Ιστορία και νεωτερικότητα
Μετά τη Μονή Διονυσίου, βρίσκεται ο κάβος και ο Λάκκος του Καλαθά. Ονομάστηκε έτσι από το εργόχειρο ενός ασκητή που ζούσε σε κελλί της περιοχής. Η ονομασία μαρτυρείται ήδη το 1401, σε έγγραφο του Πρώτου, που ορίζει τα σύνορα μεταξύ των μονών Διονυσίου και Αγίου Παύλου. Στην άκρη του κάβου ο πρασινόχρωμος ριζιμιαίος βράχος του Καλαρά ορίζει τη μεθόριο.
Αμέσως μετά βρίσκεται μια πλατιά κοιλάδα με ήπια κλίση του εδάφους. Στο βάθος, σαν φράχτης της αμφιθεατρικής κοιλάδας ορθώνεται η πυραμίδα του Άθω, με τις εντυπωσιακές πτυχώσεις των γκριζόλευκων βράχων. Στις χαράδρες του Άθω, τα χιόνια μένουν άλιωτα έως και τον Ιούνιο μήνα και μοιάζουν σουπιοκόκαλα. Η παραλία είναι γεμάτη. Η βλάστηση της κοιλάδας είναι πυκνή - πεύκα, πλατάνια, ελιές, θάμνοι, καλαμιές, ορχεοειδή. Στην κοιλάδα δεσπόζει η Μονή του Αγίου Παύλου, χτισμένη σε πλάτωμα βράχου (υψόμετρο 150 μ) και πίσω της ορθώνεται το οχυρωματικό τείχος, σαν ραχιαίο πτερύγιο θαλάσσιου κήτους. Βρίσκεται στη συμβολή δύο χειμάρρων - ο χείμαρρος προς τα αριστερά είναι μικρός, ο άλλος, το Ρέμα του Ξηροποτάμου, είναι μεγάλος και κατεβαίνει από τις πλαγιές του Άθω. Τη δύναμη της ροής του μαρτυρούν οι πελώριες κοτρόνες και κροκάλες της παραλίας και η βοή του νερού που ακούει κανείς ανεβαίνοντας στη μονή από τον αρσανά.
Η θεομηνία που έπληξε τη Μονή Γρηγορίου την 1η Σεπτεμβρίου 1820/1 έπληξε επίσης και τη Μονή Αγίου Παύλου και προξένησε πολλές ζημιές στις καλλιέργειες και στα κτίσματα του παλαιού αρσανά, στην αριστερή πλευρά της παραλίας. Άλλη μεγάλη νεροποντή το 1911 ξερίζωσε περισσότερα από 700 λιόδεντρα και παρέσυρε κηπόσπιτα και παρεκκλήσια. Από τον παλαιό αρσανά σώζεται, ερειπωμένος και σε κακή κατάσταση λόγω καταρρεύσεων, ο παραθαλάσσιος πύργος. Αρχικά βρισκόταν ακριβώς στην παραλία, δίπλα στην εκβολή του χειμάρρου. Η σημερινή απόστασή του από την παραλία είναι αποτέλεσμα προσχώσεων. Ο πύργος (14ος αι.) ίσως είναι σύγχρονος της ανακαίνισης της μονής από τους Σέρβους κτήτορες. Στη δυτική πλευρά του έχει μπαρμπακά [οχυρωματικό περίβολο], κτίσμα του 15ου αιώνα. Η κάτοψή του σχηματίζει ορθογώνιο (8,9x9,9 μ.) και το ύψος του φτάνει τα 18 μ. πάνω από το επίπεδο των σημερινών προσχώσεων. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι με αργολιθοδομή που χρησιμοποιεί μεγάλες ποταμίσιες κροκάλες. Στον έκτο όροφο διακρίνονται τρεις κόγχες, που μαρτυρούν την ύπαρξη παρεκκλησίου. Σε χαρακτικό του 1798 διακρίνεται καλώδιο που συνδέει τον παραθαλάσσιο πύργο με τη μονή για τη μεταφορά νερού με κουβάδες.
Ο νέος αρσανάς (1882) είναι στη δεξιά μεριά της παραλίας, κάτω από τους αμπελώνες. Είναι διώροφο κτίσμα - στο ισόγειο υπάρχει καμαροσκέπαστο νεώριο για την ανέλκυση πλοίων, στον πάνω όροφο βρίσκονται το παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου και χώροι διαμονής. Από το νέο αρσανά ανηφορίζει ένας αμαξιτός δρόμος που οδηγεί στη μονή ακολουθώντας το νότιο κράσπεδο της κοιλάδας. Μετά από το βοηθητικό κτήριο με τις γεννήτριες ανηφορίζει δεξιά το μονοπάτι για Νέα Σκήτη και Σκήτη Αγίας Άννας, περνώντας μέσα από έναν περιποιημένο μικρό ελαιώνα. Η παλαιότερη πρόσβαση ήταν με μονοπάτι που έφτανε στον κοιμητηριακό ναό των Αγίων Πάντων. Αφήνοντας τον αμαξιτό δρόμο και ακολουθώντας το μονοπάτι (αριστερά), έχετε την ευκαιρία να βαδίσετε σε βασιλικά χνάρια.
Το 1470 η Μάρω, κόρη του Σέρβου ηγεμόνα Μπράνκοβιτς, σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β' και μητριά του Μωάμεθ Β' του Πορθητή, αποβιβάστηκε με τη συνοδεία της στον αρσανά φέρνοντας τα Τίμια Δώρα που πρόσφεραν οι Μάγοι στον Χριστό, τα οποία είχε διασώσει από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Άρχισε να ανεβαίνει για να τα καταθέσει στη μονή, την οποία είχε πολλαπλώς ευεργετήσει ο πατέρας της. Ακούστηκε τότε η φωνή της Θεοτόκου να λέει: «Μάρω, Μάρω, μη προβής περαιτέρω διότι την Μονήν κατοικούσι μοναχοί, συ δε υπάρχεις γυνή, εδώ δεν βασιλεύει άλλη Βασίλισσα». Εμφανίστηκε έπειτα μπροστά της η Παναγία, της απαγόρευσε να συνεχίσει και τη διέταξε να αναχωρήσει αμέσως. Η Μάρω επικαλέστηκε το βασιλικό της αξίωμα και η Θεοτόκος τής δήλωσε ότι Εκείνη είναι η μόνη βασίλισσα αυτού του τόπου. Τα Δώρα επιδόθησαν στους γέροντες της μονής, που ήρθαν εν πομπή. Στο σημείο της εμφάνισης της Θεοτόκου χτίστηκε το Προσκυνητάρι της Μάρως. Το αρχικό κτίσμα παρασύρθηκε από τα νερά στην πλημμύρα του 1911 και ξαναχτίστηκε αμέσως μετά, ενσωματώνοντας λιθανάγλυφα του αρχικού κτίσματος.
Από μακριά η Μονή Αγίου Παύλου φαντάζει πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Σ' αυτό συμβάλλουν τα πολλά βοηθητικά κτίσματα που εκτείνονται σε πεζούλες προς νότον. Η βόρεια πτέρυγα (15ος αι.), που ενσωματώνει τον επιβλητικό πύργο (α' μισό 16ου αι.), είναι το αρχαιότερο τμήμα του μοναστηριακού συγκροτήματος και αποτελούσε τον αρχικό πυρήνα της Μονής. Μέχρι τις αρχές του 19ου αι. οι πτέρυγες κάλυπταν μικρή περιοχή. Η σημερινή μορφή της μονής είναι αποτέλεσμα ανακαινίσεων και ανοικοδομήσεων που έγιναν κατά το 19ο και 20ό αι. Η κάτοψή της σχηματίζει ακανόνιστο πεντάπλευρο. Η αρχιτεκτονική μορφολογία υπαγορεύτηκε από το ανάγλυφο του εδάφους: στην ανατολική πλευρά βρίσκεται μόνο το οχυρωματικό τείχος με τις χαρακτηριστικές επάλξεις και ο αμυντικός πύργος, ενώ ο κύριος όγκος των κτισμάτων είναι στα δυτικά. Η νότια πτέρυγα ορίζεται από τον πύργο του καμπαναριού και την κυρία είσοδο που βρίσκεται στη δυτική άκρη της. Οι εξώστες στη βορειοδυτική γωνία απηχούν την οικεία αρχιτεκτονική των αγιορείτικων μονών, η μορφή όμως και ο χαρακτήρας του μοναστηριακού συγκροτήματος επισφραγίζεται από το νεοκλασικό ρυθμό της δυτικής πτέρυγας και τη νοτιοδυτική γωνία (19ος και 20ός αι.), με την προσεγμένη ισόδομη λιθοδομή και τα συμμετρικά ορθογώνια παράθυρα.
Ιστορία
Η ιστορία της Μονής Αγίου Παύλου είναι εντυπωσιακή για τις αλλεπάλληλες ιδρύσεις, αφιερώσεις και προσωνυμίες της.
Σύμφωνα με την παράδοση, που αποτυπώνεται στην πραγματεία του λαυριώτη μοναχού Διονυσίου Αλεξανδρέως (1080), στο χώρο της σημερινής Μονής Αγίου Παύλου βρισκόταν στην αρχαιότητα ιερό του Απόλλωνα - στα ερείπιά του, κάποιος μοναχός Στέφανος έχτισε το 337 μονύδριο αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Το μονύδριο αναφέρεται ότι τοιχογραφήθηκε από Ολύνθιους ζωγράφους, και, όταν αργότερα υπέστη ζημιές από σεισμό, ανακαινίστηκε και ιστορήθηκε ξανά από Ρόδιους ζωγράφους. Αναφέρεται η ίδρυση της μονής το 830 επί των ερειπίων του μονυδρίου και η αφιέρωση της στην Θεοτόκο, από κάποιον μοναχό Παύλο, ο οποίος εσφαλμένα ταυτίζεται με τον άγιο Παύλο τον Ξηροποταμηνό, ο οποίος πράγματι ίδρυσε μονή αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο. Το 987 η μονή επεκτάθηκε και ιστορήθηκε με ψηφιδωτά. Η μονή ήταν τότε γνωστή ως Ξηροποτάμου, ενώ η σημερινή Μονή Ξηροποτάμου ήταν γνωστή ως Μονή του Αγίου Νικηφόρου. Το 1046 ο ηγούμενος της Ηλίας υπέγραφε ένατος το Τυπικό του Κωνσταντίνου του Μονομάχου. Η ονομασία «Αγίου Παύλου» εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1071, σε απόφαση για μια συνοριακή διαφορά μεταξύ των μονυδρίων του Ξυλουργού και του Σκορπιού, όπου υπάρχει η υπογραφή του μοναχού Μιχαήλ «εκ του Μοναστηρίου του κυρ Παύλου». Η ονομασία «Αγίου Παύλου» επικράτησε από το 1108. Ωστόσο, χρυσόβουλλο του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259), που αφορούσε την επικύρωση της κτηματικής της περιουσίας, αναφέρει τη μονή ως αφιερωμένη στον Σωτήρα Χριστό. Η μονή υπήρχε επί Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου (1283) και υπέστη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή και λεηλασία από τους Καταλανούς πειρατές (1303-1309), με αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί σε κελλί της Μονής Ξηροποτάμου.
Σε έγγραφο του Πρώτου (1316) ο ηγούμενος της μονής υπογράφει ως 39ος, και στο Γ' Τυπικό του Αγίου Όρους (Μανουήλ Β', 1394) η μονή κατέχει τη 18η θέση μεταξύ 25 μονών. Το 1365 «το μονύδριον του αγίου Παύλου» παραχωρείται από τη Μονή Ξηροποτάμου στους Σέρβους μοναχούς Γεράσιμο Ραντόνια και Αντώνιο Παγάση (Μπαγάς), οι οποίοι την αναστηλώνουν και την ανακαινίζουν, και η μονή κατατάχθηκε πλέον οριστικά μεταξύ των κυρίαρχων αγιορείτικων μονών. Στην παραχώρηση αυτή φαίνεται να έπαιξε ρόλο η παρουσία του Στέφανου Δουσάν στο Άγιον Όρος. Σιγίλλιο ίου πατριάρχη Ματθαίου (1404), που ρύθμιζε συνοριακές διαφορές με τη γειτονική Μονή Διονυσίου, την αναφέρει ως «αρχαία», γεγονός που υπαινίσσεται παλαιότερη ύπαρξη της. Η παρουσία των Σέρβων υπήρξε έντονη μέχρι τον 20ό αιώνα - η σφραγίδα της μονής είχε δίγλωσση επιγραφή, στα ελληνικά και στα σερβικά.
Το 15ο αιώνα τη μονή συνέδραμαν ο αδελφός του Γερασίμου Νικόλαος, ο Ραντοσλάβ Σαμπία (1405), ο Ιωάννης Ζ' Παλαιολόγος, που ήταν τότε δεσπότης Θεσσαλονίκης (1406), ο Σέρβος ηγεμόνας Γεώργιος Μπρόνκοβιτς, ο οποίος έχτισε νέο, μεγαλύτερο καθολικό, αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο, ο αδελφός του Λάζαρος (1416) και ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος (1437). Εκείνη την εποχή, η μονή απέκτησε μέρος του δάσους της ερημωμένης Μονής των Αμαλφηνών, στην ανατολική πλαγιά του Άθω. Υπάρχουν από τότε κελλιά στην περιοχή της σημερινής Λακκοσκήτης. Ευεργέτες της μονής αναδείχτηκαν επίσης Έλληνες και Ρουμάνοι ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, όπως ο Στέφανος ο Μέγας, ο κτήτορας του πύργου (1522) Νεαγκόε Μπασαράμη και ο ανακαινιστής του πύργου Κωνσταντίνος Μπασαράμπ Μπρανκοβάνου (1664-1714), που πρόσφατα ανακηρύχθηκε άγιος της Ρουμανικής Εκκλησίας. Τη μονή βοήθησαν επίσης οι τσάροι της Ρωσίας Ιβάν ο Τρομερός, Αλέξιος Μιχαήλοβιτς, Μέγας Πέτρος, και η Ελισάβετ Πετρόβνα. Χάρη στη συνδρομή τους η μονή γνώρισε περίοδο ακμής, που συνεχίστηκε μέχρι και το 17ο αιώνα, οπότε εγκαταβίωναν εκεί περίπου 200 μοναχοί. Όταν το 1661 η Ιερά Κοινότης αναγκάστηκε λόγω χρεών να πουλήσει σε μονές τα Πρωτατινά Κελλιά, που είχαν περιέλθει στην ιδιοκτησία της μετά την κατάργηση του θεσμού του Πρώτου, η Μονή Αγίου Παύλου ήταν σε θέση να αγοράσει 4 κελλιά. Ωστόσο, για να αντιμετωπίσει τη βαριά φορολογία και να εξυπηρετήσει το υπέρογκο χρέος της έναντι των τοκογλύφων, αναγκάστηκε να πουλήσει μεγάλο τμήμα της κτηματικής της περιουσίας.
Ο δραστήριος σκευοφύλακας Γρηγόριος κατόρθωσε να συγκεντρώσει σημαντικές προσόδους για τη μονή από εράνους και περιοδείες (τέλη 18ου αι.). Στις αρχές του 19ου αιώνα, ένας άλλος Αγιοπαυλίτης μοναχός, ο Άνθιμος Κομνηνός από τη Σηλύβρια της Θράκης, ηγούμενος των μετοχίων της μονής στη Ρουμανία, ξεκίνησε το έργο της ανακαίνισής της, ενώ της δώρισε κτηματικές εκτάσεις στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής και στη Θάσο. Η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τη δεκαετία 1821-30, όταν, λόγω της εγκατάστασης των τουρκικών στρατευμάτων, η μονή ερημώθηκε. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνδρομή των τσάρων της Ρωσίας Αλεξάνδρου Α' και Νικολάου Α'. Η μονή υπέστη σοβαρές καταστροφές από διαδοχικές πυρκαγιές και πλημμύρες. Στη μεγάλη πυρκαγιά του 1902, κάηκε μεγάλο μέρος της νοτιοδυτικής πτέρυγας, που είχε ολοκληρωθεί μόλις το 1895. Τότε έχασε τη ζωή του ο μοναχός Δαβίδ προσπαθώντας να περισώσει το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης. Από το σεισμό του 1905 η μονή υπέστη σοβαρές ζημίες. Ακολούθησε η πλημμύρα του 1911, μετά την οποία η μονή ουσιαστικά ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων. Η μονή επανέκαμψε στο κοινοβιακό σύστημα το 1839 με σιγίλλιο του πατριάρχη Γρηγορίου Στ' (1840) και πρώτο ηγούμενο του κοινοβίου τον αρχιμανδρίτη Στέφανο Διονυσιάτη. Οκτώ τουλάχιστον από τους 21 ηγουμένους της μονής (1839-σήμερα), συμπεριλαμβανομένου και του νυν ηγουμένου, είναι Κεφαλονίτες.
Στην περιοχή της μονής ασκήτευσε σε σπήλαιο του Αντιάθωνα ο όσιος Ευθύμιος ο Νέος (823-898), μετέπειτα κτήτορας της Μονής Περιστερών κοντά στη Θεσσαλονίκη. Στο Κάθισμα της Παναγίας ασκήτευσε ο όσιος Δομέτιος (14ος αι.), τον οποίο συμβουλεύτηκε ο άγιος Διονύσιος σχετικά με το όραμά του που οδήγησε στη θεμελίωση της γειτονικής Μονής Διονυσίου. Εκτός από τον άγιο Παύλο τον Ξηροποταμηνό και μια σειρά δραστήριων και φωτισμένων ηγουμένων που αναδείχτηκαν ουσιαστικά σε συγκτήτορες (Άνθιμος Κομνηνός, Σωφρόνιος Καλλιγάς), στη μονή εγκαταβίωσαν επίσης για διάφορα χρονικά διαστήματα οι νέοι οσιομάρτυρες Παχώμιος και Κωνσταντίνος ο εξ Αγαρηνών, οι Καυσοκαλυβίτες. Ο ιερομόναχος Συμεών από την Τρίπολη της Αρκαδίας (1829-1905) εξελέγη ηγούμενος της Μονής Γρηγορίου. Αδελφός της μονής υπήρξε ο ιεροδιάκονος Κοσμάς Βλάχος († 1930), συγγραφέας του έργου Η Χερσόνησος του Αγίου Όρους Άθω (1903) - το 1917 συνελήφθη από τους Γάλλους μαζί με τους γέροντες Ιωάσαφ και Γεδεών και άλλους Αγιορείτες πατέρες και εξορίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Μυτιλήνη. Στη μονή εγκαταβίωσε στα τέλη της ζωής του ο μοναχός Γεράσιμος Μενάγιας (1881-1957): απόφοιτος του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης, περιέπεσε για ένα διάστημα στον άθεο υλισμό και στον πνευματισμό, αγωνίστηκε με τους Μακεδονομάχους, μετεστράφη μετά από ένα προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα, εκάρη μοναχός (1930) και είχε οσιακό τέλος. Σε ησυχαστήριο της μονής εγκαταβίωσε ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος (Σαχάρωφ).
Κολύμβηση
Στην προβλήτα του αρσανά υπάρχει επιγραφή: «Απαγορεύεται αυστηρώς η κολύμβησις». Σε άλλες εποχές η απαγόρευση δεν υφίστατο ή δεν ετηρείτο αυστηρά. Ο Ρόμπερτ Μπάιρον και οι φίλοι του (1926) καθημερινά σχεδόν πήγαιναν για κολύμπι.
— Κολυμπούμε κάθε μέρα, πάτερ-Στέψανε. Μήπως υπάρχουν σκυλόψαρα;
— Σκυλόψαρα; Στρατιές ολόκληρες!
— Έχετε δει εσείς ο ίδιος;
— Εγώ; Όχι δεν έχω δει, αλλά υπάρχουν πολλά.
— Μα, αν δεν τα είδατε, πώς το ξέρετε;
— Πώς το ξέρω; Έφαγαν ένα διάκο πριν διακόσια πενήντα χρόνια. Μετά έβαλαν δόλωμα ένα αρνί, έπιασαν τον καρχαρία και βρήκαν μέσα του τον διάκο.
Robert Byron, The Station. Athos, Treasures and Men, 1927.
Άγιος Παύλος ο Ξηροποταμηνός (915 - πριν 1030)
Γόνος της βασιλικής οικογενείας των Ραγκαβέ, κατά κόσμον Προκόπιος, γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α'. Από φόβο μήπως διεκδικήσει το θρόνο, ο Λέων Ε' ο Αρμένιος ευνούχισε τον Προκόπιο για να τον αποκληρώσει. Μετά από Λαμπρές σπουδές, ο Προκόπιος απαρνήθηκε τα εγκόσμια, εκάρη μοναχός με το όνομα Παύλος και μόνασε στον Άθω πλάι στον ονομαστό ησυχαστή Κοσμά (10ος αι.) στην περιοχή της σημερινής Νέας Σκήτης. Επί αυτοκράτορος Ρωμανού Λεκαπηνού, έχτισε μονή στη θέση της σημερινής Μονής Αγίου Παύλου, την αφιέρωσε στον άγιο Γεώργιο και της εξασφάλισε γενναίες χορηγίες από τους βασιλικούς συγγενείς του. Εστάλη από τον αυτοκράτορα σε αποστολή εκχριστιανισμού και διπλωματίας στη Βουλγαρία. Παρά την έντονη αντίδρασή του στην εισαγωγή του κοινοβιακού μοναχισμού στο Άγιον Όρος από τον άγιο Αθανάσιο, υπέγραψε το Τυπικό του 1071 και υπήρξε κτήτορας δύο μονών (Αγίου Παύλου και Ξηροποτάμου). Είχε οσιακό τέλος και ετάφη στη Μονή Μυρελαίου στην Κωνσταντινούπολη.