Ο μεγαλύτερος ζωγράφος της εποχής των Παλαιολόγων
Κατά την πρώτη περίοδο της εποχής των Παλαιολόγων (1263-1330) δημιουργήθηκαν μνημειακά έργα απαράμιλλης ομορφιάς. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της τέχνης της εποχής εντοπίζουμε στο Άγιον Όρος, τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια αλλά και σε άλλες περιοχής του ελλαδικού χώρου.
Στο Άγιον Όρος, η πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση της εποχής των Παλαιολόγων καθρεφτίζεται στον τοιχογραφικό διάκοσμο των μονών. Μεγάλα μοναστήρια, όπως η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου και η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, θέλοντας να ανανεώσουν το εσωτερικό των εκκλησιών, προσκάλεσαν στον Άθω μερικούς από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες της εποχής. Το εικονογραφικό έργο των αγιορείτικων μονών επηρέασε έτσι όχι μόνο τη γειτονική πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και ολόκληρη τη Μακεδονία και τη μεσαιωνική Σερβία.
Η Θεσσαλονίκη συνδέεται με πλήθος καλλιτεχνών. Ο Μανουήλ Πανσέληνος, του οποίου τα αγιογραφικά έργα κοσμούν μεταξύ άλλων τον ναό του Πρωτάτου, ο Γεώργιος Καλλιέργης και ο Μιχαήλ Αστραπάς ήταν μερικοί από τους σημαντικότερους εικαστικούς της εποχής. Όλοι τους έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν στα εργαστήρια της Θεσσαλονίκης για 30 περίπου χρόνια (1290-1320). Θεωρούνται οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της μνημειακής ζωγραφικής της παλαιολόγειας περιόδου. Η εικαστική κίνηση που διαμορφώθηκε μέσα από τη δράση τους χαρακτηρίστηκε ως «Μακεδονική Σχολή».
Οι τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου θεωρούνται δικαίως τα σημαντικότερα έργα της περιόδου αυτής στο Άγιον Όρος. Χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα και αποδίδονται στον Μιχαήλ Πανσέληνο.
Από τον 17ο αιώνα το όνομα του Πανσέληνου αρχίζει να εντοπίζεται σε γραπτές πηγές. Στις αρχές του 18ου ο Διονύσιος εκ Φουρνά αναφέρεται στον καλλιτέχνη μέσα από το έργο του «Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης». Λίγο αργότερα, ο Ρώσος περιηγητής Barsky (1744) και ο Σέρβος καλλιτέχνης Zefarovic (δεύτερο μισό του 18ου αιώνα) αναφέρονται εξίσου στην προσωπικότητά του.
Όπως επισημαίνεται στην «Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης», ο Διονύσιος έμαθε την τέχνη της αγιογραφίας μιμούμενος «τον λαμπρό Μανουήλ Πανσέληνο της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αγιογράφησε τις εκκλησίες του Αγίου Όρους». Ο Διονύσιος συμβούλευε όσους εκπαιδεύονταν στην τέχνη της αγιογραφίας να μιμούνται το έργο του Πανσέληνου. Η ποιότητα της εργασίας του ήταν τόσο υψηλή, ώστε να θεωρείται πως ξεπέρασε όλους τους έως τότε γνωστούς καλλιτέχνες.
Η καλλιτεχνική αξία των τοιχογραφιών του Πρωτάτου και η δημιουργική προσωπικότητα του Πανσέληνου επηρέασαν τους μεταγενέστερους αγιογράφους σε μεγάλο βαθμό. Μάλιστα, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν πως από τον 18ο αιώνα οι μοναχοί του Αγίου Όρους άρχισαν να αποδίδουν στον Πανσέληνο κάθε έργο που προσομοίαζε στις εικονογραφικές επιλογές και τον χαρακτήρα του Πρωτάτου.
Ο Barsky, ο οποίος επισκέφθηκε το Άγιον Όρος το 1744, αναφέρει ότι, σύμφωνα με την αγιορείτικη παράδοση, οι τοιχογραφίες του καθολικού της παλαιάς Μονής Αγίου Παντελεήμονος και του καθολικού της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου θεωρούνταν επίσης έργα δικά του.
Πέρα όμως από τον θρύλο που δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπο του Πανσέληνου, οι μελέτες τοποθετούν τη δράση του καλλιτέχνη στα τέλη του 13ου - αρχές 14ου αιώνα. Το όνομά του είναι στενά συνδεδεμένο όχι μόνο με τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου, αλλά και με πλήθος έργων της παλαιολόγειας περιόδου, καθώς και με τη μακεδονική σχολή.
Οι περιηγητές του 19ου αιώνα, θαυμάζοντας τα έργα του, συνέκριναν συχνά τον καλλιτέχνη με τον Τζιόττο και, ακόμη, με τον Ραφαήλ.
Τα χαρακτηριστικά του έργου του Πανσέληνου
Τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Πανσέληνου είναι τα εξής:
- η μνημειακότητα της σύνθεσης,
- ο αφηγηματικός χαρακτήρας των αναπαραστάσεων,
- η απόδοση της κίνησης,
- η έμφαση στην απόδοση της πλαστικότητας του σώματος,
- η προσήλωση στα πρότυπα της αρχαίας ελληνικής τέχνης,
- τα ρεαλιστικά στοιχεία σε συνδυασμό με την έκφραση υψηλής πνευματικότητας.
Ρεαλισμός και δράμα
Στον ναό του Πρωτάτου παρατηρείται η ιδιαίτερη προσοχή του καλλιτέχνη στην απόδοση των λεπτομερειών. Τα Πάθη του Χριστού εκφράζονται μέσα από την ιδιόμορφη κίνηση των μορφών, ενώ η τέχνη του επηρεάζεται από στοιχεία ρεαλισμού. Τα παραπάνω παρατηρούνται ιδιαίτερα στις σκηνές της Σταύρωσης και της Αποκαθήλωσης. Εκεί αποτυπώνεται με μεγάλη εκφραστικότητα ο ανθρώπινος πόνος μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Στις υπόλοιπες σκηνές η έκφραση του πόνου δεν είναι εξίσου έντονη. Επιπλέον, αποδίδεται κυρίως μέσω της στάσης του σώματος, της κλίσης της κεφαλής και των χειρονομιών.
Η Σταύρωση
Το πάναγνο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, καθώς και οι εκφράσεις των γυναικών που τη συνοδεύουν, αναδεικνύουν τον πόνο και τη θλίψη, τον ανθρώπινο θρήνο μπροστά στο γεγονός της σταύρωσης. Ο Ιωάννης, στα δεξιά του Χριστού, εκφράζει επίσης τον πόνο μέσα από τη στάση του σώματός του. Πίσω από τη μορφή του Ιωάννη βρίσκεται ο Ρωμαίος εκατόνταρχος, οι κινήσεις του οποίου εκφράζουν τον φόβο και τον τρόμο του μπροστά στη Θεότητα.
Η Αποκαθήλωση
Πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα του Πανσέληνου, το οποίο αποτέλεσε πρότυπο για τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών. Η Θεοτόκος που αγκαλιάζει τον Ιησού εκφράζει την απύθμενη μητρική τρυφερότητα του προσώπου της, καθώς και τον ανθρώπινο πόνο της απώλειας. Ο Ιωάννης, πιασμένος από το χέρι του δασκάλου του, εκφράζει επίσης τη βαθιά του θλίψη.
Επιμέρους αναπαραστάσεις
Στην αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου, οι απόστολοι συμμετέχουν ως σιωπηλοί μάρτυρες της επερχόμενης σταύρωσης του Χριστού. Τα πρόσωπά τους σκιάζονται από τη διακριτική αίσθηση μιας θλίψης και μελαγχολίας.
Στη σκηνή της προσευχής στο Όρος των Ελαιών, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζονται οι στάσεις των σωμάτων των αποστόλων που κοιμούνται. Η χαλάρωση των σωμάτων τους έρχεται σε αντίθεση με τη μελαγχολική έκφραση του αποστόλου Ιακώβου στο κέντρο της εικαστικής σύνθεσης. Το πρόσωπό του μοιάζει παγωμένο με μια ανεπαίσθητη έκφραση πόνου για την επικείμενη προδοσία του Ιούδα και τη σύλληψη του Χριστού. Παρά την εξωτερική ηρεμία της απεικόνισης, προκαλείται στον αποδέκτη η εντύπωση ενός δράματος που οδηγείται στην κορύφωσή του.
Στη σκηνή της προδοσίας του Ιούδα, η δυναμική των δύο κεντρικών προσώπων διακατέχει όλη την εικαστική σύνθεση. Το μεγαλείο της ηρεμίας του Χριστού, η γαλήνια έκφρασή του και η αποδοχή του θελήματος του Θεού-πατέρα, έρχονται σε αντίθεση με την απότομη κίνηση της μορφής του Ιούδα. Από την ομάδα των Ιουδαίων και των αποστόλων που παρακολουθούν τη σκηνή της προδοσίας, ξεχωρίζει η μορφή του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος διαπερνάται από μια συγκρατημένη ένταση.
Ο Πανσέληνος καταφέρνει να απεικονίσει επίσης με μοναδικό τρόπο τη μορφή του Πόντιου Πιλάτου. Αυτός διακατέχεται από λύπη και συστολή μπροστά στα επικείμενα γεγονότα. Τέλος, η κλίση της κεφαλής του Ιησού, καθώς και η έκφραση του προσώπου του μαρτυρούν την υποταγή του στη Θεία βούληση.
Κλασικισμός
Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του Πρωτάτου αναδεικνύει τη συνειδητή επιθυμία του καλλιτέχνη να αναβιώσει τον κλασικισμό εντός του βυζαντινού εικαστικού τρόπου, συνδυάζοντας το ιδεολογικό του θεμέλιο με την πνευματικότητα της χριστιανικής θεολογίας. Ο κλασικισμός της παλαιολόγειας περιόδου διαμορφώνεται ουσιαστικά μέσα από το ενδιαφέρον του Πανσέληνου για τα αρχαία ελληνικά πρότυπα. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα είναι η απεικόνιση της ομάδας των αποστόλων στη σκηνή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το μέγεθος του χώρου που διατίθεται για την τοιχογραφία αυτή είναι εντυπωσιακό. Για την ανάπτυξη του θέματος ο καλλιτέχνης επιλέγει μια επιφάνεια πλάτους μεγαλύτερου από 6 μέτρα. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες σκηνές, στην Κοίμηση της Θεοτόκου η έκφραση του πόνου και της απώλειας στα πρόσωπα των αποστόλων αποδίδεται με μια ήπια στάση των σωμάτων. Πρόκειται για την έκφραση μιας συγκρατημένης θλίψης που παραπέμπει σε παραδείγματα αρχαίων ανάγλυφων επιτύμβιων μνημείων.
Το ύφος της μορφή του αγγέλου στη σκηνή της Βαπτίσεως του Χριστού προσομοιάζει επίσης σε έργο της κλασικής εποχής.
Η μορφή ενός ηλικιωμένου που κρατάει δύο δελφίνια και η ομάδα των παιδιών που χορεύουν στη σκηνή της Βαπτίσεως του Χριστού εκφράζουν την επιθυμία του καλλιτέχνη να στραφεί προς θέματα του ύστερου κλασικισμού. Ανάλογες εικαστικές επιρροές έχει δεχθεί όλη η τέχνη της παλαιολόγειας περιόδου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναβίωση του κλασικισμού στις τοιχογραφίες του Πρωτάτου υποδηλώνει την ισχύ της προσωπικότητας του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη. Ο Πανσέληνος όχι μόνο αναπαράγει το ύφος των σωμάτων και τις εκφράσεις των προσώπων του κλασικισμού, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την αρχαιότητα, αλλά ενσωματώνει στο έργο του την ιδέα και την ανθρωπιστική ουσία του εικαστικού ρεύματος. Τα καλλιτεχνικά αυτά χαρακτηριστικά της τέχνης του διαπνέουν τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου και τις διαφοροποιούν σημαντικά από τα έργα του Μιχαήλ και του Ευτύχιου Αστραπά.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Πανσέληνου ορίζονται τελικά ως εξής:
- ισορροπία και συμμετρία στη σύνθεση,
- αυτονομία και ανεξαρτησία των μορφών σε συνδυασμό με την αίσθηση της συνέχειας στην έκφραση των προσώπων,
- προσπάθεια απόδοσης της πλαστικότητας των σωμάτων μέσα από τα πλούσια ενδύματα,
- εκφραστικότητα των γραμμών,
- πλούσια χρωματική παλέτα,
- έκφραση βαθιάς πνευματικότητας.
Όλα τα παραπάνω διαμορφώθηκαν και αναπτύχθηκαν στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης, το οποίο επηρέασε την προσωπικότητα και την κατεύθυνση της καλλιτεχνικής πορείας του Πανσέληνου.