Ιστορία και νεωτερικότητα
Γνωστή και ως το ρωσικό κοινοβιακό μοναστήρι του Αγίου Όρους, η Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος αναπτύχθηκε στη σημερινή της τοποθεσία κατά τις αρχές του 19ου αιώνα.
Η αρχιτεκτονική των κτηρίων της ακολουθεί τον ρωσικό ρυθμό με τους επιβλητικούς τρούλλους. Οι στέγες των ναών δεν είναι μολυβδοσκέπαστες, όπως συνηθίζεται, αλλά καλυμμένες με φύλλα χαλκού που οξειδώνονται και αποκτούν πράσινο χρώμα.
Η γιγαντιαία κλίμακα των κτισμάτων είναι εντυπωσιακή. Στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η μονή γνώρισε τη μεγαλύτερη περίοδο ακμής της, εγκαταβίωναν εκεί περισσότεροι από 2.000 μοναχοί. Το ερειπωμένο πολυώροφο κτίσμα της παραλίας αποτελούσε τότε το νοσοκομείο. Όπως διηγείται ο Μωραϊτίδης, άποροι κελλιώτες και μοναχοί από τις διάφορες σκήτες, ερχόντουσαν με βάρκες από κάθε άκρη της χερσονήσου, προκειμένου να λάβουν την ελεημοσύνη που μοίραζε η ρωσική μονή. Στο κτήριο με τους εξώστες, δίπλα από το νοσοκομείο, μόνασε ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης.
Το πρώτο μοναστήρι που παραπλέουμε είναι ο Άγιος Παντελεήμονας των Ρώσων. Μοναστήρι; Μάλλον μια κοσμική πόλη. Νομίζω ότι βλέπω το ελβετικό Montreux μεταφερμένο στον Άθω. Επταώροφες οικοδομές, σαλέ, κιόσκια, τρούλλοι σαν από κοσμικά ξενοδοχεία. Η τσαρική προπαγάνδα θέλησε να καταπλήξει τον κόσμο και κατόρθωσε να διώξει τον Θεό.
Θεμ. Αθανασιάδης-Νόβας, 1964.
Αν και η παρομοίωση είναι επιτυχημένη ως προς την αίγλη και την εντυπωσιακή όψη της μονής, ωστόσο η έντονη άσκηση κριτικής αντανακλά τον επαρχιωτισμό και το λανθάνον ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής.
Η κάτοψη της μονής έχει τετράπλευρο σχήμα. Ιδιαίτερα επιβλητική είναι η πολυώροφη βόρεια πτέρυγα. Ο αρχικός κτηριακός πυρήνας ήταν πολύ μικρότερος και εκτεινόταν σε ένα ορθογώνιο γύρω από το καθολικό. Η διεύρυνσή του οδήγησε στην αύξηση του περιβάλλοντος χώρου και στην ενσωμάτωση των πολυώροφων κτισμάτων που είχαν ανεγερθεί στην παραλία. Ακόμη, υπήρχαν σχέδια για την ανοικοδόμηση ενός νέου μεγαλύτερου καθολικού, πράγμα που δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί εξαιτίας των πολιτικών εξελίξεων στη Ρωσία.
Το 1143 παραχωρήθηκε με απόφαση του Πρώτου η Μονή Ξυλουργού [σημερινή σκήτη Βογορόδιτσας] σε Σέρβους μοναχούς από το Ραούσιο [σημερινό Κότορ, στο Μαυροβούνιο]. Μετά από 25 χρόνια, οι Σέρβοι μοναχοί αυξήθηκαν και το 1169 τους παραχωρήθηκε η μονή Θεσσαλονικέως, στην οποία μετακόμισαν, διατηρώντας τη μονή Ξυλουργού ως σκήτη. Η μονή έχαιρε τότε της προστασίας των Σέρβων ηγεμόνων, καθώς εκεί εκάρη μοναχός ο πρίγκιπας Ράτσκο, γιος του Στεφάνου Νεμάνια, ο οποίος έλαβε το μοναχικό όνομα Σάββας. Μετά την πτώση του βασιλείου των Σέρβων (1509), η σύζυγος του Στεφάνου, Αγγελίνα, εκάρη μοναχή και ζήτησε από τον Ρώσο Πρίγκιπα Βασίλειο Γιοβάνοβιτς (1505-33) να θέσει τη μονή Θεσσαλονικέως υπό την προστασία του. Έκτοτε οι δεσμοί με το ρωσικό κράτος ήταν ιδιαίτερα στενοί, ενώ ο αριθμός των Ρώσων μοναχών άρχισε να αυξάνεται διαρκώς μετά την εκδίωξη των Μογγόλων από τη Ρωσία (1497). Στο Γ' Τυπικό του Αγίου Όρους, η μονή κατείχε την 5η θέση της ιεραρχίας. Στα μέσα του 16ου αιώνα αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που οδήγησαν στο κλείσιμό της. Ο Ρώσος περιηγητής Β. Γ. Μπάρσκι αναφέρει πως στο πρώτο ταξίδι του (1725/6) συνάντησε μόνο δυο Έλληνες μοναχούς και δυο Βουλγάρους, ενώ στο δεύτερο ταξίδι (1744) του δεν βρήκε κανέναν. Η μονή περιήλθε ξανά σε χέρια Ελλήνων, οι οποίοι το 1765, επί πατριαρχίας Σαμουήλ Α' του Χαντζερή, αποφάσισαν να μετεγκατασταθούν στη σημερινή θέση του μοναστικού ιδρύματος, όπου βρισκόταν έως τότε ο αρσανάς και ο παραθαλάσσιος πύργος της μονής Θεσσαλονικέως, και όπου, το 1667, ο επίσκοπος Ιερισσού Χριστόφορος είχε κτίσει ναΐδριο αφιερωμένο στην Ανάσταση του Κυρίου. Γενναιόδωρες χορηγίες από πλήθος ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, απογόνων της οικογένειας Καλλιμάχη, επέτρεψαν στη μονή να ορθοποδήσει οικονομικά, να ανθίσει και να επεκταθεί. Пантелеймона.jpg)
Η συνδρομή τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε το 1806 η μονή χαρακτηρίστηκε ως «αυθεντικό κοινόβιο των Καλλιμάχηδων», καταργώντας το προσωνύμιο «ρωσική», που της είχε αποδοθεί λόγω της εθνικής καταγωγής των μοναχών της.
Η μονή αναγνωρίστηκε με σιγίλλιο του πατριάρχη Καλλίνικου Ε' ως κοινοβιακή (1803). Πρώτος ηγούμενος του κοινοβίου ήταν ο ξενοφωντινός ιερομόναχος Σάββας ο Πελοποννήσιος. Με τη συνδρομή του Σκαρλάτου Καλλιμάχη οικοδομήθηκαν πολλά νέα κτήρια, καθώς και το καθολικό, που εγκαινιάστηκε το 1805 από τον οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο Ε'. Τελευταίος Έλληνας ηγούμενος ήταν ο ιερομόναχος Γεράσιμος, ο οποίος εξελέγη το 1832. Η σοβαρή ένδεια στην οποία περιήλθαν οι ελάχιστοι πλέον μοναχοί της κοινότητας, τους ώθησε να δεχτούν (1838) στην αδελφότητά τους Ρώσους ασκητές που μόναζαν προηγουμένως σε κελλιά της Καψάλας. Ωστόσο, ο αριθμός των Ρώσων αυξήθηκε ραγδαία. Το 1869 ήταν ήδη 250-300, έναντι των 190 Ελλήνων. Ο πρώτος Ρώσος ηγούμενος, αρχιμανδρίτης Μακάριος, εξελέγη το 1875. Η αύξηση αυτή του ρωσικού πληθυσμού δημιούργησε προστριβές, οδηγώντας το ζήτημα έως το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παρά τις προς το αντίθετο προσπάθειες του Αντωνίου Ψυχάρη, μέλους του κληρολαϊκού συμβουλίου, το πατριαρχείο αναγνώρισε την επικυριαρχία των Ρώσων και χαρακτήρισε τη μονή ως το «ρωσικό κοινόβιο του Αγίου Παντελεήμονος». Οι Έλληνες μοναχοί διασκορπίστηκαν σε άλλες μονές του Άθω, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις απομακρύνθηκαν διά της βίας από στρατιωτικά αποσπάσματα. Μέσα σε τριάντα χρόνια ο αριθμός των Ρώσων έφτασε τις 2.000. Το πλήθος των βοηθητικών υποδομών αντανακλά τις ανάγκες του μεγάλου αυτού πληθυσμού. Η μονή είχε στην κατοχή της ατμοκίνητο σκάφος, ιστιοφόρο και άλλα οχήματα, ενώ ήταν εξοπλισμένη με πυροσβεστικές αντλίες. Μεταξύ άλλων, διέθετε ένα πλήρες και ονομαστό φωτογραφικό αρχείο, ενώ διατηρούσε γραφείο αλληλογραφίας, η οποία διεκπεραιωνόταν από 80-100 μοναχούς.
Μια άλλη φορά στον Άγιο Παντελεήμονα, τον Ρωσικό, την παραμονή της πρώτης Οκτωβρίου, που τελείται ολονύκτια αγρυπνία εις τιμήν της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο πατήρ Άνθιμος, μόλις έφτασε στο μοναστήρι, παρά λίγο να ξεψυχίσει. Όταν συνάντησε τον γνωστό του αδελφό, του είπε: "Αυτή τη νύχτα βρισκόμουν κοντά στο μοναστήρι του Ζωγράφου, στην έρημο, και προσευχόμουν όρθιος, πάνω σε μια πέτρα. Την ώρα της προσευχής είδα την Μητέρα του Θεού να κατεβαίνει από τον ουρανό στο μοναστήρι σας. Καθώς ήμουν γεμάτος χαρά μπροστά σ' αυτήν την οπτασία, βιάστηκα να 'ρθω, για να Την βρω εδώ, ώστε να σκεπάσει με το μαφόριό Της και εμένα τον αμαρτωλό μαζί με τους τιμώντες Αυτήν δούλους. Μόλις, όμως, ξεκίνησα από τον τόπο εκείνο για να τρέξω εδώ, ξαφνικά φάνηκε ένα φίδι και με δάγκωσε δυνατά στο πόδι. Εννόησα ότι αυτό το εμπόδιο ήταν από τον φθόνο του μισόκαλου και δεν έδωσα σημασία στο δάγκωμα, αλλά βιαζόμουν να φτάσω στο μοναστήρι σας." Ο αδελφός κοίταξε το πόδι του και πράγματι το τραύμα από το δάγκωμα ήταν σοβαρό. Η μεγάλη αγάπη του γέροντα για τον Θεό τον είχε κάνει να μην αισθάνεται τα σωματικά παθήματα.
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορειτικά, 1980
Στις αρχές του 20ού αιώνα εξαπλώθηκε, κυρίως μεταξύ των κελλιωτών Ρώσων μοναχών, η δοξασία της «ονοματολατρείας», η πίστη δηλαδή πως οι ίδιοι οι φθόγγοι του ονόματος του Χριστού αγιάζουν εκείνον που τους προφέρει. Η Ιερά Κοινότητα δεν άργησε να καταδικάσει τη δοξασία αυτή ως αίρεση και πλάνη. Η γενική άποψη των αγιορειτών ήταν πως οι ασκητές αυτοί «άφησαν το κεφάλι και προσκυνούσαν τη σκούφια». Ο αριθμός των ονοματολατρών αυξήθηκε στο ρωσικό μοναστήρι και, καθώς οι ονοματολάτρες αρνούνταν να μνημονεύσουν τον τσάρο, ο τσάρος Νικόλαος Β' έστειλε (1913) αντιτορπιλικό, το οποίο απέκλεισε τη μονή από τη θάλασσα και ενδεχομένως τη βομβάρδισε. Στρατιωτικά τμήματα συνέλαβαν τους ονοματολάτρες μοναχούς, κάποιοι από τους οποίους έχασαν τη ζωή τους μέσα στις μεγάλες αναταραχές που ακολούθησαν. Οι μοναχοί εξορίστηκαν στον Καύκασο, όπου οι περισσότεροι εκτελέστηκαν λίγο αργότερα από τους μπολσεβίκους. Η πράξη του τσάρου αποτελούσε, βέβαια, κλασικό και κυριολεκτικό παράδειγμα διπλωματίας της κανονιοφόρου, σε μια εποχή που το διεθνές καθεστώς του Αγίου Όρους δεν είχε ακόμη παγιωθεί μετά την απελευθέρωσή του από τον τουρκικό ζυγό. Η πράξη αυτή, ωστόσο, δεν επηρέασε ουσιαστικά τους μοναχούς της μονής, οι οποίοι εξακολουθούν να αναγνωρίζουν τον τσάρο ως άγιο και να τον τιμούν όπως οφείλουν. Η περίοδος παρακμής που ακολούθησε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), οδήγησε τη μονή στα όρια της ερήμωσης. Το 1968 το μοναστικό συγκρότημα υπέστη τεράστια καταστροφή εξαιτίας πυρκαγιάς. Μετά τις πολιτικές ανακατατάξεις στη Ρωσία (1989), ο αριθμός των νέων μοναχών, που είναι στην πλειονότητά τους ουκρανικής καταγωγής, άρχισε και πάλι να αυξάνεται.
Στη μονή εγκαταβίωσαν για κάποιο διάστημα οι Άγιοι Νεομάρτυρες Νικήτας († 1810, Σέρρες) και Παύλος († 1818, Τρίπολη). Εκεί μόνασε, επίσης, ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Συχνά, την επισκεπτόταν ο ιερομόναχος Άνθιμος († 1867) από τη Σόφια της Βουλγαρίας, ο διά Χριστόν σαλός, ο οποίος και ολοκλήρωσε εκεί τη ζωή του.
Η κύρια είσοδος της μονής βρίσκεται στη νότια πτέρυγα. Έχει προστώο με πρόσφατες τοιχογραφίες. Μπροστά της ανοίγεται μεγάλη αυλή που περιβάλλεται από τις παραθαλάσσιες πτέρυγες και το ανακαινισμένο αρχονταρίκι. Ένα διαβατικό με σταυροθόλιο οδηγεί στην αυλή, η οποία είναι ευρύχωρη, πλακόστρωτη, με πλήθος οπωροφόρων δέντρων και παρτέρια.
Το σκευοφυλάκιο βρίσκεται στο διώροφο κτίσμα, το οποίο εφάπτεται στη βόρεια πλευρά της τράπεζας. Εκεί φυλάσσονται, μεταξύ άλλων, λειψανοθήκες, άμφια, σταυροί και αργυρεπίχρυσα ιερά σκεύη.



