Ιστορία και νεωτερικότητα
Σε πλάτωμα της πλαγιάς προβάλλει η Μονή Ξηροποτάμου. Η κάτοψη τις είναι σχεδόν τετράγωνη. Ο οχυρωματικός χαρακτήρας των τριώροφων πτερύγων της διασκεδάζεται από τους πολλούς εξώστες. Οι τρούλλοι του καθολικού, των παρεκκλησίων και το καμπαναριό διακρίνονται πάνω από τις πτέρυγες. Παλαιότερα υπήρχαν πύργοι, όπως φαίνεται από το χαρακτικό του Μπάρσκι (1744), οι οποίοι καταστράφηκαν και δεν ξαναχτίστηκαν.
Ιστορία
Στη θέση της μονής ο γεωγράφος Πτολεμαίος (2ος αι. μ.Χ.) αναφέρει ότι υπήρχε το αρχαίο πόλισμα Στρατονίκεια, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της κόρης του Δημητρίου του Πολιορκητή (294-287 π.Χ.), η οποία παντρεύτηκε τον Σέλευκο Νικάτορα, ιδρυτή του κράτους των Σελευκιδών, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια. Φαίνεται ότι το πόλισμα εξακολουθούσε να υφίσταται επί Ιουστινιανού (527-65) και κατεστράφη από επιδρομές Αράβων.
Κατά την παράδοση, η Μονή Ξηροποτάμου ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Πουλχερία (450-457), κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου. Ως συγκτήτορες τιμώνται επίσης οι αυτοκράτορες Ρωμανός Α' Λεκαπηνός (919-44) και Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος (912-59). Σε παλαιά έγγραφα συναντάται η «Μονή του Αγίου Νικηφόρου του Ξηροποταμινού», της οποίας ο ηγούμενος υπογράφει το Τυπικό του Μονομάχου (1046). Η ταύτισή της με τη σημερινή μονή είναι επισφαλής, καθώς η Μονή Ξηροποτάμου ήδη από την ίδρυσή της είναι γνωστή ως «Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα», στους οποίους είναι αφιερωμένο το καθολικό της. Μνημονεύεται επίσης η αρχαιότερη ονομασία «Χλωροπόταμος», ενώ η σημερινή ονομασία παραπέμπει στον άγιο Παύλο τον Ξηροποταμηνό, ασκητή σύγχρονο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, ο οποίος διετέλεσε πρώτος ηγούμενος της μονής και αναφέρεται στο πρώτο Τυπικό του Αγίου Όρους. Ιστορικές πηγές ανάγουν την ίδρυσή της στα τέλη του 10ου αιώνα.
Η Μονή Ξηροποτάμου άκμασε κατά τον 11 ο και 12ο αιώνα. Τα όριά της τότε φτάνουν έως τη Μονή Αγίου Παύλου, κάλυπταν δηλαδή την έκταση των σημερινών μονών Σίμωνος Πέτρας, Γρηγορίου και Διονυσίου. Επί Φραγκοκρατίας η Μονή Ξηροποτάμου παρήκμασε εξαιτίας οικονομικών δυσχεριών και πειρατικών επιδρομών. Το 1280 πυρκαγιά κατέστρεψε τη μονή και ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος (1282-1328) βοήθησε στην ανοικοδόμησή της και κατοχύρωσε χα κτήματά της με χρυσόβουλλο. Το παράδειγμά του ακολούθησαν οι ηγεμόνες της Σερβίας, προσφέροντας γενναίες χορηγίες. Με δαπάνες τους χτίστηκε το τείχος με τον πύργο, το παρεκκλήσιο της Θεοτόκου στη βόρεια πτέρυγα και ανοικοδομήθηκε το καθολικό (1445). Επί Τουρκοκρατίας, η μονή περιήλθε εκ νέου σε δεινή οικονομική κατάσταση εξαιτίας αλλεπάλληλων ληστρικών επιδρομών, και δικαστικών αγώνων με άλλες μονές για κτηματικές διαφορές. Τα δικαστήρια επιδικάζουν το Κελλί του Δοντά στη Μονή Σίμωνος Πέτρας και το Κελλί του Αναπαυσά στη Μονή Κουτλουμουσίου (1798). Η Μονή Ξηροποτάμου καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά το 1507 και το 1609. Στην ανοικοδόμησή της μετά την πυρκαγιά του 1507 συνέβαλε γενναιόδωρα ο σουλτάνος Σελίμ Α' (1512-20) για να ανταμείψει τα σαράντα παλικάρια (τους αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες) που εμφανίστηκαν αίφνης και συνέβαλαν αποφασιστικά στη νίκη του επί των Μαμελούκων της Αιγύπτου. Με διάταγμά του (Χαττ-ι-Σερίφ) κατοχύρωσε τα κτήματα της Μονής και όρισε ετήσια χορηγία.
Στις αρχές του 16ου αιώνα, η μονή κατείχε την πέμπτη θέση στην ιεραρχία των κυρίαρχων μονών, την οποία αναγκάστηκε να εκχωρήσει, μαζί με το δικαίωμα ορισμού πρωτεπιστάτη, στην πολύ νεότερη Μονή Διονυσίου, έναντι οικονομικής συνδρομής, και από τότε κατέχει την 8η θέση.
Η Μονή ανακαινίστηκε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα χάρη στις προσόδους των εράνων που έκανε ο μοναχός Καισάριος Δαπόντες, περιάγοντας για προσκύνηση το Τίμιο Ξύλο και τα λείψανα των αγίων Τεσσαράκοντα επί οκτώ χρόνια (1757-65) στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτή την ανακαίνιση ανάγονται το καθολικό, η φιάλη και τα παλιότερα τμήματα των πτερύγων που βλέπουμε σήμερα.
Μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες στο παρελθόν (1611, 1835), η μονή μετετράπη σε κοινοβιακή με σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Δημητρίου Α' το 1981, όταν επανδρώθηκε με νέα συνοδεία.
Στη Μονή Ξηροποτάμου μόνασε για κάποιο διάστημα ο νέος οσιομάρτυς Λουκάς, ο οποίος μαρτύρησε στη Μυτιλήνη το 1802.
Ο Καισάριος Δαπόντε
Η μορφή του αυλικού, λογίου, νοητή και μοναχού Καισάριου Δαπόντε δεσπόζει στα ελληνικά γράμματα τον 18ον αιώνα. Γεννιέται τη χρονιά που εκδόθηκε στη Βενετία ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Σπουδάζει με υποτροφία στο Βουκουρέστι και κατόπιν διατεθεί γραμματέας του βοεβόδα και χαμηλόβαθμος διοικητικός υπάλληλος. Φυλακίζεται στην Κωνσταντινούπολη (1747-48) - συγκροτούμενος του αγίου νεομάρτυρος Χρήστου του Κηπουρού. Για να αποφυλακιστεί, θυσιάζει όλη του την περιουσία. Δεκαοκτώ μήνες μετά το γάμο του (1749), πεθαίνει η νεογέννητη κόρη του και κατόπιν η σύζυγος του. Ασπάζεται το μοναχισμό (1753). Μονάζει για ένα διάστημα στη μονή της Ευαγγελιστρίας, που είχε ιδρύσει ο πατέρας του στη Σκόπελο, και κατόπιν πηγαίνει στη Μονή Ξηροποτάμου. Τρεις εβδομάδες μετά την άφιξή του αναχωρεί και περιοδεύει σε Μολδοβλαχία, Κωνσταντινούπολη, Χίο, Σάμο, Ψαρά, Σκόπελο, Χαλκίδα, περιάγοντας το Τίμιο Ξύλο και κάνοντας εράνους για την ανοικοδόμηση της μονής. Επιστρέφει στη Μονή Ξηροποτάμου (1765-71) και φροντίζει να εκδοθούν στη Βενετία πολλά από τα έργα του. Πηγαίνει στη Μονή Κουτλουμουσίου (1771-3). Επιστρέφει στη Μονή Ξηροποτάμου (1773-8), πηγαίνει στη Μονή της Ευαγγελιστρίας (1778-84). Επιστρέφει στη Μονή Ξηροποτάμου, όπου πεθαίνει έξι μήνες αργότερα.
Για τον υπόδουλο ελληνισμό, ο 18ος αιώνας είναι αιώνας οικονομικής άνθησης και πνευματικών αναμοχλεύσεων, καθώς οι ιδέες του δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού μεταλαμπαδεύονται στην Ανατολή προκαλώντας τη σθεναρή αντίδραση της Εκκλησίας. Επέρχεται ένα σχίσμα μεταξύ πίστης και διανόησης που δεν έχει πλήρως γεφυρωθεί έκτοτε. Το ογκώδες έργο του Δαπόντε μένει απερίσπαστο από τις αναμοχλεύσεις αυτές. Μέρος της γοητείας του αναμφισβήτητα πηγάζει από το γεγονός ότι για το σύγχρονο αναγνώστη αντανακλά μια φωτεινότητα σχεδόν προπτωτική. Εξίσου, όμως, ελκύει η αίσθηση της ελευθερίας που αναδίδεται από το εύρος και τις αντιφάσεις του έργου του (ακολουθίες και έμμετροι βίοι αγίων, διηγήσεις συχνά αθυρόστομες και σκανδαλιστικές από τη μυθολογία και τη Βίβλο, έμμετρη αυτοβιογραφία, δοξαστικά ποιήματα, παρακλήσεις και παραφράσεις της εκκλησιαστικής υμνογραφίας). Με σημερινά δεδομένα, το έργο του συνενώνει τη συχνά ελευθεριάζουσα γλώσσα του Νίκου Τσιφόρου και την πηγαία ευλάβεια του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Στον Καισάριο Δαπόντε αποδίδεται η ονομασία «Περιβόλι της Παναγίας» για το Άγιον Όρος: Για τούτον και με δίκαιον σε ονομάζουν όλοι Της Παναγίας Δέσποινας Κήπον και Περιβόλι.