I. Στο Σύνταγμα αναφέρεται πως οι μοναχοί του Αγίου Όρους αποκτούν «χωρίς καμία τυπική διαδικασία» την ελληνική ιθαγένεια, «μόλις προσληφθούν ως δόκιμοι ή μοναχοί» (άρθρο 105 του Συντάγματος). Παρόμοια διάταξη περιέχεται και στον Καταστατικό Χάρτη, σύμφωνα με τον οποίο «όλοι οι μοναχοί που κατοικούν στο Άγιον Όρος, οποιασδήποτε εθνικότητας και αν είναι, θεωρείται πως έχουν αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα» (άρθρο 6 του Καταστατικού, εξεφής Κ.).
Όσον αφορά τη διάταξη του Συντάγματος, αυτή έχει τεχνικές αδυναμίες, κυρίως σχετικά με τη διάκριση των όρων "δόκιμος" και "μοναχός". Ωστόσο, η γενική ιδέα των συντακτών του συνταγματικού άρθρου, όπως και του Καταστατικού, είναι προφανής. Σκοπός είναι να προστατευτούν τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους και της αθωνικής πολιτείας, αποκλείοντας την παρέμβαση άλλων χωρών στη ζωή των κατοίκων του Αγίου Όρους, ενώ παράλληλα επιδιώκουν να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους.
Η απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας από όλους τους διαμένοντες στον Άθω, από τη στιγμή που φτάνουν εκεί ως δόκιμοι ή μοναχοί, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταγραφούν αντίστοιχα στο βιβλίο των δοκίμων ή στο Μοναχολόγιο της εκάστοτε μονής, δεν αποτελεί καινοτομία του νομοθετικού συστήματος του ελληνικού κράτους. Ο κανόνας ίσχυε καθ' όλη τη διάρκεια της μακραίωνης πορείας της αθωνικής πολιτείας. Οι μοναχοί του Άθω ήταν υπήκοοι του κράτους, υπό την εξουσία του οποίου βρισκόταν όλο το Άγιον Όρος. Έτσι, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, γινόταν ρητή αναφορά στην απόκτηση οθωμανικής υπηκοότητας από τους μοναχούς του Άθω, τόσο σε σχετική πράξη του Πατριαρχείου το 1876 (βλ. παραπάνω, § 1IV) όσο και στους «Γενικούς Κανονισμούς» του 1912 (άρθρο 174 των Γενικών Κανονισμών).
II. Οι διατάξεις του Συντάγματος και του Καταστατικού του Αγίου Όρους που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι υπάρχουν μόνο δύο προϋποθέσεις για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας. Πρώτον, πρέπει να διασφαλίζεται η έλευση του εκάστοτε υποψηφίου στο Άγιον Όρος με σκοπό τη μόνιμη παραμονή και, δεύτερον, πρέπει να έχει προηγηθεί η αποδοχή του σε ένα από τα μοναστικά ιδρύματα ως δοκίμου ή μοναχού. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και «χωρίς καμία τυπική διαδικασία» ο δόκιμος ή ο μοναχός δύναται να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Παραταύτα, το ελληνικό κράτος έχει θεσπίσει μια συγκεκριμένη διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η προσκόμιση ενός πιστοποιητικού γεννήσεως, πιστοποιητικού από την εισαγγελία που να αποτυπώνει το ποινικό ιστορικό του υποψηφίου, πιστοποιητικού από τις εκκλησιαστικές αρχές που να επιβεβαιώνει πως ο υποψήφιος ανήκει στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, μιας δήλωσης που να επιβεβαιώνει ότι ο υποψήφιος είναι ενήμερος για τις διατάξεις που περιέχονται στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, καθώς και σχετικής άδειας του τοπικού επισκόπου, εάν ο υποψήφιος είναι ήδη κληρικός ή μοναχός.
Τα παραπάνω έγγραφα υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο στο μοναστήρι όπου επιθυμεί να ασκήσει τη μοναστική του ζωή. Η μονή, σε περίπτωση συμφωνίας, υποβάλλει με τη σειρά της το αίτημα στην Ιερά Κοινότητα, η οποία, μέσω της διοίκησης του Αγίου Όρους, τα διαβιβάζει στο Υπουργείο Εξωτερικών. Το Υπουργείο, μετά την έγκριση ή απόρριψη των υποβληθέντων εγγράφων, τα επιστρέφει στην Ιερά Κοινότητα, η οποία τα αποστέλλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο και λαμβάνει την τελική απόφαση. Το Πατριαρχείο ενημερώνει την Ιερά Κοινότητα για την απόφασή του. Τέλος, η απόφαση και όλα τα σχετικά δικαιολογητικά μεταβιβάζονται στο μοναστήρι, το οποίο κάνει δεκτό τον υποψήφιο, καταγράφοντάς τον αντίστοιχα στο Μοναχολόγιο ή στο βιβλίο δοκίμων.
Ωστόσο, στο βάθος των αιώνων, η πρακτική αυτή έχει προκαλέσει σοβαρές διαφωνίες. Υπάρχει μία πλευρά η οποία υποστηρίζει πως είναι πράγματι απαραίτητες όλες οι παραπάνω αυστηρές διαδικασίες, χωρίς τις οποίες το Άγιον Όρος κινδυνεύει να χάσει τον ελληνικό και ορθόδοξο χαρακτήρα του. Η θέση επιβεβαιώνεται και από τη νομοθεσία του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου (Συμβούλιο της Επικρατείας 2101/1991. Τ. 4: Ελληνική Δικαιοσύνη 33.920; 4/1996. Τ. 4: ΜοΒ 44.537; βλ. επίσης τη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του κράτους 46/1994).
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια ομάδα που (επίσης αιτιολογημένα) υποστηρίζει πως δεν απαιτείται άδεια κανενός κυβερνητικού οργάνου. Αρκεί η συναίνεση των αντίστοιχων μοναστικών αρχών, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την πρόσφατη απόφαση «Περί του Οργανισμού της Διοικήσεως του Αγίου Όρους», σύμφωνα με την οποία ο διοικητής υποχρεούται να εκδίδει «δελτία αστυνομικής ταυτότητας και ταξιδιωτικά έγγραφα μετά την πρόσληψη μοναχού ή δοκίμου μοναχού» (άρθρο 3 παρ. 1α του Προεδρικού Διατάγματος αριθμ. 227/1998).
III. Η διάσταση απόψεων φέρνει στην επιφάνεια και το ζήτημα της στέρησης της ελληνικής ιθαγένειας όσων υπήρξαν δόκιμοι ή μοναχοί του Αγίου Όρους και στη συνέχεια εγκατέλειψαν τον Άθω ή το ελληνικό κράτος. Το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να επιλυθεί με κάποια συνταγματική αναφορά, αλλά ούτε και με βάση τη νομοθεσία του Αγίου Όρους.
Η λύση του προβλήματος περιέχεται στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπου καθορίζεται πως κάθε ξένος που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια λόγω της αποδοχής του ως δοκίμου ή μοναχού του Αγίου Όρους, δύναται να στερηθεί αυτής, εάν αποδειχθεί πως έχει εγκαταλείψει το μοναστήρι «στο οποίο ασκήθηκε, καθώς και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους» (άρθρο 17 παρ. 1γ του νόμου αριθμ. 3284/2004, ο οποίος συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 4 του νόμου αριθμ. 3731/2008).