Ιστορία και νεωτερικότητα
Η Ιερά Μονή Καρακάλλου είναι χτισμένη σε περίοπτη τοποθεσία, μεταξύ των χειμάρρων, μέσα στην καταπράσινη πυκνή βλάστηση, σε ύψος 200 μ. από τη θάλασσα. Είναι μικρή σε έκταση και έχει έντονο οχυρωματικό χαρακτήρα. Η κάτοψή της σχηματίζει ένα τετράπλευρο σχήμα. Στη δυτική πλευρά δεσπόζει ο αμυντικός πύργος. Οι εξώστες και τα σαχνισιά προσθέτουν μια ανάλαφρη νότα στη βόρεια όψη της. Η νότια όψη εμφανίζεται περισσότερο αυστηρή. Στο βάθος της πλαγιάς, σε σχετική απόσταση από τον πύργο, φαίνονται οι πολύχρωμοι τρούλοι του κελλιού του Τιμίου Σταυρού. Στα δεξιά είναι το καρακαλλινό κελλί των Τριών Ιεραρχών. Το κελλί στην πλαγιά ανατολικά της μονής αποτελεί εξάρτημα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας.
Ιστορία
Η μονή είναι αφιερωμένη στη μνήμη των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Αυτή ήταν και η αρχαιότερη ονομασία της, η οποία σταδιακά ξεχάστηκε. Με τα χρόνια έμεινε γνωστή ως μονή «Καρακάλλου». Για την προέλευση του προσωνυμίου υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ιδρυτής της ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καρακάλλας, ειδωλολάτρης και διώκτης των χριστιανών, ο οποίος εικονίζεται σε λαϊκότροπη τοιχογραφία στον βόρειο τοίχο του εξωνάρθηκα του κοιμητηριακού ναού. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν πως έργο του Ρωμαίου αυτοκράτορα αποτελεί μόνο ο παραθαλάσσιος πύργος. Σύμφωνα με άλλους, το προσωνύμιο προέρχεται από το «καρυαί καλαί» και αναφέρεται στο πλούσιο δάσος από φουντουκιές που περιβάλλει τη μονή, καθώς και από το «καρά-κουλέ» (τουρκικά, μαύρος πύργος). Το πιθανότερο σενάριο, ωστόσο, θέλει την ονομασία της μονής να προέρχεται από κάποιον κτήτορα ονόματι Νικόλαο, γόνο της βυζαντινής οικογένειας των Καρακάλλων από τη Δημητσάνα.
Έγγραφο του Πρώτου (1018) καθορίζει τα σύνορα των μονών Καρακάλλου και Αμαλφηνών, ενώ αποδεικνύει την ύπαρξή τους ήδη από εκείνη την εποχή. Στο Τυπικό του Μονομάχου (1046) δεν γίνεται μνεία στο μοναστήρι. Ωστόσο, σε έγγραφο του Πρώτου (1087) αναφέρεται ο ηγούμενός του Μιχαήλ. Τον 13ο αιώνα η μονή υπέστη σοβαρές καταστροφές από επιδρομές πειρατών και λατινοφρόνων εισβολέων. Το 1294 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β' ο Παλαιολόγος εξέδωσε χρυσόβουλλο που εξασφάλιζε τα προνόμια και κατοχύρωνε την ιδιοκτησία του μοναστηριού, προκειμένου να βοηθήσει στην ανοικοδόμησή του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν ο Πρώτος Ισαάκ και ο πατριάρχης Αθανάσιος.
Την ανοικοδόμηση ακολούθησε μια περίοδος ακμής και αύξησης του μοναχικού πληθυσμού. Προκειμένου να ανταποκριθεί στις διάφορες επιμέρους ανάγκες, η μονή απέκτησε μετόχια στη Θεσσαλονίκη, στην κοιλάδα του Στρυμόνα και στη Λήμνο. Το 1324, έγγραφο με την υπογραφή του Πρώτου παραχωρούσε στη μοναστική κοινότητα το μικρό κελλί του Εξυπολύτου, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη ύδρευση του μοναστικού συγκροτήματος.
Την περίοδο ακμής ακολούθησε η εκ νέου καταστροφή από πειρατές. Κατά το 1548 ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής εξέδωσε φιρμάνι που επέτρεπε την ανοικοδόμηση του καθολικού. Η ανοικοδόμηση πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή των ηγεμόνων της Βλαχίας Πέτρου Ε' Ράρες (1527-38) και του γαμπρού του Αλεξάνδρου Δ' Δεπουσνεάνου (1557-62), ο οποίος λίγο πριν πεθάνει εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα Παχώμιος. Η σύζυγός του Ρωξάνδρα ευεργέτησε με κάθε δυνατό τρόπο τις αγιορείτικες μονές. Τον 17ο αιώνα ο ηγεμόνας της Ιβηρίας (=Γεωργίας) Αρτχίλ και ο αδελφός του Βάχτανγκ παρείχαν, επίσης, οικονομική βοήθεια. Η μονή γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της κατά τον 18ο αιώνα, ενώ το 1813 επανήλθε στο κοινοβιακό σύστημα μετά από πατριαρχικό σιγίλλιο του Κυρίλλου Στ'. Δοκιμάστηκε σκληρά όταν, μετά την Επανάσταση του 1821 που ξέσπασε και στη Χαλκιδική, τουρκικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στο Άγιον Όρος. Το 1854 ο ηγούμενός της Δαμασκηνός υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και απομακρύνθηκε, καθώς είχε χαρίσει ένα άλογο στον οπλαρχηγό Τσάμη Καρατάσο. Το 1875 ξέσπασε πυρκαγιά που κατέστρεψε τη νότια και την ανατολική πτέρυγα. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα πλήθος Ρώσων εγκαταστάθηκαν σε κελλιά της περιοχής (Τιμίου Σταυρού) με σκοπό να τα μετατρέψουν σε κοινοβιακές σκήτες και στη συνέχεια να διεισδύσουν στη μονή. Η έντονη αυτή τάση αναχαιτίστηκε. Το 1988, πυρκαγιά που προκλήθηκε από κεραυνό κατέστρεψε τους τρεις πάνω ορόφους της βόρειας γωνίας της μονής. Η πτέρυγα αναστηλώθηκε και αποκαταστάθηκε από το ΚΕΔΑΚ.
Στη μονή Καρακάλλου μόνασε επί 35 χρόνια ο Άγιος Νέος Οσιομάρτυρας Γεδεών. Γεννήθηκε κοντά στο Βελεστίνο, εξισλαμίστηκε διά της βίας, μετανόησε, εκάρη μοναχός και μαρτύρησε το 1818 στον Τύρναβο της Θεσσαλίας, όπου και τιμάται ως πολιούχος. Στη μονή έζησε, επίσης, ο Άγιος Γερβάσιος ο διά Χριστόν σαλός (τιμάται 11/10), που καταγόταν από το χωριό Γομάτι της Χαλκιδικής. Το μέγεθος της χάριτος που του δόθηκε έγινε αντιληπτό μόνο μετά την εκδημία του (1830), από την ευωδία που ανέδιδε το τίμιο λείψανό του.
Ο παραθαλάσσιος πύργος της μονής
Στο άνοιγμα της ρεματιάς που διασχίζει τον δρόμο προς τη θάλασσα βρίσκεται ένα μικρό λιθόχτιστο γεφύρι. Σε μικρή απόσταση σνναντάμε τον παραθαλάσσιο πύργο της μονής Καρακάλλου, ο οποίος αποτελεί τον ωραιότερο πιθανόν πύργο τον Αγίου Όρους. Είναι χτισμένος δίπλα στον σημερινό αρσανά, επάνω σε βράχο ύψους 15 μ. από τη θάλασσα.
Αποτελεί ανεξάρτητη κατασκευή ύψους 21,60 μ., ενώ οι διαστάσεις στην τετραγωνική του βάση είναι 7,25x7,30 μ. Είναι χτισμένος με μεγάλους ακατέργαστους λίθους και ισχυρό κονίαμα. Σε δεύτερο επίπεδο διακρίνονται κομμάτια μαρμάρου. Διαθέτει επάλξεις πολεμίστρες και καταχύστρες. Στο εσωτερικό του δεν διασώζεται τίποτα. Πρόκειται πιθανόν για ένα μνημείο της υστεροβυζαντινής εποχής.
Ο οχυρωμένος προμαχώνας (μπαρμπακάς) προστέθηκε το 1534 με δαπάνη του ηγεμόνα της Βλαχίας Πέτρου Ε' Ράρες (1527-38). Στον πρόβολο της δυτικής όψης διακρίνεται σταυρόσχημο κεραμοπλαστικό διακοσμητικό. Κάτω από τον πρόβολο είναι η είσοδος του μπαρμπακά. Εντοιχισμένη επιγραφή σε μάρμαρο μας πληροφορεί πως, επί ηγουμενίας Γερμανού, «Ιωάννης Πέτρος βοεβόδας/Ιωάσαφ μοναχός κτήτορος/Συρόπουλος Διονύσιος Χ' [χατζής] και/πρωτομάστορης έως ζμβ' [1534] ετελιώθη ο πύργος και ο μπαρμπακάς». Πρόκειται για μία από τις ελάχιστες φορές που το όνομα του τεχνίτη διασώζεται σε αγιορείτικο κτίσμα. Στοιχεία αρχιτεκτονικής αποδεικνύουν πως το εσωτερικό του μπαρμπακά περιλάμβανε χώρους διαβίωσης, παρεκκλήσιο και τράπεζα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο βοεβόδας Πέτρος έστειλε τον πρωτοσπαθάριό του, με το απαραίτητο χρηματικό ποσό, προκειμένου να ανακαινίσει την Ιερά Μονή Καρακάλλου. Ο πρωτοσπαθάριος έχτισε μόνο τον μπαρμπακά και υπεξαίρεσε τα υπόλοιπα χρήματα. Όταν το πληροφορήθηκε ο βοεβόδας Πέτρος οργίστηκε. Για να γλιτώσει από την εκτέλεση, ο πρωτοσπαθάριος υποσχέθηκε να ανακαινίσει τη μονή με δικά του έξοδα. Ο βοεβόδας τον συγχώρεσε και οι δυο τους μετέβησαν στο Άγιον Όρος, όπου εκάρησαν μοναχοί λαμβάνοντας το όνομα Παχώμιος.
Απέναντι από τη δυτική όψη του κτηριακού συγκροτήματος βρίσκονται τα βοηθητικά κτήρια, δύο κρήνες (η ψηλότερη εκ των οποίων χρονολογείται από το 1818) κι ένας ογκώδης πλάτανος που χρησιμοποιείται ως κιόσκι. Βορειότερα βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός (Άγιοι Πάντες, 1768), ο οποίος διαθέτει επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο και αξιόλογες τοιχογραφίες. Στον δυτικό τοίχο του νάρθηκα υπάρχει αναπαράσταση του Αγίου Σισώη να στέκεται πάνω από τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στην αναπαράσταση της Κοιμήσεως, η Θεοτόκος στρέφει το κεφάλι της στα δεξιά. Νοτιοδυτικά στην πλαγιά, σε απόσταση από τα βοηθητικά κτήρια, βρίσκεται το παρεκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής, που, ωστόσο, είναι σε ερειπιώδη κατάσταση. Απέναντι από την είσοδο βρίσκεται μια θολωτή κρήνη (1801) με αξιόλογη μπαρόκ ανάγλυφη διακόσμηση. Συχνά χρησιμοποιείται και ως φιάλη αγιασμού. Πλάι στην κρήνη βρίσκεται το παρεκκλήσιο των Αγίων Θεοδώρων.
Εντυπωσιακή είναι επίσης η απεικόνιση του μαρτυρίου του Αγίου Στράτωνος, ο οποίος διαμελίζεται ανάμεσα σε δύο δέντρα (βόρειος τοίχος). Αξιόλογος είναι ο πολυέλαιος με τα ελάσματα, τοποθετημένος στη λιτή. Τα ξύλινα θυρόφυλλα της εισόδου του κυρίως ναού δημιουργήθηκαν το 1592 και διακοσμήθηκαν από τον μοναχό Θεοφάνη. Κάποιες από τις φωτιστικές θυρίδες του κεντρικού τρούλου είναι κλειστές. Παλαιότερα, ο πολυέλαιος και ο χορός κρέμονταν από την κορυφή του τρούλου. Σήμερα φαίνεται ακόμη το σημάδι του γάντζου στο σημείο του λαιμού του Παντοκράτορα. Ωστόσο, από τότε που ο Παντοκράτορας του τρούλου μίλησε στον Όσιο Γεδεών, ο πολυέλαιος κρέμεται, προς τιμήν του θαύματος, από τις γωνίες των πεσσών. Οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού (1716) είναι έργο των ιερομονάχων Ιωάννη και Δαμασκηνού. Στο ξυλόγλυπτο μεταβυζαντινό τέμπλο υπάρχει φορητή εικόνα των Δώδεκα Αποστόλων, έργο του Διονυσίου του εκ Φουρνά (1722). Έργο του ίδιου ή του εργαστηρίου του είναι και η φορητή εικόνα της Γεννήσεως, τοποθετημένη στο τέμπλο. Χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη χρωματική ευαισθησία στην απόδοση του βράχου και του γενικότερου τοπίου. Αξιοπρόσεχτη είναι επίσης η διακόσμηση της φάτνης με πολύτιμους λίθους. Την εικόνα φαίνεται να αντιγράφει η παράσταση της Γεννήσεως στον αγιογραφικό κύκλο του ναού. Σε προσκυνητάρι (αριστερά) βρίσκεται η εικόνα του Ασπασμού των Αγίων Πέτρου και Παύλου, έργο του Κωνσταντίνου Παλαιοκαπά (1540), η οποία κοσμείται από νεότερο κάλυμμα. Η εικόνα της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας στο προσκυνητάρι αριστερά του Βήματος επιτελεί πλήθος θαυμάτων. Μεταξύ αλλων, υπάρχει μεγάλη φορητή εικόνα του Αγίου Νέου Οσιομάρτυρα Γεδεών με σκηνές από τον βίο του.
Μετόχια της μονής υπάρχουν στην Κασσάνδρα, στη Θάσο, στην Ιερισσό, στην Καλλίπολη, στην Κίο, στο Ρέθυμνο και στον Άγιο Ευστράτιο. Από τη διακλάδωση μπροστά από το φιλοθεΐτικο εργατόσπιτο, ο δρόμος συνεχίζει αριστερά, διασχίζοντας την παραλία και καταλήγοντας στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας και τη ρουμάνικη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Ο δρόμος αυτός αποτελεί τη βασική οδική αρτηρία της νοτιοανατολικής ακτής. Λίγο χαμηλώτερα υπάρχει το παλιό μονοπάτι, το οποίο βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη θάλασσα, δεν είναι όμως πάντοτε βατό. Σε ορισμένα σημεία χάνεται εντελώς. Την ύπαρξή του μας υπενθυμίζουν τα λιθόχτιστα καμαρωτά γεφύρια στις εκβολές των χειμάρρων στη θάλασσα.



