I. Σύμφωνα με το άρθρο 105 του ελληνικού συντάγματος, η χερσόνησος του Άθω από τη Μεγάλη Βίγλα και μετά, όπου εκτείνεται η αγιορείτικη επικράτεια, αποτελεί από αρχαιοτάτων χρόνων αυτοδιοικούμενο τμήμα του ελληνικού κράτους, του οποίου η κυριαρχία παραμένει απαραβίαστη.
Το Άγιον Όρος διοικείται από είκοσι ιερές μονές, «κυριαρχικές, βασιλικές, πατριαρχικές και σταυροπηγιακές» (άρθ. 1. του Καταστατικού του Αγίου Όρους, εφεξής Κ.). Αυτές αποτελούν νομικά πρόσωπα και, κατά γενική ομολογία, υπόκεινται στους κανόνες του δημοσίου δικαίου. Υπό τη διοίκησή τους βρίσκονται όλα τα υπόλοιπα μοναστικά ιδρύματα, σκήτες, κελλιά, καλύβες, ησυχαστήρια και καθίσματα. Όντας εξαρτημένα παραρτήματα, δεν νοούνται ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα. Η αύξηση ή μείωση του αριθμού των κανονικών μοναστηριών απαγορεύεται, όπως επίσης απαγορεύεται η αλλαγή της σχέσης τους με τα εξαρτημένα ιδρύματα (άρθρο 3 του Κ.).
Σύμφωνα με τη δομή τους, τα μοναστήρια του Αγίου Όρους διακρίνονται σε κοινοβιακά και ιδιόρρυθμα. Ενώ η μετατροπή μιας κοινοβιακής μονής σε ιδιόρρυθμη δεν επιτρέπεται, εντούτοις μια ιδιόρρυθμη μονή μπορεί να μετατραπεί σε κοινόβιο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Καταστατικό (άρθρο 84-85 του Κ.). Χάρη σε αυτή τη ρύθμιση, εννέα μοναστήρια, τα οποία ήταν αρχικά ιδιόρρυθμα, μετατράπηκαν σε κοινοβιακά, με αποτέλεσμα όλες οι είκοσι κανονικές μονές του Αγίου Όρους να αποτελούν σήμερα κοινόβια. Παρά ταύτα, η αναφορά στην ιδιόρρυθμη οργάνωσή τους δεν πρέπει να θεωρείται περιττή, καθώς συχνά γίνεται λόγος για τις νόμιμες ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια ισχύος του ιδιόρρυθμου καταστατικού τους.
II. Το ισχύον σύνταγμα επαναλαμβάνει και υιοθετεί (σχεδόν αυτολεξεί) στο άρθρο 105 τις διατάξεις που αφορούν το Άγιον Όρος, οι οποίες περιλαμβάνονται στα συντάγματα των ετών 1925-1926 (άρθρα 106-109), 1927 (άρθρα 109-111), 1952 (άρθρο 103) και στα συνταγματικά έντυπα των ετών 1968 και 1973 (άρθρο 122). Όπως ήδη αναφέραμε, το μόνο που μεταβλήθηκε, ώστε να διατυπωθεί ορθότερα, ήταν ο τίτλος «Καθεστώς του Αγίου Όρους».
Στο άρθρο 105 του ισχύοντος συντάγματος αναφέρεται αυτολεξεί το εξής:
- «Η χερσόνησος του Άθω, από τη Μεγάλη Βίγλα και πέρα, η οποία αποτελεί την περιοχή του Αγίου Όρους, είναι, σύμφωνα με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του, αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, του οποίου η κυριαρχία πάνω σ' αυτό παραμένει άθικτη. Από πνευματική άποψη, το Άγιο Όρος διατελεί υπό την άμεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όλοι όσοι μονάζουν σ' αυτό αποκτούν ελληνική ιθαγένεια μόλις προσληφθούν ως δόκιμοι ή μοναχοί, χωρίς άλλη διατύπωση.
- Το Άγιο Όρος διοικείται, σύμφωνα με το καθεστώς του, από τις είκοσι Ιερές Μονές του, μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένη ολόκληρη η χερσόνησος του Άθω, το έδαφος της οποίας είναι αναπαλλοτρίωτο. Η διοίκησή του ασκείται από αντιπροσώπους των Ιερών Μονών, οι οποίοι αποτελούν την Ιερά Κοινότητα. Δεν επιτρέπεται καμία απολύτως μεταβολή στο διοικητικό σύστημα ή στον αριθμό των Μονών του Αγίου Όρους, ούτε στην ιεραρχική τάξη και τη θέση τους προς τα υποτελή τους εξαρτήματα. Απαγορεύεται να εγκαταβιώνουν στο Άγιο Όρος ετερόδοξοι ή σχισματικοί.
- Ο λεπτομερής καθορισμός των αγιορειτικών καθεστώτων και του τρόπου της λειτουργίας τους γίνεται από τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο, με σύμπραξη του αντιπροσώπου του Κράτους, συντάσσουν και ψηφίζουν οι είκοσι Ιερές Μονές και τον επικυρώνουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Βουλή των Ελλήνων.
- Η ακριβής τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων τελεί ως προς το πνευματικό μέρος υπό την ανώτατη εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ως προς το διοικητικό μέρος υπό την εποπτεία του Κράτους, στο οποίο ανήκει αποκλειστικά και η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
- Οι πιο πάνω εξουσίες του Κράτους ασκούνται από διοικητή, του οποίου τα δικαιώματα και καθήκοντα καθορίζονται με νόμο. Με νόμο επίσης καθορίζεται η δικαστική εξουσία που ασκούν οι μοναστηριακές αρχές και η Ιερή Κοινότητα, καθώς και τα τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα του Αγίου Όρους».
III. Από τις διατάξεις αυτές του συντάγματος προκύπτει το εξής:
1. Ότι το σύνταγμα αναγνωρίζει αδιαπραγμάτευτα και προστατεύει πλήρως «το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του Αγίου Όρους» σε όλη την έκτασή του. Αυτό επιβεβαιώνεται επανειλημμένα στο κείμενο του συντάγματος, με αναφορές όχι μόνο στην αυτοδιοίκηση του Άθω, αλλά και σε όλα τα επιμέρους μέτρα που έχουν ληφθεί από αρχαιοτάτων χρόνων σχετικά με την αθωνική χερσόνησο και τους μοναχούς που διαμένουν σε αυτή.
Αναγκαία συνέπεια είναι ότι το Καταστατικό του Αγίου Όρους, δεν μπορεί αρχικά να περιέχει διατάξεις που να αντιβαίνουν στο αρχαίο προνομιακό καθεστώς του Άθω. Ακόμη, δεν καλύπτει με εξαντλητική πληρότητα όλες τις αθωνικές διατάξεις, διότι αυτές συμπληρώνονται από διάφορες πηγές του αγιορείτικου δικαίου, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 188 του Καταστατικού, όπως είναι «αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και τυπικά, Πατριαρχικά Σιγίλια, τα Σουλτανικά Φιτμάνια, ισχύοντες Γενικοί Κανονισμοί και αρχαιότατοι μοναχικοί θεσμοί και καθεστώτα».
2. Ότι το ελληνικό κράτος, από τη μία πλευρά, αναγνώρισε το «δικαίωμα αυτοδιάθεσης» και την αυτοδιοίκηση ενός συγκεκριμένου τμήματος της επικράτειάς του (άρθρο 105 παρ. 1 του συντάγματος), και από την άλλη, με νομικές πράξεις ανώτατης νομικής ισχύος επέτρεψε στον Άθω να διαμορφώσει επιμέρους διατάξεις για τους διαμένοντες στην επικράτειά του (άρθρο 105 παρ. 3 του συντάγματος) μέσω του Καταστατικού Χάρτη, ο οποίος συντάσσεται και εγκρίνεται από τις είκοσι ιερές μονές σε συνεργασία με τον εκπρόσωπο του κράτους, ενώ επικυρώνεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη Βουλή των Ελλήνων. Στο ελληνικό κράτος ανήκει επίσης η εποπτεία για την αυστηρή τήρηση των νομικών διατάξεων που ισχύουν στο Άγιον Όρος σχετικά με τη διοίκηση, καθώς και η διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει πως το Καταστατικό του Αγίου Όρους αποτελεί νομοθετικό έγγραφο ανώτατης νομικής ισχύος και, επομένως, υπερέχει όλων των άλλων διατάξεων που ορίζονται κατά τη διάρκεια κανονιστικών διαδικασιών (άρθρο 73 και εξής του συντάγματος). Συνεπακόλουθα, αν κάποια νομοθετική πράξη αντιτίθεται των διατάξεων του Καταστατικού, αυτή αναιρείται, ενώ τείθεται σε εφαρμογή η αντίστοιχη διάταξη του Καταστατικού Χάρτη.