Ιστορία και νεωτερικότητα
Στην ξενοφωντινή πλευρά του συνόρου, πλάι σε έναν γκριζοκίτρινο βράχο, υπάρχει αγίασμα. Στο σημείο αυτό έφτασε η θαυματουργή εικόνα του αγίου Γεωργίου, που ταξίδεψε όρθια πάνω στα κύματα, και αμέσως ανέβλυσε η πηγή για να την πλύνει. Η εικόνα τώρα βρίσκεται στο νέο καθολικό της μονής. Η τοποθεσία της πηγής είναι γνωστή ως Ξυνά Νερά ή Ξυνό. Το νερό της θεωρείτο ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες, ιδιαίτερα για νεφρικές παθήσεις. Τόσο πολλοί ήταν οι μοναχοί, Ρώσοι κυρίως, που πήγαιναν εκεί, ώστε οι Ξενοφωντινοί μοναχοί ζήτησαν και κατάφεραν να εκδοθεί πατριαρχικό σιγίλλιο που απαγόρευε την επιτόπια πόση του νερού. Ωστόσο υπάρχουν μαρτυρίες ότι ακόμη και μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μπορούσε κανείς να δει Ρώσους μοναχούς να πίνουν νερό και να πλένονται στην πηγή. Πρόσφατα οικοδομήθηκε δίπλα της μικρός ναός. Δεξιά του απλώνεται μια μεγάλη αμμουδιά που φτάνει έως την παλιά προβλήτα της μονής. Ένας αναλημματικός τοίχος εκτείνεται σε όλο το μήκος της βάσης του περί βόλου. Συγκρατεί το έδαφος και δημιουργεί μια πεζούλα που χρησιμοποιείται ως λαχανόκηπος.
Ενώ η Μονή Δοχειαρίου είναι συνεπτυγμένη εξαιτίας του επικλινούς εδάφους, το κτηριακό συγκρότημα της Μονής Ξενοφώντος αναπτύσσεται απρόσκοπτα στο πεδινό άνοιγμα της ρεματιάς που σχηματίζει ο χείμαρρος Νευροκόπος. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι δύο αυτές μονές στοιχειοθετούν δύο αντιθετικά μοντέλα δόμησης που επαναλαμβάνονται συχνά στο Άγιον Όρος.
Η πεδινή τοποθεσία της Μονής Ξενοφώντος εξηγεί την ανάγκη ύπαρξης στέρεου και υψηλού οχυρωματικού περιβόλου που εξασφάλιζε την άμυνά της εναντίον επιδρομέων. Μέσα από τον οχυρωματικό περίβολο προβάλλουν το καμπαναριό και οι τρούλλοι του νέου καθολικού, του μεγαλύτερου στο Άγιον Όρος. Η Μονή Ξενοφώντος έχει δυο καθολικά, νέο και παλαιό. Άλλη ιδιαιτερότητά της είναι το γεγονός ότι ο αρσανάς της δεν είναι αυτοτελές συγκρότημα, αλλά βρίσκεται ενσωματωμένος στον οχυρωματικό περίβολο της μονής. Αυτό δεν ήταν ίσως σπάνιο φαινόμενο: υπάρχουν τα ερείπια του αρσανά του χιλανδαρινού Αγίου Βασιλείου, που χρονολογείται από το 14ο αιώνα και είναι ενσωματωμένος στον οχυρωματικό περίβολο, καθώς και η κάτοψη ενός μεγάλου αρσανά που πρόσφατα ήρθε στο φως στη Μονή Ιβήρων - ήταν ενσωματωμένος στον περίβολο και φαίνεται ότι ήταν σε χρήση μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα. Προφανώς η ενσωμάτωση του αρσανά, όπου ήταν εφικτή, πρόσφερε μεγαλύτερη ασφάλεια σε περιπτώσεις επιδρομών και πολιορκίας. Αλλώστε, πολλά βοηθητικά κτίσματα (μύλοι, ελαιοτριβεία, στάβλοι) βρίσκονται ενσωματωμένα στα φρουριακά συγκροτήματα των μονών κατά το Μεσαίωνα και μετακινούνται στα πέριξ των μονών όταν οι συνθήκες ασφαλείας το επιτρέπουν.
Η ενσωμάτωση του αρσανά υπαγόρευσε τη μετακίνηση της κυρίας εισόδου της μονής στην παρούσα θέση της και τη δημιουργία μιας ενδιάμεσης πύλης στο διαβατικό. Σήμερα χρησιμοποιείται ο νέος αρσανάς, του οποίου η προβλήτα βρίσκεται στα δεξιά της εκβολής του χειμάρρου. Η κάτοψη του μοναστηριακού συγκροτήματος έχει σχήμα επτάγωνο. Οι όψεις προς τη θάλασσα έχουν ξύλινους εξώστες και σαχνισιά. Τα υψηλά τείχη των άλλων πτερύγων διατηρούν ατόφιο τον οχυρωματικό τους χαρακτήρα. Ο αρχικός κτηριακός πυρήνας αποτελείται από τη νότια πτέρυγα με το παλαιό καθολικό, που εφάπτεται στο δυτικό τοίχο. Η επέκταση της μονής και η οικοδόμηση του νέου καθολικού χρονολογούνται από το 19ο αιώνα. Σύγχρονο τους είναι τμήμα της δυτικής πτέρυγας. Η βορειοδυτική γωνία χτίστηκε το 1802 - εκεί ήταν το παλιό αρχονταρίκι. Η νότια πτέρυγα είναι παράλληλη προς τη θάλασσα και ανοικοδομήθηκε εκ νέου μετά την πυρκαγιά του 1817, από τον πρώην μητροπολίτη Σαμακόβου, Φιλόθεο τον Λέσβιο, ο οποίος εγκαταβίωσε στη μονή όταν απομακρύνθηκε από το μητροπολιτικό θρόνο.
Ιστορία
Σε παλαιότερες εποχές, η Μονή Ξενοφώντος ήταν γνωστή ως «Μοναστήρι του Ξενόφου». Η ετυμολογία της ονομασίας από το τοπωνύμιο «Ξυνά Νερά» είναι ευφάνταστη αλλά αβάσιμη. Σύμφωνα με τοπική παράδοση, η μονή ιδρύθηκε (περίπου το 520) από τον όσιο Ξενοφώντα τον συγκλητικό, ο οποίος λέγεται ότι έχτισε το ναΐδριο του Αγίου Δημητρίου, που βρίσκεται σε επαφή με τη νότια πλευρά του παλαιού καθολικού. Πιθανότερο είναι να ιδρύθηκε από τον όσιο Ξενοφώντα, που μνημονεύεται στο Βίο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου και αναφέρεται ότι θεράπευσε στο κάθισμα του Μυλοποτάμου τον αδελφό του. Έτος ίδρυσης της μονής θεωρείται το 998. Σώζεται έγγραφο (1010) με την υπογραφή του. Την εποχή εκείνη, σύμφωνα με την παράδοση, έφτασε στην ακτή της μονής η θαυματουργός εικόνα του αγίου Γεωργίου, που οι εικονομάχοι είχαν ρίξει στη θάλασσα, και ο όσιος Ξενοφών έχτισε το ναό του Αγίου Γεωργίου (παλαιό καθολικό), κελλιά και τις υπόλοιπες αναγκαίες εγκαταστάσεις. Επί βασιλείας του Νικηφόρου Γ' Βοτανειάτη (1078-81) η μονή είχε ερημωθεί τελείως. Ήρθε τότε ο μέγας δρουγγάριος [αρχηγός του στόλου] Στέφανος, ο οποίος, με την έγκριση και συνδρομή του αυτοκράτορα, ανέλαβε, μαζί με συγγενείς του, το έργο της ανοικοδόμησης. Δώρισε επίσης στη μονή πολλές εικόνες και χειρόγραφα. Εκάρη μοναχός, έλαβε το όνομα Συμεών, αναγνωρίστηκε ως νέος κτήτορας. Έγγραφο του 1083 μνημονεύει τα γεγονότα αυτά, καθώς και τις επιταγές του οσίου Ξενοφώντος. Αναφέρει επίσης διάφορα μονύδρια της περιοχής (Αγίου Νικολάου Χρυσοκαμάρη, Θεολόγου. Δανιήλ, Νευροκόπου, Εφραίμ), που παραχωρήθηκαν και ενσωματώθηκαν στη μονή.
Το 1285 η μονή καταστράφηκε από επιδρομή Γενοβέζων πειρατών. Το 14ο αιώνα υπέστη καταστροφές από τους Καταλανούς, κατόρθωσε όμως να ανακάμψει και στο τέλος του 14ου αιώνα κατείχε την 8η θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών της εποχής εκείνης. Οι οικονομικές δυσκολίες που προέκυψαν από την Τουρκοκρατία ξεπεράστηκαν με βοήθεια ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας (1520). Το 1726 ο Ρώσος περιηγητής Μπάρσκι βρήκε τη μονή σε δεινή κατάσταση, με μόλις 3-4 μοναχούς.
Μετά από μια περίοδο ως ιδιόρρυθμη, υπήρξε η πρώτη μονή που επανέκαμψε στο κοινοβιακό σύστημα (1784) με σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Γαβριήλ Δ', και παρέμεινε έκτοτε άνευ διακοπής κοινοβιακή. Πρώτος ηγούμενος της κοινοβιακής πλέον μονής υπήρξε ο Καυσοκαλυβίτης ιερομόναχος Παΐσιος ο Λέσβιος, ο οποίος την ανακαίνισε και την επέκτεινε με τη βοήθεια του σκευοφύλακα Κωνσταντίνου και του αρχιμανδρίτη Ζαχαρία. Την αποκατάσταση της μονής μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1817 ξεκίνησε ο Φιλόθεος, το έργο του οποίου συνέχισε ο ηγούμενος Νικηφόρος από την Κύμη Ευβοίας.
Στη μονή εγκαταβιώνει σήμερα δραστήρια και ευάριθμη αδελφότητα. Ξενοφωντινή συνοδεία επάνδρωσε τη Μονή Παντοκράτορος το 1992. Ο μεγαλοπρεπής εορτασμός της χιλιετηρίδας της μονής (1998) αποτελεί ιστορικό ορόσημο για την πρόσφατη ιστορία της Αθωνικής Πολιτείας. Όταν 35 χρόνια πρωτύτερα εορτάστηκε η επέτειος της χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους (ίδρυση της Μονής Μεγίστης Λαύρας), πολλοί ήταν εκείνοι που, βλέποντας την εγκατάλειψη και ερήμωση, θεώρησαν ότι ο εορτασμός ήταν ταυτόχρονα η εξόδιος ακολουθία του αγιορείτικου μοναχισμού. Λίγο αργότερα, ωστόσο, άρχισε πληθυσμιακή και ευρύτερη ανάκαμψη, που οδήγησε στην επάνδρωση των μονών με νέες συνοδείες και στην επιστροφή τους στο κοινοβιακό σύστημα. Ο εορτασμός της χιλιετηρίδας της Μονής Ξενοφώντος, παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, του Προέδρου της Δημοκρατίας, υπουργών και προσωπικοτήτων, επισφράγισε την ανάκαμψη αυτή και παρουσίασε μια εύρωστη και δραστήρια μοναστική πολιτεία, της οποίας η απήχηση στον έξω κόσμο βρίσκεται σε επίπεδα υψηλότερα από ποτέ άλλοτε.
Στη Μονή Ξενοφώντος εγκαταβίωσε για κάποιο διάστημα ο άγιος νέος οσιομάρτυς Ακάκιος († 1815, Κωνσταντινούπολη).