Ιστορία και νεωτερικότητα
Περνώντας από το Καλαμίτσι, αντικρίζει κανείς μία από τις πιο μεγαλειώδεις εικόνες του Άθω, την Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, η οποία ορθώνεται προς τον ουρανό, σαν φωλιά αετών, τοποθετημένη επάνω σε έναν βράχο 300 μ. πάνω από τη θάλασσα. Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται σε ένα από τα πρώτα αεροπορικά γραμματόσημα, που κυκλοφόρησαν κατά τον Μεσοπόλεμο και στο οποίο εικονίζεται ένα αεροπλάνο να ίπταται πάνω από τη μονή. Η Σιμωνόπετρα ορθώνεται σαν τους βράχους των Μετεώρων. Είναι ορατή από όλο το μήκος της ακτής, έως τα Καρούλια. Το αρχιτεκτονικό τόλμημα της οικοδόμησής της προκαλεί τον θαυμασμό του κάθε επισκέπτη. Διαθέτει επτά κατοικήσιμους ορόφους και άλλους τρεις στις βάσεις των κτισμάτων. Στηρίζεται σε τοίχους αγκιστρωμένους στους βράχους, με πάχος μεγαλύτερο από 2,5 μ. Αποτελείται από μια συστοιχία τριών πύργων, με αλλεπάλληλους ξύλινους σκεπαστούς εξώστες, οι οποίοι εκτείνονται σε όλο το πλάτος της όψης προς τη θάλασσα. Εξώστες υπάρχουν, επίσης, σε όλο το πλάτος της δυτικής πλευράς. Οι πύργοι προεξέχουν κλιμακωτά. Ο αριστερός πύργος στα νοτιοδυτικά, με τέσσερις σειρές από εξώστες, προεξέχει περισσότερο, ο κεντρικός λιγότερο και ο δεξιός, στα ανατολικά, ελάχιστα. Ο κεντρικός πύργος, με τις επτά σειρές από εξώστες, είναι ο αρχαιότερος και αποτελεί τμήμα του παλαιού πυρήνα του περιβόλου της μονής (τέλη 16ου-17ος αι.). Οι άλλοι δυο πύργοι αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες (νοτιοδυτικός πύργος: 1862-64, ανατολικός πύργος: 1897-1902). Στα δεξιά του ανατολικού πύργου βρίσκεται το καλά διατηρημένο υδραγωγείο, το οποίο απλώνεται λευκό ανάμεσα από την πυκνή βλάστηση. Διάσημοι περιηγητές, όπως ο Robert Byron (1927), παρομοιάζουν το μοναστηριακό συγκρότημα της Σιμωνόπετρας με εκείνο της Ποτάλα στη Λάσα του Θιβέτ.
Στην παραλία, στο μέσο της χαράδρας που κατεβαίνει από τον βράχο της μονής, είναι τοποθετημένος ο αρσανάς, ενώ αριστερά του, ψηλότερα στην πλαγιά, βρίσκεται το κάθισμα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, με τον τοιχογραφικό διάκοσμο που σώζεται έως σήμερα (1702).
Η χαράδρα καλύπτεται από πυκνή βλάστηση. Ωστόσο, η ζώνη γύρω από τους πρόποδες των πύργων, έχει αποψιλωθεί και είναι διαμορφωμένη με πεζούλες, όπου καλλιεργούνται οπωροκηπευτικά. Η διαρρύθμιση αυτή αποφασίστηκε για λόγους αντιπυρικής προστασίας, μετά την καταστροφική πυρκαγιά του Αυγούστου του 1990. Η φωτιά αποτέφρωσε χιλιάδες στρέμματα δάσους και καλλιεργειών της μονής, κατέστρεψε το αρδευτικό σύστημα και έκανε στάχτη 9 κελλιά, μεταξύ των οποίων και το κτητορικό του Οσίου Σίμωνος. Εξαιτίας της αμφιθεατρικής διαμόρφωσης της πλαγιάς, οι φλόγες από τα δαφνόδεντρα που καίγονταν φούντωσαν, εκτοξεύοντας πυρακτωμένα κάρβουνα, που έφταναν έως τους εξώστες της μονής. Το έργο περιβαλλοντικής αποκατάστασης που ακολουθήσε μετά την πυρκαγιά επέφερε τόσο ήπιες και αποτελεσματικές αλλαγές, ώστε τιμήθηκε με διεθνές βραβείο.
Το συγκρότημα του αρσανά της Σιμωνόπετρας περιλαμβάνει πύργο με προσαρτημένο νεώριο, εργατόσπιτο και νεότερο αρσανόσπιτο με χώρους διαβίωσης (1862, ανακατασκευάστηκε από σκυρόδεμα (1961). Το εργατόσπιτο ήταν αρχικά ένα κιόσκι. Η μετατροπή του έγινε πριν το 1912. Ο πύργος (1567) είναι τετραώροφος. Αποτελεί ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής του Αγίου Όρους κατά τον 16ο αιώνα. Διατηρείται σε άριστη κατάσταση, χωρίς μετατροπές και επιμέρους επεμβάσεις. Στο κέντρο της κατώτατου επιπέδου υπάρχει πεσσός, ο οποίος στηρίζει τα τέσσερα σταυροθόλιά του. Οι δύο ανώτεροι όροφοι έχουν κάτοψη συνεπτυγμένου σταυρού και καλύπτονται από πλίνθινους χαμηλούς θόλους. Ο ψηλότερος όροφος προοριζόταν για κατοικία, διέθετε μεγάλο τζάκι, εξώστη (στη νότια όψη) και ναό αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Στην περίμετρό του υπάρχουν παράθυρα και καταχύστρες. Ο προτελευταίος όροφος προοριζόταν για την άμυνα με βαρύτερα όπλα, όπως αποδεικνύεται από τις δύο κανονιοθυρίδες (δυτική και νότια όψη), οι οποίες ελέγχουν την παραλία.
Από τον αρσανά ξεκινά ένα ανηφορικό λιθόστρωτο μονοπάτι, το οποίο οδηγεί στη μονή. Η ανάβαση είναι ιδιαίτερα κοπιαστική. Ο δούκας του Εδιμβούργου Φίλιππος, που επισκέφθηκε το Άγιον Όρος ως πρόεδρος του Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση (WWF), χρειάστηκε 25' για να ανέβει, γεγονός που εκτιμήθηκε από τους μοναχούς ως ιδιαίτερα καλή επίδοση.
Η ανάβαση από τον αρσανά είναι η πιο συνηθισμένη οδός προς τη μονή. Ακολουθώντας της διαδρομή αυτή, διασχίζει κανείς ένα ειδυλλιακό τοπίο. Στα μισά της διαδρομής είναι τοποθετημένο ένα όμορφο προσκυνητάρι με τοιχογραφία της Υπεραγίας Θεοτόκου στην αψίδα του και με μια έμμετρη παραίνεση προς τον κάθε κοπιόντα μοναχό. Ο δρόμος χωρίζεται σε δύο διακλαδώσεις. Η δεξιά οδηγεί στην Ιερά Μονή Γρηγορίου. Φτάνοντας στο επίπεδο με τις πεζούλες, βλέπουμε αριστερά το κηπόσπιτο με το ενσωματωμένο προσκυνητάρι του Αγίου Τρύφωνος. Από εκεί φαίνεται καθαρά πως το προεξέχον τμήμα της νοτιοδυτικής πτέρυγας, καθώς και η ανατολική πτέρυγα αποτελούν προσθήκες. Το κτηριακό συγκρότημα που προέκυψε από την ανοικοδόμηση μετά την πυρκαγιά του 1580 ήταν μικρότερο. Παλαιότερα, φαίνεται πως η έκτασή του ήταν ακόμη πιο περιορισμένη. Το νεόδμητο αυτοτελές τριώροφο κτήριο, στα δεξιά της ανατολικής πτέρυγας, μπροστά από το υδραγωγείο, είναι το νέο αρχονταρίκι. Δεξιά από το μονοπάτι βρίσκεται ένα τριώροφο κτήριο. Αυτό αποτελούσε εργατόσπιτο, ενώ στο ισόγειό του βρισκόταν το σιδηρουργείο της μονής. Σήμερα έχει μετατραπεί σε χώρους γραφείων και εργαστήρια. Εκεί στεγάζεται το οδοντιατρείο της μονής. Δεξιότερα (στα νοτιοανατολικά), βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός (Κοίμηση της Θεοτόκου, 18ος αι.). Ακολουθεί την τυπολογία του συνεπτυγμένου σταυροειδούς με ατύμπανο τυφλό τρούλο και νάρθηκα. Κάτω από τον ναό βρίσκεται το οστεοφυλάκιο. Δεξιά από το νέο αρχονταρίκι, σε στενή επαφή με το υδραγωγείο, βρίσκεται το διώροφο παλιό βουρδουναριό. Στο ισόγειο υπήρχαν οι στάβλοι, ενώ στον όροφο ήταν τοποθετημένες οι αποθήκες χορτονομής. Σήμερα έχει μετατραπεί σε χώρους υποδοχής επισκεπτών.
Λιγότερο παραδοσιακή, μιας και ο δρόμος διανοίχτηκε τις τελευταίες δεκαετίες, είναι η άφιξη από την οδό που ξεκινά από τον νέο αρσανά της μονής στη Δάφνη. Ωστόσο, η κατεύθυνση αυτή εισάγει τον επισκέπτη μονομιάς στη ζωτική ενδοχώρα της Σιμωνόπετρας. Ο δρόμος, που, για τα δεδομένα του Αγίου Όρους, αποτελεί εθνική οδό, χωρίζεται σε διακλαδώσεις, οι οποίες οδηγούν στο κάθισμα του Αγίου Μοδέστου, στο κελλί του Αγίου Νικολάου Δοντά (1368, κτήριο και ναός, 1856 - εφοδιάζει τη μονή με τα αναγκαία οπωροκηπευτικά), στον Άγιο Δημήτριο (ναός και οίκημα, 1923 - κοντά του βρίσκεται ο βορός, μια περίπου κυκλική μάντρα από ξηρολιθιά, που χρησίμευε ως στάβλος για τα ζώα). Η διακλάδωση για τον Άγιο Δημήτριο οδηγεί επίσης στην τεχνητή λίμνη της μονής, καθώς και στα επιμέρους υψώματα, όπου βρίσκεται η πηγή Μπουοδούμι. Πλησιάζοντας στη Σιμωνόπετρα, μπορεί κανείς να απολαύσει την όψη της δυτικής πλευράς, ενώ στο βάθος, κοντά στη θάλασσα, διακρίνεται η Ιερά Μονή Γρηγορίου. Ο επισκέπτης φτάνει στην είσοδο περνώντας από τον νερόμυλο, τα εργατόσπιτα, την υδροηλεκτρική γεννήτρια, το μηχανουργείο και το λαδαριό, κτίσμα του 19ου αιώνα, με την πρέσα του ελαιοτριβείου στο υπόγειο και τα καταλύματα των εργατών στον όροφο. Στη βόρεια πλευρά του υπήρχε φτερωτή νερόμυλου, η οποία χρησιμοποιούνταν για το αλεύρι των πρόσφορων. Απέναντι από το λαδαριό βρίσκεται το υδραγωγείο, το οποίο διατηρείται σε άριστη κατάσταση, διασώζοντας τον κατασκευαστικό χαρακτήρα της ύστερης Βυζαντινής περιόδου (14ος αι.), ενώ ορισμένα τμήματά του θεωρούνται έργο του 16ου και 19ου αιώνα. Κατά την περίοδο 1530-40, το υδραγωγείο υπέστη σοβαρές ζημιές, με αποτέλεσμα η μονή να αντιμετωπίζει προβλήματα χρόνιας λειψυδρίας. Οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν με την επισκευή του υδραγωγείου, η οποία κατέστη δυνατή χάρη στη συνδρομή της Θεσσαλονικιάς αρχόντισσας κυρα-Ασανίνας, χήρας του Θεοδώρου Γεράκη.
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως το τμήμα μπροστά από το υδραγωγείο της μονής αποτελεί την πιο γραφική όψη του μοναστικού ιδρύματος, ενώ εκείνο πίσω από το υδραγωγείο, προς την ενδοχώρα, φιλοξενεί την υλικοτεχνική υποδομή του. Ωστόσο, το τμήμα αυτό προς την ενδοχώρα περιλαμβάνει έναν από τους ιερότερους τόπους της μονής. Πίσω από το νεόδμητο κιόσκι, στην πλαγιά του βουνού που κλείνει αμφιθεατρικά την κοιλάδα, βρίσκεται το κάθισμα του Αγίου Σίμωνος. Χαμηλότερα είναι τοποθετημένο το σπήλαιο στο οποίο ασκήτευσε ο Όσιος Σίμων.
Ιστορία
Η ίδρυση της μονής θεωρείται έργο του Αγίου Σίμωνα του Μυροβλύτη († 1257), ασκητή που εγκαταβίωνε σε σπήλαιο της περιοχής. Ο άγιος είχε την παραμονή των Χριστουγέννων όραμα με τη μονή. Σύμφωνα με τον βίο του, οι μάστορες που κάλεσε για να αναλάβουν το έργο αρχικά αρνήθηκαν. Πείστηκαν μόνο όταν ο υποτακτικός του αγίου, που κατακρημνίστηκε πηγαίνοντας να τους κεράσει κρασί, εμφανίστηκε ξανά σώος και αβλαβής μπροστά τους, κρατώντας την κανάτα ακέραιη και ακόμη γεμάτη.
Αναφορές σε κάποια «μονή του Σίμωνος» υπάρχουν σε έγγραφα του 1057 και 1169. Ωστόσο, πρόκειται για άλλη μονή σε απροσδιόριστη τοποθεσία, αφού ο βίος του αγίου δεν αναφέρει κάποιο προγενέστερο μοναστικό ίδρυμα στην περιοχή.
Ο Όσιος Σίμων ονόμασε τη μονή «Νέα Βηθλεέμ». Ωστόσο, η ονομασία αυτή δεν επικράτησε, και κατά τη συνηθισμένη αγιορείτικη πρακτική, πήρε το όνομα του κτήτορά της. Μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα «Σιμόπετρα» και «Ασημόπετρα», που παραφράζουν τη επικρατέστερη ονομασία «Σιμωνόπετρα».
Η πρώτη κτηριακή επέκταση της μονής αποτελεί έργο του Σέρβου δεσπότη Ιωάννη Ούγγλεση, ο οποίος το 1368 εξέδωσε κτητορικό χρυσόβουλλο και προικοδότησε τη μονή με χορηγίες και μετόχια. Στο Γ' Τυπικό του Αγίου Όρους (1394) η Σιμωνόπετρα κατείχε την 23η θέση μεταξύ των τότε 25 μονών. Το 1452 και 1471/2 υπάρχουν αναφορές στον Σιμωνοπετρίτη Πρώτο του Αγίου Όρους. Το 1489, ο Χιλανδαρινός Ησαΐας αναφέρει πως η μονή είχε 40 μοναχούς και θεωρούνταν βουλγαρική. Ο ηγούμενος Ανανίας (1503) υπέγραφε στα σλαβικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι εξέλιπαν από τη μονή οι Έλληνες ασκητές, αφού ορισμένοι ηγούμενοι (1494, 1518, 1527, 1528) υπέγραφαν στα ελληνικά. Λίγο αργότερα, ηγούμενός της εξελέγη ο Κασσιανός, ο επικαλούμενος «Άραβας», συγγραφέας του υπομνήματος για την κοίμηση (1544) του Θεοφάνη Αψαρά, κτήτορα της μονής Βαρλαάμ στα Μετέωρα. Το 1567 ολοκληρώθηκε η ανοικοδόμηση του πύργου του αρσανά.
Το 1580 η μονή καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά. Στην πυρκαγιά αυτή έχασαν την ζωή τους μοναχοί της αδελφότητας. Ωστόσο, τουλάχιστον 20, μαζί με τον ηγούμενο Ευγένιο, γλίτωσαν και κατόρθωσαν να περισώσουν το ταμείο της. Χάρη στην οικονομική τους δυνατότητα οι Σιμωνοπετρίτες μοναχοί στεγάστηκαν προσωρινά στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος, της οποίας ανέλαβαν τη διοίκηση. Σε αντάλλαγμα για τη φιλοξενεία, κάλυψαν το υπέρογκο χρέος της μονής. Για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές ανάγκες της ανοικοδόμησης, ο ηγούμενος Ευγένιος μετέβη στη Ρουμανία (1587-92), όπου ήταν τοποθετημένο το μετόχι του Αγίου Νικολάου του Βουκουρεστίου. Το μετόχι αυτό, αρχική δωρεά ανώτερου υπαλλήλου του ηγεμόνα, διηύρυνε και εξωράισε ο μετέπειτα ηγεμόνας της Βλαχίας (1593-1601) Μιχαήλ ο Γενναίος. Το 1586 φαίνεται πως είχε ολοκληρωθεί η επανεγκατάσταση των μοναχών στη μονή, η οποία γύρω στο 1620 μετατράπηκε σε ιδιόρρυθμη.
Το 1622 ξέσπασε νέα πυρκαγιά, η οποία δεν κατέστρεψε τίποτα ολοσχερώς. Το νέο καθολικό εγκαινιάστηκε το 1633 και ιστορήθηκε με εξαιρετικά τοιχογραφικά έργα.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα παρατηρήθηκε μια ύφεση, η οποία αντανακλάται στις αραιές πληροφορίες που υπάρχουν για τη μονή, καθώς και στο ποσό της ετήσιας αναλογικής εισφοράς για τις κοινές δαπάνες του Αγίου Όρους, το οποίο συνεχώς ελαττωνόταν. Παρόλα αυτά, η μονή ήταν σε θέση να αγοράσει δύο κελλιά, όταν, κατά το 1661, εκποιήθηκαν αυτά των Καρυών. Ο Μπάρσκι, στο πρώτο του ταξίδι, σημειώνει πως η μονή «είχε αρκετούς μοναχούς», ενώ 20 χρόνια αργότερα, στο δεύτερό του ταξίδι θεωρεί πως η μονή ήταν σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης, εξαιτίας της ένδειας και του υψηλού χρέους. Οι μοναχοί, μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στην επαχθή φορολογία, είτε είχαν φύγει σε άλλες μονές, είτε είχαν βγει στον κόσμο εκτελώντας εράνους. Το 1762 ήρθε στη μονή, μαζί με τη συνοδεία του, ο Όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, προκειμένου να αναλάβει τη διοίκησή της. Δεν μπόρεσε, ωστόσο, να αντεπεξέλθει στις πιέσεις των δανειστών και αποχώρησε. Η μονή πέρασε τότε στην εξουσία της Ιεράς Μονής Μεγάλης Μέσης, η οποία, για να αντιμετωπίσει τα χρέη, επιχείρησε να εκποιήσει μετόχια της μονής.
Η μονή Σίμωνος Πέτρας επαναλειτούργησε το 1765 χάρη στον ιερομόναχο Ιωάσαφ από τη Μυτιλήνη, ο οποίος με τις προσόδους εράνων κατόρθωσε να εξαγοράσει τα μετόχια και να εξοφλήσει τμήμα των λύτρων για την ανάκτηση του λειψάνου της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, του πολυτιμότερου θησαυρού, που είχαν κλέψει Μπαρμπερίνοι πειρατές 25 χρόνια πρωτύτερα.
Το 1801 η μονή μετατράπηκε σε κοινόβιο, μετά από σιγίλλιο του πατριάρχη Καλλινίκου Ε'. Η μετάβαση στο κοινοβιακό σύστημα ήταν δύσκολη, καθώς εμποδιζόταν από τον πρωτοφανή όρο του σιγιλλίου, σύμφωνα με τον οποίο ο ηγούμενος Υάκινθος ήταν υπόλογος στο σκευοφύλακα της μονής Κύριλλο, διαχειριστή του μετοχίου στη Ρουμανία. Οι δυσχέρειες αυξήθηκαν κι άλλο εξαιτίας της εγκατάστασης τουρκικών στρατευμάτων στον Άθω μετά την Επανάσταση του Εμμανουήλ Παπά (1821-30). Το 1835 η μονή έχει 40 μοναχούς, η ενότητα, όμως, της αδελφότητας δοκιμαζόταν σκληρά, εξαιτίας των αντιδράσεων εναντίον του ηγουμένου Αμβροσίου. Οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν βίαια το 1847, οδηγώντας 17 μοναχούς να αποχωρήσουν από τη μονή. Οι επόμενοι ηγούμενοι, Σεραφείμ και Νεόφυτος από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας, κατόρθωσαν να την επαναφέρουν σε τροχιά ανάκαμψης. Επί Νεοφύτου ανεγέρθηκε η σημερινή νότια πτέρυγα της μονής (1862-64), σε μια κατά τα άλλα απαιτητική εποχή, εφόσον κατά το 1863 το νεοσύστατο ρουμανικό κράτος δήμευσε όλα τα αγιορείτικα μετόχια της επικράτειάς του.
Η πυρκαγιά που ξέσπασε το 1891 από τον φούρνο αποτέφρωσε την ανατολική πλευρά της μονής. Κάηκε τότε το καθολικό, με όλες τις εικόνες, τα σκεύη και τα άμφια. Οι πολυέλαιοι και τα μανουάλια έλιωσαν και η βιβλιοθήκη, που βρισκόταν πάνω από τον νάρθηκα, καταστράφηκε ολοσχερώς. 250 χειρόγραφα και όλα τα έντυπα βιβλία έγιναν στάχτη. Η συνδρομή των αγιορείτικων μονών υπήρξε άμεση. Συγκεντρώθηκαν 500 χρυσές τουρκικές λίρες, από τις οποίες 200 πρόσφερε η Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Ο ηγούμενος Νεόφυτος, που ήταν τότε στη Ρωσία για έρανο, βοήθησε επίσης πολύ την κατάσταση. Στις εκκλήσεις του για οικονομική βοήθεια ανταποκρίθηκαν περισσότερο οι απλοί πιστοί, παρά η ιεραρχία. Ο Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης πρόσφερε προσωπικά 300 ρούβλια. Οι πρόσοδοι του εράνου αποδόθηκαν στη θαυματουργία του τιμίου λειψάνου της Αγίας Ισαποστόλου και Μυροφόρου Μαρίας της Μαγδαληνής, το οποίο περιέφερε ο ηγούμενος. Έκτοτε η αγία τιμάται ως συγκτήτορας της μονής και εικονίζεται σε φορητές εικόνες δίπλα από τον Όσιο Σίμωνα τον Μυροβλύτη.
Διάδοχος του Νεοφύτου ήταν στην ηγουμενία ο αρχιμανδρίτης Ιωαννίκιος. Επί της δικής του ηγουμενίας, ο πατήρ Ιγνάτιος, συγγενής ενός Σιμωνοπετρίτη μοναχού, δώρισε στη μονή ένα κτήμα με ναό, στην περιοχή του Παγκρατίου/Βύρωνα, στην Αθήνα (1908). Γύρω από τον ναό δημιουργήθηκε σιγά σιγά το μετόχι της Αναλήψεως, που επί δεκαετίες ακτινοβολεί την αγιορείτικη ευλογία στους πιστούς του λεκανοπεδίου της Αττικής. Διάδοχος του Ιωαννίκιου υπήρξε ο επίσης Μικρασιάτης αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος. Η αποχώρηση του Ιερωνύμου σηματοδότησε την αρχή της πνευματικής παρακμής της μονής, καθώς μαζί του αποχώρησαν άλλοι 20 πατέρες. Το 1973 η μονή επανδρώθηκε από την αδελφότητα που μόναζε στην Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου υπό τον ηγούμενο Αιμιλιανό Βαφείδη, από τα Σήμαντρα της Μικράς Ασίας. Έκτοτε η μονή βρίσκεται σε τροχιά αναγέννησης.
Η Σιμωνόπετρα αποτελεί το μόνο αγιορείτικο ίδρυμα που τιμά ως συγκτήτορα μια αγία. Το γεγονός αυτό και η ποιμαντική εξωστρέφεια που κληροδότησε η παραμονή του Ιερώνυμου στο μετόχι της Αναλήψεως, ίσως είναι ο λόγος που, αμέσως μετά την επάνδρωσή της, η μονή επεδίωξε τη δημιουργία μετοχιών στον έξω κόσμο, όχι πλέον για να αντλήσει οικονομική βοήθεια, αλλά για να ενισχύσει πνευματικά το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Το 1974 αγόρασε το βατοπεδινό μετόχι της Ορμύλιας, όπου εγκαταστάθηκε η γυναικεία αδελφότητα που μόναζε στην Ιερά Μονή Αγίων Θεοδώρων στα Μετέωρα, η οποία στην πλειοψηφία της αποτελούνταν από κατά σάρκα συγγενείς των νέων μοναχών της συνοδείας του γέροντος Αιμιλιανού.
Τα εγκαίνια του καθολικού του κοινοβίου του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου έγιναν με λαμπρή και πανηγυρική επισημότητα, ανήμερα της εορτής του Αγίου Ιουστίνου του φιλοσόφου και μάρτυρος (1.6.2003), από τον οικουμενικό πατριάρχη Βαρθολομαίο Α', παρόντων των αρχιεπισκόπων Αθηνών Χριστόδουλου και Τιράνων Αναστασίου.
Παράλληλα, αναβαθμίστηκαν τα μετόχια της Αναλήψεως και του Αγίου Χαραλάμπους (Θεσσαλονίκη), ενώ δημιουργήθηκε η ανδρώα μονή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη στη Γουμένισσα της Μακεδονίας. Δημιουργήθηκαν, μεταξύ άλλων, μετόχια στη Γαλλία. Στη Σιμωνόπετρα βαπτίστηκε ορθόδοξος ο πρώην ρωμαιοκαθολικός μοναχός πατήρ Πλακίδας Deseille, μαζί με την τριμελή συνοδεία του. Κατόπιν ίδρυσε, στην περιοχή του Vercors της Γαλλίας, τη μονή του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, που με τη σειρά της δημιούργησε τις γυναικείες μονές της Αγίας Σκέπης και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Στη Μονή Σίμωνος Πέτρας εγκαταβίωσαν για ένα διάστημα ο διάκονος Ιάκωβος και ο μοναχός Διονύσιος, μαθητές και συναθλητές του Αγίου Νεομάρτυρος Ιακώβου († 1520, Διδυμότειχο). Το 1566/7 επισκέφθηκε τη μονή ο Δαμασκηνός Στουδίτης, επίσκοπος Λιτής και Ρενδίνης και συγγραφέας ενός θησαυρού, του δημοφιλέστερου βιβλίου της εποχής της Τουρκοκρατίας. Στη μονή εγκαταβίωσε, ακόμη, ως λαϊκός, ο μετέπειτα Άγιος Νεομάρτυρας Ακάκιος ο Ιβηροσκητιώτης († 1815, Κωνσταντινούπολη), ο οποίος δεν έγινε δεκτός ως μοναχός λόγω του ότι ήταν αγένειος.
Ο Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος
Χαρισματικός γέροντας και προσωπικότητα μεγάλης πνευματικής ακτινοβολίας, ο Ιερώνυμος (1871-1957) υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους αγιορείτες μοναχούς της εποχής του. Συνέδεσε παρακλητικούς κανόνες και ακολουθίες, κυρίως για αγιορείτες αγίους, ενώ συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους. Συμμετείχε σε αντιπαλότητες, πολεμήθηκε, συκοφαντήθηκε και αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την ηγουμενία. Μετά από τετράμηνη εξορία στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, αποσύρθηκε στο μετόχι της Αναλήψεως, όπου αναδείχθηκε σε πνευματικό οδηγό χιλιάδων πιστών.
Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης
Γεννήθηκε από ευλαβείς και εύπορους γονείς στο χωριό Κούκουλο, κοντά στις αρχαίες Κλαζομενές της Μικράς Ασίας. Πήγε στην Κύπρο και κατόπιν στην Ιερά Μονή του Σινά, όπου εκάρη μοναχός και εγκαταβίωσε με αυστηρό ασκητικό κανόνα, προσευχόμενος αδιαλείπτως. Προσκύνησε στους Αγίους Τόπους και έπειτα μετέβη στην Κρήτη, όπου διδάχτηκε τη νοερά προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό» από τον ερημίτη μοναχό Αρσένιο. Ήρθε, έπειτα, στο Άγιον Όρος, όπου αρχικά εγκαταστάθηκε στη σκήτη Μαγουλά, απέναντι από τη μονή Φιλοθέου. Γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη. Πολλοί ήταν οι μοναχοί που ερχόντουσαν να ακούσουν τη διδασκαλία του και να συμμονάσουν μαζί του. Ο όσιος τούς έχτισε κελλιά, αλλά, μη μπορώντας να αποχωριστεί τη βαθιά άσκηση, αποφάσισε να φύγει και να εγκατασταθεί, τελικά, σε ένα δυσπρόσιτο μέρος στον Μεγάλο Λάκκο. Οι επιδρομές των Καταλανών πειρατών τον ανάγκασαν να μεταβεί στη Σερβία, στη Βουλγαρία, στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στη Χίο και στη Μυτιλήνη, όπου μετέφερε το μήνυμα του Αγίου Όρους και δίδαξε τη νοερά προσευχή. Ο Άγιος Γρηγόριος μετέφερε το πνεύμα του σιναϊτικού μοναχισμού και με αυτό άρδευσε και ανανέωσε την αθωνική μοναστική ζωή. Η διδασκαλία του υπήρξε καταλυτική για την άνθηση του κινήματος του ησυχασμού. Η μνήμη του τιμάται στις 6/4. Οι μαθητές του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Άγιος Γρηγόριος ο Νέος, ο Άγιος Γεράσιμος ο εξ Ευβοίας, ο βιογράφος του πατριάρχης Κάλλιστος Α', ο Όσιος Ρωμύλος της Ραβάνιτσας, ο Άγιος Νικόδημος της Τισμάνα και ο Άγιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης είναι γνωστοί ως Νέοι Σιναΐτες. Δραστηριοποιήθηκαν στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο και στην περιοχή της Βαλκανικής, μεταφέροντας τις αγιορείτικες διδαχές και ιδρύοντας μονές (Μετέωρα, Ραβάνιτσα, Γκόρνιακ), που επί αιώνες στήριξαν την πίστη των υπόδουλων χριστιανών.
Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της μονής διαμορφώνεται από κτίσματα της περιόδου 1862-1902. Ωστόσο, ο πυρήνας του περιβόλου είναι πολύ παλαιότερος και ανάγεται στην πρώιμη Τουρκοκρατία. Η τοιχοποιία είναι απλή, κατασκευασμένη από αργολιθοδομή, με ελάχιστη χρήση πλίνθων. Οι συμπαγείς κτηριακοί όγκοι παρουσιάζουν αισθητή μείωση από κάτω προς τα πάνω. Η βασική οργάνωση των χώρων γίνεται πάντοτε στον κατακόρυφο άξονα. Οργανώνεται σε αλλεπάλληλα επίπεδα, περιμετρικά του βράχου, από τη βάση έως την κορυφή.
Εξαιτίας των αλλεπάλληλων πυρκαγιών, η μονή έχει στερηθεί πολλά από τα πολύτιμα κειμήλια και τους θησαυρούς της. Η σχετική αυτή ένδεια μας επιτρέπει να αντιληφθούμε σαφέστερα πως ο αληθινός πλούτος της κάθε μονής είναι οι ίδιοι οι μοναχοί της. Χάρη στις ακάματες προσπάθειες της αδελφότητας, η Σιμωνόπετρα έχει σήμερα στην κατοχή της τη μεγαλύτερη συλλογή χαλκογραφιών και χάρτινων εικόνων. Επίσης, η «Αγιορείτικη Φωτοθήκη», που συστάθηκε από τη μονή, διασώζει πολύτιμο φωτογραφικό, κινηματογραφικό, εικαστικό και ηχητικό υλικό σχετικό με την κοινότητα του Άθω. Αδελφός της μονής είναι και ο νυν υμνογράφος της Μεγάλης του Χρίστου Εκκλησίας, ο οποίος ανέλαβε τη σκυτάλη από τον μακαριστό γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη. Ένας άλλος αδελφός της μονής ολοκλήρωσε πρόσφατα τη συγγραφή του Νέου Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενός μνημειώδους έργου, που για πρώτη φορά συμπεριλαμβάνει βίους αγίων όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών, καθώς και προσχισματικών αγίων της Δυτικής Εκκλησίας. Το έργο, το οποίο γράφτηκε αρχικά στα γαλλικά και στόχευε στις ανάγκες της εξωτερικής ιεραποστολής, μεταφράζεται τώρα στα αγγλικά και ελληνικά, παρέχοντας μεγάλη ψυχική ωφέλεια σε πλήθος χριστιανών διαφορετικών εθνικοτήτων.



