§23. Ιδιοκτησία εκτός του Αγίου Όρους

Τμήμα τοίχου και θόλου ναού μοναστηριού στον ΆθωI. Συνταγματικά κατοχυρώνεται η αδυναμία απαλλοτρίωσης της ακίνητης περιουσίας των μονών που βρίσκονται στη χερσόνησο του Άθω (άρθρο 105 παρ. 2 του Συντάγματος). Ωστόσο, σχετικά με τη δυνατότητα ή αδυναμία πώλησης της ακίνητης περιουσίας τους, η οποία βρίσκεται εκτός της αθωνικής γης, εγείρονται σοβαρές διαφωνίες τόσο θεωρητικού όσο και πρακτικού επιπέδου.

Οι διαφορετικές απόψεις, οι οποίες εκφράζονταν εντόνως για μεγάλο χρονικό διάστημα σε επιμέρους συζητήσεις αλλά και μέσα από νομικές αποφάσεις, προήλθαν από τις αντιφάσεις που ενυπήρχαν στον ίδιο τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους. Πράγματι, εκεί διατυπώνεται ρητά η αδυναμία απαλλοτρίωσης της ακίνητης περιουσίας των μονών του Αγίου Όρους (άρθρο 181 του Καταστατικού, εφεξής Κ.), ενώ σε άλλο άρθρο του ίδιου νομοθετικού εγγράφου η ηγουμενία της μονής έχει το δικαίωμα να αποφασίζει σχετικά με την "ενοικίαση και πώληση" (άρθρο 90 Κ.).

Από τις διαφωνίες που εκφράστηκαν τόσο σε θεωρητικές συζητήσεις, όσο και στη νομική πρακτική (φτάνοντας έως το επίπεδο των ανωτάτων δικαστικών αρχών), επικράτησε τελικά η άποψη (η οποία επιβλήθηκε από την ίδια την πραγματικότητα και την ακραία οικονομική ανάγκη των μονών) που διατυπώνεται ως εξής: η αδυναμία απαλλοτρίωσης της ακίνητης περιουσίας των μονών του Αγίου Όρους εφαρμόζεται μόνο στην περιουσία που βρίσκεται εντός της αθωνικής επικράτειας. Συνεπώς, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και παραχωρήσεις, κατέστη δυνατή η πώληση της αγιορείτικης ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται εκτός της περιοχής του Αγίου Όρους, τα όρια του οποίου καθορίζονται συνταγματικά (άρθρο 105 παρ. 1 του Συντάγματος).

II. Το τέλος των διαφωνιών επήλθε οριστικά με τον νόμο αριθμ. 1198/1981, ο οποίος επικύρωσε τη δυνατότητα πώλησης και ανταλλαγής της ακίνητης περιουσίας των αγιορείτικων μονών που βρίσκεται εκτός του Άθω, ανεξαρτήτως τύπου (δασικές, γεωργικές εκτάσεις ή αστικά οικόπεδα). Ωστόσο, τα παραπάννω επιτρέπονται υπό αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες αναφέρονται αναλυτικά στον νόμο, και μόνο εάν ο αγοραστής δεν είναι το ίδιο το κράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (άρθρο 2 παρ. 6 του νόμου αριθμ. 1198/1981).

Οι προϋποθέσεις ορίζονται ως εξής:

  1. Η απόφαση για τέτοιου είδους ζητήματα θα πρέπει να ληφθεί από την ηγεσία του μοναστηριού (με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών της) (άρθρο 1 του νόμου αριθμ. 1198/1981).
  2. Το όφελος της συγκεκριμένης συναλλαγής θα πρέπει να είναι προφανές, όπως, για παράδειγμα, όταν πρόκειται για ακίνητη περιουσία που δεν αποφέρει έσοδα ή εάν τα έσοδα από την πώληση πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη έκτακτων αναγκών της μονής (άρθρο 1 του νόμου αριθμ. 1198/1981).
  3. Θα πρέπει να διεξαχθεί δημοπρασία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου (άρθρο 2 παρ. 1-4 του νόμου αριθμ. 1198/1981), για τη διεξαγωγή της οποίας ενημερώνονται το Υπουργείο Οικονομικών και η διοίκηση του Αγίου Όρους.
  4. Το αποτέλεσμα της δημοπρασίας θα πρέπει να θεωρηθεί ευνοϊκό για τη μονή. Διαφορετικά, είναι δυνατή η άμεση πώληση του ακινήτου εντός εξαμήνου, εάν τα έσοδα από τη συναλλαγή υπερβαίνουν τα έσοδα από την πώληση στη δημοπρασία τουλάχιστον κατά 10% (άρθρο 2 και 5 του νόμου αριθμ. 1198/1981).
  5. Τα αποτελέσματα της συμφωνίας θα πρέπει να ανακοινωθούν γραπτώς στο ελληνικό κράτος πριν από την ολοκλήρωση της τελικής συμφωνίας (σε αντίθετη περίπτωση η συμφωνία θεωρείται άκυρη).

Η πώληση ή η ανταλλαγή της ακίνητης περιουσίας που ανήκει σε αγιορείτικες μονές εκτός του Αγίου Όρους και η οποία πραγματοποιήθηκε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, όπως και η μη τήρηση των παραπάνω προϋποθέσεων, οδηγούν στην ακύρωση της συναλλαγής. Η ακύρωση, ωστόσο, δύναται να λειτουργήσει μόνο προς το συμφέρον της μονής και της Ιεράς Κοινότητας. Ο αγοραστής από την πλευρά του μπορεί στην περίπτωση αυτή να απαιτήσει την επιστροφή του ήδη καταβληθέντος ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 3 του νόμου αριθμ. 1198/1981).

Το ελληνικό κράτος, από την πλευρά του, έχει το δικαίωμα, εντός τριών μηνών από τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της δημοπρασίας, να δηλώσει στη μονή την επιθυμία του να αγοράσει το συγκεκριμένο ακίνητο, υπό τους όρους της διεξαχθείσας δημοπρασίας (το απαιτούμενο ποσό πρέπει να μεταφερθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) και σε περίπτωση που η πώληση του ακινήτου στο κράτος αποδειχθεί αναγκαία (άρθρο 4 του νόμου αριθμ. 1198/1981). Όσον αφορά τις δασικές εκτάσεις, παρέχεται στο κράτος δικαίωμα προτιμήσεως με τον νόμο αριθμ. 998/1979 (άρθρο 72).

Μοναστήρι Αγίου Παντελεήμονα, θέα από την ταράτσα του μοναστηριούΗ διάταξη του άρθρου 181 του Καταστατικού, η οποία εκφράζει ρητά την αδυναμία απαλλοτρίωσης της ακίνητης περιουσίας των αγιορείτικων μονών, περιλαμβάνει, λόγω της "γενικότητας και της καθολικότητας της διατύπωσης", ορισμένες περιπτώσεις αναγκαστικής εκχώρησης περιουσίας. Ωστόσο, όπως αποφασίστηκε, εφόσον η διάταξη δεν αφορά ζητήματα αυτοδιοίκησης του Αγίου Όρους, αυτή δύναται να "τροποποιηθεί ή να ακυρωθεί με απλό νόμο" (Συμβούλιο της Επικρατείας 869/1967), υπό την προϋπόθεση πως ο νόμος αυτός θα είναι ειδικός και θα αναφέρεται ρητά στον Άθω (βλ. επίσης: Ανώτατο Δικαστήριο 177/1976: ΙωΒ 24.707 και εξής).

Οι περιπτώσεις αναγκαστικής εκχώρησης των αγιορείτικων μετοχίων εκτός της αθωνικής επικράτειας αποτέλεσαν την αιτία του ευρέως γνωστού "ζητήματος των μετοχίων", το οποίο δεν έχει επιλυθεί έως σήμερα. Αμέσως μετά την ένωση του Αγίου Όρους με τα ελληνικά εδάφη, το ελληνικό κράτος, το οποίο βρισκόταν τότε σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, λόγω του προσφυγικού κύματος που ακολούθησε τη μικρασιατική καταστροφή, φιλοξένησε χιλιάδες πρόσφυγες στα κτήματα των αγιορείτικων μοναστηριών, ιδιαίτερα στη χερσόνησο της Χαλκιδικής, αλλά και σε πλήθος επιμέρους περιοχών.

Σύμφωνα με νομοθετική πράξη της κυβέρνησης του Α. Παπανδρέου της 8ης Απριλίου 1924, ο Υπουργός Γεωργίας εξουσιοδοτήθηκε να συνάψει συμφωνία με την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους, σχετικά με τη δεκαετή ενοικίαση των αγροτικών κτημάτων των αγιορείτικων μονών, συμπεριλαμβανομένων των κτιρίων που χρησιμοποιήθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων (η ετήσια μίσθωση δεν έπρεπε να υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής).

Πράγματι, κατόπιν αυτού, την 18η Απριλίου 1924 υπογράφηκε η αντίστοιχη συμφωνία. Ωστόσο, λόγω της εκτενούς διάρκειας ενοικίασης, το ελληνικό κράτος αναγκάστηκε να προχωρήσει σε απαλλοτρίωση των αγιορείτικων κτημάτων με νομοθετική πράξη της 2ας Σεπτεμβρίου 1926, η οποία εγκρίθηκε με τροποποιήσεις από τον νόμο αριθμ. 4716/1930. Με τον νόμο αυτό καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, η καταβολή αποζημίωσης για τα κτήματα που θα απαλλοτριώνονταν και η ποινή ύψους 8%. Επιπλέον, ορίστηκε πως μέχρι την κάλυψη της αποζημίωσης, η κυβέρνηση θα κατέβαλλε στα μοναστήρια ενοίκιο ύψους 8% της αξίας της περιουσίας, η οποία θα εκτιμούνταν με βάση πρόχειρους υπολογισμούς. Το ενοίκιο θα πήγαινε σε ειδικό λογαριασμό για τους τόκους και το κεφάλαιο της καθορισμένης αποζημίωσης.

Δεδομένου ότι η καταβολή της εν λόγω αποζημίωσης δεν κατέστη δυνατή, εκδόθηκε αργότερα ο νόμος αριθμ. 5377/1932 (στον οποίο αργότερα έγιναν τροποποιήσεις με τον νόμο αριθμ. 6242/1934 και τον έκτακτο νόμο αριθμ. 435/1937). Εκεί καθορίστηκε νέος τρόπος εκτίμησης και καταβολής της αξίας των απαλλοτριωμένων μοναστηριακών κτημάτων. Η βάση υπολογισμού της αξίας του κάθε κτήματος θα ήταν το μέσο καθαρό φυσικό κέρδος του περιουσιακού στοιχείου σε βάθος μιας δεκαετίας πριν από την απαλλοτρίωση ή την ενοικίαση της εκάστοτε περιοχής. Το καθαρό αυτό κέρδος, με ετήσιο επιτόκιο 6%, θα αποτελούσε την τιμή του κτήματος, ενώ το ετήσιο 6% του ποσού θα αποζημίωνε "την επόμενη κερδοφορία του οικοπέδου".

Για την καταβολή της αποζημίωσης για τα αγιορείτικα μετόχια, με τον νόμο αριθμ. 5377/1932 ορίστηκε το μόνιμο δάνειο του Άθω με επιτόκιο 6%, τα ομόλογα του οποίου χαρακτηρίστηκαν ως ομόλογα ονομαστικής αξίας, σταθερά και αναπαλλοτρίωτα. Εκδόθηκαν με προεδρικό διάταγμα αριθμ. 4/10.04.1933, παραδόθηκαν στα μοναστήρια του Αγίου Όρους και έτσι άρχισε η σταδιακή καταβολή ετήσιων τόκων.

Ατυχώς ξεκίνησε γρήγορα ο πόλεμος και η περίοδος της κατοχής (1941-1944), που οδήγησαν στην υποτίμηση της δραχμής και στις ακόλουθες νομισματικές μεταρρυθμίσεις (νόμος αριθμ. 18/1944). Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε ότι οι υποχρεώσεις της εκπληρώθηκαν με την καταβολή των τόκων, ώστε με μια σειρά νόμων (νόμος αριθμ. 679/1943, έκτακτος νόμος αριθμ. 491/1945 και νομοθετική πράξη αριθμ. 324/1947) αποφάσισε ότι αντί της πλήρους αποζημίωσης θα παρείχε στις αγιορείτικες μονές οικονομική βοήθεια, η οποία παραδόξως χαρακτηρίστηκε ως "γενναιόδωρη".

Η ασυνέπεια της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία προχώρησε ουσιαστικά σε αναγκαστική απαλλοτρίωση εκατοντάδων χιλιάδων εκτάσεων αγιορείτικων μετοχίων, χωρίς να παρέχει την προβλεπόμενη από το σύνταγμα "πλήρη αποζημίωση" (άρθρο 17 του Συντάγματος), έγινε η αιτία του λεγόμενου "ζητήματος των μετοχίων" και προκάλεσε συνεχείς τριβές μεταξύ του Άθω και της ελληνικής πολιτείας.

Κατασκευαστικές εργασίες στο μοναστήρι Χιλανδαρίου στον ΆθωΤο 1981, το ελληνικό κράτος με τον νόμο αριθμ. 1166/1981 αποφάσισε να παρέχει στα αγιορείτικα μοναστήρια ετήσια οικονομική επιχορήγηση, ως στήριξη της μακραίωνης θρησκευτικής, πνευματικής και πολιτιστικής αποστολής τους (άρθρο 1). Με την έκδοση του νόμου αυτού, σταμάτησε η καταβολή της βοήθειας που προβλεπόταν από τον έκτακτο νόμο αριθμ. 491/1945 και τη νομοθετική πράξη αριθμ. 324/1947 (άρθρο 4). Διευκρινίστηκε πως το ποσό της ετήσιας επιχορήγησης καθορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών. Διανέμεται μεταξύ των μοναστηριών και καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε δύο δόσεις, κατά την απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών, μετά από πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών και με τη συναίνεση της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους (άρθρο 2 και 3).

Αν και υπήρχε πρόβλεψη για την περαιτέρω ανάλυση των λεπτομερειών εφαρμογής του νόμου σε ειδική διάταξη (άρθρο 5), ωστόσο η έκδοση αυτής δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί.

Γενικά, υπάρχει η άποψη πως η ετήσια οικονομική επιχορήγηση των μονών του Αγίου Όρους (καθορισμένη από τον νόμο αριθμ. 1166/1981) αντικατέστησε επάξια την υποχρέωση του κράτους να καταβάλει την απόδοση μισθίου για τα μετόχια. Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη, καθώς η ετήσια οικονομική επιχορήγηση, αφενός καταβάλλεται για τον ειδικό σκοπό που αναφέρεται στην αντίστοιχη νομοθεσία, δηλαδή για την στήριξη της μακραίωνης θρησκευτικής, πνευματικής και πολιτιστικής αποστολής της αθωνικής πολιτείας, αφετέρου δεν έχει σκοπό να καλύψει πλήρως την προβλεπόμενη αποζημίωση για την αναγκαστικά απαλλοτριωμένη ακίνητη περιουσία των μονών, η οποία αντιστοιχεί σε τεράστιες εκτάσεις.

Πάνω