I. Σύμφωνα με το Kαταστατικό, το δικαίωμα ιδιοκτησίας στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Όρους ανήκει μόνο στις είκοσι κυρίαρχες μονές. Μεταξύ αυτών μοιράζεται όλη η χερσόνησος του Άθω, η οποία είναι αναπαλλοτρίωτη (άρθρο 105 παρ. 2 του Συντάγματος). Παρόμοια διάταξη περιέχεται και στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, σύμφωνα με τον οποίο «όλη η ακίνητη περιουσία των ιερών μονών είναι απολύτως αναπαλλοτρίωτη, ως πράγμα που υπόκειται μόνο στη θεία δικαιοσύνη» (άρθρο 181 του Καταστατικού, εφεξής Κ).
Εκτός από την ακίνητη περιουσία, οι μονές του Αγίου Όρους κατέχουν ακόμη μεγάλο αριθμό κινητής περιουσίας μεγάλης αξίας, όπως είναι πλήθος εικόνων, εκκλησιαστικά σκεύη, άμφια, πολύτιμα χειρόγραφα, παλιές εκδόσεις βιβλίων κ.ά. Η διαχείριση όλης της μοναστηριακής περιουσίας, κινητής και ακίνητης, ανήκει στη μοναχική αδελφότητα της κάθε μονής (άρθρο 13 Κ.). Οι διαχειριστές της, «όντας πιστοί επιστάτες και οικονόμοι, οι οποίοι λαμβάνουν τα έσοδά της», υποχρεούνται να τη διαχειρίζονται «με φειδώ και ευσυνειδησία». Ως υπόλογοι, φέρουν ευθύνη για κάθε κατάχρηση εξουσίας ή κακοδιαχείριση (άρθρο 86 Κ.).
II. Η διαχείριση της κινητής και ακίνητης μοναστηριακής περιουσίας βρίσκεται υπό την εποπτεία όλης της αδελφότητας της μονής (άρθρο 13 Κ.). Ωστόσο ο έλεγχος όλων των επιμέρους λεπτομερειών πραγματοποιείται στις κοινοβιακές μονές από τον ηγούμενο και την επιτροπή, ενώ στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια (όσο υπήρχαν) γινόταν από τη διαχειριστική επιτροπή (άρθρο 90 Κ.). Ο ηγούμενος με την επιτροπή έχουν στην κατοχή τους τα κλειδιά του μοναστηριακού ταμείου, καθώς και τη σφραγίδα του μοναστηριού. Επιτελούν, έτσι, οι ίδιοι τις διάφορες διοικητικές και γραφειοκρατικές ενέργειες, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της κάθε μονής.
Ωστόσο, όσον αφορά γενικότερα ζητήματα, οι αποφάσεις λαμβάνονται από τη Σύναξη. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, τέτοια ζητήματα μπορεί να περιλαμβάνουν δικαστικές υποθέσεις, συμβάσεις δανείων, ανταλλαγή εκτάσεων, νέα κατασκευή και/ή ανακαίνιση κτιρίων, απόκτηση πολύτιμων αντικειμένων ή νέων εκτάσεων, καθώς και ενοικιάσεις ή πωλήσεις (άρθρο 90 Κ.).
Στο τέλος κάθε έτους η μοναστηριακή διοίκηση συντάσσει προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων για τον επόμενο χρόνο. Τον προϋπολογισμό αυτό τον υποβάλλει προς έγκριση στην ηγεσία της μονής, η οποία με απόφασή της, που καταγράφεται σε ειδικό βιβλίο, εκφράζει και αιτιολογεί τη γνώμη της για κάθε επιμέρους ποσό που αναφέρεται (άρθρο 87 Κ.).
Η υπέρβαση των ποσών που εγκρίνονται στον προϋπολογισμό απαγορεύεται αυστηρά. Ωστόσο, αν προκύψει κάποια αναπόφευκτη ανάγκη για επιπλέον δαπάνες, οι οποίες δεν δύνανται να αναβληθούν για το επόμενο οικονομικό έτος, τότε ζητείται από την ηγεσία του μοναστηριού η έγκριση για την υπέρβαση του αρχικού ποσού. Η ηγεσία έχει το δικαίωμα να εγκρίνει ή να την απορρίψει την επιπλέον δαπάνη με απόφασή της (άρθρο 88 Κ.).
Στην αρχή του οικονομικού έτους, υπό την εποπτεία της επιτροπής, συντάσσεται λεπτομερής αναφορά για τα έσοδα και τα έξοδα που έκανε το μοναστήρι κατά το προηγούμενο έτος. Η αναφορά αυτή, η οποία συνοδεύεται από όλα τα παραστατικά και τα αποδεικτικά έγγραφα, υποβάλλεται προς έγκριση στην ηγεσία του μοναστηριού με τον ίδιο τρόπο όπως και ο προϋπολογισμός (άρθρο 89 Κ.).
III. Σε κάθε μοναστήρι του Αγίου Όρους φυλάσσονται και είναι υπό την ευθύνη της μοναστηριακής διοίκησης και του γραμματέα τα εξής βιβλία (άρθρο 97 Κ.):
- Μοναχολόγιο, στο οποίο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, καταγράφονται το κοσμικό όνομα και το επώνυμο του κάθε μοναχού, ο τόπος γέννησης, η ηλικία, το έτος εισόδου στο μοναστήρι, το έτος της κουράς, ο ιερατικός του βαθμός, πληροφορίες για την εκπαίδευσή του, καθώς και άλλες χρήσιμες λεπτομέρειες (άρθρο 94 παρ. 1 Κ.).
- Κτηματολόγιο, το οποίο αποτελεί έναν κατάλογο όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του μοναστηριού.
- Βιβλίο ταμείου, στο οποίο καταγράφονται όλα τα έσοδα του μοναστηριού και ο τρόπος αξιοποίησής τους.
- Ημερολόγιο, στο οποίο καταγράφονται με χρονολογική σειρά όλες οι διοικητικές ενέργειες που πραγματοποιούνται καθημερινά.
- Βιβλίο πράξεων των μοναστηριακών αρχών.
- Βιβλίο εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων (πρωτόκολλο).
- Γενικό βιβλίο εσόδων και εξόδων.
IV. Ειδικές διατάξεις ρυθμίζουν το καθεστώς ιδιοκτησιας των εξαρτημένων μοναστικών ιδρυμάτων του Αγίου Όρους, για τα οποία έγινε ήδη λόγος (βλ. § 13).
Όπως αναφέρθηκε, τα εξαρτήματα δεν αποτελούν νομικά πρόσωπα, αλλά νοούνται ως «αναφαίρετη και αναπαλλοτρίωτη ιδιοκτησία» των κυρίαρχων μονών (άρθρο 126 Κ.). Ακόμη, απαγορεύεται η μετατροπή μιας σκήτης σε μονή, ενός κελλιού σε σκήτη και μιας καλύβης σε κελλί. Εάν κάτι τέτοιο συμβεί, η αλλαγή αυτή θα θεωρηθεί άκυρη (άρθρο 133 Κ.), όπως και κάθε μετατροπή εξαρτημάτων σε εξαρτήματα ανώτερης βαθμίδας (άρθρο 3 Κ., βλ. επίσης άρθρο 105 παρ. 2 Κ.). Μεταξύ άλλων, απαγορεύεται η κτήση δύο οικισμών από ένα και το αυτό άτομο (άρθρο 128 του καταστατικού).
Επιπλέον, ειδικές διατάξεις περιέχονται στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους σχετικά με τις επισκευές στα εξαρτημένα ιδρύματα. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας επισκευής απαιτείται γραπτή άδεια από τη μονή, ενώ για οποιαδήποτε νέα κατασκευή ή επέκταση κτιρίου απαιτείται άδεια από την Ιερά Κοινότητα. Η τελευταία πρέπει ακόμη να εγκρίνει το σχέδιο του νέου κτίσματος, το οποίο υποβάλλεται υποχρεωτικά σε αυτήν. Η Ιερά Κοινότητα έχει το δικαίωμα να κατεδαφίσει οποιαδήποτε κατασκευή ή προσθήκη έγινε χωρίς την άδειά της (άρθρο 129 Κ.).
Τα εξαρτήματα υποχρεούνται να καταβάλλουν το ακριβές ποσό των καθορισμένων «τελών» στις κυρίαρχες μονές. Τα ποσά από τα τέλη κατανέμονται από την Ιερά Κοινότητα σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του Καταστατικού (άρθρο 137 και 136 Κ.).
Η κυρίαρχη μονή δύναται να παραχωρεί κελλιά, καλύβεις και καθίσματα έναντι συγκεκριμένου οικονομικού αντιτίμου. Η μεταβίβαση πραγματοποιείται με την έκδοση οικονομικής συμφωνίας. Στη συμφωνία αυτή, η οποία αποτελεί ειδική σύμβαση παραχώρησης δικαιώματος χρήσης του εξαρτήματος από την κυρίαρχη μονή στα πρόσωπα που σκοπεύουν να διαμείνουν εκεί, αναφέρονται οι νέοι κάτοικοι του μοναχικού ιδρύματος, περιγράφονται λεπτομερώς τα όρια της έκτασής του, καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία του (βλ. επίσης § 13 III). Για τη μεταβίβαση της οικονομικής συμφωνίας απαιτείται η συναίνεση όλων των εμπλεκόμενων προσώπων και η παραχώρηση της άδειας της κυρίαρχης μονής. Σε αυτήν αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η τιμή του πωλούμενου ιδρύματος, σύμφωνα με τις ειδικές ρυθμίσεις του Καταστατικού (άρθρο 138-140, 148 και 161 Κ.).