Ιστορία και νεωτερικότητα
Από τον αμαξιτό δρόμο ή το λιθόστρωτο μονοπάτι φτάνει κανείς στη Σκήτη του Προφήτη Ηλία, που δεσπόζει με το πελώριο και ογκώδες κυριακό της στην πλαγιά. Ήταν αρχικά κελλί της Μονής Παντοκράτορος. Το 1757 παραχωρήθηκε στον Ουκρανομολδαβό ιερομόναχο όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι. Αναγνωρίστηκε το 1839 ως κοινοβιακή ρωσόφωνη σκήτη. Η αλματώδης κτηριακή και πληθυσμιακή ανάπτυξη της οδήγησε σε προστριβές με τη Μονή Παντοκράτορος, που φοβόταν το ενδεχόμενο μετεξέλιξης των ρωσόφωνων κοινοβιακών σκητών σε μονές. Οι προστριβές οδήγησαν σε δικαστικές αγωγές σε κοσμικά δικαστήρια, και συμβιβασμός επιτεύχθηκε μόνο το 1892, με πατριαρχικό σιγίλλιο που καθόριζε τις σχέσεις μεταξύ των δύο καθιδρυμάτων. Στις 22.7.1881 αγκυροβόλησε ανοιχτά της ακτής η θαλαμηγός «Ερεκλίκ» της Μεγάλης Δούκισσας Αλεξάνδρας Πετρόβνας, η οποία από το κατάστρωμα παρακολουθούσε με τα κιάλια την πρόοδο των εργασιών. Με εντολή της, ο αντιναύαρχος Ντιμίτρι Γκολομπατσώφ έθεσε το θεμέλιο λίθο του κυριακού, χωρίς την παρουσία αρχιερέως. Η αντικανονική αυτή ενεργεία συνδαύλισε περαιτέρω τις τεταμένες σχέσεις μονής και σκήτης.
Την αλματώδη κτηριακή και πληθυσμιακή της ανάπτυξη (στις αρχές του 20ού αι. είχε περίπου 300 μοναχούς) ακολούθησε περίοδος σταδιακής ερήμωσης μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917). Το 1992 επανδρώθηκε με συνοδεία Ελλήνων μοναχών, που προηγουμένως μόναζαν στην ξενοφωντινή Σκήτη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.