Ιστορία και νεωτερικότητα
Από την πλατεία του Πρωτάτου, ακολουθούμε τον λιθόστρωτο δρόμο που ξεκινά από το μέσο της νότιας πλευράς της πλατείας, περνά μπροστά από τον Αστυνομικό Σταθμό, το εστιατόριο, τον φούρνο, πάνω από ένα πέτρινο γεφυράκι και καταλήγει στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Το σπίτι αριστερά από την είσοδο του φράχτη αποτελεί το κάθισμα του Αγίου Νικολάου, το οποίο ταυτίζεται με το αρχαίο μονύδριο του Μακρή και σήμερα χρησιμοποιείται ως κοιμητηριακός ναός.
Ιστορία
Η μονή φαίνεται να υπήρχε ήδη από το 988. Η παράδοση αναφέρει ως κτήτορά της τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α' Κομνηνό (1081 -117), ο οποίος έκανε πράγματι μεγάλες δωρεές στη μοναστική κοινότητα. Το 1316 το μοναστήρι κατείχε τη 17η θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, το όνομά της συνδέεται με την οικογένεια Kutlumus, η οποία σχετιζόταν με τους Σελτζούκους σουλτάνους του Ικονίου. Κτήτορας της μονής θεωρείται, στην περίπτωση αυτή, ο Κωνσταντίνος, εκχριστιανισμένος γιος του Αζεντίν Β'. Η μονή υπέστη σοβαρές ζημιές από τους Καταλανούς πειρατές, καθώς και από τους λατινόφρονες οπαδούς του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1261-82). Τότε, σύμφωνα με την παράδοση, θανατώθηκαν με απαγχονισμό πολλοί πατέρες της μονής, οι οποίοι ενταφιάστηκαν πίσω από το καθολικό. Το 1263 ο Πρώτος του Αγίου Όρους παραχώρησε στη μονή το μονύδριο του Προφήτη Ηλία και το 1287 την εγκαταλειμμένη μονή Σταυρονικήτα. Το 1369 ο Σέρβος ηγεμόνας Ιωάννης Ούγγλεσης αγόρασε από τη μονή Παντοκράτορος κτήματα στην περιοχή των Σερρών, τα οποία χάρισε στη μονή Κουτλουμουσίου. Μεταξύ των δύο μοναστικών ιδρυμάτων αναπτύχθηκαν στενές πνευματικές σχέσεις. Το 1334, με απόφαση των αγιορειτών ηγουμένων, προσαρτήθηκαν στη μονή τα αρχαία μονύδρια του Φιλαδέλφου και του Αγίου Γεωργίου Αναπαυσιάς. Το 1428 προσαρτήθηκε το μονύδριο του Αλυπίου. Στη μονή ανήκει επίσης το μονύδριο του Γομάτου, που κατά το 1316 ήταν 24ο στην ιεραρχία και το οποίο αντιστοιχεί στο σημερινό κελλί της Μεγάλης Παναγίας. Μεγάλη ακμή γνώρισε η μονή επί ηγουμενίας του Χαρίτωνος από την Ίμβρο, τόσο ώστε να αναφέρεται συχνά και ως μονή του Χαρίτωνος.
Ο Χαρίτων στράφηκε προς τους ηγεμόνες της Ουγγροβλαχίας, Αλέξανδρο Μπασαράμπ και Ιωάννη Βλαδισλάβο, οι οποίοι ενίσχυσαν οικονομικά τη μονή και θεωρήθηκαν νέοι κτήτορές της. Ο Βλαδισλάβος άσκησε πιέσεις, έτσι ώστε να μετατραπεί η μονή σε ιδιόρρυθμη και να διευκολυνθεί η εγκατάσταση Βλαχορουμάνων μοναχών.
Ο Χαρίτων αναγκάστηκε να δεχτεί, εξασφαλίζοντας πως η μονή θα παρέμενε ελληνική. Το 1372 ο Χαρίτων χειροτονήθηκε, από τον οικουμενικό πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας. Εξακολούθησε, όμως, να ασκεί τα καθήκοντα του ηγουμένου. Διάδοχός του ήταν ο Βλάχος ηγούμενος Μελχισεδέκ, που αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Το 1393 η μονή ανακηρύχθηκε πατριαρχική και σταυροπηγιακή. Την πορεία ακμής της ανέκοψε η πυρκαγιά του 1497. Ωστόσο, οι δωρεές των ηγεμόνων των παραδουνάβιων χωρών βοήθησαν στην ανάκαμψή της. Από το 1574 η μονή κατέχει την 6η θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών. Καταστροφική υπήρξε η πυρκαγιά του 1767. Την ανοικοδόμηση και ανακαίνιση της μονής ανέλαβε ο πρώην πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος Γ', ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί μετά την παραίτησή του από τον πατριαρχικό θρόνο. Το 1856 επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς να εφαρμοστεί σχέδιο για τον εκρωσισμό της μονής. Την ίδια χρονιά, με ομόφωνη αίτηση των πατέρων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η μονή επανέκαμψε στο κοινοβιακό σύστημα. Στη δεκαετία του 1970 επανδρώθηκε από νέα συνοδεία με ηγούμενο τον αρχιμανδρίτη Χριστόδουλο. Σήμερα αποτελείται από περίπου 30 μοναχούς, ενώ 40 μοναχοί ζουν σε εξαρτήματά της.
Εκτός από τον ηγούμενο Χαρίτωνα και τον πατριάρχη Ματθαίο Γ', στη μονή εγκαταβίωσε ο λόγιος μοναχός Βαρθολομαίος από την Ίμβρο (τέλη 18ου αι.), διδάσκαλος και διορθωτής λειτουργικών κειμένων. Στο κελλί του Αγίου Γεωργίου μόνασε ο Άγιος Οσιομάρτυρας Κυπριανός ο Νέος († 1679 Κωνσταντινούπολη). Εκεί επίσης εγκαταβίωσαν οι Άγιοι Νέοι Οσιομάρτυρες Λουκάς ο Μυτιληναίος († 1802, Μυτιλήνη) και Ευθύμιος Ιβηροσκητιώτης († 1815, Κωνσταντινούπολη). Σε καλύβη της κουτλουμουσιανής σκήτης του Αγίου Παντελεήμονος μόνασε ο Άγιος Οσιομάρτυρας Γεράσιμος ο Νέος († 1812, Κωνσταντινούπολη). Στο κελλί Παναγούδας της μονής εγκαταβίωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο πατήρ Παΐσιος († 1995), οσιακή μορφή του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού και πνευματικό παιδί του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη († 1923).
Απέναντι από την είσοδο της μονής υπάρχει ναόσχημη κρήνη (19ος αι.) με θολωτό επιστέγασμα που στηρίζεται σε κίονες. Η ανάγλυφη πλάκα της αποτελεί μία από τις πιο περίτεχνες του Αγίου Όρους. Ο θόλος έχει ζωγραφισμένη μπαρόκ διακόσμηση και φυτικά πλουμίδια. Η βόρεια και η δυτική πλευρά της μονής διατηρούν τον αυστηρό οχυρωματικό χαρακτήρα τους. Η ανατολική πλευρά, που βλέπει προς τη θάλασσα, έχει σαχνισιά και εξώστες. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στη βόρεια πτέρυγα, στη στέγη της οποίας προβάλλουν οι ροδόχρωμοι τρούλλοι των παρεκκλησίων των Αγίων Πάντων και του Τιμίου Προδρόμου. Μεταξύ άλλων, υπάρχει πρόστυλο (1891) με ισόδομη τοιχοποιία και κίονες, ανάλογο με εκείνο της Ιεράς Μονής Ιβήρων, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Περνώντας το θολοσκέπαστο διαβατικό, βρισκόμαστε στην αυλή, μπροστά στην πρόσοψη του καθολικού. Η αυλή είναι πλακόστρωτη και όχι ιδιαίτερα ευρύχωρη. Η κάτοψή της σχηματίζει ένα τραπέζιο.
Ο εξωνάρθηκας είναι υαλόφρακτος. Εκτείνεται στη δυτική πλευρά και σε τμήμα της βόρειας. Οι τοιχογραφίες έγιναν με δαπάνη του ιερομονάχου Ησαΐα (1744). Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε άλλους εξωνάρθηκες, οι τοιχογραφίες δεν εικονίζουν σκηνές από την Αποκάλυψη. Στο δεξί τμήμα του δυτικού τοίχου εικονίζεται το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Στον βόρειο τοίχο, δίπλα από την είσοδο του παρεκκλησίου της Παναγίας Φοβεράς Προστασίας εικονίζονται οι κτήτορες. Στους τρεις θόλους της δυτικής πλευράς εικονίζονται η Δευτέρα Παρουσία (αριστερά), η Μεταμόρφωση του Σωτήρος (κέντρο), η Βάπτιση και η Ζωοδόχος Πηγή (δεξιά), πάνω από μια μαρμάρινη λεκάνη αγιασμού. Στους δύο θόλους της βόρειας πλευράς εικονίζονται η Θεοτόκος με τον Χριστό, ο οποίος κουβαλά στους ώμους του ένα ξύλινο τάλαντο. Αναπαριστάται, ακόμη, ο Χριστός ένθρονος και περιβαλλόμενος από Χερουβείμ και Σεραφείμ. Γύρω από τον θόλο με τον ένθρονο Χριστό εικονίζεται ο ζωδιακός κύκλος, ενώ στα τρίγωνα της βάσης του εικονίζεται η παράσταση του «Αινείτε τον Κύριο εν χορδαίς και κυμβάλοις». Όπως και στην αντίστοιχη παράσταση του παρεκκλησίου της Παναγίας της Κουκουζέλισσας στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, οι χορευτές και οι χορεύτριες φορούν τοπικές ενδυμασίες της εποχής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η απεικόνιση των μουσικών οργάνων (κρουστά, ταμπουράς, είδος ακορντεόν). Ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτες είναι, επίσης, οι μορφές του νεαρού που παίζει άρπα και της γυναίκας με το ντέφι.
Μέσα στη μονή υπάρχουν, ακόμη, τα παρεκκλήσια της Αγίας Ναταλίας στο ηγουμενείο [τοιχογραφημένο και ανακαινισμένο από τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας Αλέξανδρο Μάνο (1873), εις μνήμη της συζύγου του Ναταλίας], των Αγίων Αναργύρων [στο αρχονταρίκι (νότια πλευρά)] και του Αγίου Σπυρίδωνος.



