Η περίοδος εγκαθίδρυσης της οθωμανικής κυριαρχίας
Ο Άθως αντιμετώπιζε προβλήματα εξαιτίας των επιδρομών των Οθωμανών πειρατών ήδη από την αρχαιότητα. Ωστόσο, έως τον 13ο αιώνα η παρουσία των τελευταίων στην αγιορείτικη χερσόνησο ήταν περιορισμένη. Κατά τον 14ο αιώνα, τα μονοπάτια και οι διαδρομές που συνέδεαν τον Άθω με τις γύρω περιοχές ήταν πλέον γνωστά στους Οθωμανούς μισθοφόρους του βυζαντινού στρατού. Έτσι, οι επιδρομές άρχισαν να πληθαίνουν. Τα καταλανικά στρατεύματα, που είχαν κληθεί από το Βυζαντινό κράτος για να πολεμήσουν τους Τούρκους, συμμαχούσαν συχνά μαζί τους, με αποτέλεσμα να λεηλατούν από κοινού τα χωριά της χερσονήσου, καθώς και τις αγιορείτικες μονές. Οι πηγές αναφέρονται στις οθωμανικές πειρατικές επιδρομές του 1305 και του 1306, ενώ από τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε η συνεργασία των Καταλανών με τις οθωμανικές δυνάμεις.
Το 1325, μεγάλος αριθμός μοναχών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χερσόνησο του Άθω εξαιτίας της αδιάκοπης πειρατείας. Ο Γρηγόριος Σιναΐτης και ο Γρηγόριος Παλαμάς, μαζί με τους μαθητές τους, εγκατέλειψαν το Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Το 1340, με την προέλαση ενός δεύτερου κύματος πειρατικών επιδρομών, ο Όσιος Αθανάσιος (1302 – 1380) εγκατέλειψε επίσης τον Άθω, αποσύρθηκε στα Μετέωρα και ίδρυσε κοινόβιο αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Αυτό ήταν και το πρώτο μοναστήρι που ιδρύθηκε στα βράχια των Μετεώρων, καθώς έως τότε οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης έμοιαζαν αποτρεπτικές για την ανάπτυξη μοναστικών κοινοτήτων.
Το 1383 οι Οθωμανοί κατέλαβαν την ελληνική πόλη των Σερρών. Ταυτόχρονα, η χερσόνησος του Άθω παραδόθηκε στους κατακτητές. Τα επόμενα σαράντα χρόνια επικράτησε έντονη πολιτική αστάθεια, καθώς η ηγεσία του Βυζαντινού κράτους άλλαζε διαρκώς. Το 1423 ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος αναγκάστηκε, μετά από πολυετή πολιορκία, να παραδώσει την πόλη της Θεσσαλονίκης στους Βενετούς, ενώ ο ίδιος πήγε στο Άγιον Όρος, έγινε μοναχός και πέθανε με το όνομα Ακάκιος. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 η εξουσία των Οθωμανών εδραιώθηκε σε ολόκληρη την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το Άγιον Όρος κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας
Το Άγιον Όρος υποτάχθηκε στους κατακτητές το 1424. Αμέσως έγιναν αισθητές οι αλλαγές στο σύστημα διοίκησης και στην οργάνωση της χερσονήσου. Ήδη από το 1428 έφτασε στον Άθω έγγραφο υπογεγραμμένο από τον Πατριάρχη, το οποίο όριζε την ενοποίηση των μονών Αλυπίου και Κουτλουμουσίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Οθωμανοί δεν έστειλαν στρατό στο Άγιον Όρος και δεν εγκατέστησαν εκεί κανένα διοικητικό όργανο, καθώς οι αγιορείτες μοναχοί, δεδομένου του τρόπου ζωής τους, αποτελούσαν μια ειρηνική ομάδα ανθρώπων και δεν θεωρούνταν απειλή για τη νέα ηγεσία. Επιπλέον, ακολουθούσαν πιστά τους νέους νόμους και τους κανονισμούς που τους επιβάλλονταν. Αυτός είναι πιθανόν και ο λόγος που η αγιορείτικη κοινότητα επιβίωσε χωρίς να υποστεί σοβαρά πλήγματα, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές. Ο οθωμανικός στρατός έκανε φοβερές επιδρομές, καταστρέφοντας και εξαθλιώνοντας τα χωριά από τα οποία περνούσε. Έκαιγε και λεηλατούσε τα σπίτια, αναγκάζοντας τους αμάχους να εγκαταλείψουν τα κατεχόμενα εδάφη.
Το παράδειγμα του Αγίου Όρους απέδειξε περίτρανα τον φοροεισπρακτικό χαρακτήρα του οθωμανικού μηχανισμού και την επιθυμία του Σουλτάνου να συγκεντρώσει όλο τον τοπικό πλούτο. Ορισμένοι μελετητές έχουν υποστηρίξει πως οι Οθωμανοί κατακτητές συνέχισαν το έργο των βυζαντινών αυτοκρατόρων, θέτοντας το Άγιον Όρος υπό την αιγίδα τους. Στην πραγματικότητα, το νέο κράτος και οι ηγεμόνες του δεν φρόντισαν για την ασφάλεια του τόπου και δεν προσέφεραν τίποτα ουσιαστικό στις μονές. Ο Άθως θεωρούνταν μια ανεξάντλητη πηγή εσόδων, από την οποία αντλούνταν κάθε είδους υλικά οφέλη με νόμιμα ή παράνομα μέσα.
Η στάση των Οθωμανών εξηγείται μεταξύ άλλων από τις θρησκευτικές διαφορές των δύο λαών. Οι Οθωμανοί, ως ομολογητές του Ισλάμ, χώριζαν τον κόσμο σε ομάδες μουσουλμάνων και απίστων. Οι τελευταίοι αντιπροσώπευαν την κακότητα και, ως εκ τούτου, έπρεπε να εξολοθρευθούν από τις δυνάμεις του καλού. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, δινόταν άφεση μόνο στους μη μουσουλμάνους που υποτάσσονταν στη θέληση του σουλτάνου ή σε όσους άλλαζαν την πίστη τους. Οι επιζώντες μετατρέπονταν σε χρήσιμα εργαλεία του διοικητικού μηχανισμού, που ήταν ικανά να αυξήσουν το κέρδος του οθωμανικού κράτους.
Μάλιστα, μία από τις σπουδαιότερες αποδείξεις υπακοής στον Σουλτάνο ήταν η έγκαιρη πληρωμή των φόρων. Ο περιορισμός των οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων του ντόπιου πληθυσμού εξασφαλιζόταν τόσο με τις εισπρακτικές τακτικές των Οθωμανών, όσο και με την απώθηση και εγκατάσταση των κατοίκων στις πιο απομακρυσμένες, δυσμενείς περιοχές. Ωστόσο, η θρησκευτική ζωή του πληθυσμού δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα το οθωμανικό κράτος. Παρά τις προσπάθειες εξισλαμισμού των Ελλήνων, η αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή ο προσηλυτισμός στον χριστιανισμό, θεωρούνταν σημαντικότερο πρόβλημα και τιμωρούνταν με θάνατο. Ο χριστιανισμός δεν ήταν επίσημα απαγορευμένος, ήταν, όμως, ανεπιθύμητο να επιδεικνύει κανείς την πίστη του στον Χριστό. Απαγορευόταν ρητά οι κωδωνοκρουσίες, καθώς και η οικοδόμηση νέων εκκλησιών. Ακόμη, οι πιο επιβλητικοί και μεγαλοπρεπείς ναοί κατασχέθηκαν και μετατράπηκαν σε τζαμιά. Η αποκατάσταση και συντήρηση των πιο παλιών εκκλησιών επιτρεπόταν μόνο με ειδική άδεια του Σουλτάνου, η οποία απαιτούσε την καταβολή ενός υψηλού χρηματικού ποσού και δεν παραχωρούνταν εύκολα.
Με την ενσωμάτωση των νέων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Άθως περιήλθε στη δικαιοδοσία της Ιερισσού, της πρώην πρωτεύουσας της τοπικής βυζαντινής επαρχίας.
Ο οθωμανικός στρατός εγκαταστάθηκε στο φρούριο της πόλης, από όπου παρακολουθούσε τις κινήσεις της μοναστικής κοινότητας και ήλεγχε την τήρηση των νόμων. Ο ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης, ο πασάς ή μπέης, παρενέβαινε όλο και περισσότερο στις εσωτερικές υποθέσεις του Αγίου Όρους. Πίεζε φορολογικά τους μοναχούς, χωρίς να τους προσφέρει τίποτα σε αντάλλαγμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι και τον 18ο αιώνα, η αθωνική πολιτεία δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα τους Οθωμανούς, καθώς, πέρα από το οικονομικό όφελος, το οποίο είχε περιοριστεί εξαιτίας της συνεχούς απομύζησης και της επακόλουθης φτώχειας, δεν μπορούσε να εντείνει με κανένα άλλο μέσο την ισχύ της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όταν οι αγιορείτικες μονές άρχισαν να ξαναβρίσκουν τη δύναμή τους, η κατάσταση άλλαξε. Τρεις εκπρόσωποι των τοπικών οθωμανικών αρχών μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν στο εσωτερικό της αθωνικής επικράτειας.
Το 1525, όταν ο Σουλτάνος οργάνωσε τον στρατό των Γενιτσάρων στην Κωνσταντινούπολη, προσέφερε την περιοχή του Αγίου Όρους στους στρατιώτες του ως δώρο. Η ιερά κοινότητα ήλπιζε ότι με την εξέλιξη αυτή θα είχε την προστασία των Γενιτσάρων, ενώ σταδιακά θα σταματούσαν οι ατελείωτες επιδρομές στη χερσόνησο. Επιπλέον, οι μοναχοί θα είχαν τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με την Κωνσταντινούπολη. Απευθυνόμενοι στον αρχηγό του στρατού, οι αθωνίτες μπορούσαν να μεταφέρουν τα αιτήματά τους στον ίδιο τον Σουλτάνο, συνοδεύοντάς τα με πλούσια δώρα και προσφορές.
Ο διοικητής του Αγίου Όρους, ο αγάς, είχε αρχικά την έδρα του στη Θεσσαλονίκη, ενώ μετέπειτα μεταφέρθηκε στις Καρυές. Η παρουσία ενός αλλόθρησκου Οθωμανού διοικητή στο εσωτερικό της αγιορείτικης κοινότητας δεν ήταν, βέβαια, ευχάριστη για τους μοναχούς. Στα αρχεία της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου υπάρχει σχετικό έγγραφο του 1575 που αναφέρει: «Ένας Οθωμανός αγάς, μαζί με 40 ένοπλους άνδρες κατοικεί στο Άγιον Όρος και εκτελεί μεγάλο αριθμό αγιορειτών μοναχών». Τα σκληρά αυτά μέτρα οφείλονταν στην αναταραχή που είχε επικρατήσει μεταξύ των Ελλήνων. Αν και ο πρώτος αυτός αναβρασμός δεν εξελίχθηκε σε ένοπλη εξέγερση, εντούτοις προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στους Οθωμανούς. Χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν στη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη και στο ίδιο το Άγιον Όρος. Σε άλλο έγγραφο του 18ου αιώνα υπάρχει η σημείωση: «Στο μέρος αυτό (στις Καρυές) ζει ένας αγάς, με δύο ή τρεις Οθωμανούς, με σκοπό να προστατεύει τους μοναχούς από τις επιθέσεις και την εισβολή ξένων πλοίων. Έχει διετή θητεία. Οι μοναχοί πληρώνουν ετήσιους φόρους για τη συντήρησή του. Την ημέρα των μεγάλων γιορτών περνάει από τα μοναστήρια και συλλέγει πλούσια δώρα, ανάλογα με τις δυνατότητες της κάθε μονής».
Ένας αγάς, συνοδευόμενος από τον γραμματέα και μερικούς υπηρέτες, δεν θα μπορούσε, βέβαια, να εξασφαλίσει την άμυνα ολόκληρης της χερσονήσου. Επιπλέον, δεν θα μπορούσε μόνος του να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της θέσης του, να ελέγξει, δηλαδή, την κατάχρηση εξουσίας που γινόταν από τους τοπικούς άρχοντες. Στην πραγματικότητα, ο αγάς συνεργαζόταν συνήθως με τους πειρατές και με άλλους ληστές, προκειμένου να εξασφαλίσει ένα μερίδιο από τα λάφυρα. Καθώς δεν ήθελε να εγκαταλείψει μια τόσο βολική θέση, προσπάθησε να παρατείνει τη θητεία του. Εκτός από τον ετήσιο μισθό του, τα μοναστήρια και οι σκήτες όφειλαν να τον προσκαλούν στις μεγάλες πανηγύρεις και να του προσφέρουν πλούσια δώρα. Ο αγάς έφευγε από τις μονές με σάκους γεμάτους νομίσματα. Κάθε κίνηση των μοναχών συνοδευόταν από την αντίστοιχη χρηματική εισφορά στον ίδιο. Το 1769 οι αγιορείτες προσπάθησαν να περιορίσουν τη δύναμή του, συντάσσοντας επιστολή που απαριθμούσε όλες τις περιπτώσεις κατάχρησης της εξουσίας του. Η αποστολή του κειμένου αυτού κατέστη δυνατή εξαιτίας της παρακμής της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, καθώς πλησίαζε το τέλος της, ο ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης παρενέβαινε όλο και πιο ενεργά στις υποθέσεις του Αγίου Όρους, προσπαθώντας να ελέγξει τις κινήσεις των υπόδουλων πληθυσμών. Το σπίτι του Αγά, που βρισκόταν στην πλατεία των Καρυών, διέθετε υπόγειο, το οποίο μετατράπηκε σε φυλακή για τους παραβάτες και τους μοναχούς που κινούσαν υποψίες. Στον πρώτο όροφο υπήρχε οπλοστάσιο, ενώ στους άλλους δύο ορόφους βρίσκονταν οι κοιτώνες των στρατιωτών.
Η φορολογία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας
Όλα τα εδάφη που κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς ανήκαν αποκλειστικά στον Σουλτάνο. Ο τελευταίος μπορούσε να τα διαθέσει κατά την κρίση του σε ιδιώτες. Εντούτοις μετά τον θάνατό τους, το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης της γης αμφισβητούνταν. Ήταν απαραίτητο να συνταχθεί εκ νέου έγγραφο, το οποίο να επικυρώνει τα δικαιώματα του καινούργιου κατόχου. Σύμφωνα με τη διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οικόπεδα αυτά μπορούσαν επίσης να αγοραστούν. Οι εκτάσεις του Αγίου Όρους, οι οποίες απαλλοτριώθηκαν από τους Οθωμανούς κατακτητές, βρέθηκαν στην ίδια μοίρα. Μεταξύ άλλων, μία από τις δυσκολότερες συνθήκες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι μοναχοί, ήταν η υποχρέωση καταβολής πολλών και υψηλών φόρων.
Η περίοδος της βασιλείας του Σουλτάνου Σελίμ Α΄ (1512-1520) αποτέλεσε για όλους τους υπόδουλους πληθυσμούς μια τραγική περίοδο. Ο ηγεμόνας επιδίωξε να διαλύσει το πατριαρχείο, να μετατρέψει όλες τις εκκλησίες σε τζαμιά και να προσυλητίσει τους χριστιανούς. Όσοι αρνούνταν να γίνουν μουσουλμάνοι τιμωρούνταν με θάνατο. Το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης σώθηκε χάρη στο γεγονός της ειρηνικής παράδοσης της Πόλης. Σύμφωνα με τον ιερό νόμο των Οθωμανών η θανάτωση όσων παραδίδονται ειρηνικά απαγορεύεται. Αργότερα, το 1537, ο Σουλεϊμάν ο Μέγας έδειξε κατανόηση στους υπόδουλους λαούς και εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο οι χριστιανοί μπορούσαν να ασκούν τη θρησκεία τους χωρίς να φοβούνται για τη ζωή τους. Ο Σουλτάνος Σελίμ Β΄ ήταν λιγότερο διαλλακτικός και απαλλοτρίωσε εκ νέου τα εδάφη του Αγίου Όρους. Ορισμένες μονές αναζήτησαν υποστήριξη σε ξένους ηγεμόνες. Σε κάποιες περιπτώσεις κατάφεραν, ακόμη, να συγκεντρώσουν δωρεές από τον απλό λαό. Ωστόσο, τα περισσότερα μοναστήρια αναγκάστηκαν να στραφούν σε Εβραίους τοκογλύφους, από όπου δανείστηκαν υψηλά ποσά.
Οι αγιορείτες πλησίασαν τον Σουλτάνο εξηγώντας του πως ήταν αναγκασμένοι να παραδώσουν τη γη σε ξένους και να εγκαταλείψουν τον Άθω, προκειμένου να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Θέλοντας να αποφύγουν την ερήμωση του τόπου, του ζήτησαν να τους παραχωρήσει το έδαφος της αθωνικής επικράτειας με αντάλλαγμα έναν ετήσιο φόρο που θα μπορούσαν να διαχειριστούν.
Οι εκπρόσωποι της μοναστικής κοινότητας, με επικεφαλής τον γέροντα Ανανία, ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη για να υπογράψουν τη συμφωνία. Οι Αθωνίτες χρειάστηκε αδιαμφισβήτητα να δωροδοκήσουν πολλούς υπηρέτες προκειμένου να ασκήσουν την κατάλληλη πίεση και να κερδίσουν την υπογραφή του διατάγματος. Με τον τρόπο αυτό, όμως, απαλλάχθηκαν από τον κίνδυνο να χάσουν τα εδάφη των μονών για τρίτη φορά.
Το δύσκολο καθήκον της είσπραξης των φόρων ανατέθηκε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Υπεύθυνος της διαδικασίας ήταν ο πρώην προστάτης του Αγίου Όρους και μετέπειτα επικεφαλής επόπτης. Μαζί με το κοινοβούλιο, όριζε τις φορολογικές υποχρεώσεις των μονών και εισέπραττε τα αντίστοιχα ποσά.
Οι πειρατές της Μεσογείου
Όπως συνέβαινε και σε άλλα μέρη της Μεσογείου, η πειρατεία έπληττε το Άγιον Όρος. Οθωμανοί, Βενετοί, Ισπανοί και, από τον 18ο αιώνα, Έλληνες πειρατές συμμετείχαν σε σφοδρές επιδρομές ενάντια στις μονές. Πληροφορίες για τις επιθέσεις αυτές μπορούμε να αντλήσουμε από πλήθος πηγών, από ιδιωτικά και δημόσια έγγραφα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι καταγραφές ήταν χειρόγραφες πάνω από το κείμενο τυπωμένων βιβλίων. Τα ελληνικά παράλια επλήγησαν περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους αποτελούνταν από αμάχους, άοπλους και ανοργάνωτους.
Το 1533 η Ιερά Μονή Εσφιγμένου υπέστη σφοδρές κακουχίες. Σε καταγραφή της εποχής περιγράφονται οι ζημιές στο μοναστήρι, η λεηλασία της βιβλιοθήκης και η σύλληψη εννέα μοναχών. Αυτό δεν αποτελούσε, βέβαια, ένα μεμονωμένο περιστατικό. Οι οθωμανικές αρχές κατέβαλαν ελάχιστες προσπάθειες για την προστασία των αγιορείτικων εδαφών. Κατά συνέπεια, οι μοναχοί ήταν αναγκασμένοι να οργανώνουν μόνοι τους την άμυναν του τόπου, να οχυρώνουν τα τείχη και να φροντίζουν τους πύργους. Η έλλειψη πληθυσμού και η αιχμαλωσία πολλών από τους μοναχούς, διευκόλυναν τους πειρατές.
Τον 16ο αιώνα άρχισε η έντονη δημιουργία αμυντικών κατασκευών. Οι πύργοι των μοναστηριών εφοδιάστηκαν με όπλα. Η εποχή έμεινε για πάντα αποτυπωμένη στην ιστορία του Αγίου Όρους. Πολλές εικόνες φέρουν έως σήμερα ίχνη από τα σπαθιά των πειρατών. Ακόμη, σε πλήθος τοιχογραφιών αποτυπώνονται οι σκηνές από τις μάχες που έδιναν οι μοναχοί με τους εισβολείς. Μεταξύ άλλων, διακρίνεται η αναπαράσταση ενός πρώην πειρατή που, λαμβάνοντας τη θεία φώτιση, αποφάσισε να γίνει μοναχός, να παραμείνει στον Άθω και να μην ακολουθήσει τους συνεργούς του, που τράπηκαν σε φυγή.
Ωστόσο, αν και η πειρατεία ήταν ένα σοβαρό ζήτημα, η οικονομική εξουθένωση των μονών οφειλόταν πρωτίστως στις φορολογικές απαιτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι πειρατές έφευγαν συχνά με ελάχιστα λάφυρα, αφού οι μονές ήταν ήδη εξαθλιωμένες από όσα κατέβαλαν στους οθωμανούς. Έτσι, όταν έγινε γνωστό πως ενισχύσεις οθωμανικών στρατευμάτων θα έφταναν στο Άγιον Όρος, οι μοναχοί ένιωσαν μεγαλύτερο φόβο παρά ανακούφιση. Οι στρατιώτες που παρέμεναν στη χερσόνησο, τρέφονταν εις βάρος των μονών, τις οποίες μάλιστα λεηλατούσαν. Όταν ο στρατός πλησίασε, οι αγιορείτες έσπευσαν να τους υποδεχτούν στα σύνορα του Άθω, φέρνοντας πλούσια δώρα.
Το 1638 μια ομάδα στρατιωτών εισέβαλε στον Άθω, λεηλάτησε τα μοναστήρια και σκότωσε πολλούς από τους μοναχούς. Ήταν μια ταραχώδης εποχή έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ των Ρωμαιοκαθολικών και των Προτεσταντών. Οι Καθολικοί είχαν φτάσει και στο Άγιον Όρος, όπου προσπαθούσαν να βρουν συμμάχους, παρασύροντας τους Ορθοδόξους μοναχούς στη δική τους πίστη. Δύο χρόνια αργότερα, ο Άθως τιμωρήθηκε με πρόστιμο 7.000 γροσίων.
Έναν αιώνα μετά, το 1736, οι Οθωμανοί λεηλάτησαν το θησαυροφυλάκιο της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, παίρνοντας ως ομήρους τον επιστάτη και τους διευθυντές του μοναστηριού.
Ο Γέροντας Θεοδόσιος κατάφερε να επαναφέρει την κανονικότητα, χρησιμοποιώντας τόσο την πειθώ του, όσο και πλήθος πολύτιμων δώρων. Λίγα χρόνια αργότερα, λόγω της συμπάθειας του Μητροπολίτη Αναστασίου της Σόφια προς τον ρωσικό λαό, επιβλήθηκε στον Άθω νέο πρόστιμο, που υπολογιζόταν στους 40 σάκους με νομίσματα. Ο κάθε σάκος θα έπρεπε να περιέχει 500 τουρκικά γρόσια. Ακολούθησαν και άλλες εισφορές, έως το τέλος του 18ου αιώνα, όταν το Άγιον Όρος όφειλε ένα ετήσιο ποσό ίσο με 60.000 γρόσια. Για την καταπολέμηση της πειρατείας, λίγο πριν από την ελληνική επανάσταση, ο Άθως κατέβαλε τελικά 80.000 γρόσια στους Οθωμανούς.
Η αντιπαράθεση με τους Οθωμανούς
Η βοήθεια των πατριαρχών
Κατά τους δύσκολους καιρούς της οθωμανικής κυριαρχίας, η μέριμνα του Οικουμενικού Πατριάρχη ήταν η ισχυρότερη δύναμη του Άθω. Δεν υπήρχε πια η φιγούρα του βυζαντινού αυτοκράτορα για να ενισχύσει τις μονές, ενώ ο Σουλτάνος που καθόταν στον θρόνο του νέου κράτους δεν ενδιαφερόταν για τον μοναχισμό. Το πατριαρχείο ήταν η μόνη ελπίδα των αθωνιτών. Ωστόσο, αποτελώντας το κέντρο της ορθοδοξίας, το πατριαρχείο τραβούσε συχνά την προσοχή των κατακτητών, βίωνε τη βία και την επιβολή τους. ο Άθως έμοιαζε με μια άσβεστη φωτιά, με το φως του χριστιανισμού που έπρεπε να διατηρηθεί και να στηρίξει την πίστη των υποδούλων.
Με την ενίσχυση του δεσμού ανάμεσα στο Άγιον Όρος και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, η επιρροή του τελευταίου στις εσωτερικές υποθέσεις των μονών αυξήθηκε. Άρχισε, μάλιστα, να επεμβαίνει και στα πιο ασήμαντα ζητήματα. Αν και η εμπλοκή του στα θέματα της αγιορείτικης κοινότητας προκαλούσε υπό άλλες συνθήκες δυσαρέσκεια στους μοναχούς, εντούτοις η ανάγκη τους να νιώθουν την προστασία του Οικουμενικού Πατριάρχη τούς έκανε ιδιαίτερα δεκτικούς σε κάθε ενέργειά του.
Σημαντικός αριθμός πατριαρχικών εγγράφων, που εστάλησαν την εποχή εκείνη στο Άγιον Όρος, επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον και τη συνεχή παρουσία του πατριαρχείου στα θέματα της αθωνικής πολιτείας.
Τέλος, πολλοί πατριάρχες είχαν προσωπικό ενδιαφέρον στον Άθω, αφού έγιναν οι ίδιοι μοναχοί, εγκαταλείποντας τον πατριαρχικό θρόνο. Ο Γεννάδιος Β΄, ο πρώτος πατριάρχης μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα, καθώς εγκατέλειψε τη θέση του και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Ο Νήφων Β' ακολούθησε επίσης μεγάλη πορεία ως μέλος της αθωνικής κοινότητας, αφού έζησε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος, στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας και στην Ιερά Μονή Διονυσίου.
Ο Πατριάρχης Άνθιμος Β’ έφτασε στο Άγιον Όρος το 1623. Εκεί πέρασε τη ζωή του στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Με χρήματα από την προσωπική του περιουσία έχτισε ένα νέο κτήριο, όπου συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι των καλυβών και των κελλιών, καθώς και οι νέοι μοναχοί. Ο Πατριάρχης Διονύσιος Γ’ (Διονύσιος Βαρδαλής), ο οποίος καταγόταν από πλούσια οικογένεια τραπεζιτών, ενίσχυσε επίσης τη Μονή Μεγίστης Λαύρας. Αγόρασε πολλούς από τους θησαυρούς της, οι οποίοι βρίσκονταν στην κατοχή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, έχτισε έναν πύργο, ένα παρεκκλήσι, επισκεύασε τα κελλιά και τα κτήρια τόσο της μονής, όσο και των γύρω ερημητηρίων. Τέλος, βοήθησε με κάθε τρόπο την Ιερά Μονή Ιβήρων. Ο Πατριάρχης Διονύσιος Δ’ Μουσελίμης δώρισε στη μονή όλο το αρχείο της προσωπικής του βιβλιοθήκης.
Η συνδρομή των μεγάλων ηγεμόνων
Εφόσον στο εσωτερικό της οθωμανικής επικράτειας δεν υπήρχε κανένας ηγεμόνας που να μεριμνά για τον αγιορείτικο μοναχισμό, οι μονάρχες του βορρά ανέλαβαν τον ρόλο του προστάτη και αρωγού. Η Σερβία, η Ιβηρία, η Βλαχία, η Μολδαβία και η Ρωσία προσέφεραν απλόχερα τη στήριξή τους. Από τον 17ο αιώνα τα μοναστήρια άρχισαν να αποκτούν μετόχια εκτός της Ελλάδας. Η ιδιοκτησία αυτή τους απέφερε σημαντικά έσοδα που στήριξαν δυναμικά την επιβίωση και ανάπτυξη των μοναστηριών. Το αφήγημα σχετικά με το αυξημένο ενδιαφέρον του Σουλτάνου Σελίμ Α΄ για την Ιερά Μονή Ξηροποτάμου αποτελεί μυθοπλασία, καθώς οι Οθωμανοί ηγεμόνες δεν στήριξαν ποτέ τις αθωνικές μονές.
Η περίοδος της ανάπτυξης του αγιορείτικου μοναχισμού, χάρη στη στήριξη των ηγεμόνων του βορρά, αποτυπώνεται στον τεράστιο αριθμό επιγραφών, οι οποίες εντοπίζονται σε όλες τις επιμέρους μονές του Αγίου Όρους. Είναι σκαλισμένες σε πέτρα και αναφέρονται στην ευγνωμοσύνη των μοναχών προς τους ευεργέτες τους. Οι ηγεμόνες ήθελαν να αφήσουν το σημάδι τους στην ιστορία του τόπου, ενώ οι μοναχοί επιδίωκαν να προσελκύσουν νέες δωρεές. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, σε αντίθεση με τους ηγεμόνες των βόρειων χωρών, δεν ενδιαφέρονταν να κρατήσουν το όνομά τους αποτυπωμένο στα κτίσματα που οικοδομούνταν με δική της πρωτοβουλία. Έτσι, όλα τα κτήρια και οι μονές που διέθεταν επιγραφές, ήταν ουσιαστικά δημιουργήματα των ξένων ηγεμόνων. Ακόμη, κατά την περίοδο των βυζαντινών χρόνων, η βοήθεια των ηγεμόνων αφορούσε ολόκληρο το Άγιον Όρος και όχι κάποια συγκεκριμένη μονή. Αποτελούνταν από μια ετήσια επιχορήγηση, η οποία στη συνέχεια μοιραζόταν μεταξύ των μονών, ανάλογα με τον πληθυσμό και τις ανάγκες τους.
Η αφοσίωση του ορθόδοξου λαού
Η συνάντηση των υπόδουλων χριστιανών με τους αγιορείτες μοναχούς αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό γεγονός για τις ζωές των λαϊκών ανθρώπων, που βασανίζονταν από τον οθωμανικό ζυγό. Οι μοναχοί, αναγνωρίζοντας τη στήριξη που μπορούσαν να προσφέρουν στον κόσμο, έφτιαξαν μια ομάδα εκπροσώπων των μονών, πήραν μαζί τους ένα τμήμα του Τιμίου Σταυρού, ιερά λείψανα των αγίων και θαυματουργές εικόνες της Παναγίας και ξεκίνησαν ένα ταξίδι στις πόλεις και τα χωριά των ορθοδόξων χριστιανών.
Η συλλογή δωρεών δεν ήταν ο μόνος σκοπός της αποστολής αυτής. Επιδίωκαν, πρωτίστως, τη διατήρηση της επαφής του απλού λαού με την αγιορείτικη πολιτεία, καθώς η πραγματοποίηση ενός προσκυνηματικού ταξιδιού ήταν αρκετά δύσκολη για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Έτσι, το Άγιον Όρος βγήκε από τη χερσόνησό του και χτύπησε τις πόρτες των πιστών. Οι μικρές δωρεές που έλαβαν οι αγιορείτες ήταν μια μικρή οικονομική βοήθεια. Αποτέλεσαν όμως μια ευλογημένη συνεισφορά μεγάλης πίστης και αγάπης.
Οι δωρεές στήριξαν για αρκετό καιρό τον Άθω. Η ταπεινή συνεισφορά των πιστών ενίσχυσε τις μονές σε δύσκολες καταστάσεις, όταν καλούνταν να καταβάλουν έκτακτους φόρους ή κάποιο ποσό προκειμένου να φέρουν κοντά τους έναν αιχμάλωτο μοναχό.
Ακόμη, ορισμένοι προσκυνητές που κατάφεραν να φτάσουν στο Άγιον Όρος, αποφάσισαν να παραμείνουν εκεί ως μοναχοί. Κάποιοι από αυτούς δώρισαν τις εκτάσεις που είχαν στην ιδιοκτησία τους, ενώ άλλοι έκαναν μεγάλες παραγγελίες εικόνων και άλλων πραγμάτων που παράγονταν στον Άθω.
Με τη δωρεά γης, που αποτέλεσε ένα αρκετά σύνηθες φαινόμενο, η περιουσία του Αγίου Όρους μεγάλωσε. Με την πάροδο των χρόνων, οι μοναχοί κατάφεραν, ακόμη, να αγοράσουν εκτάσεις από τους Οθωμανούς.
Η ακμή και η παρακμή των μονών του Αγίου Όρους
Η περίοδος μετά την εισβολή και την κατάκτηση του ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς αποτέλεσε μια περίοδο παρακμής. Η σταδιακή βελτίωση που παρατηρήθηκε οφειλόταν στη χαλάρωση του τυραννικού καθεστώτος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μέσα από την εσωτερική πολιτική του Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπή. Ακόμη, η στήριξη των ηγεμόνων των παραδουνάβιων χωρών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της γενικότερης κατάστασης των υπόδουλων μοναστηριών. Παρά το ότι η ανέγερση νέων υποδομών και ναών απαγορευόταν στο Άγιον Όρος, με τη δικαιολογία της αποκατάστασης των ήδη υπαρχόντων παλαιών κτηρίων, καθώς και με γενναιόδωρες δωροδοκίες προς τους Οθωμανούς αξιωματούχους, οι αγιορείτες κατάφεραν να δημιουργήσουν κορυφαία οικοδομήματα, τα οποία αποτελούν έως σήμερα εξαιρετικά παραδείγματα μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Η περίοδος αυτή διήρκησε περίπου 80 χρόνια, έως ότου το 1580 επήλθε μια νέα, πολύ πιο έντονη περίοδος παρακμής. Τα προβλήματα οφείλονταν στην έλλειψη πληθυσμού των μοναστηριών. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε έως το 1661, όταν έγινε η διάλυση της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, η φροντίδα των πατριαρχών, καθώς και των υπολοίπων υψηλόβαθμων κληρικών, οδήγησε σε μια ανοδική πορεία που κράτησε έως την εξέγερση των Ελλήνων κατά των Οθωμανών. Ακόμη και ο τρομερός σεισμός του 1765 δεν μπόρεσε να εμποδίσει την αναγέννηση της ιερής κοινότητας.
Ο πληθυσμός του Αγίου Όρους
Η μείωση του πληθυσμού του Αγίου Όρους, όπως και η φτώχεια που έπληξε τον Άθω μετά την οθωμανική επιβολή, ήταν αναπόφευκτες. Στο σημείο της μεγαλύτερης ακμής του, τον 11ο αιώνα, υπήρχαν έως και 6.000 μοναχοί. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο ακριβής αριθμός του πληθυσμού της μοναστικής κοινότητας παραμένει δύσκολο να υπολογιστεί. Τα σχετικά έγγραφα ή αρχεία που διασώθηκαν είναι ελάχιστα. Ωστόσο, ο κεφαλικός φόρος που κατέβαλαν οι αθωνίτες μοναχοί στους Οθωμανούς μας επιτρέπει να κάνουμε ορισμένες υποθέσεις. Το 1387 οι κάτοικοι του Άθω θα πρέπει να πλησίαζαν τους 3.000. Βέβαια, σε δύσκολες περιόδους ο αριθμός αυτός μειωνόταν κατά πολύ, ενώ ο φόρος παρέμενε αμετάβλητος. Το γεγονός ότι το καταβαλλόμενο ποσό δεν αυξήθηκε, δηλώνει ότι ο πληθυσμός του Άθω δεν ξεπέρασε ποτέ τις 3.000 κατοίκους. Η απογραφή του 1808 κατέγραψε 2.395 μοναχούς.
Με τη γενική φυγή των ελληνικών πληθυσμών προς τις περιοχές που βρίσκονταν έξω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μειώθηκε και ο αριθμός των αθωνιτών πατέρων. Μεγάλο ποσοστό εγκαταστάθηκε στις χώρες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Βενετών, στις όχθες του Δούναβη και στη Ρωσία. Η μετακίνηση αυτή αποτέλεσε μια δημογραφική καταστροφή που έπληξε τον Άθω κατά τα τέλη του 15ου αιώνα. Ο πληθυσμός του Αγίου Όρους κατέληξε να μην ξεπερνά τους 700-800 μοναχούς.
Τότε ξεκίνησε η εισροή σλαβικού πληθυσμού στις μοναστικές κοινότητες του Άθω. Οι 13 Πρωτεπιστάτες της περιόδου χρησιμοποιούσαν στην υπογραφή τους το κυριλλικό αλφάβητο. Από την άλλη, οι εκπρόσωποι των σλαβικών μοναστηριών (του Αγίου Παντελεήμονα, των Μονών Ζωγράφου και Χιλανδαρίου) φαίνεται πως ήταν ελληνόφωνοι, καθώς υπέγραφαν χρησιμοποιώντας τα ελληνικά. Το φαινόμενο της συνύπαρξης διαφορετικών εθνικοτήτων και πολιτισμών παρατηρείται ιδιαίτερα στα έγγραφα της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου, η οποία αποτελούσε ένα εντυπωσιακό παράδειγμα «δίγλωσσου» μοναστηριού του Αγίου Όρους. Οι εκπρόσωποι της μονής εκλέγονταν εναλλάξ από Έλληνες και Σέρβους. Παρά την αυξημένη σλαβική παρουσία, αξίζει να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειονότητα των μοναχών του Αγίου Όρους παρέμεναν Έλληνες. Ωστόσο, ο διορισμός Σλάβων μοναχών σε ηγετικές θέσεις ενίσχυε τους δεσμούς με τη Βλαχία και τη Μολδαβία, όπου η επίσημη γλώσσα της εκκλησίας ήταν η σλαβική. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι σλαβικές υπογραφές εμφανίστηκαν ταυτόχρονα με τις δωρεές από τον βορρά. Η βοήθεια των ηγεμόνων της Βλαχίας δεν περιοριζόταν σε χρήματα, αλλά περιελάμβανε και ανθρώπινο δυναμικό. Μάλιστα, πολλοί από τους ανθρώπους που μετακινούνταν στον Άθω ως εργάτες, εγκαθίσταντο εν τέλει στα μοναστήρια. Κατά συνέπεια, οι εκπρόσωποι των μοναστηριών που υπέγραφαν τα διάφορα έγγραφα στη σλαβική γλώσσα, μπορούσαν εξίσου να μην είναι Σλάβοι, αλλά Βλάχοι.
Ο κοινοβιακός τρόπος ζωής που είχε καθιερωθεί στα μοναστήρια του Άθω, ανάγκαζε τους ξένους μοναχούς να σπεύδουν σε κελλιά και καλύβες, όπου διατηρούνταν ο ιδιόρρυθμος τρόπος οργάνωσης. Όταν οι Έλληνες δυσκολεύτηκαν να διατηρήσουν το μοναστικό καταστατικό, πολλοί από αυτούς έγιναν ερημίτες ή άρχισαν να ζουν με τον τρόπο των ιδιόρρυθμων μονών. Το διάστημα εκείνο πολλοί μοναχοί από άλλες χώρες εγκαταστάθηκαν με προθυμία στις ελληνικές μονές.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο σλαβικός πληθυσμός του Αγίου Όρους μειώθηκε σημαντικά. Η προσέλευση νέων μοναχών ανεστάλη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις αρχές του 19ου αιώνα, κανένας από τους εκπροσώπους των σλαβικών μονών δεν υπέγραφε πια χρησιμοποιώντας το κυριλλικό αλφάβητο.
Στα μέσα του 16ου αιώνα παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του πληθυσμού του Αγίου Όρους, η οποία συνδεόταν με τη γενικότερη βελτίωση της κατάστασης της χερσονήσου. Εκείνη την εποχή, ζούσαν, για παράδειγμα, στην Ιερά Μονή Γρηγορίου 41 μοναχοί, ενώ στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου 51. Αν υποθέσουμε ότι αντίστοιχοι αριθμοί χαρακτηρίζουν και τον πληθυσμό των υπόλοιπων μονών, οι μοναχοί ολόκληρου του Αγίου Όρους υπολογίζονται περίπου στους 1.500. Η ύφεση που ακολούθησε έφερε μαζί της μια πραγματική δημογραφική καταστροφή. Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί η Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου κατοικούσαν μόνο 5 ή 6 μοναχοί.
Ο αριθμός των μονών του Αγίου Όρους
Со становлением монашества на Святой Горе можно было наблюдать развитие крупных монастырей, небольших обителей, присоединявшихся, как правило, к более крупным, а также келий и калив, организованных в скиты или же самостоятельных.
В 1393 году упоминаются 25 крупных монастырей, оставшихся от когда-то внушительного количества обителей, исчезнувших в ходе их роспуска или слияния с другими монастырями. Спустя несколько десятилетий на Афоне останется лишь 20 монастырей, главенствующих на полуострове. Это число останется неизменным и вся территория Афона перейдёт в их владение, т.к. никакое другое лицо или учреждение не имело право собственности на полуострове.
Иерархический строй этих 20 обителей видоизменяется время от времени и закрепляется в XIX веке в том виде, в котором она известна и по сей день. Во всех документах первоочередность подписи отдаётся Великой Лавре, за ней следует Ватопед, а третье место поочередно занимают Хиландар и Иверон. Внутреннее устройство монастырей теперь сильно отличается от устоявшихся традиций Византии, т.к. общежительство сменилось на идиоритмию (особножительство). Стоит отметить, что этот образ жизни не являлся критерием упадка или нововведением, т.к. существовал задолго до этого периода и практиковался в кельях и скитах. Кроме того, особножительство способствовало удалению монахов от всего мирского.
Первыми монастырями, которым пришлось изменить своё внутреннее устройство, стали самые крупные обители — Великая Лавра и Ватопед. Спустя несколько столетий, в XVII и XIX веках всё большее количество монастырей начнёт возвращаться к прежнему устройству.
Η συμμετοχή του Αγίου Όρους στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας
Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε το Άγιον Όρος κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, έως τον 19ο αιώνα τα χρέη του είχαν ρυθμιστεί και βρίσκονταν υπό έλεγχο. Τα χαμένα εδάφη είχαν ανακτηθεί και μάλιστα αυξήθηκαν μέσω δωρεών. Στον Άθω λειτουργούσε τυπογραφείο και η θεολογική κατάρτιση των μοναχών οδήγησε στην παραγωγή πλούσιου θεωρητικού έργου. Δυστυχώς, μέχρι το τέλος του 1821 πολλά από τα επιτεύγματα των προηγούμενων χρόνων είχαν κιόλας χαθεί.
Το Άγιον Όρος ήταν πάντοτε στενά δεμένο με τη ζωή όλων των ορθοδόξων. Μοιραζόταν τον πόνο των καταπιεσμένων και αδικημένων λαϊκών μαζών, αποτελώντας συχνά καταφύγιο για τους κυνηγημένους. Η έλλειψη οθωμανικού στρατού στην αθωνική χερσόνησο, οδήγησε πολλές ομάδες Ελλήνων επαναστατών να καταφύγουν εκεί, βρίσκοντας σπάνιες στιγμές ανάπαυσης και ασφάλειας.
Κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1730-1740), ο Άθως υποστήριξε με μεγάλο ενθουσιασμό τους ομόθρησκους Ρώσους στον αγώνα τους ενάντια στους Οθωμανούς. Οι κατακτητές δεν έχασαν την ευκαιρία να υπενθυμίσουν την ισχύ τους στη χερσόνησο, λεηλατώντας την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Ο Πατριάρχης Σεραφείμ Β', που είχε διωχθεί από τους Τούρκους και είχε βρει καταφύγιο στο Άγιον Όρος, κατάφερε να διαφύγει στη Ρωσία, γεγονός που προκάλεσε πρωτοφανή οργή στρέφοντάς τους Οθωμανούς ενάντια στους αγιορείτες πατέρες.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, το πατριωτικό κίνημα στο Άγιον Όρος δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο. Στη χερσόνησο υπήρχαν περισσότερα από 10 οπλοστάσια, τα οποία εφοδίαζαν τους επαναστάτες και βοηθούσαν με κάθε τρόπο τον αγώνα στη Μακεδονία. Τον Φεβρουάριο του 1821 έφτασε στον Άθω ο Εμμανουήλ Παπάς, εξέχον μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Στόχος ήταν πιθανόν η οργάνωση της εξέγερσης στη Βόρεια Ελλάδα. Ο θάνατος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' διατάραξε τα σχέδιά του. Στις 16 Απριλίου άρχισε η συγκέντρωση χρημάτων για την ενίσχυση των επαναστατών και τον Μάιο ο Εμμανουήλ Παπάς ανακηρύχθηκε αρχηγός της στρατιωτικής εξέγερσης σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Η προσπάθεια στρατιωτικού πραξικοπήματος στην περιοχή ήταν καταδικασμένη να αποτύχει λόγω της έλλειψης επαρκούς αριθμού στρατιωτών. Ωστόσο, οι Οθωμανοί κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια και χρειάστηκαν πολύ χρόνο προκειμένου να καταστείλουν την εξέγερση των Ελλήνων. Το γεγονός αυτό μείωσε σημαντικά τις δυνάμεις τους και επέτρεψε την εξάπλωση του επαναστατικού κινήματος σε ολόκληρη τη χώρα.
Από τον Νοέμβριο του 1821 οι μοναχοί άρχισαν να εγκαταλείπουν το Άγιον Όρος προκειμένου να σωθούν από τους εξοργισμένους Οθωμανούς. Παράλληλα προσπαθούσαν να διασώσουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν οι αγιορείτικες μονές. Μερικοί έφευγαν με τα πλοία που διέθετε ο Άθως, ενώ άλλοι σώζονταν από ελληνικά πλοία που έρχονταν από τα νησιά.
Μετά το τέλος των μαχών, συστάθηκε επιτροπή η οποία συγκέντρωσε και καταλογογράφησε τα ιερά κειμήλια του Αγίου Όρους, προκειμένου να τα επιστρέψει με ασφάλεια στη θέση τους.
Τον Φεβρουάριο του 1822, 3.000 Οθωμανοί στρατιώτες εισέβαλαν στο Άγιον Όρος προκαλώντας τεράστια πλήγματα. Το τυπογραφείο καταστράφηκε ολοσχερώς, τα εναπομείναντα τιμαλφή λεηλατήθηκαν, ενώ κάηκαν χειρόγραφα και βιβλία ανεκτίμητης αξίας. Το 1824 ο πληθυσμός του Άθω δεν ξεπερνούσε του 500 μοναχούς.
Οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν οριστικά το Άγιον Όρος στις 13 Απριλίου 1830. Έκτοτε η ημέρα αυτή τιμάται από τους μοναχούς ως ημέρα της απελευθέρωσης του Άθω.