Η είσοδος της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος κοσμείται από μια φωτογραφία που συνοδεύεται από την επιγραφή "Το θαύμα της εμφανίσεως της Θεοτόκου στις 21 Αυγούστου 1903". Η λεζάντα είναι τοποθετημένη στο κάτω μέρος της εικόνας και αναγράφεται σε ελληνικά και αγγλικά. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στο ίδιο σημείο την τελευταία ημέρα που οι μοναχοί έκαναν ελεημοσύνη προς τους απόρους αδελφούς τους.
Σε κοντινή απόσταση υπάρχει παρεκκλήσι αφιερωμένο στο ίδιο γεγονός. Η αυλή κοσμείται από μια περίτεχνη βρύση, ενώ στη βόρεια πλευρά υπάρχει απεικόνιση της Θεοτόκου να κρατά στα χέρια της θείο άρτο.
Στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ου αιώνα οι Ρώσοι μοναχοί του Άθω ασχολήθηκαν με πολλές φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Κάθε φθινόπωρο μετακινούνταν στις φτωχότερες περιοχές της Ελλάδας και μοίραζαν δωρεάν σιτάρι στους απόρους. Στη ρωσική μονή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και Ιαματικού Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος συγκεντρώνονταν κάθε Πέμπτη φτωχοί και κουρασμένοι από τις κακουχίες μοναχοί. Λάμβαναν από εκεί ρούχα, χρήματα και τρόφιμα. Δυστυχώς, πολλοί Έλληνες εκλάμβαναν τις πράξεις αυτές ως ρωσική προπαγάνδα που εξυπηρετούσε πολιτικά συμφέροντα και στόχευε στην επέκταση της σφαίρας επιρροής του ρωσικού κράτους. Έτσι, ο Πρωτεπιστάτης απαγόρευσε τη διανομή της ελεημοσύνης, λέγοντας πως ορισμένα άτομα χρησιμοποιούσαν τα χρήματα αλόγιστα και έκαναν εν τέλει κακό στον εαυτό τους, σκορπίζοντάς τα στη μέθη και σε άλλες ανάλογες δραστηριότητες.
Τον Αύγουστο του 1903 ήρθε από το Πρωτάτο μια επιστολή προς τον ηγούμενο της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Η επιστολή επέκρινε τη μονή για την ελεημοσύνη που γινόταν με τουρκικά νομίσματα, υποστηρίζοντας πως ήταν άσκοπη και επιβλαβής για τους νέους. Μεταξύ άλλων, προτάθηκε η αντικατάστασή της από κάποιο άλλο είδος ενίσχυσης που θα ανταποκρινόταν καλύτερα στις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Ιερά Σύνοδος προειδοποιούσε πως θα υπέβαλε αίτηση για παύση της όλης διαδικασίας.
Στις 21 Αυγούστου διαβάστηκε μπροστά από τις πύλες της μονής η επιστολή του Πρωτάτου, τόσο στα ελληνικά όσο και στα ρωσικά. Μετά την ανάγνωση, οι άνθρωποι που είχαν φτάσει στη μονή ζητώντας βοήθεια στάθηκαν σε μια ουρά. Εκείνη ήταν και η στιγμή που ο ιερομόναχος Γαβριήλ έβγαλε τη φωτογραφία.
Λίγο καιρό νωρίτερα, ένας μοναχός της ερήμου είχε δει αρκετές φορές μια γυναίκα να παραστέκεται στους μοναχούς κατά τη διανομή της βοήθειας στους απόρους. Το ανέφερε μάλιστα στον φύλακα της πύλης και θέλησε να του τη δείξει, αλλά στην τελευταία διανομή η γυναίκα δεν ήταν εκεί. Όταν οι μοναχοί εκτύπωσαν τη φωτογραφία, μπροστά από την ουρά που είχε σχηματιστεί, είδαν τη μορφή της γυναικείας φιγούρας να κλαίει, ντυμένη μοναχικά και σκύβοντας θλιμμένα το πρόσωπό της στη γη.
Οι Έλληνες μοναχοί αναγνώρισαν πως επρόκειτο για την ίδια τη Μητέρα του Θεού, που εμφανίστηκε να θρηνεί για τους φτωχούς ανθρώπους που θα στερούνταν τη βοήθεια. (βλ. Παναγιώτης Νικόλαος, Το Άγιον Όρος και οι Σλάβοι, Βέρνη, 1963, σελ. 22)
Αξίζει να σημειωθεί πως η φωτογραφία τραβήχτηκε τη στιγμή που πλησίαζε ο πρώτος μοναχός και, συνεπώς, κανένας άλλος δεν στεκόταν μπροστά του.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Η ελεημοσύνη στη ρωσική μονή του Αγίου Όρους ξεκίνησε από τον πρωτοστάτη του ρωσικού μοναχισμού στον Άθω, τον γέροντα Ιερώνυμο. Μάλιστα, ο ίδιος διέταξε να τηρείται αυστηρά από τις επόμενες γενιές, προκειμένου να έχει η μονή τη χάρη και την ευλογία του Θεού.
Το 1840 ο γέροντας Ιερώνυμος μετακόμισε στην Ιερά Μονή Παντελεήμονος όπου μοίρασε όλες τις προμήθειές του στους φτωχούς ερημίτες μοναχούς. Έτσι, δημιούργησε τα θεμέλια της ελεημοσύνης, η οποία ξεχύθηκε αργότερα άφθονη από τα γενναιόδωρα χέρια του. Κάθε άνοιξη, όσο το επέτρεπε η υγεία του, ταξίδευε σε όλο το Άγιον Όρος. Επισκεπτόταν τα ερημητήρια, αντλούσε από εκεί πνευματική δύναμη και σοφία την οποία προσέφερε έπειτα απλόχερα. Όλοι του ήταν οικείοι. Ερχόντουσαν, μάλιστα, κατά εκατοντάδες στο μοναστήρι. Στην πύλη έβρισκαν πάντα προμήθειες, αφημένες εκεί για τους ασκητές που, θέλοντας να αποφύγουν τους ανθρώπους, ερχόντουσαν τη νύχτα.
Για την ελεημοσύνης της μονής ένας επισκέπτης έγραψε τα εξής:
“Τις Κυριακές και τις γιορτές υπάρχει πλήθος ανθρώπων στο μοναστήρι. Μου κάνει εντύπωση η φτωχική εμφάνιση των επισκεπτών, ντυμένοι με κουρέλια, μισόγυμνοι, εξαντλημένοι και πολλές φορές άρρωστοι. Στην αρχή πίστευα πως οι μοναχοί που ερχόντουσαν ήταν Ρώσοι. Ωστόσο, αποδείχτηκε πως είναι ασκητές από όλο το Άγιον Όρος, ανάμεσά τους υπάρχουν Έλληνες, Βούλγαροι και Μολδαβοί. Όλοι τους σιτίζονται στο δεύτερο γεύμα, μετά το οποίο πηγαίνουν στο κελί του εξομολογητή, του γέροντα Ιερώνυμου, όπου τους δίνεται η ελεημοσύνη που τους έχουν ετοιμάσει.”
Στο ιατρείο της μονής, εκτός από τους αδελφούς μοναχούς της κοινότητας, ο γέροντας Ιερώνυμος διέταξε να δέχονται και όποιον άλλον ερχόταν: "Ανθρώπους από φτωχικά κελιά, διερχομένους ταξιδιώτες, μοναχούς ή λαϊκούς, αφού προηγουμένως έχουν πάρει ευλογία".
Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο αριθμός των Ρώσων στον Άθω αυξήθηκε σημαντικά, δημιουργήθηκε ανησυχία μεταξύ των Ελλήνων μοναχών. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ απαγόρευσε επίσημα να παραχωρούνται ρωσικά κελλιά και καλύβες. Παρόλα αυτά, με απόφαση του γέροντα Ιερώνυμου το 1882, παραχωρήθηκε ένα μεγάλο οικόπεδο κοντά στην ακτή για την εγκατάσταση των Ρώσων μοναχών. Με έξοδα του μοναστηριού χτίστηκε το Καθολικόν για την κοινή τους προσευχή, το ιατρείο που είχε χωρητικότητα 20 ατόμων και το ερημητήριο. Όσον αφορά το τελευταίο, ο γέροντας συνέθεσε έναν αυστηρό καταστατικό χάρτη σχετικά με τη ζωή των ερημιτών που θα διέμεναν εκεί.
Μετά τον θάνατο του γέροντα Ιερώνυμου, η ροή ανθρώπων που ερχόντουσαν από τη Ρωσία με την επιθυμία να ζήσουν και να πεθάνουν στο Άγιον Όρος συνέχισε να αυξάνεται. Στις αρχές του 20ου αιώνα το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος ήταν τόσο υπερπλήρες που περίπου 120 άτομα δεν είχαν καθόλου κελλιά. Ο συνολικός αριθμός της αδελφότητας, μαζί με εκείνους που βρίσκονταν στη Ρωσία, πλησίαζε τους 2.000.
Στην ίδια κατάσταση βρίσκονταν και οι σκήτες του Αγίου Ανδρέα και του Προφήτη Ηλία. Τα ρωσικά κελλιά μεγάλωναν και μετατράπηκαν σε μοναστικούς κοιτώνες με έως και 100 μοναχούς. Οι δωρεές από τη Ρωσία επέτρεψαν σε αυτά τα μοναστήρια να επεκταθούν. Ο αριθμός των Ρώσων ιερομονάχων αυξήθηκε εξίσου.
Η ελεημοσύνη στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος καθιερώθηκε να έχει τη μορφή χρηματικού βοηθήματος σε τουρκικό νόμισμα. Μια φορά την εβδομάδα δινόταν στον καθένα το ποσό που θα χρειαζόταν για τα προς το ζην, μέχρι την επόμενη διανομή.
Με την πρωτοβουλία του γέροντα Ιερώνυμου, το 1870 δέχθηκαν βοήθεια 60 άτομα. Μετά από 10 χρόνια αυξήθηκαν στους 160 και το 1903 υπήρχαν ήδη 700 άτομα, ενώ άλλα 300 βρισκόντουσαν στις Καρυές, καθώς δεν μπορούσαν να μετακινηθούν λόγω ασθενείας ή γήρατος.
Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Το 1886, μετά τον θάνατο του γέροντα Ιερώνυμου, ο ιερομόναχος Νιφόντ είδε στον ύπνο του ένα όραμα. Μια μεγαλοπρεπής φωτεινή γυναίκα, η Υπεραγία Θεοτόκος, μπήκε στο κελί του και του είπε: "Πες στον πατέρα Μακάριο (ηγούμενο της Μονής Αγίου Παντελεήμονος 1875-1889) να κρατήσει τις πύλες ανοιχτές για τους φτωχούς". Με τα λόγια αυτά, αποχώρησε από το κελί. Ο μοναχός ξύπνησε και συνέχισε να αισθάνεται τη λάμψη της. Έχοντας αμφιβολίες για το όνειρό του, περπάτησε γύρω από το κελλί, προσευχήθηκε και αποκοιμήθηκε ξανά. Τότε είδε και πάλι το ίδιο όραμα. Αναρωτήθηκε αν ήταν κάποια ενέργεια του πονηρού που τον εμπαίζει. Όταν αποκοιμήθηκε ξανά είδε για τρίτη φορά και άκουσε το ίδιο πράγμα. Όταν ξύπνησε, συνέχισε να συνοδεύεται από το ίδιο φως.
Το 1889 κοιμήθηκε ο πατέρας Μακάριος, ο ηγούμενος της μονής. Στη διαθήκη του, επανέλαβε σχεδόν κατά λέξη τα λόγια της Παναγίας, αυτά που είχε πει η ίδια στον πατέρα Νιφόντ: "Ας μην κλείσουν ποτέ οι πύλες του μοναστηριού για τους φτωχούς και τους απόρους και για όποιον έχει ανάγκη...".
Το 1896, ο πατέρας Νιφόντ εξελέγη με κλήρωση εφημέριος της μονής. Έτσι, έγινε το δεύτερο σημαντικότερο πρόσωπο στο μοναστήρι μετά από τον ηγούμενο. Μετά την κοίμηση του πατρός Ανδρέα το 1903, έγινε ο ίδιος επικεφαλής του μοναστηριού.
19ος - 20ος ΑΙΩΝΑΣ
Οι άποροι μοναχοί συνέχιζαν να προσέρχονται στη μονή, αλλά τους δινόταν μόνο ψωμί και λιγοστά τρόφιμα. Δεν τους παραχωρούνταν μεσημεριανό γεύμα, ούτε χρήματα. Ο ηγούμενος πατήρ Ανδρέας, θέλοντας να εφαρμόσει την εντολή της Ιεράς Συνόδου, απαντούσε απλοϊκά: "Έχω διαταγή". Έτσι, παραβιάστηκε η εντολή που είχαν κληρονομήσει οι μοναχοί από την ίδια την Υπεραγία Θεοτόκο.
Ο ηγούμενος της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος στις Καρυές, πατήρ Γρηγόριος, συγκινημένος από τα δάκρυα και τα παράπονα των απόρων που ερχόντουσαν καθημερινά σε αυτόν, ανησύχησε και προβληματίστηκε ιδιαίτερα. Σε επιστολή του επεσήμανε πως όσοι υποφέρουν από την ένδεια κραυγάζουν προς τον ουρανό. Ζήτησε, έτσι, να ληφθούν μέτρα για την τήρηση της εντολής των γερόντων Ιερωνύμου και Μακαρίου, προκειμένου η μονή να μη δεχθεί τη δίκαιη οργή του Θεού για την περιφρόνηση των αδυνάτων.
Τρία χρόνια πριν από την κατάργηση του θεσμού, ένας από τους μοναχούς είδε ένα όραμα σχετικά με το μέλλον της μονής. Ενώ εκείνη την εποχή το μοναστήρι ξεχείλιζε από μοναχούς, στον ύπνο του εμφανίστηκε τελείως ερημωμένο, κατάφυτο από αγκάθια και μπλεγμένο με σχοινιά. Ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας και Ιαματικός Παντελεήμονας, μαζί με τους Αγίους Νικόλαο και Μητροφάνη, εμφανίστηκαν ένας προς έναν, ο καθένας πάνω από τον ναό του, συνομίλησαν μεταξύ τους και τελικά είπαν: "Ας υπομείνουμε”.
Το 1914 ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και όλοι οι δόκιμοι σε ηλικία στρατολόγησης επιστρατεύτηκαν από τον ρωσικό στρατό. Η επικοινωνία με τη Ρωσία διακόπηκε. Η Οκτωβριανή Επανάσταση απομάκρυνε οριστικά τους Ρώσους μοναχούς από την πατρίδα τους και τους στέρησε κάθε ελπίδα για βοήθεια. Οι χρηματικές αποταμιεύσεις που διατηρούσαν στη Ρωσία χάθηκαν, όπως και τα κτήματά τους. Ακόμη, 137 άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί, δεν μπορούσαν πλέον να επιστρέψουν στον Άθω.
Η αδελφότητα, συνηθισμένη να ζει σε συνθήκες ευημερίας, ένιωσε αμέσως τη στέρηση των αγαθών. Οι προηγούμενες προμήθειες τελείωναν γρήγορα. Η έλλειψη χρημάτων τους ανάγκασε να δανειστούν από τα ελληνικά μοναστήρια.
Η κύρια πηγή εσόδων προερχόταν από τα δάση και τα μετόχια της χερσονήσου της Κασσάνδρας και της Καλαμαριάς. Οι ίδιοι οι αδελφοί δούλευαν σκληρά σε λαχανόκηπους, αμπελώνες, ελαιώνες και έκοβαν ξύλα. Ωστόσο, παρ' όλες τις δυσκολίες, το μοναστήρι κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και αργότερα, τάιζε με ψωμί 250 ερημίτες.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου είδαν την έκδηλη προστασία της Παναγίας, όταν, εν μέσω των βομβαρδισμών, ο Άθως παρέμεινε ένα ήσυχο καταφύγιο. Γνώριζαν τις συμφορές που είχαν υποστεί οι συνάνθρωποί τους στην Ελλάδα και τη Ρωσία την περίοδο εκείνη. Γνώριζαν τη φρίκη του διωγμού των χριστιανών, που επικρατούσε στη Ρωσία. Ευχαριστούσαν τον Θεό και την Παναγία για τις συγκριτικά ασήμαντες θλίψεις τους, χαμογελούσαν, υπέμεναν και μετανοούσαν, θεωρώντας τους εαυτούς τους αποδέκτες της δίκαιης τιμωρίας του Θεού.
Σε όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο που διήρκησε 35 χρόνια, ηγούμενος της μονής ήταν ο γέροντας Μισαήλ, μαθητής των γερόντων Ιερώνυμου και Μακαρίου. Στη μονή διέμεναν τότε 500 μοναχοί, ενώ στη δεκαετία του ‘60 μειώθηκαν σε 20, οι μισοί εκ των οποίων ήταν άρρωστοι. Ο νεότερος είχε την ηλικία των 60 ετών.
Μετά από 2 χρόνια η μονή υποβλήθηκε σε νέα δοκιμασία. Μια πυρκαγιά ξέσπασε και κατέστρεψε σημαντικό μέρος των κτιρίων του μοναστηριού. Είχαν περάσει περισσότερα από 100 χρόνια από την παύση της ελεημοσύνης και η νέα ρωσική κυβέρνηση άπλωσε το χέρι της εκ νέου για να βοηθήσει και να συνδράμει τους μοναχούς. Τα καμένα κτίρια ξαναχτίστηκαν και το μοναστήρι απέκτησε την παλιά του όψη. Σε ανάμνηση των γεγονότων του 1903, ζωγραφίστηκε στο μοναστήρι η εικόνα "Γραμμένη με φως", προς τιμήν της οποίας δημιουργήθηκε παρακλητικός κανόνας και συντέθηκε θεία λειτουργία. Ο εορτασμός της γίνεται κάθε χρόνο στις 21 Αυγούστου, οπότε και τελείται αγρυπνία παλαιού τύπου.