Ιστορία και νεωτερικότητα
Τη βραχώδη ακτή, όπου διακρίνεται μια όμορφη θαλασσοσπηλιά, διαδέχεται μια εκτεταμένη παραλία. Στις πλαγιές, στην αρχή της παραλίας, στην τοποθεσία Πλατάνι, διακρίνεται ένας περιποιημένος ελαιώνας. Το ανακαινισμένο κτίσμα στην παραλία είναι οι Άγιοι Πάντες και γύρω του βρίσκονται αμπελώνες της Μονής Δοχειαρίου. Η ρεματιά μετά τους Αγίους Πάντες είναι ο Λάκκος του Καλλιγράφου. Στην ενδοχώρα βρισκόταν το μονύδριο του Καλλιγράφου, το οποίο ενσωματώθηκε στη Μονή Δοχειαρίου.
Επομένη στάση του πλοίου είναι η Μονή Δοχειαρίου. Μια σειρά κυπαρίσσια οριοθετεί σαν φράχτης τη βόρεια πλευρά της και καταλήγει χαμηλά στην παραλία σε μια συστάδα, όπου βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός και το κοιμητήριο. Είναι χτισμένη σε επικλινή πλαγιά, και αλλεπάλληλοι εξώστες και σαχνισιά διασκεδάζουν την αίσθηση του οχυρωματικού χαρακτήρα που υποδηλώνει ο επιβλητικός πύργος και ο αμυντικός πρόβολος με τις αντηρίδες στη νοτιοδυτική γωνία. Στην όψη προς τη θάλασσα διακρίνεται κεραμοπλαστική επιγραφή μέσα στην τοιχοποιία. Το συγκρότημα του αρσανά εκτείνεται στην παραλία. Είναι ανεξάρτητο από το μοναστηριακό συγκρότημα και αποτελείται από τρία κτήρια. Στη μέση είναι ο μεγάλος αρσανάς με πύργο - στους πάνω ορόφους υπάρχουν χώροι διαβίωσης για μοναχούς. Στην πρόσοψη του πύργου διατηρούνται οι καταχύστρες. Αριστερά είναι ο μικρός αρσανάς - το ισόγειο του χρησιμοποιείται ως λεμβοστάσιο, ο όροφος ως εργατόσπιτο. Δεξιά του μεγάλου αρσανά βρίσκεται ένα διώροφο εργατόσπιτο, που χρονολογείται από το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Σε όλο το μήκος της πρόσοψης του εκτείνεται φαρδύς σκεπαστός εξώστης που στηρίζεται σε λιθοδομή με διαδοχικά τόξα. Δίπλα είναι μια κρήνη.
Η κάτοψη της μονής σχηματίζει ακανόνιστο πεντάγωνο και οι πτέρυγές της ανάγονται σε διάφορες οικοδομικές φάσεις. Το κάτω μέρος της δυτικής και τμήμα της βόρειας πτέρυγας χρονολογούνται από τον 11ο ή τις αρχές του 12ου αιώνα. Η νότια πτέρυγα ανακαινίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, ενώ η βορειοανατολική ολοκληρώθηκε το 18ο αιώνα.
Ιστορία
Σε έγγραφο του 1038 η Μονή Δοχειαρίου αναφέρεται ως Μονή του Αγίου Νικολάου, Δοχειαρίου και Δάφνης. Η δεύτερη ονομασία αναφέρεται στο διακόνημα του κτήτορος οσίου Ευθυμίου, ο οποίος είχε διατελέσει συνασκητής του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου και δοχειάρης [=επιστάτης των αποθηκών, οικονόμος] στη Μεγίστη Λαύρα.
Η τρίτη ονομασία αναφέρεται στην τοποθεσία της μονής, η οποία ιδρύθηκε στο λόφο πάνω από το λιμάνι της Δάφνης, στην αρχή του δρόμου προς Σιμωνόπετρα. Το 1044 η μονή λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από Αγαρηνούς πειρατές. Ο όσιος Ευθύμιος μαζί με τους λίγους μοναχούς που διασώθηκαν εγκαταστάθηκαν αρχικά σε ορεινή τοποθεσία ψηλότερα από το χώρο της σημερινής μονής, τον οποίο αγόρασαν λίγο αργότερα από τη Μονή Ξενοφώντος. Η αλλαγή της επωνυμίας σε «Μονή των Αρχιστρατήγων (Μιχαήλ και Γαβριήλ)» πιστοποιείται ήδη από την υπογραφή του ηγουμένου της στο Τυπικό του Μονομάχου (1045/6), στο οποίο η μονή κατέχει την 24η θέση στην ιεραρχία. Τη μονή βοήθησε οικονομικά η αυτοκράτειρα Ευδοκία, σύζυγος του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα, καθώς και οι γιοι της Ανδρόνικος και Μιχαήλ Ζ' Παραπινάκης (1071-1078), καθώς και ο Ρωμανός Δ' Διογένης. Το 1078 έφτασε εκεί ο ανιψιός του οσίου Ευθυμίου, πατρίκιος Νικόλαος, ο οποίος έχαιρε της εύνοιας του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη (1078-1081). Εκάρη μοναχός, έλαβε το όνομα Νεόφυτος και διαδέχτηκε τον Ευθύμιο στην ηγουμενία. Από τα διάφορα αθωνικά Τυπικά φαίνεται ότι η Μονή Δοχειαρίου γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή κατά τους πρώτους τρεις αιώνες της ιστορίας της. Το 14ο αιώνα αντιμετώπισε δυσχέρειες και ενισχύθηκε από τον Ιωάννη Ε Παλαιολόγο και τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν. Εκείνη την εποχή, προσαρτήθηκε στη Μονή Δοχειαρίου η Μονή του Καλλιγράφου. Το 15ο και 16ο αιώνα η μονή ερημώθηκε. Ανακαινίζεται το 1568 με φροντίδα του ιερέως Γεωργίου από την Αδριανούπολη, ο οποίος θεραπεύτηκε θαυματουργικώς πίνοντας νερό από το αγίασμα των Αρχαγγέλων, και εκάρη κατόπιν μοναχός με το όνομα Γερμανός. Η ανακαίνιση έγινε με δαπάνη του ηγεμόνα της Μολδαβίας Αλέξανδρου Λεπουσνεάνου και της συζύγου του Ρωξάνδρας, η οποία εξαγόρασε υπέρ της μονής μετόχια που είχαν καταπατήσει οι Τούρκοι.
Τη γενική επιστασία της ανακαίνισης είχε ο πρώην επίσκοπος Μολδοβλαχίας Θεοφάνης, ο οποίος μετά την παραίτησή του ασκήτευσε εκεί. Μετά την καταστολή της επανάστασης στη Χαλκιδική (1821), η μονή λεηλατήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι πήραν όλους τους θησαυρούς του σκευοφυλακίου. Η μονή υπήρξε επί αιώνες ιδιόρρυθμος και μετετράπη σε κοινοβιακή με σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Δημητρίου Α το 1980, όταν επανδρώθηκε από την παρούσα συνοδεία.
Εκτός από τον ιερέα Γεώργιο και τον επίσκοπο Θεοφάνη, στη μονή εγκαταβίωσαν για μεγάλα ή μικρά διαστήματα, ο οσιομάρτυς Ιωάννης, ο οποίος υπήρξε πρόδρομος των ησυχαστών και μαρτύρησε επί Λατινοφρόνων (13ος αι.) και ο μαθητής του οσιομάρτυς Γρηγόριος, ο όσιος Γερμανός ο Μαρούλης, οι άγιοι νέοι οσιομάρτυρες Ιάκωβος (Διδυμότειχο, 1520), Ρωμανός (Βυζάντιο, 1694), Γεράσιμος ο Νέος (Κωνσταντινούπολη, 1812) και Ευθύμιος ο Πελοποννήσιος (1814). Στο μετόχι της μονής στο Σλίβεν της Βουλγαρίας έζησε ο άγιος νεομάρτυς Δημήτριος (†1841).
Το θαύμα των αρχαγγέλων
Επί ηγουμένου Νεοφύτου (11ος αι.), στο μετόχι της μονής στη Συκιά της Σιθωνίας υπήρχε κίονας με προτομή ανδρός και με την επιγραφή: «Ο κρούσας με κατά κεφαλήν ευρήσει πλήθος χρυσίου». Όσοι χτυπούσαν το κεφάλι της προτομής απέρχονταν άπραγοι, αλλά μια μέρα, με την ανατολή του ήλιου, ένας νεαρός εργάτης, ο Βασίλειος, έσκαβε στο σημείο όπου έφτανε η σκιά της προτομής και βρήκε χάλκινο Λέβητα γεμάτο χρυσά νομίσματα. Διεμήνυσε την ανακάλυψη στον ηγούμενο, ο οποίος έστειλε τρεις μοναχούς να φέρουν το θησαυρό. Ο θησαυρός φορτώθηκε σε πλοίο, αλλά οι μοναχοί κυριεύτηκαν από τον πειρασμό της φιλαργυρίας και θέλησαν να σφετεριστούν το χρυσό. Έδεσαν τον Βασίλειο χειροπόδαρα, του έδεσαν μια πέτρα στο λαιμό, τον έριξαν στη θάλασσα και είπαν στον ηγούμενο ότι τα περί θησαυρού ήταν μυθεύματα. Το ίδιο βράδυ της άφιξής τους, ο εκκλησάρης του καθολικού βρήκε τον νεαρό εργάτη, δεμένο ακόμη με την πέτρα, στο δάπεδο του καθολικού. Δύο αετοί με χρυσές φτερούγες τον ανέσυραν από το βυθό και τον έφεραν εκεί, διηγήθηκε ο Βασίλειος, ο οποίος εκάρη κατόπιν μοναχός, έλαβε το όνομα Βαρνάβας και αξιώθηκε να γίνει ηγούμενος της μονής. Οι φιλάργυροι μοναχοί εστάλησαν σε κάποιο κελλί μακριά από τη μονή, για να τελειώσουν τις μέρες τους εν μετανοία.