Στο Ελληνικό Σύνταγμα διατυπώνεται ρητά πως η παραμονή «ετερόδοξων ή σχισματικών» στο Άγιον Όρος απαγορεύεται (άρθρο 105 παρ. 2 του Συντάγματος). Παρόμοια διάταξη περιέχεται και στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους (άρθρο 5 παρ. 2 του Καταστατικού, εφεξής Κ.). Η παραμονή εκπροσώπων άλλων θρησκειών ή αθέων στην αθωνική χερσόνησο απορρίπτεται από την αγιορείτικη νομοθεσία.
Οι παραπάνω διατάξεις απαγορεύουν όχι απλώς την επίσκεψη στον Άθω, αλλά ιδιαίτερα τη μόνιμη εγκατάσταση. Φυσικά, δεν ορίζεται αναλυτικά η έννοια των όρων «ετερόδοξος» ή «σχισματικός». Η ερμηνεία των λέξεων υπόκειται στη σφαίρα του εσωτερικού δικαίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ σε περίπτωση αμφιβολιών αποστέλλεται διευκρυνιστικό αίτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για τον λόγο αυτό, η θεώρηση οποιουδήποτε μοναχού ως σχισματικού δεν υπόκειται σε έλεγχο και δεν μπορεί να εξεταστεί με βάση τον κανονισμό (Συμβούλιο της Επικρατείας 736/2005: Κανονικό Δίκαιο 2/2005).
I. Η Ιερά Κοινότητα, σε περίπτωση που της γνωστοποιηθεί η παραμονή ετερόδοξων ή σχισματικών στο Άγιον Όρος (με νομικούς όρους, παραμονή εκπροσώπου άλλης θρησκείας ή αθέου), αποφασίζει για την απέλασή τους, ενώ ο διοικητής, ως κυβερνητικός εκπρόσωπος, φροντίζει για την εκτέλεση της απόφασης (άρθρο 105 παρ. 4-5 Κ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 3-4 του νομοθετικού διατάγματος της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926 και το άρθρο 8 Κ.). Ωστόσο, έχει γίνει αποδεκτό πως ο διοικητής δεν θα πρέπει, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επιμένει στην υποχρεωτική απομάκρυνση του αποβληθέντος από τη χερσόνησο, εάν αυτός επιδεικνύει άψογη συμπεριφορά και εάν παραμένει στην αθωνική γη με τέτοιο τρόπο, ώστε η απομάκρυνσή του να προσέβαλλε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (Συμβούλιο της Επικρατείας 736/2005: Κανονικό Δίκαιο 2/2005).
Τέλος, σύμφωνα με την ερμηνεία του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, στο Άγιον Όρος επιτρέπεται η μόνιμη παραμονή αποκλειστικά και μόνο ορθοδόξων χριστιανών, οι οποίοι αποδέχονται και αναγνωρίζουν την άμεση πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη. Συνεπώς, δεν γίνονται αποδεκτοί στον Άθω μοναχοί, οι οποίοι, παύοντας να μνημονεύουν το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη, έχουν σταματήσει να αναγνωρίζουν την πνευματική του δικαιοδοσία στον τόπο (Συμβούλιο της Επικρατείας 4/1996).
II. Στο Άγιον Όρος, σύμφωνα με ρητή αναφορά του Καταστατικού, απαγορεύεται η ίδρυση και λειτουργία οποιασδήποτε εταιρείας ή ειδικής αδελφότητας, καθώς αυτό αντιβαίνει στους αρχέγονους μοναστικούς κανόνες της αγιορείτικης πολιτείας (άρθρο 183 Κ.).
Ο περιορισμός αυτός γίνεται εύκολα κατανοητός εάν εξετάσουμε τη σχετικά πρόσφατη ιστορία του Αγίου Όρους. Ένα παράδειγμα αποτελούν οι αδελφότητες των Ρώσων κελλιωτών, οι οποίες στα μέσα του 19ου αιώνα δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στις κυρίαρχες μονές.
Στη βιβλιογραφία έχουν συχνά διατυπωθεί αντιρρήσεις σχετικά με ορισμένες διατάξεις του Καταστατικού, οι οποίες έχουν θεωρηθεί αντισυνταγματικές. Ακόμη και αν υποθέσουμε πως η διάταξη αυτή, αν και νεότερη, δεν αντιβαίνει στους μοναστικούς κανόνες του Αγίου Όρους, φαίνεται ορθότερο να θεωρήσουμε πως το αθωνικό δίκαιο είναι μοναδικό, ενώ όλα τα κενά του συμπληρώνονται από τις νομικές διατάξεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει πως η ίδρυση και η λειτουργία εταιρειών έρχεται σε αντίθεση με τους βασικούς κανόνες και αξίες της μοναστικής ζωής. Σε κάθε περίπτωση, η απαγόρευση δεν επεκτείνεται πέρα από τα όρια του Αγίου Όρους, πράγμα που σημαίνει ότι οι αγιορείτες δύνανται να αποτελέσουν μέλη εταιρειών εκτός του Άθω.
III. Με τους προηγούμενους περιορισμούς συνδέεται και η απαγόρευση οποιασδήποτε προπαγανδιστικής και προσηλυτιστικής δραστηριότητας ηθικού, θρησκευτικού, εκκλησιαστικού, κοινωνικού, εθνικιστικού ή άλλου παρόμοιου χαρακτήρα στον Άθω (άρθρο 184 Κ.).
Η ποινή που προβλέπεται στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση παραμονής στο Άγιον Όρος ατόμου με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, σχισματικού, εκπροσώπου άλλης θρησκείας ή αθέου, είναι η απέλαση του παραβάτη από την αθωνική επικράτεια. Το πώς επιβάλλεται και πώς εκτελείται η ποινή έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω.