Ιστορία και νεωτερικότητα
Στη θέση τις σκήτης βρισκόταν το αρχαίο μονύδριο του Ξύστρη (Ξέστρου ή Ξέστου), ηγούμενοι του οποίου συνυπογράφουν αγιορείτικα έγγραφα της παλαιολόγειας περιόδου. Η πιο πρόσφατη ιστορία του ανάγεται στην οικοδόμηση κελλιού (1652) από τον οικουμενικό πατριάρχη Αθανάσιο Γ Πατελλάρο, ο οποίος έχτισε το ναό του αγίου Αντωνίου. Αργότερα το κελλί περιήλθε στη Μονή Βατοπαιδίου και το 1763 παραχωρήθηκε στον έκπτωτο πατριάρχη Σεραφείμ Β', ο οποίος το ανοικοδόμησε εκ βάθρων και αφιέρωσε το ναό στον άγιο Απόστολο Ανδρέα. Όταν ο Σεραφείμ έφυγε στη Ρωσία (1771), το κελλί παραχωρήθηκε σε διαδοχή Ελλήνων μοναχών, ώσπου εκχωρήθηκε σε δύο Ρώσους μοναχούς το 1842. Το 1849, μετά από πιέσεις της ρωσικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, το κελλί αναγνωρίστηκε με πατριαρχικό σιγίλλιο ως σκήτη και άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία σε αριθμό μοναχών και κτηριακές εγκαταστάσεις. Τότε χτίστηκαν οι πτέρυγές της, που σχηματίζουν ένα τετράπλευρο γύρω από το κυριακό. Στις αρχές του 20ού αιώνα η σκήτη αριθμούσε 800 μοναχούς. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία (1917), ακολούθησε τη μοίρα της σταδιακής παρακμής που γνώρισαν όλα τα ρωσικά ιερά καθιδρύματα στο Άγιον Όρος. Το 1958 η δυτική πτέρυγα υπέστη σοβαρές ζημίες από πυρκαγιά. Το 1970 ερήμωσε εντελώς. Το χειμώνα του 1972 κηδεύτηκε ο μοναχός Σαμψών (κατά κόσμο Συμεών Μαλίνιν, γεν. 1885, κουρά 1913), ο τελευταίος των Ρώσων μοναχών. Το 1992 η σκήτη επανδρώθηκε από ολιγομελή συνοδεία Ελλήνων μοναχών, οι οποίοι εγκατέστησαν στο υπόγειο του κυριακού σύγχρονο και πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο συντήρησης εικόνων. Πρόσφατα τη θέση τους πήρε μια αδελφότητα μοναχών από τη Μονή Φιλοθέου.
Το μέγεθος και ο μεγαλειώδης χαρακτήρας της σκήτης τονίζουν ακόμη περισσότερο την αίσθηση φθοράς και εγκατάλειψης. Διασχίζοντας το πομπώδες προστώο, ο επισκέπτης έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται σαν δύτης στο ναυάγιο ενός γιγάντιου υπερωκεάνιου, και, αν τύχει να είναι κινηματογραφόφιλος, δεν θα δυσκολευτεί να περιγράψει το συγκρότημα της σκήτης ως «Τιτανικό» του Αγίου Όρους.