Ιστορία και νεωτερικότητα
Από τη Γιοβάνιτσα ξεκινά ο δρόμος που ανηφορίζει στους λόφους της ενδοχώρας, οδηγώντας στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου. Δεξιά, χαμηλά στη ρεματιά, φαίνεται το ζωγραφίτικο κελλί του Αγίου Σπυρίδωνος. Το έδαφος είναι αμμώδες, ενώ η γύρω περιοχή καλύπτεται από πεύκα. Το τοπίο θυμίζει τη χερσόνησο της Κασσάνδρας. Μια διακλάδωση στα δεξιά (φράχτης με συρματόπλεγμα) οδηγεί στον Άγιο Φίλιππο, μετόχι της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος. Ο ναός είναι εγκαταλειμμένος. Σήμερα διασώζεται το εξαιρετικό πολύχρωμο ξύλινο τέμπλο του. Τα διπλανά κτίσματα (μαγειρείο, τράπεζα, βαγεναριό) βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση. Ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά. Σε μικρή απόσταση, σχηματίζεται διχάλα. Η δεξιά διακλάδωση με την πινακίδα «ΧΙΛΑΗΔΑΡ ΗΟΒΙ ΠΥΤ» οδηγεί στη μονή. Ο δρόμος συνεχίζει, με πολλές στροφές, διασχίζοντας την περιοχή Ταυροκάλυβα (χειμαδιά για ταύρους, που εκτρέφονταν παλαιότερα στη χερσόνησο). Φτάνει στο οροπέδιο (υψόμετρο 305 μ) με θέα και στις δύο ακτές της αθωνικής χερσονήσου. Από εκεί μπορεί κανείς να δει τη Βουρβουρού της Σιθωνίας, το ακρωτήριο Αράπης, την κορυφή του Άθω, τον Χολομώντα και το Παγγαίο. Η περιοχή προς τον νότο ονομάζεται Πασά Κονάκι. Η περιοχή προς το βορρά είναι γνωστή ως το Πρώτο Νερό, με τη λίμνη και τους αμπελώνες. Εκεί στρατοπέδευσε ο Στέφανος Δουσάν (1347). Σύμφωνα με την παράδοση, αυτός παραβίασε το Άβατο φέρνοντας μαζί του τη γυναίκα του. Στο τμήμα αυτό της διαδρομής συναντά κανείς τα λαυράτα, πετρόχτιστους οριοδείκτες της κτηματικής έκτασης των μονών. Στις δυο απέναντι όψεις υπάρχουν μαρμάρινες πλάκες με χαραγμένο το σήμα κατατεθέν της μονής, το ίδιο που χρησιμοποιούσαν για τη σήμανση των υποζυγίων. Ο δρόμος αρχίζει να κατηφορίζει. Στα δεξιά υπάρχει η διακλάδωση που οδηγεί στη μονή Ζωγράφου. Αριστερά, μέσα στη ρεματιά του χειμάρρου Γερακοφωλιά, συναντάμε τα ερείπια του καθίσματος της Αγίας Τριάδας, με τις πλούσιες τοιχογραφίες (1680). Πρόσφατες ανασκαφές έφεραν στο φως εξαιρετικά έργα (13ος αι.) στην κόγχη παλαιότερου ναού. Στην περιοχή του καθίσματος, γνωστή και ως Σπάσοβα Βόντα (Πηγή Σωτήρος), ο κράλης Στέφανος ο Πρωτοστεφής (1262) έχτισε τον Πύργο της Μεταμόρφωσης, ο οποίος δεν σώζεται. Τον 19ο αιώνα, το κάθισμα λειτουργούσε ως σκήτη, ενώ διέθετε καλύβεις, όπου εγκαταβίωναν Ρώσοι μοναχοί. Σε κοντινή απόσταση, προβάλλει μέσα από τη ρεματιά η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου.
Αρχικά, βλέπει κανείς την ανατολική πτέρυγα με τους πύργους του Αγίου Σάββα και του Αγίου Γεωργίου. Ο δρόμος φτάνει στην είσοδο της μονής. Ωστόσο, για να έχει κανείς σφαιρική εικόνα του οικοδομικού συγκροτήματος, θα πρέπει να δει τη μονή ερχόμενος από τη θάλασσα.
Ο αρσανάς της ανατολικής ακτής απέχει 2,5 χλμ. από τη μονή. Βρίσκεται στον όρμο που ορίζεται από τον λόφο της Σαμάρειας (ανατολικά) και το ακρωτήριο Συμεών (δυτικά). Οι παλιότεροι δύο αρσανάδες της μονής βρίσκονταν ανατολικά και δυτικά του καθίσματος του Αγίου Βασιλείου. Εγκαταλείφθηκαν, καθώς δεν πρόσφεραν ασφαλή ελλιμενισμό. Τα κτίσματα του σημερινού αρσανά χρονολογούνται από το 1584. Το 1622 εκδόθηκε άδεια επισκευής του λιμανιού. Το κτίσμα, που υπάρχει εκεί, είναι διώροφο. Μεταξύ άλλων, υπάρχουν δυο εργατόσπιτα, καθώς και ο πύργος Καραούλι. Κοντά στον πύργο διακρίνονται τα ερείπια της κατοικίας του Τούρκου φύλακα. Στο αρσανόσπιτο στεγάζεται ο αστυνομικός σταθμός. Απέναντι από τον αρσανά είναι η βραχονησίδα Άγιος Βασίλειος και δυτικότερα, πάνω σε ένα βραχώδες ύψωμα της ακτής, βρίσκεται το κάθισμα του Αγίου Βασιλείου (γνωστό και ως Παλαιομονάστηρο). Ο έντονος οχυρωματικός χαρακτήρας του, ο αμυντικός περίβολος και ο πύργος, δεν αφήνει αμφιβολία για τον σκοπό της οικοδόμησής του και τη λειτουργία του. Το αρχαιότερο οικοδόμημα είναι ο πύργος, ο οποίος κατασκευάστηκε το 1300-1302 από τον βασιλιά της Σερβίας Μιλούτιν (1282-1321), μετά από αίτημα των μοναχών, που ζητούσαν προστασία από τις επιδρομές των πειρατών. Το κτίσμα ήταν επίσης γνωστός ως «οχυρό της Χρυσής» (Hrusija Pyrgos), από την αρχαία πόλη Χρυσή, που έδωσε στην περιοχή την ονομασία της. Ο πύργος (κάτοψη 11x13,5 μ., ύψος 15 μ. αpό το επίπεδο της αυλής) είχε στον πάνω όροφο παρεκκλήσιο που κατέρρευσε. Το μονύδριο ιδρύθηκε από τον Όσιο Βασίλειο, μαθητή του Αγίου Ευθυμίου του Νέου και ήταν αφιερωμένο στην Ανάληψη του Κυρίου. Οι μοναχοί του μονυδρίου ζούσαν σχεδόν μαζί με τους μοναχούς της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου. Μάλιστα, φαίνεται πως υπήρχε το έθιμο, μετά την αγρυπνία της Αναλήψεως, οι Χιλανδαρινοί και οι Εσφιγμενίτες μοναχοί να κάνουν αμφότεροι λιτανεία και να συναντιούνται στον Άγιο Βασίλειο. Το οχυρό επικοινωνούσε με την ξηρά με κινητή γέφυρα. Η θέση του και η οχυρωματική του υποδομή, όπως, για παράδειγμα, ο αρσανάς που είναι ενσωματωμένος στον αμυντικό περίβολο, το ανέδειξαν σε ένα από τα σπουδαιότερα σημεία ελλιμενισμού του Αγίου Όρους. Επιπλέον, καθώς ο Μιλούτιν το είχε προικοδοτήσει με τίτλους και μετόχια, ο Άγιος Βασίλειος έχαιρε μιας σχετικής οικονομικής ανεξαρτησίας από την κυρίαρχη μονή. Ήταν, άλλωστε, γνωστός με την ονομασία Παλαιομονάστηρο, πράγμα που αποδεικνύει πως λειτουργούσε ως μονύδριο, γεγονός που τεκμηριώνεται και από την ύπαρξη τράπεζας και πτερύγων με κελλιά. Γύρω στο 1330, ο γιος του Μιλούτιν, Στέφαν Ντετσάνσκι, έχτισε, μέσα στο οχυρό, ναό με τριμερές ιερό αφιερωμένο στον Άγιο Βασίλειο. Από τότε επικράτησε η σημερινή του ονομασία. Ο πύργος υπέστη ζημιές από σεισμό και σήμερα αναστηλώνεται.
Στις πλαγιές της Σαμάρειας σώζονται τα ερείπια του Παλαιοκάστρου, παλαιού οχυρωματικού τείχους, το οποίο θεωρείται πως χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήριο. Το ακρωτήριο Συμεών διασώζει το όνομα του αρχαίου μονυδρίου του Αγίου Συμεών του Βοροσκόπου, το οποίο ενσωματώθηκε στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου. Στον ορίζοντα φαίνονται οι διαδοχικές παραλίες Καλίτσι και Μηνίτσι, που επίσης διασώζουν τα ονόματα των αρχαίων μονυδρίων του Κάλυκος και του Μηνίτζη.
Εδώ τα ονόματα είναι διαρκέστερα
Από τα ίδια τα πρόσωπα και τα αράγματα.
Σ. Σ. Χαρκιανάκης, Άγιον Όρος.
Λίγο πιο πέρα βρίσκεται ο πλατύς όρμος Γης Χιλιαδούς. Το τοπωνύμιο υποδηλώνει μεγάλο ψαρότοπο, όπου μπορεί κανείς να ψαρέψει έως και χίλιες τούνες. Η ακτή μετά τη Χιλιαδού ανήκει στη χερσόνησο του Πετροβουνίου, που απολήγει στο ακρωτήριο Αράπης και στις νησίδες Στυλιάρια.
Πεντακόσια μέτρα περίπου από τον αρσανά, με κατεύθυνση προς το εσωτερικό, στην εύφορη παραλιακή πεδιάδα, βρίσκεται ο πύργος του Μιλούτιν. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν πως αυτός ήταν στην πραγματικότητα ο «Πύργος της Χρυσής» και όχι ο Άγιος Βασίλειος. Ο πύργος είναι επίσης γνωστός ως «Πύργος του Καβαλάρη». Είναι σύγχρονος του πύργου του Αγίου Βασιλείου. Χτίστηκε από τον Στέφανο Β' Ούρος Μιλούτιν (1282-1321) σε μια εποχή που οι πειρατικές επιδρομές ήταν σε έξαρση. Ο πύργος έχει ισόγειο και πέντε ορόφους. Στη βόρεια, δυτική και ανατολική όψη έχει από τρεις πεσσούς, ανάλογους με εκείνους του πύργου του Αγίου Σάββα. Στη νότια όψη δύο από τους πεσσούς είναι ενωμένοι με λιθοδομή, η οποία περικλείει τη σκάλα ανόδου στους πάνω ορόφους. Σώζονται, επίσης, ερείπια ενός εργατόσπιτου των αρχών του 20ού αιώνα. Φαίνεται πως τον 18ο αιώνα υπήρχαν τρία ή τέσσερα εργατόσπιτα μέσα στον μπαρμπακά. Στον τελευταίο όροφο υπήρχε παρεκκλήσιο, από το οποίο διασώζονται οι κόγχες του ιερού. Η αφιέρωση του ναού δεν έχει επιβεβαιωθεί. Η είσοδος βρίσκεται στη νότια όψη και η αρχική απόστασή της από το έδαφος θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από τη σημερινή. Η νότια όψη προστατεύεται από οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος αρχικά ήταν μεγαλύτερος. Ο πύργος αποτέλεσε αντικείμενο συντήρησης κατά το 1963-64. Στο βάθος, προς τον λόφο της Σαμάρειας, διακρίνεται το κάθισμα του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, το οποίο αποτελεί εξάρτημα της μονής.
Από τον πύργο του Μιλούτιν μέχρι την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, ο δρόμος προχωρά μέσα σ' έναν εντυπωσιακό κυπαρισσώνα. Στα αριστερά συναντάμε τη διακλάδωση του δρόμου προς την Ιερά Μονή Εσφιγμένου, το προσκυνητάρι με τον Σταυρό του Στέφανου Δουσάν και την κρήνη με την αναμνηστική επιγραφή της επίσκεψης του βασιλιά Αλεξάνδρου Α' Οβρένοβιτς της Σερβίας (1896). Ανεβαίνοντας προς τη μονή, αποκτά κανείς καλύτερη θέα, αντικρύζοντας τα περιβόλια, τα εργατόσπιτα και τα βοηθητικά κτήρια. Στην Ιερά Μονή Ιβήρων, ο ζωτικός αυτός χώρος εκτείνεται πίσω από τη μονή, στον Ιβηρίτικο Λάκκο.
Εδώ, ο ζωτικός χώρος προηγείται της μονής. Αφήνουμε τον δρόμο και ακολουθούμε το λιθόστρωτο μονοπάτι (δεξιά), ώστε να περάσουμε από το προσκυνητάρι της Παναγίας Τριχερούσας, με τις σπουδαίες τοιχογραφίες (1809), οι οποίες σχετίζονται με το ιστορικό της εικόνας και την έλευσή της στη μονή. Η κάτοψη της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου σχηματίζει ένα ακανόνιστο πολύγωνο. Η ποικιλομορφία της αρχιτεκτονικής των πτερύγων αντανακλά τις διάφορες οικοδομικές φάσεις.
Ιστορία
Πολλές και ευφάνταστες ετυμολογικές ερμηνείες έχουν προταθεί για το όνομα της μονής. Θεωρείται πως προέρχεται από το χίλιοι+άνδρες/αντάρτες (εις μνήμη του αριθμού των επιδρομέων), από το χίλιοι+αντάρα (εκ του χέειν τον τόπου αντάραν [ομίχλη]), από το χίλιοι+άντρα (σπήλαια), από το περσικό Χιλάν Τιρ (επαρχία του θεού Τιρ) ή από το χελάνδιο (είδος βυζαντινού πλοίου - αναφορά στο υποτιθέμενο σχήμα της μονής). Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για όνομα προερχόμενο από τον κτήτορα (Χελανδάριος ή Χελανδάρις) μικρού μονυδρίου, ο οποίος αναφέρεται σε έγγραφο του 10ου αιώνα. Το μονύδριο πέρασε από μια περίοδο μεγάλης παρακμής και ερημώθηκε, καθώς έγγραφο του 1015 το περιγράφει ως ελληνικό και παντελώς εγκαταλειμμένο. Το 1169 εντοπίζεται η τελευταία αναφορά στην ονομασία Χελανδάρι. Έκτοτε η μονή είναι γνωστή ως μονή Χιλανδαρίου.
Η ίδρυσής της συνδέεται με τον κράλη Στέφανο Νεμάνια και τον νεαρότερο γιο του Ράτσκο. Ο Ράτσκο απαρνήθηκε τα εγκόσμια, εκάρη μοναχός στο Άγιον Όρος και έλαβε το όνομα Σάββας. Ο κράλης Στέφανος ακολούθησε το παράδειγμα του γιου του: παραιτήθηκε από τον θρόνο και ασπάστηκε εξίσου τον μοναχικό βίο. Εκάρη μοναχός στη Στουντένιτσα, εγκαταβίωσε για ένα διάστημα στο Παπίκιον όρος, όπου υπήρχε ακμάζουσα μοναστική πολιτεία, και, τέλος, ήρθε στο Άγιον Όρος, όπου μόνασε μαζί με τον κατά σάρκα γιο του στη μονή Βατοπεδίου. Μετά από παράκληση του διαδόχου του στον θρόνο, η μονή Βατοπεδίου παραχώρησε στον Σάββα και στον Συμεών το ερημωμένο μονύδριο του Χελανδαρίου. Η παραχώρηση επικυρώθηκε με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ' Αγγέλου (1198), που όριζε πως το μονύδριο «είναι τοις Σέρβοις δώρον αιώνιον». Όπως, λοιπόν, η μονή Ιβήρων προήλθε εκ της πλευράς της μονής Μεγίστης Λαύρας, έτσι και η μονή Χιλανδαρίου προήλθε από την πλευρά της μονής Βατοπεδίου. Όπως η μονή Ιβήρων, έτσι και η μονή Χιλανδαρίου απέκτησε με χρυσόβουλλο το δικαίωμα κτήσης και χρήσης μεγάλου πλοίου χωρητικότητας 1.000 μοδίων.
Μεταξύ των δύο μονών αναπτύχθηκαν δεσμοί πνευματικής συγγένειας, ενώ επικράτησε, ακόμη, το έθιμο αποστολής αντιπροσώπου της μιας που προεξάρχει στην πανήγυρι της άλλης. Οι Άγιοι Σάββας και Συμεών ανοικοδόμησαν το μονύδριο και, ως εκ τούτου, θεωρούνται κτήτορες της μονής. Ο Συμεών κοιμήθηκε προτού ολοκληρωθούν οι εργασίες (13.2.1199), τις οποίες έφερε εις πέρας ο Σάββας. Στην προσπάθειά τους τους συνέδραμε ο αδελφός του Αγίου Σάββα, Στέφανος Β'. Ο Σάββας συνέταξε το Τυπικό της μονής, σύμφωνα με εκείνο της κοινοβιακής μονής Ευεργέτιδος, που με τη σειρά του ακολουθούσε το Τυπικό της μονής Στουδίου.
Το Τυπικό όριζε πως η μονή είναι ανεξάρτητη από την εξουσία του Πρώτου και του αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα, ο Σάββας εξελέγη αρχιεπίσκοπος Σερβίας και έφυγε από την κοινότητα. Πολλοί Σέρβοι άρχισαν, τότε, να έρχονται για να μονάσουν εκεί, την οποία ευεργέτησαν ιδιαίτερα οι αυτοκράτορες Ιωάννης Βατάτζης και Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος. Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της οδήγησε στην προσάρτηση και ενσωμάτωση σ' αυτήν πολλών μονυδρίων της περιοχής (Αγίου Βασιλείου, Κομίτισσας, Κάλυκα, Παπαρνικίων, Ομολογητού, Στροβηλαίας, Ζυγού). Το μονύδριο του Ζυγού κατείχε την 4η θέση στην ιεραρχία, και τη θέση αυτή κληρονόμησε και έκτοτε διατηρεί η Μονή Χιλανδαρίου. Οι κτηματικές εκτάσεις της σύντομα έφτασαν να καλύπτουν όλη την ενδοχώρα της χερσονήσου, από την ανατολική έως τη δυτική ακτή. Την οικονομική ακμή συνόδευσε πνευματική άνθηση: η μονή κατέστη πόλος και φάρος πνευματικός για τους Σέρβους και ανέδειξε πληθώρα ιεραρχών, αρχιερέων και πατριαρχών. Πολλούς ανεκτίμητους θησαυρούς απέκτησε η μονή, την οποία βοήθησαν οικονομικά Σέρβοι ηγεμόνες όπως ο κράλης Μιλούτιν, ο κράλης Στέφανος Δουσάν (1347), ο πρίγκιπας (κνιάζ) Λάζαρος, ο δεσπότης Μπράνκοβιτς, καθώς και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος. Η ακμή της συνεχίστηκε και μετά την τουρκική κατάκτηση, χάρη σε χορηγίες Ρώσων τσάρων και ηγεμόνων των παραδουνάβιων χωρών. Ο αριθμός των Σέρβων μοναχών στη μονή και γενικότερα στο Όρος αυξανόταν. Σερβική επίσης ήταν η Μονή Αγίου Παύλου, και συχνά, την εποχή εκείνη, ο Πρώτος του Αγίου Όρους ήταν Σέρβος.
Τον 17ο αιώνα η μονή πέρασε σε περίοδο παρακμής και μαρασμού. Ο αριθμός των Σέρβων μοναχών μειώθηκε, ενώ επικράτησαν (γύρω στα 1762) οι βουλγαρόφωνοι, μεταξύ των οποίων και ο μοναχός Παΐσιος († 1798), συγγραφέας του έργου Ιστορία Σλαβοβουλγαρική περί των λαών, των βασιλέων, και των αγίων των Βουλγάρων, συλλεγείσα και τακτοποιηθείσα υπό Παϊσίου, ιερομονάχου τον Αγίου Όρους, προς ωφέλεια του βουλγαρικού λαού, που συνέβαλε ιδιαίτερα στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Βουλγάρων. Η μονή καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από πυρκαγιά, κατά το 1722 και 1891. Η επίσκεψη του βασιλιά της Σερβίας Αλεξάνδρου Α' Οβρένοβιτς (1896), ο οποίος εξόφλησε όλο το χρέος της, οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των Σέρβων μοναχών, που τελικά επικράτησαν και ανέλαβαν ξανά τη διοίκησή της. Όταν το Άγιον Όρος απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό (1912), η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις για την υπαγωγή του Άθω στην ελληνική επικράτεια, ενώ αντιθέτως η Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος επεδίωκε τη διεθνοποίηση του καθεστώτος του.
Εκτός από τους Αγίους Σάββα και Συμεών, στη μονή εγκαταβίωσε ο ανιψιός του Αγίου Σάββα, ο Πρενησλάβ, γιος του κράλη Στέφανου του Πρωτοστεφούς. Αυτός εκάρη μοναχός, έλαβε το όνομα Σάββας και αργότερα εξελέγη αρχιεπίσκοπος των Σέρβων († 1271). Εκεί, μόνασαν, επίσης, οι μετέπειτα αρχιεπίσκοποι Ευστάθιος Α' († 1286), Νικόδημος († 1325 περ.), Δανιήλ Β' († 1338), Εφραίμ († 1399) και οι ιεράρχες Σάββας Σερρών και Κύριλλος Μελενίκου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Χιλανδάρι όταν απομακρύνθηκαν από τον θρόνο τους. Σε μετόχι της μονής στον Στρυμόνα εκάρη μοναχός και έζησε έως τον θάνατό του, το 1459, ο Γρηγόριος ο Τυφλός, γιος του ηγεμόνα Γεωργίου Μηράνκοβιτς. Ακόμη, μόνασε εκεί ο νεομάρτυρας Κύριλλος, που μαρτύρησε διά πυρός στη Θεσσαλονίκη, μπροστά στον ναό των Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στον Ιππόδρομο το 1586. Όταν κατεδαφίστηκε ο παλαιός ναός για να χτιστεί ο σημερινός (1972), βρέθηκαν, μέσα σε λάρνακα, θρύμματα οστών και υπολείμματα πυρός. Χιλανδαρινός ιερομόναχος υπήρξε και ο Άγιος Ραφαήλ του Βανάτου (τέλη 16ου-αρχές 17ου αι.), σπουδαίος ασκητής και θαυματουργός. Στη μονή εκάρη μοναχός, χειροτονήθηκε ιερομόναχος και έφτασε να γίνει προηγούμενος ο Οσιομάρτυρας Δαμασκηνός από το Γκάμπροβο († 1771). Μετέβη στο Σφιστόβι της Βουλγαρίας για να μαζέψει τις προσόδους από το μετόχι της μονής. Για να αποφύγουν, τότε, την καταβολή των οφειλών, οι Τούρκοι της περιοχής έβαλαν κρυφά στο μετόχι μια γυναίκα και τον κατηγόρησαν πως είχε αμαρτήσει. Παρά τις αντιρρήσεις του δικαστή, θανατώθηκε με απαγχονισμό. Οι υπαίτιοι της καταδίκης του πνίγηκαν λίγο αργότερα στον Δούναβη. Στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου εγκαταβίωσε, επίσης, ο Οσιομάρτυρας Ονούφριος († 1818, Χίος), καθώς και ο Οσιομάρτυρας Ακάκιος ο Ιβηροσκητιώτης.
Άγιος Σάββας
Το 1219 ο Άγιος Σάββας μετέβη στη Νίκαια, την έδρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επί φραγκικής κατοχής της Κωνσταντινουπόλεως, έπεισε τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία της Σερβικής Εκκλησίας και εξελέγη πρώτος αρχιεπίσκοπος των Σέρβων. Οργάνωσε με σοφία την αρχιεπισκοπή του, στήριξε την ορθόδοξη πίστη και καταπολέμησε τις αιρέσεις. Έχτισε πλήθος μονών, ναούς και σχολεία. Δυο φορές μετέβη στους Αγίους Τόπους, συμφιλίωσε τους ηγεμόνες αδελφούς του και συνέβαλε δραστικά στην πνευματική και πολιτισμική ανάπτυξη των συμπατριωτών του. Συνέταξε τα Τυπικά των μονών Χιλανδαρίου και Στουντένιτσας, καθώς και την ακολουθία και τον βίο του κατά σάρκα πατέρα του Αγίου Συμεών. Είναι ο πρώτος Σέρβος λόγιος και συγγραφέας. Κοιμήθηκε στο Τίρνοβο της Βουλγαρίας. Τα τίμια λείψανά του μετέφερε στη μονή Μιλέσεβου ο κράλης Βλαντισλάβ. Το 1594 οι Τούρκοι τα αφαίρεσαν και τα έκαψαν στο Βελιγράδι. Η μνήμη του τιμάται στις 14/1 (το ιδιόχειρο Τυπικό του Αγίου Σάββα του Χιλανδαρινού, 1199).
Ερχόμενοι από τον αρσανά και τον Άγιο Βασίλειο, βλέπουμε τα περιβόλια της μονής, τη βορειοδυτική πτέρυγα με τα πολύχρωμα σαχνισιά και τους εξώστες, καθώς και τον κοιμητηριακό ναό (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου). Παλαιότερα ήταν αφιερωμένος στους Αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Πρόκειται για κτητορικό ναό που οικοδομήθηκε επί κράλη Μιλούτιν. Ανακαινίσεις του 1762 (επί ηγουμενίας Γερασίμου) και του 1868 αφαίρεσαν το περιστύλιο και τροποποίησαν την οροφή του. Η χρονολόγησή του στις αρχές του 14ου αιώνα τεκμηριώνεται από τμήματα έξοχων τοιχογραφιών της Μακεδονικής Σχολής, που ήρθαν στο φως κατά το 1979, καθώς και από το γεγονός πως ακολουθεί την τυπολογία του διώροφου κοιμητηριακού ναού, με οστεοφυλάκιο στο ισόγειο, που πρωτοεμφανίστηκε στη Μεσοβυζαντινή εποχή και ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο στη Σερβία και στη Βουλγαρία, από τον 12ο αιώνα και εξής. Ο ναός έχει κάτοψη ορθογωνίου τετραπλεύρου (16x8 μ.). Στη νότια όψη του ορόφου βρίσκονται διαδοχικά κεραμικά τόξα, που πλαισιώνουν τα παράθυρα. Η είσοδος είναι τοποθετημένο στο μέσον της νότιας πλευράς. Διαθέτει πρόστεγο που στηρίζεται σε ισχυρούς μαρμάρινους κίονες. Ο ναός είναι καμαροσκέπαστος, ενώ στο ιερό υπάρχουν τρεις κόγχες. Η κεντρική διαθέτει θόλο που σχηματίζει τεταρτοσφαίριο, ενώ οι άλλες δύο διαθέτουν σταυροθόλια. Αξιόλογο είναι το τέμπλο, με τον πλούσιο διάκοσμο από φυτικά μοτίβα, καθώς και τα βημόθυρα. Οι τοιχογραφίες που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα βρίσκονται στο ιερό και εικονίζουν τους ιεράρχες. Δίπλα στην είσοδο, στο περιβόλι, βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Αγίου Τρύφωνος (1620, ανακαίνιση 1779) με τον κομψότατο τρούλο και τις τοιχογραφίες του Γεωργίου Μητροφάνοβιτς.
Τα θεμέλιά του εισχωρούν σε βάθος 7,5 μ. κάτω από το επίπεδο της επιφάνειας της γης. Είναι πιθανό να υπήρχε στέρνα ή, ακόμη, πηγάδι. Ο Μπάρσκι παρατηρεί πως κάποιοι όροφοι του πύργου χρησιμοποιούνταν ως χώροι εγκλεισμού των απείθαρχων μοναχών. Στον πρώτο όροφο σώζονται τμήματα μιας τοιχογραφίας με φυτικό διάκοσμο (11ος-12ος αι.). Το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου είναι κατάγραπτο στο εσωτερικό του, ενώ οι εξωτερικές του όψεις βλέπουν προς τον περίδρομο. Οι τοιχογραφίες είναι έργα Μακεδονικής Σχολής (α' μισό 13ου αι.). Εικονίζουν σκηνές από την Καινή Διαθήκη, τον βίο του Αγίου Γεωργίου, καθώς και άλλους αγίους. Επιζωγραφίστηκαν το 1684. Η παρούσα μορφή του παρεκκλησίου προκύπτει από τις ανακαινίσεις που έκανε ο μητροπολίτης Ερζεγοβίνης Βασίλειος. Ο τρούλος προστέθηκε τον 19ο αιώνα. Οι τοιχογραφίες του τρούλου (Παντοκράτωρ, άγγελοι, προφήτες) είναι έργο του Έλληνα μοναχού Γενναδίου (1851). Τρία θωράκια (11ος αι.) είναι ενσωματωμένα στο δάπεδο. Δίπλα στον πύργο του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται αντίστοιχο νεότερο κτίσμα (1784).
Η μεγαλογράμματη επιγραφή αναφέρει: «Ένδον τρέφει σε Γαβριήλ ναού Κόρη ήξει δε μικρόν και το χαίρε σοι λέγων». Στο προσκυνητάρι στον αριστερό ανατολικό κίονα βρίσκεται η εικόνα της Θεοτόκου και των Αγίων Σάββα και Συμεών. Στον αριστερό δυτικό κίονα είναι τοποθετημένη η εικόνα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, η οποία φέρει ογκώδη και ανάγλυφη επένδυση. Στον απέναντι κίονα, δεξιά, πλάι στον δεσποτικό θρόνο, βρίσκεται η εφέστια εικόνα της μονής, η Παναγία Τριχερούσα. Πρόκειται για αμφιπρόσωπη εικόνα, που φέρει παράσταση του Αγίου Νικολάου στο πίσω της μέρος. Ο Άγιος Σάββας την έφερε από την Παλαιστίνη και, σύμφωνα με την παράδοση, είναι εκείνη που θαυματουργικώς αποκατέστησε το χέρι του υπερμάχου των εικόνων Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, όταν του το απέκοψε ο χαλίφης μετά από τις διαβολές των εικονομάχων. Από ευγνωμοσύνη, ο Άγιος Ιωάννης τής αφιέρωσε το χέρι, που φαίνεται με αργυρεπίχρυση επένδυση στο κάτω αριστερό μέρος της εικόνας. Την εικόνα τιμούσαν ιδιαίτερα στην πόλη των Σκοπίων, που ήταν τότε πρωτεύουσα του σερβικού κράτους. Μεταφέρθηκε στη μονή με τρόπο θαυματουργικό. Αξιοπρόσεκτη είναι η παράσταση του Χριστού σε μια από τις εικόνες της Θεοτόκου, όπου το Θείο Βρέφος εικονίζεται με γιλέκο αντί για ιμάτιο και τα μαλλιά του χτενισμένα σε πυκνούς βοστρύχους.
Τα εξαρτήματα της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου περιλαμβάνουν 26 κελλιά. Δύο από αυτά είναι στην περιοχή της μονής, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από τις Καρυές. Τα 11 από αυτά κατοικούνται. Ιστορικό είναι το Τυπικαριό του Αγίου Σάββα, ησυχαστήριο της μονής στις Καρυές, καθώς και το κελλί Πατερίτσα, στην κοντινή περιοχή της αγιορείτικης πρωτεύουσας.



