Η ιδιοκτησία και η περιουσία των μοναχών του Αγίου Όρους ρυθμίζονται αποκλειστικά από το άρθρο 101 του Καταστατικού, καθώς ο νόμος αριθμ. 3414/1909, ο οποίος ισχύει έως σήμερα με τροποποιημένη μορφή για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας, δεν εφαρμόστηκε ποτέ στον Άθω. Έτσι, θεωρείται πως η διάταξη του άρθρου 101 του Καταστατικού έχει ανώτερη νομική ισχύ (άρθρο 105 παρ. 3 του Συντάγματος) σε σύγκριση με τους επιμέρους νόμους και, συνεπώς, δεν δύναται να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί από αυτούς.
Βασική προϋπόθεση για την κατανόηση των διατάξεων που αφορούν τις σχέσεις ιδιοκτησίας των μοναχών είναι η διάκριση μεταξύ της περιουσίας που αποκτήθηκε πριν και μετά την κουρά, καθώς και η διάκριση μεταξύ των μοναχών που ανήκουν σε κοινοβιακές ή ιδιόρρυθμες μονές. Όλα τα υπόλοιπα δομούνται σύμφωνα με τη διάκριση ανάμεσα στην περιουσία που αποκτήθηκε πριν την κουρά και ανήκει σε μοναχό κοινοβιακής ή ιδιόρρυθμης μονής, και στην περιουσία που αποκτήθηκε μετά την κουρά και ανήκει και πάλι σε μοναχό κοινοβιακής ή ιδιόρρυθμης μονής.
Ωστόσο, όλες οι ρυθμίσεις που περιέχονται στο άρθρο 101 του Καταστατικού σχετικά με τις ιδιόρρυθμες μονές, αποδεικνύονται πρακτικά ανώφελες, καθώς όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αποτελούν σήμερα κοινόβια. Όσον αφορά την ύπαρξη εξαρτημένων μοναστικών ιδρυμάτων, τα ζητήματα κληρονομιάς δεν ρυθμίζονται για τους μοναχούς που διαμένουν σε αυτά με διαφορετικό τρόπο από ό,τι για τους μοναχούς των κυρίαρχων μοναστηριών, καθώς τα εξαρτήματα, όπως έχει ήδη σημειωθεί (βλ. παραπάνω § 13), δεν αποτελούν αυτοτελή νομικά πρόσωπα. Από τα παραπάνω προκύπτει πως η περιουσία που αποκτούν οι μοναχοί των εξαρτημάτων μεταβιβάζεται στο κυρίαρχο μοναστήρι, καθώς, σύμφωνα με έγγραφη απόφαση, οι μοναχοί των εξαρτημάτων θεωρούνται αδελφοί της κυρίαρχης μονής (άρθρο 127 του Καταστατικού, εφεξής Κ.).
I. Η περιουσία που αποκτήθηκε πριν την κουρά.
1. Ο δόκιμος έχει το δικαίωμα, πριν την κουρά του, να μεταβιβάσει εγγράφως την ιδιοκτησία του στο εκάστοτε μοναστήρι, ανεξαρτήτως του αν αυτό αποτελεί κοινοβιακή ή ιδιόρρυθμη μονή. Η μεταβίβαση θεωρείται δωρεά (άρθρο 498 παρ. 1 του Αστικού Κώδικα). Για τη νομική επικύρωση της ενέργειας, πρέπει ακόμη να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο θα κατατεθεί στις αρμόδιες αρχές (άρθρο 1033 παρ. 2 του Αστικού Κώδικα). Το μοναστήρι αποτελεί διάδοχο και όχι κληρονόμο του μοναχού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση εφαρμογής του νόμου αριθμ. 3414/1909.
Αν και το άρθρο 101 του Καταστατικού δεν περιέχει ρυθμίσεις σχετικά με την κινητή περιουσία που αποκτήθηκε από μοναχό πριν την κουρά του, πρέπει να αναφερθεί πως ο μοναχός έχει τη δυνατότητα να δωρήσει εξίσου οποιοδήποτε κινητό απόκτημα στη μονή της επιλογής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη δωρεά κινητής περιουσίας (άρθρα 498 και 1034 του Αστικού Κώδικα).
2. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, τυγχάνει ο μοναχός να κατέχει μετά την κουρά τόσο ακίνητη, όσο και κινητή περιουσία, η οποία δύναται να μην έχει μεταβιβαστεί στο μοναστήρι.
Στις ιδιόρρυθμες μονές, όταν αυτές υπήρχαν, η μη μεταβιβασμένη περιουσία παρέμενε στην κατοχή και διάθεση των μοναχών, καθώς δεν τους απαγορευόταν η κατοχή ιδιωτικής περιουσίας μετά την κουρά. Μετά τον φυσικό τους θάνατο, η περιουσία περνούσε στους κληρονόμους τους, σύμφωνα με τον νόμο ή την εκάστοτε διαθήκη.
Ωστόσο, οι μοναχοί των κοινοβιακών μονών δεν επιτρέπεται, μετά την κουρά, να διατηρούν ή να αποκτήσουν (δωρεάν ή με αντίτιμο) κινητή ή ακίνητη περιουσία. Έτσι προκύπτει το ερώτημα, τι θα πρέπει να εφαρμοστεί σε σχέση με την περιουσία που δεν έχει μεταβιβαστεί στο μοναστήρι πριν από την κουρά;
Σχετικά με το θέμα αυτό υπάρχουν δύο απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη, ορθότερη και επικρατέστερη άποψη, στην περίπτωση μη μεταβιβασμένης περιουσίας θα πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου του Αστικού Κώδικα. Αυτή θα πρέπει να περάσει μετά την κουρά του μοναχού στους κληρονόμους του, σύμφωνα με τη διαθέσιμη διαθήκη ή τον νόμο, ορίζοντας το μερίδιο που αναλογεί σε καθέναν από αυτούς. Η θέση αυτή βασίζεται κυρίως στο γεγονός πως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 101 παρ. 4 του Καταστατικού, δεν επιτρέπεται στον μοναχό να έχει καμία περιουσία μετά την κουρά, αλλά ούτε και το μοναστήρι δύναται να αποκτήσει περισσότερα από όσα επιθυμούσε να του μεταβιβάσει ο ίδιος ο μοναχός (βλ. Απόφαση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 419/2010: Κανονικό δίκαιο 2/2011. Σ. 111 και εξής, με παρατηρήσεις του Α. Κόνδη). Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, η μη μεταβιβασμένη στο μοναστήρι περιουσία, κινητή ή ακίνητη, πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με τους κανονισμούς του ρωμαϊκού-βυζαντινού δικαίου, δηλαδή σύμφωνα με την Εξάβιβλο του Κ. Αρμενόπουλου.
II. Η περιουσία μετά την κουρά.
1. Οι μοναχοί των κοινοβιακών μονών δεν μπορούν να αποκτήσουν περιουσία (δωρεάν ή με αντίτιμο), καθώς υπάρχει σαφής κανονισμός που ορίζει πως οι μοναχοί που ζουν σε κοινοβιακά ιδρύματα δεν δύνανται να έχουν καμία περιουσία (άρθρο 101 παρ. 4 Κ.).
Συνεπώς, οτιδήποτε αποκτούν οι μοναχοί μιας κοινοβιακής μονής, ή ό,τι τους μεταβιβάζεται μετά την κουρά (π.χ. κληρονομιά), γίνεται αυτομάτως ιδιοκτησία του μοναστηριού. Η μεταβίβαση όλης της περιουσίας του μοναχού στο μοναστήρι δεν δύναται να έχει αρνητικές συνέπειες για τα δικαιώματα τρίτων, π.χ. σε περίπτωση απαιτήσεων πιστωτών ή δικαιωμάτων άλλων νόμιμων κατόχων.
2. Αντιθέτως, οι μοναχοί των ιδιόρρυθμων μονών μπορούσαν μετά την κουρά να διατηρήσουν μέρος της περιουσίας τους που δεν είχε ήδη μεταβιβαστεί στο μοναστήρι, καθώς και να αποκτήσουν δικαιώματα σε νέα περιουσιακά στοιχεία, ανεξαρτήτως του τρόπου απόκτησής τους (δωρεάν ή με αντίτιμο).
Οι μοναχοί των ιδιόρρυθμων μονών μπορούσαν να χρησιμοποιούν κατά βούληση την περιουσία αυτή και να τη διαχειρίζονται ελεύθερα έως τον θάνατό τους. Ωστόσο, δεν είχαν το δικαίωμα να ορίσουν την τύχη της μετά τον θάνατό τους (π.χ. με τη σύνταξη διαθήκης).
Ο λόγος για τη ρύθμιση αυτή είναι πως μετά τον θάνατο ενός μοναχού του Αγίου Όρους, ανεξαρτήτως του αν υπηρέτησε σε κοινοβιακό ή ιδιόρρυθμο μοναστήρι, όλη του η περιουσία περνάει στη μονή του (άρθρο 101 παρ. 2 Κ.). Το μοναστήρι είναι ο μοναδικός κληρονόμος του μοναχού και αποκτά, συνεπώς, όλη την περιουσία που απέκτησε ο ίδιος μετά την κουρά, ανεξαρτήτως του πού επήλθε το γεγονός του θανάτου και πού βρίσκεται η ακίνητη περιουσία του. Μοναδική προυπόθεση αποτελεί το να μην έχει ληφθεί αποδεικτικό αποχώρησης από το μοναστήρι (άρθρο 103 Κ. βλ. Εφετείο Αθηνών 4208/2009: Ελληνική δικαιοσύνη 50.1753 και 1433/2010: Κανονικό δίκαιο 2/2010. Σ. 162).
III. Όσον αφορά την κληρονομική περιουσία των ιερομονάχων του Άθω (δεν υπάρχουν σχετικές οδηγίες στο άρθρο 101 του Καταστατικού), θα πρέπει να εφαρμόζεται η ίδια πρακτική, όπως και για όλους τους ιερομονάχους που ανήκουν στην Ελληνική Εκκλησία.
1. Συνεπώς, για την περιουσία των μοναχών του Άθω και των κληρικών που προέρχονται από τους μοναχούς της αθωνικής επικράτειας, οι οποίοι έχουν εγκαταλείψει την μονή τους έννομα και οριστικά (στην περίπτωση που είτε έχουν απολυθεί από το μοναστήρι για να ζήσουν εκτός αυτού ως ενοριακοί ιερείς, δάσκαλοι, κήρυκες ή σε άλλες εκκλησιαστικές θέσεις και έχουν λάβει αποδεικτικό αποχώρησης (άρθρο 103 Κ.), είτε έχουν απομακρυνθεί από την ιεροσύνη), εφαρμόζονται οι κανόνες του κοινού κληρονομικού δικαίου (Εφετείο Αθηνών 1433/2010: Κανονικό δίκαιο 2/2010. Σ. 162). Ωστόσο, και σε αυτές τις περιπτώσεις, το κοινό κληρονομικό δίκαιο περιέχει διατάξεις σχετικά με το μέρος της περιουσίας που ο μοναχός απέκτησε μετά την οριστική αποχώρησή του από το μοναστήρι (Απόφαση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 419/2010: Κανονικό δίκαιο 2/2011. Σ. 114). Νέα περιουσία αποκτηθείσα μετά την κουρά (π.χ. κληρονομιά), θεωρείται αυτομάτως ιδιοκτησία της μονής. Η μεταβίβαση όλης της περιουσίας του μοναχού στο μοναστήρι δεν δύναται να έχει αρνητικές συνέπειες για τα δικαιώματα τρίτων σχετικά με τη μεταβιβαζόμενη περιουσία, π.χ. σε περίπτωση απαιτήσεων πιστωτών ή δικαιωμάτων άλλων νόμιμων κατόχων.
2. Αντίθετα, οι μοναχοί των ιδιόρρυθμων μοναστηριών μπορούσαν μετά την κουρά να διατηρήσουν μέρος της περιουσίας τους που δεν είχε ήδη μεταβιβαστεί στο μοναστήρι, καθώς και να αποκτήσουν δικαιώματα σε νέα περιουσιακά στοιχεία, ανεξαρτήτως του τρόπου απόκτησής τους (δωρεάν ή με αντίτιμο).
Την περιουσία αυτή οι μοναχοί των ιδιόρρυθμων μονών μπορούσαν να τη χρησιμοποιούν κατά βούληση και να τη διαχειρίζονται ελεύθερα έως τον θάνατό τους. Ωστόσο δεν είχαν το δικαίωμα να ορίσουν την πορεία της μετά τον θάνατό τους (π.χ. με τη σύνταξη διαθήκης).
Ο λόγος για τη ρύθμιση αυτή είναι πως μετά τον θάνατο ενός μοναχού του Αγίου Όρους, ανεξαρτήτως εάν υπηρέτησε σε κοινοβιακό ή ιδιόρρυθμο μοναστήρι, όλη η περιουσία του ανήκει στη μονή (άρθρο 101 παρ. 2 Κ.). Η τελευταία είναι ο μοναδικός κληρονόμος του μοναχού και αποκτά, συνεπώς, όλη την περιουσία που απέκτησε ο ίδιος μετά την κουρά, ανεξαρτήτως του πού επήλθε το γεγονός του θανάτου και πού βρίσκεται η ακίνητη περιουσία. Μοναδική προυπόθεση αποτελεί το να μην έχει ληφθεί αποδεικτικό αποχώρησης από το μοναστήρι (άρθρο 103 Κ. βλ. Εφετείο Αθηνών 4208/2009: Ελληνική δικαιοσύνη 50.1753 και 1433/2010: Κανονικό δίκαιο 2/2010. Σ. 162).