Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας είναι τοποθετημένη σε ένα ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι, στη βορειοανατολική κολόνα του νέου Καθολικού της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος. Αρχικά, η εικόνα, η οποία έφτασε από την Κωνσταντινούπολη στο Άγιον Όρος, φυλασσόταν στη βορειοανατολική κολόνα του Καθολικού της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου. Το 1730 μετατοπίστηκε ως εκ θαύματος από το Βατοπαίδι για να καταλήξει στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος. Οι πατέρες της Μονής Βατοπαιδίου, όταν έμαθαν το περιστατικό, πίστεψαν ότι η εικόνα είχε κλαπεί και, έτσι, την έφεραν πίσω στη μονή. Παρά τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας, η εικόνα βρέθηκε και πάλι στη Μονή Ξενοφώντος. Έχοντας διαπιστώσει για δεύτερη φορά την εξαφάνιση, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στο θέλημα της Παναγίας. Πήγαν να προσκυνήσουν την εικόνα και αποφάσισαν, σε ανάμνηση του θαύματος, να στέλνουν κάθε χρόνο στη Μονή Ξενοφώντος εκπροσώπους με κεριά και λάδι για την εικόνα. Ακόμη, καθιερώθηκε να τελείται ολονύκτια αγρυπνία κάθε πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου.
Όσον αφορά τον εικονογραφικό της τύπο, η εικόνα της Παναγίας ακολουθεί τον καθιερωμένο τύπο της Οδηγήτριας, κατά τον οποίο η Θεοτόκος απεικονίζεται ολόσωμη. Στο ύψος των ώμων της διαβάζεται η επιγραφή «Οδηγήτρια». Ο Χριστός απεικονίζεται καθισμένος στο αριστερό της χέρι. Στην επιγραφή πάνω από το φωτοστέφανο αναφέρεται «Ιησούς Χριστός», ενώ στο ίδιο το φωτοστέφανο «Ο Ων». Οι δύο Αρχάγγελοι, Μιχαήλ και Γαβριήλ, απεικονίζονται εκατέρωθεν της Παναγίας.
Το 1815 δημιουργήθηκε ένα ασημένιο και επιχρυσωμένο πλαίσιο, το οποίο, σύμφωνα με την αντίστοιχη επιγραφή, αποτέλεσε δώρο του ηγουμένου Παϊσίου του Βυζαντίου. Στο επάνω του μέρος απεικονίζονται δύο άγγελοι και τέσσερα ασημένια μετάλλια. Στις δύο κάθετες πλευρές απεικονίζονται οι προφήτες, ενώ στο κάτω μέρος αναπαριστώνται οι άγιοι υπερασπιστές της μονής, Γεώργιος και Δημήτριος.
Η εικόνα χρονολογείται στα τέλη του 14ου - αρχές του 15ου αιώνα.