§26. Οι δικαστικές αρχές και οι εξουσίες τους

Κοινοβούλιο του Άθω στην Καρυά της Αγίας ΓηςI. Η απονομή της δικαιοσύνης στο Άγιον Όρος ρυθμίζεται, σύμφωνα με την αντίστοιχη συνταγματική αναφορά (άρθρο 105 παρ. 5 του Συντάγματος), από μια σειρά διατάξεων τόσο του Καταστατικού Χάρτη (άρθρα 41-83), όσο και του επικυρωτικού νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 (άρθρα 7-35). Οι τελευταίες αυτές διατάξεις αναμετόταν να καλύψουν τα σημαντικά κενά που είχαν εντοπιστεί στη νομοθεσία που διαμορφωνόταν από το Καταστατικό.

Παρά τον μεγάλο αριθμό διατάξεων και τη λεπτομερή ερμηνεία τους, ιδιαίτερα των ρυθμίσεων που αφορούν ζητήματα δικονομίας, δεν κατέστη δυνατόν να αρθεί το πλήθος των αντιφάσεων μεταξύ των δύο νομοθετικών εγγράφων, ούτε και να διορθωθούν οι νομικά αδύναμες θέσεις που διατυπώνονταν σε αυτά. Έτσι, ο ερμηνευτής των διατάξεων, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, κινείται με δυσκολία ανάμεσα από δύσκολα και απαιτητικά νομοθετικά μονοπάτια.

Σε περίπτωση που η εκάστοτε διάταξη του Καταστατικού έρχεται σε αντίθεση με κάποια διάταξη του επικυρωτικού νομοθετικού διατάγματος, μεγαλύτερη ισχύ έχει το τελευταίο (άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926). Ζητήματα που ρυθμίζονται είτε μόνο από το Καταστατικό, είτε μόνο από το νομοθετικό διάταγμα, δεν χρειάζονται επιβεβαίωση και από τα δύο έγγραφα. Εάν, ωστόσο, δεν υπάρχουν ρυθμίσεις ούτε στο Καταστατικό, ούτε και στο επικυρωτικό διάταγμα σχετικά με το εκάστοτε ζήτημα, τότε θα πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού δικαίου.

II. Σήμερα, εφόσον όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια έχουν μετατραπεί πλέον σε κοινόβια, οι δικαστικές αρχές του Αγίου Όρους αποτελούνται από τον ηγούμενο και την επιτροπή, τον ηγούμενο και την γεροντία, τον Οικουμενικό Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο, την Ιερά Κοινότητα, την Ιερά Επιστασία και, τέλος, το ειδικό δικαστήριο, το οποίο αποτελείται από τριμελή Εξαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εικοσαμελή σύναξη. Στις συνεδριάσεις του παρίσταται υποχρεωτικά ο διοικητής του Αγίου Όρους, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα «επιτρόπου του νόμου» (άρθρα 7 και 9 του νομοθετικού εγγράφου της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 σε συνδυασμό με τα άρθρα 41,42,43,47,52 του Καταστατικού).

III. Οι εξουσίες των δικαστηρίων αυτών είναι πολύ ευρείες, καλύπτουν υποθέσεις γενικού ποινικού δικαίου, εκκλησιαστικές παραβάσεις και διαφωνίες ιδιωτικού δικαίου. Συγκεκριμένα:

1. Όλες οι παραβάσεις και τα ποινικά αδικήματα που διαπράττονται στην επικράτεια του Αγίου Όρους, υπάγονται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης (άρθρο 7 του νομοθετικού εγγράφου της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926). Οι δικαστικές αρχές, ξεκινώντας μια ποινική δίωξη για οποιαδήποτε παράβαση ή αδίκημα διαπράχθηκε στο Άγιον Όρος, αποστέλλουν εκεί ανακριτή προκειμένου να διεξάγει έρευνα. Αυτός καλείται να ζητήσει από την Ιερά Κοινότητα να επιλέξει έναν από τους επιτρόπους, ο οποίος θα παρίσταται σε όλες τις διαδικασίες και τα στάδια της έρευνας (άρθρο 35 του νομοθετικού εγγράφου της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926).

Από την άλλη, οι μικρές παραβάσεις, καθώς και τα εμπορικά και αστυνομικά ζητήματα, ανεξαρτήτως του από ποιον διαπράχθηκαν (κλήρος, μοναχός ή κοσμικός), εξετάζονται από την Ιερά Επιστασία, εφόσον διαπράχθηκαν στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους τις Καρυές. Διαφορετικά εξετάζονται από τη γεροντία και τον ηγούμενο του μοναστηριού στην περιφέρεια του οποίου διαπράχθηκαν (άρθρα 7 και 9 του νομοθετικού εγγράφου της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926). Στην περίπτωση αυτή έχει καθιερωθεί η διεξαγωγή της όλης δίωξης από τις δυνάμεις της αστυνομίας που εδρεύουν στον Άθω.

2. Τα εκκλησιαστικά εγκλήματα των αγιορειτών μοναχών εξετάζονται πρωταρχικά από τις αρμόδιες αρχές της κάθε μονής. Πρώτον, εάν πρόκειται για ασήμαντα παραπτώματα, για τα οποία δεν κρίνεται αναγκαίο να παραπεμφθεί ο εκάστοτε παραβάτης στις δικαστικές αρχές, τότε ο ηγούμενος με την επιτροπή έχει το δικαίωμα να επιβάλλει την εκάστοτε ποινή, η οποία δε δύναται να αναιρεθεί και έχει τη μορφή επιπλήξεως, παρατήρησης ή νηστείας για διάστημα έως και επτά ημερών (άρθρο 47 του Καταστατικού).

Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, τα εκκλησιαστικά αδικήματα των μοναχών της κάθε μονής, καθώς και των εξαρτημάτων τους, (εκτός από τα αδικήματα που συνεπάγονται ποινή καθαίρεσης) δικάζονται αρχικά από τη γεροντία και τον ηγούμενο, ενώ έπειτα προωθούνται στην Ιερά Κοινότητα (άρθρα 7 και 9 του νομοθετικού εγγράφου της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926). Ωστόσο, τα εκκλησιαστικά εγκλήματα τα οποία δύνανται να επιφέρουν ποινή καθαίρεσης δικάζονται από τον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο, οι οποίοι εξετάζουν επίσης τις εφέσεις κατά των αποφάσεων της Ιεράς Κοινότητας (άρθρο 52 του Καταστατικού). Η Σύνοδος δύναται να αναθέσει την εκτέλεση των αποφάσεών της σε ειδικό δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω (βλ. παραπάνω, σημείο II).

Μοναχός στην περιοχή του αγιορείτικου μοναστηριού3. Με τον όρο διαφωνίες «ιδιωτικού δικαίου» η αγιορείτικη νομοθεσία αναφέρεται αποκλειστικά σε θέματα σχετικά με την καταστροφή ή μετακίνηση των συνόρων, καθώς και σε ζητήματα που αφορούν χρεωστικά συμφωνητικά μεταξύ δύο μονών, ή μιας μονής και ενός εξαρτήματος, ή μεταξύ δύο εξαρτημάτων διαφορετικών μονών. Τέτοιες διαφωνίες προκύπτουν συχνά και έχουν πολλές φορές δημιουργήσει αντιπαραθέσεις στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του Αγίου Όρους. Τα ζητήματα αυτά δικάζονται ως εξής. Εάν πρόκειται για διαφορές μεταξύ δύο εξαρτημένων ιδρυμάτων μιας μονής, τότε τα διαχειρίζεται σε πρώτο βαθμό η γεροντία, υπό την προεδρία του ηγουμένου, και σε δεύτερο η Ιερά Κοινότητα. Εάν πρόκειται για διαφορά μεταξύ δύο μονών ή μεταξύ δύο εξαρτημένων ιδρυμάτων διαφορετικών μονών, ή μεταξύ της μονής και του εξαρτημένου από αυτήν ιδρύματος, τότε σε πρώτο βαθμό δικάζεται από την Ιερά Κοινότητα και σε δεύτερο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (ή το ειδικό δικαστήριο) (άρθρο 9 του νομοθετικού εγγράφου της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926). Όλες οι υπόλοιπες διαφωνίες ιδιωτικού δικαίου παραπέμπονται στους αρμόδιους κρατικούς δικαστές της ελληνικής πολιτείας.

Πάνω