Ιστορία και νεωτερικότητα
Από τον αρσανά της Ιεράς Μονής Ζωγράφου ανηφορίζει ο δρόμος προς το μοναστηριακό συγκρότημα (4 χλμ., άνετος, 1 ώρα και 25'). Ο δρόμος αυτός ακολουθεί τη ροή του χειμάρρου του Ζωγραφίτικου Λάκκου. Η διαδρομή είναι μαγευτική, η βλάστηση πυκνή και πλούσια. Μέσα από το πράσινο ξεπροβάλλουν απόκρημνοι βράχοι. Ανάμεσα στις βελανιδιές και στα σφενδάμια ορθώνονται κυπαρίσσια. Την άνοιξη οι ανθισμένες κουτσουπιές (τα δέντρα του Ιούδα) προσθέτουν ροζ πινελιές στις ποικίλες αποχρώσεις του πρασίνου. Μια διακλάδωση στα αριστερά, με το πέτρινο γεφύρι, οδηγεί στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου.
Η μονή δεσπόζει στη δεξιά πλαγιά πάνω από τον δρόμο. Στην κορυφή του λόφου, στην απέναντι όχθη του χειμάρρου βρίσκεται το κάθισμα του Αγίου Γεωργίου (Μικρός Αϊ-Γιώργης) με τον κατάλευκο ναό του. Στον χείμαρρο υπήρχε νερόμυλος, ο οποίος λειτουργούσε μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες. Σήμερα έχει εγκαταλειφθεί. Η τωρινή όψη της μονής είναι αποτέλεσμα ενός μεγαλόπνοου οικοδομικού προγράμματος, που υλοποιήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Η κάτοψη σχηματίζει τετράπλευρο με μικρές προεξοχές. Η τοιχοποιία χαρακτηρίζεται από λιθοδομή και κεραμικά. Η νότια πτέρυγα ανακαινίστηκε το 1716. Η βόρεια πλευρά, το πρόστυλο και η δυτική πτέρυγα οικοδομήθηκαν μεταξύ του 1862 και 1896. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η δυτική πτέρυγα, στο μέσο της οποίας προεξέχει εγκαρσίως ένα κτήριο με τρουλωτό παρεκκλήσιο. Είναι προφανές πως ακολουθεί πιστά το πρότυπο της αντίστοιχης δυτικής πτέρυγας της σκήτης του Αγίου Ανδρέα (Σεράι). Η πολυγωνική, σχεδόν καμπυλωτή απόληξη του κτηρίου προσθέτει μια νότα κοσμικής αρχιτεκτονικής στην αυστηρότητα του μοναστηριακού συγκροτήματος. Από τους εξώστες της φαίνεται το φαράγγι του χειμάρρου Γερακοφωλιά, όπου ασκήτευσε, μέσα σε ένα σπήλαιο, ο Όσιος Κοσμάς ο Ζωγραφίτης.
Ιστορία
Σύμφωνα με την παράδοση, η ίδρυση της μονής ανάγεται στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα Στ' Σοφού (886-912). Ως κτήτορες αναφέρονται οι τρεις αδελφοί (Μωυσής, Ααρών και Ιωάννης) από τη Λυχνίδα (σημερινή Αχρίδα). Καθώς ο καθένας τους επιθυμούσε να αφιερωθεί η μονή σε έναν άλλον άγιο (στη Θεοτόκο, στον Άγιο Νικόλαο ή στον Άγιο Γεώργιο), αποφάσισαν να κλειδώσουν στο καθολικό μια άγραφη σανίδα και να προσευχηθούν όλη τη νύχτα, προκειμένου να φανερωθεί η βούληση του Κυρίου.
Το πρωί βρήκαν ζωγραφισμένη πάνω στη σανίδα τη μορφή του Αγίου Γεωργίου. Έτσι, η μονή ονομάστηκε «Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου του Ζωγράφου». Το όνομά της παραπέμπει, συνεπώς, σε προσωνύμιο του αγίου και όχι σε οικογενειακό όνομα κάποιου κτήτορα.
Το όνομα «Γεώργιος ο Ζωγράφος» αναγράφεται στο Τυπικό του Ιωάννη Τσιμισκή, το 972. Λίγο αργότερα, θεωρείται πως έγινε η ίδρυση της μονής, όπως αναφέρεται σε έγγραφο του 980. Τον 13ο αιώνα αναφέρεται πως κατοικούνταν από Βουλγάρους μοναχούς. Στις 10 Οκτωβρίου 1276, ο ηγούμενος, 21 μοναχοί και 4 λαϊκοί αντιστάθηκαν στους λατινόφρονες, που επεδίωκαν την ένωση με την παπική εκκλησία μετά τη Σύνοδο της Λιόν (1274), βρίσκοντας έτσι μαρτυρικό θάνατο όταν στρατιώτες πυρπόλησαν τον πύργο.
Η μονή υπέστη, μεταξύ άλλων, ζημιές από επιδρομές Καταλανών πειρατών. Ανέκαμψε και ανοικοδομήθηκε κατά τον 15ο αιώνα, χάρη σε δωρεές των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β' και Ιωάννη Ε', καθώς και ηγεμόνων των παραδουνάβιων χωρών. Ακολούθησε μια σύντομη περίοδος ακμής, την οποία διαδέχτηκε σχεδόν παντελής ερήμωση. Τα χρόνια εκείνα βοήθησαν τη μονή οι ηγεμόνες της Ουγγροβλαχίας και ιδιαίτερα ο Στέφανος Στ' ο Καλός (1502). Η ανακαίνιση της νοτιοανατολικής πτέρυγας (1716) αποτέλεσε την απαρχή των ανοικοδομήσεων, ανακαινίσεων και της νέας περιόδου ακμής, η οποία κορυφώθηκε στο β' μισό του 19ου αιώνα, όταν η Ιερά Μονή Ζωγράφου υπήρξε πολύ πλουσιότερη από πολλές άλλες αγιορείτικες μονές. Το 1746 αγόρασε από την Ιερά Μονή Εσφιγμένου τη Γιοβάνιτσα. Στις αρχές του 18ου αιώνα εγκαταβίωναν εκεί και Έλληνες μοναχοί, ενώ οι ακολουθίες ψάλλονταν και στις δύο γλώσσες. Η μονή αναγνωρίστηκε ως κοινοβιακή το 1850, με σιγίλλιο του πατριάρχη Ανθίμου Δ'. Εντός των ορίων της βρίσκεται το αρχαίο μονύδριο του Ξηροκάστρου, το οποίο κατά το 1046 κατείχε την 23η θέση στην ιεραρχία.
Εκτός από τους οσιομάρτυρες και τον Όσιο Κοσμά, στη μονή εγκαταβίωσε για κάποιο διάστημα ο Άγιος Ποιμήν ο Ζωγραφίτης (†1620) και ο Άγιος Νεομάρτυρας Λουκάς ο Μυτιληναίος (†1802, Μυτιλήνη).
Όσιος Κοσμάς ο Ζωγραφίτης
Ο πιο σπουδαίος ασκητής και θαυματουργός της μονής ήταν ο Όσιος Κοσμάς ο Ζωγραφίτης. Αυτός προέβλεπε με το πνεύμα του και περιέγραφε τα συμβαίνοντα σε τόπους και χρόνους μακρινούς. Γόνος αρχοντικής οικογένειας της Βουλγαρίας, είχε μεγάλη παιδεία, ενώ ήρθε στο Άγιον Όρος επιδιώκοντας να αποφύγει τον γάμο που ετοίμαζαν για αυτόν οι γονείς του. Αρχικά ασκήτευσε στη μονή, ενώ αργότερα, όταν άκουσε την Παναγία την Επακούουσα να του λέει «Εξελθέτω της μονής και αγωνισάσθω κατά μόνας», αποσύρθηκε σε σπήλαιο βορειοδυτικά της μοναστικής κοινότητας, όπου αγωνίστηκε σιωπηλά παλεύοντας με τους δαίμονες. Η μνήμη του τιμάται στις 22/9.
Η κύρια είσοδος είναι στη βόρεια όψη και διαθέτει προστώο με λιτό διάκοσμο. Απέναντί της βρίσκεται το κιόσκι. Η κάτοψή του έχει σχήμα πολυγώνου, ενώ η οροφή του είναι ξύλινη. Αριστερά βρίσκεται η βρύση του Αγίου Τρύφωνος. Η φροντίδα που επιδεικνύουν οι Βούλγαροι μοναχοί αντανακλάται στο κομψό κοντάρι με τις πινακίδες προσανατολισμού και αποστάσεων από τις γύρω μονές, τις Καρυές (17 χλμ.), τη Σόφια (459 χλμ.) και τη Βάρνα (975 χλμ.). Δυτικά από το κιόσκι βρίσκεται ένα συγκρότημα βοηθητικών εγκαταστάσεων, καθώς και τα εργατόσπιτα, ορισμένα εκ των οποίων βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση. Ένα από τα εργατόσπιτα στεγάζει το αστυνομικό τμήμα. Πιο πίσω βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου). Χτίστηκε το 1773 με δαπάνη του ηγουμένου Διονυσίου από την επαρχία Σισινίου (Μητρόπολη Σισανίου και Σιατίστης), όπως μας πληροφορεί η ελληνική επιγραφή στη νότια όψη του. Ακολουθεί την τυπολογία του συνεπτυγμένου σταυροειδούς ναού με τρούλο.
Ο αμυντικός πύργος, όπου πλήθος μαρτύρων βρήκε φριχτό θάνατο, δεν διασώζεται. Εικάζεται, ωστόσο, ότι βρισκόταν εκεί όπου είναι σήμερα τοποθετημένο το αντίστοιχο μνημείο. Ο επιβλητικός πύργος πάνω από την είσοδο στεγάζει τη βιβλιοθήκη και το παρεκκλήσιο των Ζωγραφιτών Οσιομαρτύρων. Αποτελεί νεότερο κτίσμα. Ο πύργος στη βορειοανατολική γωνία χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως χώρος εγκλεισμού των απείθαρχων ή αποστατών μοναχών.
Εντός της μονής βρίσκονται άλλα έξι παρεκκλήσια. Στη δυτική πτέρυγα, πάνω από την τράπεζα, βρίσκεται το ευρύχωρο παρεκκλήσι των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου (1900), όπου φυλάσσεται πλήθος φορητών εικόνων. Το παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου, στην ανατολική πτέρυγα, κοσμείται από τοιχογραφίες του 1768. Λίγο χαμηλότερα, βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, με νεότερες τοιχογραφίες. Τα παρεκκλήσια των Αγίων Αρχαγγέλων και του Οσίου Κοσμά του Ζωγραφίτη βρίσκονται στο δυτικό τμήμα της νότιας πτέρυγας. Το παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως στην ανατολική πτέρυγα έχει τοιχογραφίες του 1869.
, το κάθισμα του Αγίου Γεωργίου (στον λόφο απέναντι από τη δυτική πτέρυγα) και το κάθισμα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (κοντά στον αρσανά). Λίγο πιο μακριά είναι τα καθίσματα των Αγίων Πάντων, του Αγίου Σπυρίδωνος, των Αγίων Αποστόλων και του Χαιρόβου. Η διάνοιξη μιας δασικής οδού έφερε στο φως τα ερείπια της σκήτης του Μαύρου Βηρού (45' βορειοανατολικά από τη μονή), που ήταν αφιερωμένη στο Γενέσιον της Θεοτόκου και η οποία το 1829 είχε 30 Ρώσους μοναχούς. Σήμερα διασώζεται το συγκρότημα του κυριακού. Στο ιερό του ναού φυλάσσεται ένα ασυνήθιστο σύνθρονο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα τέμπλα των παρεκκλησίων. Η σκήτη δεσπόζει μέσα σε μια ρεματιά. Ακολουθώντας αρχικά τον δρόμο που ανεβαίνει από την αριστερή πλευρά της ρεματιάς και έπειτα το μονοπάτι, φτάνει κανείς στην κορυφή του ορεινού όγκου. Από εκεί φαίνεται όλο το θρακικό πέλαγος και ο όρμος της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου.


