Η Ελληνική Δημοκρατία, όπως είναι γνωστό, αποτελεί μέλος των πρώην Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (σήμερα - Ευρωπαϊκής Ένωσης) από τη 1 Ιανουαρίου 1981. Η περιοχή του Αγίου Όρους εντάχθηκε επίσης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ως αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού κράτους.
Η αρχική συνθήκη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Κοινοβουλίου (ΕΟΚ), που υπογράφηκε στη Ρώμη το 1957, προτείνει τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς ήδη από το πρώτη της άρθρο, ενώ στο δεύτερο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο ο στόχος αυτός μπορεί σταδιακά να επιτευχθεί, μέσω της αμοιβαίας προσέγγισης της οικονομικής πολιτικής όλων των κρατών - μελών της κοινότητας.
Τριάντα χρόνια αργότερα, προέκυψε η ανάγκη ανανέωσης της συμφωνίας για τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς. Σχετικά με αυτό, οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών - μελών της ΕΟΚ προετοίμασαν την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, η οποία υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο και στη Χάγη τον Φεβρουάριο του 1986 και τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιουλίου 1987, μετά από έγκριση του κοινοβουλίου όλων των έως τότε δώδεκα κρατών - μελών (μεταξύ των οποίων ήταν και η Ελλάδα) με αριθμό 1681/1987.
Σκοπός της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης ήταν η ολοκλήρωση της διαμόρφωσης μιας εσωτερικής αγοράς, μιας «Ευρώπης χωρίς σύνορα», μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992. Η εσωτερική αυτή αγορά αποτελεί μια περιοχή χωρίς σύνορα, με ελεύθερη μετακίνηση πολιτών, υπηρεσιών, αγαθών και κεφαλαίων.
II. Με την ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η προνομιακή θέση του Αγίου Όρους όχι μόνο δεν επηρεάστηκε, αλλά, αντιθέτως, επικυρώθηκε από την κοινή δήλωση αρ. 4/1979, που συντάχθηκε από τους υπεύθυνους εκπροσώπους των κρατών - μελών κατά την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης, η οποία εγκρίθηκε με τον νόμο αρ. 945/1979.
Σύμφωνα με τη δήλωση αυτή, «αναγνωρίζοντας ότι το ειδικό καθεστώς που παραχωρείται στο Άγιον Όρος, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 105 του ελληνικού συντάγματος, οφείλεται αποκλειστικά σε πνευματικούς και θρησκευτικούς λόγους, η Κοινότητα θα φροντίσει ώστε οι λόγοι αυτοί να λαμβάνονται πάντα υπόψη κατά την εφαρμογή και την περαιτέρω τροποποίηση των διατάξεων δημοσίου δικαίου, ιδίως όσον αφορά τις τελωνειακές και φορολογικές ελαφρύνσεις και το δικαίωμα παραμονής [στο Άγιον Όρος]».
Εξετάζοντας προσεκτικά την κοινή δήλωση αρ. 4/1979 μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι αυτή προσλαμβάνει και ερμηνεύει το άρθρο 105 του ελληνικού συντάγματος ως εγγύηση του ιδιαίτερου και προνομιακού καθεστώτος του Αγίου Όρους σε όλη την έκτασή του, καθώς ακόμη αναφέρεται ειδικά στα τελωνειακά, φορολογικά προνόμια και στο δικαίωμα παραμονής ενός πολίτη εντός του Άθω.
III. Το αναγνωρισμένο συνταγματικά αρχαίο προνομιακό καθεστώς του Αγίου Όρους έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία βρίσκονται εμφανώς σε αντίθεση με τους γενικούς νομικούς κανόνες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Τέτοια χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν την απαγόρευση διαμονής στο Άγιον Όρος ατόμων με διαφορετικές πεποιθήσεις, ατόμων που θεωρούνται σχισματικά, εκπροσωπούν άλλες θρησκείες ή ενστερνίζονται τον αθεϊσμό. Περιλαμβάνουν ακόμη την απαγόρευση εισόδου των γυναικών στο Άγιον Όρος, την υποχρεωτική απόκτηση ελληνικής υπηκοότητας για όλους τους μοναχούς που εγκαταβιώνουν στη χερσόνησο από τη στιγμή που γίνονται δόκιμοι, την υποχρεωτική απόκτηση άδειας παραμονής ακόμη και για απλή επίσκεψη στο Άγιον Όρος, την απαγόρευση ίδρυσης οποιουδήποτε είδους εταιρείας, την απαγόρευση άσκησης οποιασδήποτε επαγγελματικής ή εμπορικής δραστηριότητας κ.λπ.
Τέτοιες ρυθμίσεις έρχονται, αναμφίβολα, σε άμεση αντίθεση με το δικαίωμα ελεύθερης διαμονής, ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, που είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι του κοινού ευρωπαϊκού δικαίου.
Όταν τέτοια χαρακτηριστικά του αρχαίου προνομιακού καθεστώτος του Αγίου Όρους έρχονται σε αντίθεση με το κοινό ευρωπαϊκό δίκαιο, τότε δύνανται να εφαρμοστούν επιμέρους λύσεις ανάλογα με την περίπτωση. Τα ζητήματα αντιμετωπίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε σε κάθε επιμέρους θέμα να δικαιολογείται η θέση του Άθω, εφόσον όλες οι επιμέρους διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν στην ιδιαίτερη συνθήκη του. Φυσικά, δεν υπάρχει ανάγκη για ειδικούς χειρισμούς, όταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, η περιοχή του Αγίου Όρους απαλλάσσεται εγγράφως από την εφαρμογή των διατάξεων του κοινού δικαίου. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο φόρος προστιθέμενης αξίας (Παράρτημα I τμήματος VI του Πρωτοκόλλου προσχώρησης, βλ. επίσης διάταξη αρ. 1642/1986). Τέτοιου είδους προβληματισμοί δύνανται να επιλυθούν με αναφορά στο γενικό καθεστώς του άρθρου 56 της Συνθήκης της ΕΟΚ, όπως αυτό έχει εγκριθεί και όπου θίγονται εξαιρετικές περιπτώσεις σχετικές με τη δημόσια ασφάλεια, τάξη και υγεία.
Συμπερασματικά, όλος ο σχετικός προβληματισμός θίγεται στην κοινή δήλωση για το Άγιον Όρος, η οποία υπογράφηκε από όλους τους συμμετέχοντες, δηλαδή από όλα τα εννέα (τότε) κράτη - μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και επισυνάφθηκε στο Πρωτόκολλο της 29ης Μαΐου 1979 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το πλήρες κείμενο του οποίου έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω.
Το Άγιον Όρος, όπως ορίζεται στο άρθρο 105 του συντάγματος, από τη στιγμή της προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση) αποτελεί μέρος του κοινού ευρωπαϊκού δικαίου. Τους σχετικούς κανονισμούς υποχρεούνται να τηρούν όλα τα κράτη - μέλη που έχουν προσχωρήσει στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες έως σήμερα. Στις συνθήκες προσχώρησης των νέων κρατών - μελών, αναφέρεται ρητά η προσχώρησή τους υπό τους όρους των ιδρυτικών συμβάσεων των Κοινοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις τροποποιήσεις και τις προσθήκες που έχουν γίνει.
Ακόμη, τα νέα κράτη - μέλη υποχρεούνται να σέβονται τις αρχές και τις κατευθύνσεις που προκύπτουν από δηλώσεις, ψηφίσματα και άλλες διατάξεις του συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής τους. Παρόμοιες διατάξεις περιγράφονται, για παράδειγμα, και στα Πρωτόκολλα προσχώρησης της Σουηδίας, της Φινλανδίας και της Αυστρίας.
Πέραν όλων των παραπάνω, είναι ευρέως γνωστό ότι στο βασικό κοινό δίκαιο, δηλαδή στις ιδρυτικές συμβάσεις και τις μετέπειτα τροποποιήσεις τους, δύνανται να γίνουν αλλαγές μόνο με την ομόφωνη απόφαση των κρατών - μελών, και όχι μόνο από τα νομοθετικά όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (σήμερα Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τα νομοθετικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δύνανται να ακυρώσουν συμφωνίες που έχουν υπογραφεί από τα κράτη - μέλη και έχουν εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια.
IV. Ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα είναι η προσπάθεια του Αγίου Όρους και του ελληνικού κράτους να ενισχύσουν την κοινή δήλωση (η βαρύτητα και η υποχρέωση εκτέλεσης της οποίας δεν έχουν ποτέ αμφισβητηθεί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω) προσδίδοντάς της ισχύ Πρωτοκόλλου. Έτσι, επιδιώκουν να επιτύχουν την αναγνώριση των ειδικών σχέσεων του Αγίου Όρους με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως συμβαίνει και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, ιδιαίτερα σημαντικές για την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όπως η σχέση του Βατικανού και του Σαν Μαρίνο με την Ιταλία, η σχέση του Μονακό με τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο, η περίπτωση του Δυτικού Βερολίνου (λόγω της ειδικής συνθήκης που ίσχυε εκεί μέχρι την επανένωση της Γερμανίας) κ.ά.
Σε σχέση με όλα τα παραπάνω πρέπει να γίνει κατανοητή η επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να επιτύχει την ισχυρή εφαρμογή των όρων της κοινής δήλωσης των δεκαπέντε (τότε) κρατών - μελών σχετικά με το Άγιον Όρος, η οποία συμπεριλήφθηκε στη Συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδας, καθώς και της ιστορικής δήλωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας στη Συνθήκη του Άμστερνταμ (δηλώσεις που λήφθηκαν υπόψη από τη Διάσκεψη, αρ. 8), η οποία εγκρίθηκε με αριθμό 2691/1999.