρθεί στη Μονή Παντοκράτορος, όπου έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα και το όνομα Ιωαννίκιος. Ο τάφος των κτητόρων βρίσκεται στο καθολικό της μονής.
Η μονή είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος· την εγκαινίασε λίγο πριν αποβιώσει ο οικουμενικός πατριάρχης Κάλλιστος Α' († 1363). Με σιγίλλιό του αναγνωρίστηκε ως «πατριαρχική». Αναγνωρίστηκε επίσης ως «βασιλική», ίσως πριν το 1367. Το καθεστώς αυτό, πάντως, μαρτυρείται το έτος 1386. Επί Τουρκοκρατίας η μονή πέρασε οικονομική κρίση. Κατόρθωσε ωστόσο να ανακάμψει και να επεκταθεί προς τα νοτιοανατολικά (16ος αι.) χάρη στις γενναιόδωρες χορηγίες του βοεβόδα της Βλαχίας Νεαγκόε Μπασαράμπ (1512-21) και του μεγάλου λογοθέτη (πρωθυπουργού) της Μολδοβλαχίας Γαβριήλ Tortusanu. Βοήθεια παρείχε επίσης η Μεγάλη Αικατερίνη (1762), η οποία επέτρεψε τη διεξαγωγή εράνου υπέρ της μονής στην τσαρική επικράτεια. Ή μονή υπέστη μεγάλες ζημίες από τις πυρκαγιές (1773, 1948). Κατέχει την έβδομη θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών. Το 1992 η μονή επανδρώθηκε από συνοδεία Ξενοφωντινών μοναχών υπό τον αρχιμανδρίτη Βησαρίωνα († 2001) και επανήλθε στο κοινοβιακό σύστημα με σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου Α'. Ήταν η αγιορείτικη μονή που επανέκαμψε τελευταία στο κοινοβιακό καθεστώς.
Στη Μονή Παντοκράτορος μόνασε για μεγάλα ή μικρά διαστήματα ο οικουμενικός πατριάρχης άγιος Κάλλιστος Β' ο Ξανθόπουλος († 1397), κείμενα του οποίου συμπεριλήφθηκαν στη Φιλοκαλία των Νηπτικών Πατέρων. Ασκήτευσε στο Κάθισμα του Αγίου Ονουφρίου. Στην περιοχή της μονής ασκήτευσε για μικρό διάστημα ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359).
Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης άγιος Θεωνάς (16ος αι.) μόνασε στο Κάθισμα του Οσίου Ονουφρίου, που έκτοτε φέρει το όνομά του. Ο όσιος Θεόφιλος ο Μυροβλύτης († 1548) ασκήτευσε στην Καλύβη του Αγίου Βασιλείου στην Καψάλα. Η παράδοση αναφέρει ότι ο όσιος Γεράσιμος ο εν Κεφαλληνία (16ος αι.) ασκήτευσε στην Καψάλα. Στη Μονή ασκήτευσε ο μητροπολίτης Τιμισοάρας Ρουμανίας άγιος Ιωσήφ († 1656). Ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έλαβε το μέγα αγγελικό σχήμα στην Καλύβη του Αγίου Βασιλείου της Καψάλας, ενώ μαζί του συνασκήτευσε ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς. Στη Σκήτη του Προφήτη Ηλία ασκήτευσε ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι. Στη μονή εγκαταβίωσαν πολλοί λόγιοι μοναχοί, μεταξύ των οποίων ο μοναχός Καλλίνικος (1821-1884), που μετέφρασε τα Ασκητικά του αββά Ισαάκ του Σύρου, και ο Θεοφάνης (α' μισό 19ου αι.), συγγραφέας σημαντικών έργων για την παρασημαντική της βυζαντινής μουσικής.