Ιστορία και νεωτερικότητα
Από τη Γιοβάνιτσα ξεκινά αμαξιτός δρόμος που ανηφορίζει στους λόφους της ενδοχώρας και οδηγεί στη Μονή Χιλανδαρίου. Δεξιά, χαμηλά στη ρεματιά, φαίνεται το ζωγραφίτικο Κελλί του Αγίου Σπυρίδωνος. Το έδαφος είναι αμμώδες, το ανάγλυφο μάλλον ήπιο· επικρατεί το πεύκο. Το τοπίο θυμίζει τη χερσόνησο της Κασσάνδρας. Μια διακλάδωση στα δεξιά (φράχτης με συρματόπλεγμα) οδηγεί στον Άγιο Φίλιππο, μετόχι της Μονής Ξενοφώντος. Ο ναός είναι εγκαταλειμμένος· σώζεται το εξαιρετικό πολύχρωμο ξύλινο τέμπλο. Τα διπλανά κτίσματα (μαγειρείο, τράπεζα, βαγεναριό) είναι σε ερειπιώδη κατάσταση. Ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικός. Λίγο πιο πέρα, σχηματίζει διχάλα. Ακολουθήστε τη δεξιά διακλάδωση με την πινακίδα «ΧΙΛΑΗΔΑΡ ΗΟΒΙ ΠΥΤ». Ο δρόμος συνεχίζει με πολλές στροφές και διασχίζει την περιοχή Ταυροκάλυβα (χειμαδιά για ταύρους, που εκτρέφονταν παλαιότερα στη χερσόνησο). Φτάνει σε ένα οροπέδιο (υψόμετρο 305 μ) με θέα και στις δύο ακτές της αθωνικής χερσονήσου, μέχρι τη Βουρβουρού της Σιθωνίας, το ακρωτήριο Αράπης, την κορυφή του Άθω, τον Χολομώντα και το Παγγαίο. Η περιοχή προς το νότο λέγεται Πασά Κονάκι. Η περιοχή προς το βορρά είναι το Πρώτο Νερό, με λίμνη και αμπελώνες. Εκεί στρατοπέδευσε ο Στέφανος Δουσάν (1347)· λέγεται ότι παραβίασε το Άβατο φέρνοντας μαζί του τη γυναίκα του. Στο τμήμα αυτό της διαδρομής συναντά κανείς τα λαυράτα, πετρόχτιστους οριοδείκτες της κτηματικής έκτασης των μονών. Στις δυο απέναντι όψεις υπάρχουν μαρμάρινες πλάκες με χαραγμένο το σήμα της μονής, το ίδιο σήμα που χρησιμοποιούσαν για τη σήμανση των υποζυγίων. Ο δρόμος αρχίζει να κατηφορίζει. Συναντάμε τη διακλάδωση (δεξιά) του μονοπατιού για τη Μονή Ζωγράφου. Αριστερά συναντάμε μέσα στη ρεματιά του χειμάρρου Γερακοφωλιά τα ερείπια του Καθίσματος της Αγίας Τριάδος, με τοιχογραφίες (1680). Πρόσφατες ανασκαφές έφεραν στο φως εξαιρετικές τοιχογραφίες (13ος αι.) στην κόγχη παλαιότερου ναού. Στην περιοχή του καθίσματος, γνωστή ως Σπάσοβα Βόντα (Πηγή Σωτήρος), έχτισε ο κράλης Στέφανος ο Πρωτοστεφής (1262) τον Πύργο της Μεταμόρφωσης, που δεν σώζεται. Το 19ο αιώνα το κάθισμα λειτουργούσε ως σκήτη και είχε καλύβες, όπου εγκαταβίωναν Ρώσοι μοναχοί. Λίγο πιο πέρα, προβάλλει μέσα στη ρεματιά η Μονή Χιλανδαρίου.
Φαίνεται η ανατολική πτέρυγα με τον πύργο του Αγίου Σάββα, και ο πύργος του Αγίου Γεωργίου. Ο δρόμος φτάνει στην είσοδο της μονής. Για να σχηματίσει όμως κανείς σωστότερη εικόνα του οικοδομικού συγκροτήματος, πρέπει να δει τη μονή ερχόμενος από τη θάλασσα.
Κάθισμα Αγίου Βασιλείου Ο αρσανάς της ανατολικής ακτής απέχει 2,5 χλμ. από τη μονή. Βρίσκεται στο μυχό ενός όρμου που ορίζεται από το λόφο της Σαμάρειας (ανατολικά) και το ακρωτήριο Συμεών (δυτικά). Οι παλιότεροι δύο αρσανάδες της μονής βρίσκονταν ανατολικά και δυτικά του Καθίσματος του Αγίου Βασιλείου. Εγκαταλείφθηκαν γιατί δεν πρόσφεραν ασφαλή ελλιμενισμό, και ερείπωσαν. Τα κτίσματα του σημερινού αρσανά χρονολογούνται από το 1584. Το 1622 εκδόθηκε άδεια επισκευής του λιμανιού. Το κτίσμα του αρσανά είναι διώροφο. Υπάρχουν δυο εργατόσπιτα και ο πύργος Καραούλι. Κοντά στον πύργο διακρίνονται τα ερείπια της κατοικίας του Τούρκου φύλακα. Στο αρσανόσπιτο στεγάζεται ο αστυνομικός σταθμός. Απέναντι από τον αρσανά είναι η βραχονησίδα Άγιος Βασίλειος, και δυτικότερα από τον αρσανά, πάνω σε ένα βραχώδες έξαρμα της ακτής, βρίσκεται το Κάθισμα του Αγίου Βασιλείου (γνωστό και ως Παλαιομονάστηρο). Ο έντονος οχυρωματικός χαρακτήρας του, ο αμυντικός περίβολος και ο πύργος δεν αφήνουν αμφιβολία για το σκοπό της οικοδόμησής του και τη λειτουργία του. Το αρχαιότερο κτίσμα είναι ο πύργος, που χτίστηκε το 1300-1302 από τον βασιλιά της Σερβίας Μιλούτιν (1282-1321) μετά από αίτημα των μοναχών, που ζητούσαν προστασία από επιδρομές πειρατών. Ο πύργος ήταν επίσης γνωστός ως «οχυρό της Χρυσής» (Hrusija Pyrgos), από την αρχαία πόλη Χρυσή, που έδωσε στην περιοχή την ονομασία της. Ο πύργος (κάτοψη 11x13,5 μ., ύψος 15 μ. αpό το επίπεδο της αυλής) είχε στον πάνω όροφο παρεκκλήσιο που κατέρρευσε. Το μονύδριο ιδρύθηκε αpό τον όσιο Βασίλειο, μαθητή του αγίου Ευθυμίου του Νέου και ήταν αφιερωμένο στην Ανάληψη του Κυρίου. Οι μοναχοί του μονυδρίου ζούσαν σχεδόν μαζί με τους μοναχούς της Μονής Εσφιγμένου και φαίνεται ότι υπήρχε το έθιμο, μετά την αγρυπνία της Αναλήψεως, οι Χιλανδαρινοί και οι Εσφιγμενίτες μοναχοί να κάνουν λιτανεία και να συναντιούνται στον Άγιο Βασίλειο. Το οχυρό επικοινωνούσε με την ξηρά με κινητή γέφυρα. Ή θέση του με τη βραχονησίδα απέναντι και η οχυρωματική υποδομή, όπως για παράδειγμα ο αρσανάς που είναι ενσωματωμένος στον αμυντικό περίβολο, το ανέδειξαν σε ένα από τα σπουδαιότερα σημεία ελλιμενισμού του Αγίου Όρους, και, καθώς ο Μιλούτιν το είχε προικοδοτήσει με τίτλους και μετόχια, ο Άγιος Βασίλειος έχαιρε μιας σχετικής οικονομικής αυτονομίας από την κυρίαρχη μονή. Ήταν, άλλωστε, γνωστός με την ονομασία Παλαιομονάστηρο, που δείχνει ότι ο Άγιος Βασίλειος λειτουργούσε ως μονύδριο, γεγονός που τεκμηριώνεται και από την ύπαρξη τράπεζας και πτερύγων με κελλιά. Γύρω στο 1330, ο γιος του Μιλούτιν, Στέφαν Ντετσάνσκι, έχτισε μέσα στο οχυρό ναό με τριμερές ιερό αφιερωμένο στον άγιο Βασίλειο, και από τότε επικράτησε η σημερινή ονομασία. Ο πύργος υπέστη ζημιές από σεισμό και αναστηλώνεται.
Στις πλαγιές της Σαμάρειας σώζονται τα ερείπια του Παλαιοκάστρου, παλαιού οχυρωματικού τείχους, το οποίο προφανώς χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήριο. Το ακρωτήριο Συμεών διασώζει το όνομα του αρχαίου μονυδρίου του Αγίου Συμεών του Βοροσκόπου, το οποίο ενσωματώθηκε στη Μονή Χιλανδαρίου. Στον ορίζοντα φαίνονται οι διαδοχικές παραλίες Καλίτσι και Μηνίτσι, που επίσης διασώζουν τα ονόματα των αρχαίων μονυδρίων του Κάλυκος και του Μηνίτζη.
Εδώ τα ονόματα είναι διαρκέστερα
Από τα ίδια τα πρόσωπα και τα αράγματα.
Σ. Σ. Χαρκιανάκης, Άγιον Όρος.
Πιο πέρα είναι ο πλατύς όρμος Γης Χιλιαδούς. Το τοπωνύμιο υποδηλώνει μεγάλο ψαρότοπο, όπου μπορεί κανείς να ψαρέψει έως και χίλια χιάδια (τούνες). Η ακτή μετά τη Χιλιαδού ανήκει στη χερσόνησο του Πετροβουνίου, που απολήγει στο ακρωτήριο Αράπης και στις νησίδες Στυλιάρια.
Πεντακόσια μέτρα περίπου από τον αρσανά προς στο εσωτερικό, στην εύφορη παραλιακή πεδιάδα, βρίσκεται ο πύργος του Μιλούτιν. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι αυτός ήταν στην πραγματικότητα ο «Πύργος της Χρυσής» και όχι ο Άγιος Βασίλειος. Ο πύργος είναι επίσης γνωστός ως «Πύργος του Καβαλάρη». Είναι σύγχρονος του πύργου του Αγίου Βασιλείου. Χτίστηκε από τον Στέφανο Β' Ούρος Μιλούτιν (1282-1321) σε μια εποχή που οι πειρατικές επιδρομές ήταν σε έξαρση. Ο πύργος έχει ισόγειο και πέντε ορόφους. Στη βόρεια, δυτική και ανατολική όψη έχει από τρεις πεσσούς, ανάλογους με εκείνους του πύργου του Αγίου Σάββα. Στη νότια όψη δύο από τους πεσσούς είναι ενωμένοι με λιθοδομή που περικλείει την κοχλιωτή σκάλα ανόδου στους ορόφους. Σώζονται επίσης ερείπια ενός εργατόσπιτου των αρχών του 20ού αιώνα. Φαίνεται ότι το 18ο αιώνα υπήρχαν τρία ή τέσσερα εργατόσπιτα μέσα στον μπαρμπακά. Στον τελευταίο όροφο υπήρχε παρεκκλήσιο, από το οποίο σώζονται οι κόγχες του ιερού. Η αφιέρωση του ναού δεν έχει επιβεβαιωθεί. Η είσοδος βρίσκεται στη νότια όψη και η αρχική απόστασή της από το έδαφος θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από τη σημερινή. Η νότια όψη προστατεύεται από οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος αρχικά ήταν μεγαλύτερος. Ο πύργος αποτέλεσε αντικείμενο σωστικής επέμβασης το 1963-64. Στο βάθος, στις υπώρειες του λόφου της Σαμάρειας, διακρίνεται το Κάθισμα του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εξάρτημα της μονής.
Από τον πύργο του Μιλούτιν μέχρι τη Μονή Χιλανδαρίου, ο δρόμος προχωρά μέσα σ' έναν εντυπωσιακό κυπαρισσώνα. Συναντάμε τη διακλάδωση (αριστερά) του δρόμου προς τη Μονή Εσφιγμένου, το προσκυνητάρι με το Σταυρό του Στέφανου Δουσάν και την κρήνη με την αναμνηστική επιγραφή της επίσκεψης του βασιλέα Αλεξάνδρου Α' Οβρένοβιτς της Σερβίας (1896). Ανεβαίνοντας προς τη μονή, σχηματίζει κανείς σαφέστερη εικόνα βλέποντας τα περιβόλια, τα εργατόσπιτα και τα βοηθητικά κτήρια. Στη Μονή Ιβήρων, ο ζωτικός αυτός χώρος εκτείνεται πίσω από τη μονή, στον Ιβηρίτικο Λάκκο.
Εδώ, ο ζωτικός χώρος προηγείται της μονής. Αφήνουμε τον αμαξιτό δρόμο και ακολουθούμε το λιθόστρωτο μονοπάτι (δεξιά) ώστε να περάσουμε από το προσκυνητάρι της Παναγίας Τριχερούσας, με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες (1809) σχετικές με το ιστορικό της εικόνας και την έλευσή της στη μονή. Η κάτοψη της Μονής Χιλανδαρίου σχηματίζει ακανόνιστο πολύγωνο. Η ποικιλότητα της αρχιτεκτονικής των πτερύγων αντανακλά διάφορες οικοδομικές φάσεις.
Ιστορία
Πολλές ετυμολογίες, οι περισσότερες μάλλον ευφάνταστες, έχουν προταθεί για το όνομα της μονής. Θεωρούν ότι προέρχεται από το χίλιοι+άνδρες/αντάρτες (εις μνήμη του αριθμού των επιδρομέων), από το χίλιοι+αντάρα (εκ του χέειν τον τόπου αντάραν [ομίχλη]), από το χίλιοι+άντρα (σπήλαια), από το περσικό Χιλάν Τιρ (επαρχία του θεού Τιρ), από το χελάνδιο (είδος βυζαντινού πλοίου - αναφορά στο υποτιθέμενο σχήμα της μονής). Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για το όνομα του κτήτορα (Χελανδάριος ή Χελανδάρις) μικρού μονυδρίου, ο οποίος αναφέρεται σε έγγραφο του 10ου αιώνα. Το μονύδριο έπεσε σε παρακμή και ερημώθηκε· έγγραφο του 1015 το περιγράφει ως ελληνικό και παντελώς εγκαταλειμμένο. Το 1169 μαρτυρείται η τελευταία εμφάνιση της ονομασίας Χελανδάρι· από τότε η μονή είναι γνωστή ως Χιλανδαρίου.
Η ίδρυση της μονής συνδέεται με τον κράλη Στέφανο Νεμάνια και τον νεαρότερο γιο του Ράτσκο. Ο Ράτσκο απαρνήθηκε τα εγκόσμια, εκάρη μοναχός στο Άγιον Όρος και έλαβε το όνομα Σάββας. Ο κράλης Στέφανος ακολούθησε το παράδειγμα του γιου του: παραιτήθηκε από το θρόνο και ασπάστηκε κι εκείνος το μοναχικό βίο. Εκάρη μοναχός στη Στουντένιτσα, εγκαταβίωσε για ένα διάστημα στο Παπίκιον όρος, όπου υπήρχε ακμάζουσα μοναστική πολιτεία, και, τέλος, ήρθε στο Άγιον Όρος και μόνασε μαζί με τον κατά σάρκα γιο του στη Μονή Βατοπαιδίου. Μετά από παράκληση του διαδόχου του στο θρόνο, η Μονή Βατοπαιδίου παραχώρησε στον Σάββα και στον Συμεών το ερημωμένο μονύδριο του Χελανδαρίου. Η παραχώρηση επικυρώθηκε με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ' Αγγέλου (1198), που όριζε ότι το μονύδριο «είναι τοις Σέρβοις δώρον αιώνιον». Όπως λοιπόν η Μονή Ιβήρων προήλθε εκ της πλευράς της Μεγίστης Λαύρας, έτσι και η Μονή Χιλανδαρίου προήλθε από την πλευρά της Μονής Βατοπαιδίου. Και όπως η Μονή Ιβήρων έτσι και η Μονή Χιλανδαρίου απέκτησε με χρυσόβουλλο το δικαίωμα κτήσης και χρήσης μεγάλου πλοίου χωρητικότητας 1.000 μοδίων.
Μεταξύ των δύο μονών αναπτύχθηκαν δεσμοί πνευματικής συγγενείας και επικράτησε το έθιμο αποστολής αντιπροσώπου της μιας που προεξάρχει στην πανήγυρι της άλλης. Οι άγιοι Σάββας και Συμεών ανοικοδόμησαν το μονύδριο, και ως εκ τούτου θεωρούνται κτήτορες της μονής. Ο Συμεών εκοιμήθη πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες (13.2.1199), τις οποίες έφερε σε πέρας ο Σάββας. Στην προσπάθειά του τους συνέδραμε ο αδελφός του αγίου Σάββα, Στέφανος Β'. Ο Σάββας συνέταξε το Τυπικό της μονής, σύμφωνα με εκείνο της κοινοβιακής Μονής Ευεργέτιδος, που με τη σειρά του ακολουθούσε το Τυπικό της Μονής Στουδίου.
Το Τυπικό όριζε ότι η μονή είναι ανεξάρτητη από την εξουσία του Πρώτου και του αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα, ο Σάββας εξελέγη αρχιεπίσκοπος Σερβίας και έφυγε από τη μονή. Πολλοί Σέρβοι άρχισαν να έρχονται για να μονάσουν στη μονή, την οποία ευεργέτησαν ιδιαίτερα οι αυτοκράτορες Ιωάννης Βατάτζης και Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος. Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της οδήγησε στην προσάρτηση και ενσωμάτωση σ' αυτήν πολλών μονυδρίων της περιοχής (Αγίου Βασιλείου, Κομίτισσας, Κάλυκα, Παπαρνικίων, Ομολογητού, Στροβηλαίας, Ζυγού). Το μονύδριο του Ζυγού κατείχε την 4η θέση στην ιεραρχία, και τη θέση αυτή κληρονόμησε και έκτοτε διατηρεί η Μονή Χιλανδαρίου. Οι κτηματικές εκτάσεις της σύντομα έφτασαν να καλύπτουν όλη την ενδοχώρα της χερσονήσου, από την ανατολική έως τη δυτική ακτή. Την οικονομική ακμή συνόδευσε πνευματική άνθηση: η μονή κατέστη πόλος και φάρος πνευματικός για τους Σέρβους και ανέδειξε πληθώρα ιεραρχών, αρχιερέων και πατριαρχών. Πολλούς ανεκτίμητους θησαυρούς απέκτησε η μονή, την οποία βοήθησαν οικονομικά Σέρβοι ηγεμόνες όπως ο κράλης Μιλούτιν, ο κράλης Στέφανος Δουσάν (1347), ο πρίγκιπας (κνιάζ) Λάζαρος, ο δεσπότης Μπράνκοβιτς, καθώς και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος. Η ακμή της συνεχίστηκε και μετά την τουρκική κατάκτηση, χάρη σε χορηγίες Ρώσων τσάρων και ηγεμόνων των παραδουνάβιων χωρών. Ο αριθμός των Σέρβων μοναχών στη μονή και γενικότερα στο Όρος αυξανόταν. Σερβική επίσης ήταν η Μονή Αγίου Παύλου, και συχνά, την εποχή εκείνη, ο Πρώτος του Αγίου Όρους ήταν Σέρβος.
Το 17ο αιώνα η μονή πέρασε σε παρακμή και μαρασμό. Ο αριθμός των Σέρβων μοναχών μειώθηκε και επικράτησαν (γύρω στα 1762) οι βουλγαρόφωνοι, μεταξύ των οποίων ο μοναχός Παΐσιος († 1798), συγγραφέας του έργου Ιστορία Σλαβοβουλγαρική περί των λαών, των βασιλέων, και των αγίων των Βουλγάρων, συλλεγείσα και τακτοποιηθείσα υπό Παϊσίου, ιερομονάχου τον Αγίου Όρους, προς ωφέλεια του βουλγαρικού λαού, που συνέβαλε ιδιαίτερα στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Βουλγάρων. Ή μονή καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από πυρκαγιά το 1722 και το 1891. Η επίσκεψη του βασιλέα της Σερβίας Αλεξάνδρου Α' Οβρένοβιτς (1896), ο οποίος εξόφλησε όλο το χρέος της, οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των Σέρβων μοναχών, που τελικά επικράτησαν και ανέλαβαν ξανά τη διοίκησή της. Όταν το Άγιον Όρος απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό (1912), η Μονή Χιλανδαρίου υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις για την υπαγωγή του στην ελληνική επικράτεια, ενώ αντιθέτως η Μονή Αγίου Παντελεήμονος επεδίωκε τη διεθνοποίηση του καθεστώτος του.
Εκτός από τους αγίους Σάββα και Συμεών, στη μονή εγκαταβίωσε ο ανιψιός του αγίου Σάββα, ο Πρενησλάβ, γιος του κράλη Στέφανου του Πρωτοστεφούς· εκάρη μοναχός, έλαβε το όνομα Σάββας και αργότερα εξελέγη αρχιεπίσκοπος των Σέρβων († 1271). Μόνασαν επίσης οι κατόπιν αρχιεπίσκοποι Ευστάθιος Α' († 1286), Νικόδημος († 1325 περ.), Δανιήλ Β' († 1338), Εφραίμ († 1399), ενώ ιεράρχες όπως ο Σάββας Σερρών και ο Κύριλλος Μελενίκου εγκαταβίωσαν στο Χιλανδάρι όταν απομακρύνθηκαν από το θρόνο τους. Σε μετόχι της μονής στον Στρυμόνα εκάρη μοναχός και εκοιμήθη το 1459 ό Γρηγόριος ο Τυφλός, γιος του ηγεμόνα Γεωργίου Μηράνκοβιτς. Στη μονή μόνασε επίσης ο νεομάρτυρας Κύριλλος, που μαρτύρησε διό πυρός στη Θεσσαλονίκη, μπροστά στο ναό των Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στον Ιππόδρομο (Ιπποδρόμιο) το 1586. Όταν κατεδαφίστηκε ο παλαιός ναός για να χτιστεί ο σημερινός (1972), βρέθηκαν μέσα σε λάρνακα θρύμματα οστών και υπολείμματα πυράς. Ιερομόναχος Χιλανδαρινός υπήρξε ο άγιος Ραφαήλ του Βανάτου (τέλη 16ου-αρχές 17ου αι.), ονομαστός ασκητής και θαυματουργός. Στη μονή εκάρη μοναχός, χειροτονήθηκε ιερομόναχος και έφτασε να γίνει προηγούμενος ο οσιομάρτυρας Δαμασκηνός από το Γκάμπροβο († 1771). Πήγε στο Σφιστόβι της Βουλγαρίας για να μαζέψει τις προσόδους από μετόχι της μονής. Για να αποφύγουν την καταβολή των οφειλών, οι Τούρκοι της περιοχής έβαλαν κρυφό στο μετόχι μια Τούρκισσα και τον κατηγόρησαν ότι είχε αμαρτήσει. Παρά τις αντιρρήσεις του δικαστή, θανατώθηκε με απαγχονισμό. Οι υπαίτιοι της καταδίκης του πνίγηκαν λίγο αργότερα στο Δούναβη. Στη Μονή Χιλανδαρίου εγκαταβίωσε επίσης ο οσιομάρτυρας Ονούφριος († 1818, Χίος), καθώς και ο οσιομάρτυρας Ακάκιος ο Ιβηροσκητιώτης.
Άγιος Σάββας
Το 1219 ο άγιος Σάββας πήγε στη Νίκαια, έδρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επί φραγκικής κατοχής της Κωνσταντινουπόλεως, έπεισε τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία της Σερβικής Εκκλησίας και εξελέγη πρώτος αρχιεπίσκοπος των Σέρβων. Οργάνωσε με σοφία την αρχιεπισκοπή του, στήριξε την ορθόδοξη πίστη, καταπολέμησε τις αιρέσεις. Έχτισε πολλές μονές, ναούς και σχολεία. Δυο φορές έκανε το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, συμφιλίωσε τους ηγεμόνες αδελφούς του και συνέβαλε πολύ στην πνευματική και πολιτισμική ανάπτυξη των συμπατριωτών του. Συνέταξε τα Τυπικά των μονών Χιλανδαρίου και Στουντένιτσας, καθώς και ακολουθία και Βίο του κατά σάρκα πατέρα τον αγίου Συμεών. Είναι ο πρώτος Σέρβος λόγιος και συγγραφέας. Εκοιμήθη στο Τίρνοβο της Βουλγαρίας. Τα τίμια λείψανά του μετέφερε στη Μονή Μιλέσεβου ο κράλης Βλαντισλάβ. Το 1594 οι Τούρκοι τα αφαίρεσαν και τα έκαψαν στο Βελιγράδι. Η μνήμη του τιμάται στις 14/1 (το ιδιόχειρο Τυπικό του αγίου Σάββα του Χιλανδαρινού, 1199).