Ιστορία και νεωτερικότητα
Στη δεξιά άκρη της παραλίας, σκαρφαλωμένη πάνω σε έναν απόκρημνο βράχο, 80 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, βρίσκεται η Μονή Διονυσίου. Ψηλότερα υψώνονται οι απότομες βουνοπλαγιές του Αντιάθωνα (1.038 μ.) - οι πρόποδές τους καλύπτονται από πυκνό δάσος καστανιάς, ενώ χαμηλότερα η πυκνή βλάστηση είναι θαμνώδης. «Αγριωπό μοναστήρι» χαρακτήρισε τη Μονή Διονυσίου ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1934). Ο έντονος οχυρωματικός χαρακτήρας του μοναστηριακού συγκροτήματος με τον πύργο, τα πολυώροφα τείχη και τις επάλξεις διασκεδάζεται, ωστόσο, από τους αλλεπάλληλους εξώστες και τα σαχνισιά που προβάλλουν κλιμακωτά στην όψη προς τη θάλασσα με τέτοιον τρόπο, ώστε οι εξώστες του ηγουμενείου στον έκτο όροφο να προβάλλουν πολύ έξω από τον τοίχο της μονής. Η θέση της την προστάτευσε από επιδρομές πειρατών, καθώς και από τις πλημμύρες του χειμάρρου. Είναι το μόνο μοναστήρι στο Άγιον Όρος που από το 1535 και μετά δεν υπέστη καταστροφές από πυρκαγιά, και κατά συνέπεια διαθέτει ιδιαίτερο πλούτο τοιχογραφιών και φορητών εικόνων. Υπέστη ωστόσο ζημιές από σεισμούς (1585, 1765), χιονοπτώσεις (1600) και πλημμύρες (1715, 1794, 1820, 1911). Επίσης, πυρκαγιές κατέκαυσαν το δάσος της (1908, 1918,1924,1945).
Στη ρίζα του βράχου βρίσκεται ο αρσανάς της μονής. Τα κτήριά του χρονολογούνται από το 1618 και ανακαινίστηκαν πρόσφατα. Το αρσανόσπιτο έχει κιόσκι και παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου με τοιχογραφίες και φορητές εικόνες του 17ου αιώνα, που αποδίδονται στο εικονογραφικό εργαστήριο της μονής και στους μαθητές του αγιογράφου μονάχου Δανιήλ. Ο εξωραϊσμός τού παρεκκλησίου δείχνει πόσο σημαντική θέση είχε ο αρσανάς για τη μονή, η οποία μέχρι το 1930 διατηρούσε πλοίο δικό της για να μεταφέρει την πλούσια εσοδεία από το μετόχι της στο Ορφάνι της Καβάλας, ένα μετόχι που απαλλοτριώθηκε υπέρ των Μικρασιατών προσφύγων.
Ανεβαίνοντας από τον αρσανά το λιθόστρωτο ανηφορικό δρόμο προς τη μονή, συναντάμε το προσκυνητάρι που χτίστηκε σε ανάμνηση του θαύματος του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος σταμάτησε εκεί τους πειρατές και έσωσε τη μονή από λεηλασία. Εδώ έγινε η επίσημη υποδοχή του πατριάρχη Νήφωνος, όταν τον αναγνώρισαν οι συμμοναστές του.
Ιστορία
Η μονή είναι αφιερωμένη στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου και εμφανίζεται μερικές φορές σε έγγραφα με την ονομασία αυτή — μαρτυρούνται επίσης οι ονομασίες «Νέα Πέτρα» και «Μεγάλου Κομνηνού»: η πρώτη παραπέμπει στη Μονή Πέτρας σε νησάκι έξω από τη Σωζόπολη του Ευξείνου Πόντου, που ήταν επίσης αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο και καταστράφηκε από πυρκαγιά, η δεύτερη διαιωνίζει τις γενναιόδωρες χορηγίες και δωρεές του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλεξίου Γ' Κομνηνού.
Ιδρυτής της μονής ήταν ο όσιος Διονύσιος, από την Κορυσσό της Καστοριάς. Ο όσιος αρχικά μόνασε στην περιοχή της Μονής Φιλοθέου, ηγούμενος της οποίας ήταν ο κατά σάρκα αδελφός του Θεοδόσιος. Κατόπιν εγκαταστάθηκε στους πρόποδες του Μικρού Άθωνα - αργότερα, μετακινήθηκε με τη συνοδεία του προς τη θάλασσα. Δύο φορές είδε σε όραμα να υψώνεται φωτεινή στήλη στη θέση της σημερινής μονής και κατάλαβε ότι ήταν θεία βούληση να χτιστεί εκεί μοναστήρι.
Ο Θεοδόσιος είχε γίνει στο μεταξύ μητροπολίτης Τραπεζούντας και, με τη μεσολάβησή του, ο όσιος Διονύσιος ζήτησε τη βοήθεια του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ' Κομνηνού της Τραπεζούντας για την οικοδόμηση και προικοδότηση της μονής. Εξεδόθη χρυσόβουλλο το οποίο θέσπιζε πλούσιες χορηγίες για τη μονή, με αντάλλαγμα την εσαεί μνημόνευση του αυτοκράτορα και της οικογενείας του. Το 1389 η μονή αναγνωρίστηκε ως «πατριαρχική»» με σιγίλλιο του πατριάρχη Αντωνίου Δ' και κατοχυρώθηκε το κοινοβιακό σύστημα, το οποίο είχε εφαρμοστεί από την ίδρυσή της. Διάδοχος του οσίου Διονυσίου (†1390) στην ηγουμενία της υπήρξε ο φίλος και συνασκητής του όσιος Δομέτιος (†1403 ή 1405). Το Τρίτο Τυπικό του Αγίου Όρους (1394) κατονομάζει 25 μονές, και η Μονή Διονυσίου βρίσκεται στη 19η θέση.
Το 16ο αιώνα, χάρη στην υποστήριξη των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, η Μονή Διονυσίου διευρύνθηκε και επεκτάθηκε. Το 1520 ο ηγεμόνας Νεαγκόε Μπασαράμη ανέλαβε τη δαπάνη της ανέγερσης του αμυντικού πύργου και του νέου χτιστού υδραγωγείου και δώρισε στη μονή την κάρα του Τιμίου Προδρόμου και τη ναόσχημη λειψανοθήκη με τα λείψανα του οικουμενικού πατριάρχη αγίου Νήφωνος, του οποίου ήταν πνευματικό τέκνο. Το 1535 πυρκαγιά κατέστρεψε το μεγαλύτερο τμήμα της, και ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Πέτρος Ράρες (1527-1538) ανέλαβε την οικοδόμηση της ανατολικής πτέρυγας και του καθολικού. Η κόρη του Ράρες, Ρωξάνδρα, και ο σύζυγός της, Αλέξανδρος Λεπουσνεάνου (που αργότερα εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Παχώμιος), ανέλαβαν τη δαπάνη της οικοδόμησης της εξαώροφης πτέρυγας που βλέπει προς τη θάλασσα. Η Ρωξάνδρα και ο γιος της, ηγεμόνας Μπόγδαν, εξαγόρασαν επίσης μεγάλο μέρος της κτηματικής περιουσίας της μονής που δημεύτηκε επί σουλτάνου Σελίμ Β' (1568). Οι αδελφοί Λάζαρος και Μπόιος από τον Ίσβορο [σημερινή Στρατονίκη] της Χαλκιδικής έχτισαν την προέκταση προς τον κήπο της νοτιοανατολικής επταώροφης πτέρυγας και την ίδια εποχή οι αδελφοί Μανουήλ και Θωμάς από τις Σέρρες έχτισαν τον αρσανά και φρόντισαν για την επανασύσταση του μετοχίου της μονής στο Ορφάνι του Παγγαίου. Το 1574 η μονή αγόρασε τα δικαιώματα της Μονής Ξηροποτάμου και από τότε βρίσκεται ιεραρχικά στην 5η θέση μεταξύ των 20 μονών και έχει δικαίωμα να διορίζει πρωτεπιστάτη.
Το 1617 σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Τιμοθέου Β', που το συνυπέγραψαν επίσης οι πατριάρχες Αντιοχείας Αθανάσιος και Ιεροσολύμων Θεοφάνης, επιβεβαίωνε τα προνόμια της μονής. Ο πατριάρχης Θεοφάνης μόνασε αργότερα στη μονή. Επίσης, εγκαταβίωσαν εκεί και βοήθησαν οικονομικά ο μητροπολίτης της Ηράκλειας της Προποντίδας Μακάριος, ο πρώην μητροπολίτης Βελεγράδων [Ελμπασάν] Ιερεμίας (1787) και ο Ιωάννης Φραγκόπουλος, μυστικοσύμβουλος του πρέσβη της Πρωσίας στην Κωνσταντινούπολη (1800).
Από τα μέσα του 17ου αιώνα, η μονή αναγκάστηκε, για οικονομικούς κυρίως λόγους, να εφαρμόσει ένα σύστημα μεικτό ιδιόρρυθμο ή ημικοινοβιακό. Το αμιγές κοινοβιακό καθεστώς επανήλθε με σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Καλλινίκου Ε' (1805).
Η Μονή Διονυσίου υποστήριξε ενεργά την Επανάσταση της Χαλκιδικής (1821). Το κανόνι του πύργου της μεταφέρθηκε στην Κασσάνδρα για να χρησιμοποιηθεί από τους εξεγερθέντες Έλληνες. Όταν, στα τέλη του 1821, τουρκικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στο Άγιον Όρος, πολλοί Διονυσιάτες μοναχοί έφυγαν με εικόνες και λείψανα και εγκαταστάθηκαν σε ασφαλέστερα μέρη (Πόρο, Ζάκυνθο, Σκόπελο). Τον Ιούνιο του 1830 οι μοναχοί αυτοί επανέκαμψαν στη μονή. Δημιουργήθηκαν προστριβές μεταξύ των μοναχών που είχαν φύγει και εκείνων που είχαν παραμείνει. Οι μοναχοί που επέστρεψαν εισήγαν ήθη και συνήθειες από τα μοναστήρια όπου είχαν φιλοξενηθεί και, εξαιτίας και του αυξημένου αριθμού των λαϊκών, επήλθε χαλάρωση του ασκητικού φρονήματος. Ο οικουμενικός πατριάρχης Κωνστάντιος Α' αναγκάστηκε να εκδώσει σιγίλλιο (Σεπτέμβριος του 1830) για να αποκατασταθεί η τάξη.
Στη Μονή Διονυσίου χειροτονήθηκε ιερομόναχος ο άγιος Νήφων. Εκεί εκάρη μοναχός και εγκαταβίωσε επί 60 χρόνια χωρίς ποτέ να βγει από τη μονή ο άγιος Λεόντιος ο Μυροβλύτης († 1576). Εγκαταβίωσε επίσης στη μονή ο όσιος Φιλόθεος από τη Χρυσούπολη της Καβάλας - η κάρα του φυλάσσεται στη Μονή Πέτρας κοντά στη Λίμνη Πλαστήρα.
Στη Μονή Διονυσίου εκάρη μοναχός ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Διονυσιάτες μοναχοί ήταν οι άγιοι νεομάρτυρες Γεννάδιος († 1818, Κωνσταντινούπολη), Ιωσήφ ο Ζωγράφος († 1819, Κωνσταντινούπολη), Χριστόφορος († 1818, Αδριανούπολη), Παύλος († 1818, Τρίπολη).
Μεγάλη αγιορείτικη φυσιογνωμία του 20ού αιώνα είναι ο αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Διονυσιάτης († 1983) από το Μεσενικόλα Καρδίτσας, ο οποίος διετέλεσε ηγούμενος της μονής (1936-76). Υπήρξε χαρισματούχος πνευματικός ταγός, δεινός συζητητής, έξυπνος παρατηρητής των καιρών, υποδειγματικά ορθόφωνος στις αναγνώσεις του από το αναλόγιο. Σε στιγμές δύσκολες στάθηκε ευέλικτος διπλωμάτης και σκληροτράχηλος διεκδικητής των δικαίων του Αγίου Όρους.
Στο κτητορικό χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ' Κομνηνού αναφερόταν ότι, όπως ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης δόθηκε από την Τραπεζούντα στον Άθω, έτσι και ο όσιος Διονύσιος αντιδόθηκε από τον Άθω στην Τραπεζούντα και ζητήθηκε από τη μονή να δέχεται ευχαρίστως κατοίκους της Τραπεζούντας ως προσκυνητές ή μοναχούς.
Έξι αιώνες αργότερα, την οφειλή προς την πρωτεύουσα του Πόντου ανταπέδωσε κατά κάποιον τρόπο ο ηγούμενος Γαβριήλ, εξομολογώντας και τελώντας τη θεία Λειτουργία για Πόντιους κρυπτοχριστιανούς που ήρθαν επί τούτου με μεγάλο κίνδυνο στην Κωνσταντινούπολη. Στο έργο του Σύγχρονα μαρτυρολόγια (1958) καταγράφει τη σπαρακτική ικεσία τους:
Τα πόδα σου να λαλεύομεν [φιλούμε], κουρμπάν Πάτερ, ν' ακούεις μας — σ' εμέτερον το χωρίον Πουπάν δεν έχουμεν, ανάστασιν δεν ξέρομεν αδά στα τριάντα χρονιάς. Ντο ψυχήν να δίομεν σον θεόν, Πάτερ; Τα παιδία μουν αντρέβουν χωρίς Πουπάν, στεφάν ποίον να θέκει τα στο αφκάλ [κεφάλι]; Γκουρτσουλάν [οι καημένοι] παππούδες μας και χασταλήδες [οι άρρωστοι] ποθαίνουν χωρίς Λειτουργίαν, Πάτερ. Αχ! Αφορισμένον σκλαβίαν. Ενέγκαμεν [φέραμε], Πάτερ, ένα σακίν μικρό, χώμα τεμέτερον το κοιμητήρ, να διαβάζεις το, να ρίξομεν εκεί σην τάφοιν τους. Να διεις μας, Πάτερ, λειτουργίαν (λειτουργιά), να δίομεν σαμέτερα τα παιδία, Πάσχα έρχετεν, Πάτερ, να κάνεις μας ίναν ανάστασιν, ν' ακούσουμε «Χριστός Ανέστη», Πάτερ, απέ ας πεδάσκομεν (Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτης, Από τον κήπο του παππού, 1994)
Μοναχοί και όφεις
Στη Μονή Διονυσίου μόνασε επί 70 χρόνια ο γέροντας Ισαάκ από την Ανατολική Θράκη. Απλός κι ολιγογράμματος, άφησε τα πρόβατα του πατέρα του και ήρθε στην αυλή των Λογικών προβάτων. Επί δυο χρόνια είχε το διακόνημα του μάγκιπα (αρτοποιού) και είχε συντροφιά στο μαγκιπείο ένα φίδι του είδους «λαφιάτης», ενάμισι μέτρο μακρύ - το τάιζε χυλό και το φίδι κυνηγούσε ποντίκια και κοιμόταν ήμερο πλάι στον γέροντα. Όταν άλλαξε διακόνημα ο γέροντας Ισαάκ και ήρθε άλλος μοναχός στο φούρνο, το φίδι δεν ξαναεμφανίστηκε. Ανάλογα περιστατικά καθυπόταξης της άλογης φύσης διηγούνται για πολλούς Αθωνίτες πατέρες, οι οποίοι με την αποταγή και την υπακοή περιήλθαν στην προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου και συναναστρέφονταν τα θηρία, όπως οι Πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο. Υπόμνηση αυτής της συναναστροφής αποτελούν οι τοιχογραφίες που εικονίζουν τον Αδάμ να ονοματίζει τα ζώα. Από την άλλη μεριά, στη Μονή Παντοκράτορος, ανάμεσα στα θαύματα που διηγούνται για την Παναγία τη Γερόντισσα είναι και το ότι γλίτωσε τον μοναχό Σπυρίδωνα από το κουλουριασμένο φίδι που είχε τυλιχτεί επάνω στο κρεβάτι του.
Άγιος Νήφων
Καταγόταν από την Πελοπόννησο. Πριν από τη χειροτονία του περιόδευσε στη Δαλματία και στην Αλβανία κηρύττοντας κατά της ένωσης με τη Δυτική Εκκλησία που υπεγράφη στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439). Διετέλεσε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, και δυο φορές (1486-9, 1497-8) οικουμενικός πατριάρχης. Μετά την παραίτησή του από τον πατριαρχικό θρόνο, πήγε στη Βλαχία και, γέρος πια, επέστρεψε στη μονή και μόνασε για κάποιο διάστημα άγνωστος, έχοντας διακόνημα τη φύλαξη των ζώων, μέχρι που οι συμμοναστές του τον αναγνώρισαν μέσω θαύματος. Η μνήμη του τιμάται στις 11/8. Τον ευλαβείται ιδιαίτερα ακόμη και σήμερα ο ρουμανικός λαός, τον οποίο στήριξε και ποίμανε στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της προπαγάνδας των ουνιτών. Μαθητές και συμμοναστές του οσίου Νήφωνος ήταν ο άγιος νεομάρτυρας Μακάριος († 1507, Θεσσαλονίκη) και ο άγιος νεομάρτυρας Ιωάσαφ († 1516, Κωνσταντινούπολη).
Ο μοναχός Ευδόκιμος
Ο παρ' ολίγον νεομάρτυς Διονυσιάτης μοναχός ήταν ο Ευδόκιμος, ο οποίος δυο φορές (1818, 1819) δείλιασε προ του μαρτυρίου και στάθηκε υπαίτιος για το μαρτυρικό θάνατο του Γενναδίου και του Ιωσήφ, που τον είχαν συνοδέψει για να τον εμψυχώσουν. Μεταμελήθηκε, επέστρεψε στη μονή και έζησε 30 χρόνια σε μια καλύβα απέναντι από το μοναστήρι. Έργο των χεριών του είναι οι πεζούλες με τα λιόδεντρα. Αξιώθηκε να προειδεί το τέλος του, πήγε στην πύλη της μονής, ζήτησε συγχώρηση, κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, δεν εισήλθε στη μονή παρά την ευλογία του ηγουμένου, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος, στράφηκε προς την ανατολή και παρέδωσε το πνεύμα.