Η ένταξη της αθωνικής χερσονήσου στο ελληνικό κράτος ήταν αποτέλεσμα διεθνών συμφωνιών που υπογράφηκαν στο τέλος των πολέμων του 1912-1922. Ήδη από το 1924, πενταμελής επιτροπή έφερε εις πέρας τις πρώτες εργασίες σύνταξης του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, ο οποίος εγκρίθηκε με ψηφοφορία της Έκτακτης Διπλής Ιεράς Σύναξης είκοσι μονών τον Μάιο του 1924.
Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του στρατηγού Γ. Κονδύλη, ο Καταστατικός Χάρτης του Άθω επικυρώθηκε και συμπληρώθηκε με τη νομοθετική πράξη της 10ης Σεπτεμβρίου 1926. Η πράξη αυτή δημοσιεύθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1926 με την υπογραφή του αποκατεστημένου Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη.
Μερικές ημέρες αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου 1926, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τέθηκε σε εφαρμογή το Σύνταγμα, το οποίο συντάχθηκε από επιτροπή, η οποία είχε οριστεί στην 4η Ιδρυτική Συνέλευση, υπό την προεδρία του Α. Παπανδρέου. Σε αυτό το βραχύβιο Σύνταγμα του 1925-1926 διατυπώθηκαν για πρώτη φορά διατάξεις που αφορούσαν τη «διοίκηση του Αγίου Όρους». Οι ίδιες διατάξεις αναφέρονταν και στο Σύνταγμα του 1927 (άρθρα 109-112), ενώ συνεχίζουν να υφίστανται έως σήμερα, ενσωματωμένες στο ισχύον Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας υπό τον τίτλο «Καθεστώς του Αγίου Όρους».
II. Με την ένταξη του Αγίου Όρους στο ελληνικό κράτος, η προνομιακή του υπόσταση παρέμεινε αμετάβλητη για πολλούς αιώνες.
Πρόκειται για την αρχέγονη προνομιακή ισχύ των κυρίαρχων και βασιλικών, αυτοδιοικούμενων και ανεξάρτητων, ιερών μονών του Άθω, οι οποίες από τον 13ο αιώνα απέκτησαν επίσης πατριαρχικό καθεστώς, τιθέμενες υπό την πνευματική φροντίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η θέση αυτή σήμαινε πρωτίστως την ευρεία αυτοδιοίκηση και αυτοοργάνωση των μοναστικών κοινοτήτων στο πλαίσιο μιας ένωσης, παρόμοιας με ομοσπονδία, στην οποία επικεφαλής ήταν ο εκλεγμένος από τις ιερές μονές πρωτοσύγκελος.
Το ελληνικό κράτος αναγνώρισε και διατήρησε την προνομιακή υπόσταση των μοναστηριών, επιβεβαιώνοντάς τη διπλά στο πέρας της ιστορίας. Αρχικά, με συνταγματική διάταξη που περιλαμβανόταν ήδη στο Σύνταγμα του 1925-1926, και έπειτα, με νομοθετική επικύρωση της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 του Καταστατικού του Αγίου Όρους, η οποία εγκρίθηκε με ψηφοφορία τον Μάιο του 1924 από την Έκτακτη Διπλή Ιερά Σύναξη είκοσι μονών.
III. Ο Καταστατικός Χάρτης επαναλαμβάνει και επικυρώνει ουσιαστικά το ήδη υπάρχον προνομιακό καθεστώς του Άθω, όπως αναφέρεται στο αρχικό άρθρο, το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη μελέτη του αγιορείτικου δικαίου στο σύνολό του. Σε αυτό αναφέρεται ότι «[Ο Καταστατικός Χάρτης] απορρέει δε εκ των αυτοκρατορικών χρυσοβούλλων τε και τυπικών, Πατριαρχικών Σιγιλίων, Σουλτανικών Φιτμανιών, ισχυόντων Γενικών Κανονισμών και αρχαιοτάτων μοναχικών θεσμών και καθεστώτων.» (άρθ. 188 του Καταστατικού του Αγίου Όρους, εφεξής Κ.).
Όσον αφορά τη νομοθετική πράξη της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926, που αφορά το καταστατικό αυτό, δεν περιορίζεται μόνο στην επικύρωσή του, αλλά περιλαμβάνει επίσης αλλαγές και προσθήκες (για τις οποίες, ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αναφορά στον τίτλο του εγγράφου) και μάλιστα σε έκταση σαράντα τεσσάρων άρθρων!
Οι συνθήκες υπό τις οποίες εγκρίθηκε η νομοθετική αυτή πράξη περιγράφονται λεπτομερώς στο έγγραφο της 19ης Μαρτίου 1925 «Πρότυπη πράξη επικύρωσης του Καταστατικού του Αγίου Όρους», το οποίο συντάχθηκε από επιτροπή υπό την προεδρία του Α. Ευταξία. Σε αυτή διατυπώνεται ρητά πως η επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε με απόφαση του ελληνικού κράτους, είχε ως στόχο την αναθεώρηση του υπάρχοντος Καταστατικού. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι της Ιεράς Κοινότητας που συμμετείχαν στη συνεδρίαση της επιτροπής δεν ήταν εξουσιοδοτημένοι να λάβουν αποφάσεις. Τελικά, εξαιτίας της πίεσης του χρόνου και λόγω της «οξυμένης πατριαρχικής εμπλοκής» στο ζήτημα της αθωνικής χερσονήσου, η επιτροπή παρουσίασε στο Εθνικό Συμβούλιο ένα σχέδιο ψηφίσματος και ένα νομοσχέδιο που επικυρώνει τον Καταστατικό Χάρτη «με τις προσθήκες που έχουν ενσωματωθεί σε αυτόν».
Σύμφωνα με τη «Σημείωση» του Ευταξιά, οι εκπρόσωποι της Ιεράς Κοινότητας ήρθαν σε πλήρη συμφωνία σχετικά με όλα τα άρθρα του ψηφίσματος και του νομοσχεδίου που προτάθηκαν προς επικύρωση, καθώς και σχετικά με τις προσθήκες που έγιναν στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, τις οποίες και υπέγραψαν. Επιπλέον, κανείς δεν αμφισβήτησε την επικύρωση και την έναρξη ισχύος αυτών των εγγράφων. Εντούτοις, έχουν προκύψει ερωτήματα, τα οποία εγείρουν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των διατάξεων του Καταστατικού και της νομοθετικής πράξης που το επιβεβαιώνει, όπως για παράδειγμα σχετικά με το ζήτημα της απαλλαγής του Αγίου Όρους από την καταβολή φόρων στο ελληνικό κράτος.
Η ύπαρξη του Καταστατικού και της νομοθετικής πράξης της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926, καθώς και ο εντοπισμός ρυθμίσεων οι οποίες συχνά δεν συνάδουν μεταξύ τους, έχει προκαλέσει θεωρητικές διαμάχες σχετικά με την ιεράρχηση των δύο εγγράφων.