Στο Άγιον Όρος φυλάσσεται μεγάλος αριθμός χειρογράφων από τη βυζαντινή εποχή και την εποχή της Τουρκοκρατίας. Τα αρχεία αυτά αφορούν την οργάνωση, τη λειτουργία και την ιστορία των μοναστικών κοινοτήτων του Αγίου Όρους. Αντίστοιχα έγγραφα βρίσκονται και εκτός των μονών, σε βιβλιοθήκες της ελληνικής επικράτειας αλλά και στα αρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Τα έργα των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους μπορούν να χωριστούν σε επιμέρους κατηγορίες ανάλογα με το έτος συγγραφής τους, τη γλώσσα, το ίδρυμα έκδοσης και το περιεχόμενό τους. Χρονολογικά μπορούν να διακριθούν σε έργα τριών περιόδων, της βυζαντινής, της οθωμανικής και της σύγχρονης εποχής. Γλωσσικά διακρίνονται σε χειρόγραφα ελληνικής γλώσσας, λατινικής, γεωργιανής, βουλγαρικής, σερβικής, ρουμανικής, ρωσικής και τουρκικής. Όσον αφορά την προέλευσή τους, διακρίνονται ανάλογα με τον φορέα της εκάστοτε έκδοσης. Τέλος, σχετικά με το περιεχόμενό τους, υπάρχουν έργα με νομοθετικό, οικονομικό ή διοικητικό χαρακτήρα, ενώ πολλά εμπεριέχουν αναφορές σε διάσημα ιστορικά πρόσωπα.
Τα χειρόγραφα του Αγίου Όρους μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
1. Τυπικό, Κανονισμός και Καταστατικός χάρτης του Άθω
Το Τυπικό είναι ένα είδος καταστατικού χάρτη, που αποτελεί το σύνταγμα της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους το έγγραφο αυτό επικυρωνόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ενώ κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας από τον πατριάρχη, εφόσον ο σουλτάνος δεν ασχολούνταν προσωπικά με θέματα που αφορούσαν τη θρησκεία των υπόδουλων πληθυσμών.
Το πρώτο Τυπικό του Αγίου Όρους εκδόθηκε από τον Ιωάννη Τσιμισκή το 971. Το δεύτερο εκδόθηκε από τον Κωνσταντίνο Μονομάχο το 1045. Από τις αρχές του 19ου αιώνα το έγγραφο αυτό μετωνομάστηκε σε “Γενικός Κανονισμός”, ενώ σήμερα αναφέρεται ως “Καταστατικός Χάρτης”.
Οι πρώτοι χάρτες και κανονισμοί του Αγίου Όρους συντάχθηκαν από τους ιδρυτές των μονών, όπως για παράδειγμα από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη.
2. Διοικητικά έγγραφα
Τα διοικητικά έγγραφα αφορούν οικονομικά ζητήματα, τη ρύθμιση των συνόρων και την οριοθέτηση των εδαφών. Συνήθως αποτελούν ειδικά διατάγματα ή αυτοκρατορικά χρυσόβουλα.
3. Εκκλησιαστικά έγγραφα
Στα έντυπα αυτά συμπεριλαμβάνονται έγγραφα επικυρωμένα από τον πατριάρχη, τα οποία είναι συχνά ίσης βαρύτητας με τα αυτοκρατορικά διατάγματα.
4. Έγγραφα της τοπικής αυτοδιοίκησης
Τα χειρόγραφα της τοπικής αυτοδιοίκησης αφορούν τις αποφάσεις του Πρωτάτου για θέματα εσωτερικής διαχείρισης, ορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των μονών και ρυθμίζουν τον τρόπο λειτουργίας τους.
5. Ιδιωτικά έγγραφα
Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται τα διάφορα παραστατικά, συμφωνητικά, συμβόλαια μίσθωσης και πώλησης.
Οι μοναχοί φρόντιζαν πάντοτε για τη διαφύλαξη των χειρογράφων που βρίσκονταν στην κατοχή τους, καθώς αντιλαμβάνονταν την αξία τους για την ιστορία των αγιορείτικων μονών. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος έχει διασωθεί έως σήμερα.
Εκτός από περιπτώσεις μεγάλων καταστροφών, όπως πυρκαγιών που εμπόδισαν τη διατήρηση των χειρογράφων, πολλά φτάνουν στις μέρες μας μέσα από αντίγραφα. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις οι μοναχοί προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τα χειρόγραφα που καταστράφηκαν ζητώντας από τις αρμόδιες αρχές την επανέκδοσή τους.
Τα έγγραφα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για τη μελέτη της ιστορικής πορείας του μοναχισμού στο Άγιον Όρος, αλλά και για τη μελέτη του βυζαντινού κράτους και της κοινωνίας εκείνης της εποχής.
Οι ερευνητές άρχισαν να ενδιαφέρονται για τον βιβλιογραφικό πλούτο των μονών από τον 18ο αιώνα. Ένας από τους πρώτους που μίλησαν για τον Άθω ήταν ο Barsky, ο οποίος επισκέφθηκε την αγιορείτικη πολιτεία δύο φορές, το 1724 και το 1744. Η παρουσία του Ouspensky ήταν επίσης σημαντική. Έχοντας εξασφαλίσει συστατικές επιστολές από τον τσάρο και τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, επισκέφθηκε για πρώτη φορά τον Άθω το 1845, ενώ επέστρεψε στη χερσόνησο ξανά το 1858. Σήμερα το έργο του φυλάσσεται στο Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας.
Η πρώτη προσπάθεια καταλογογράφησης των χειρογράφων του Αγίου Όρους έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Ouspensky. Η μελέτη του οδήγησε το 1873 στη δημοσίευση ορισμένων εγγράφων της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονος με τη βοήθεια Ρώσων και Γάλλων μελετητών.
Οι μοναστηριακές βιβλιοθήκες
Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής τους, τα μοναστήρια ασχολήθηκαν με τη δημιουργία βιβλιοθηκών. Όπως και σήμερα, υπήρχε πάντοτε ένας μοναχός που αναλάμβανε τα καθήκοντα του βιβλιοθηκονόμου, ενώ οι βιβλιοθήκες στεγάζονταν σε ξεχωριστούς χώρους.
Σύμφωνα με τους λίγους σωζόμενους καταλόγους των μοναστηριακών βιβλιοθηκών, σχεδόν όλες περιείχαν πρωταρχικά κείμενα της Αγίας Γραφής και έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του Ιωάννη του Δαμασκηνού κ.ά. Πολλά από αυτά διαβάζονταν κατά τη διάρκεια των γευμάτων στην τράπεζα.
Οι αγιορείτικες βιβλιοθήκες σχηματίστηκαν αρχικά από τις δωρεές των συλλογών των ιδρυτών των μονών.
Τα έργα των κλασσικών συγγραφέων, τα οποία σύμφωνα με πολλούς μελετητές αποτελούν θεμέλιο της χριστιανικής παιδείας, συναντώνται σπάνια στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες. Ωστόσο, πολλοί μοναχοί είχαν τις δικές τους ιδιωτικές συλλογές, οι οποίες ήταν διαμορφωμένες ανάλογα με τις προσωπικές τους προτιμήσεις. Έτσι οι βιβλιοθήκες εμπλουτίζονταν διαρκώς από τις δωρεές των μοναχών αλλά και των απλών λαϊκών ανθρώπων.
Οι καλλιγράφοι του Αγίου Όρους
Το Τυπικό του Ιωάννη Τσιμισκή, που συντάχθηκε το 972, υπογράφεται από τον μοναχό Νικόλαο, ηγούμενο και καλλιγράφο του Αγίου Όρους. Ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης αναφέρει επίσης στα γραπτά του έναν συγκεκριμένο καλλιγράφο Ιωάννη. Από αυτόν υπάρχουν επτά χειρόγραφα που χρονολογούνται από το 984 έως το 995.
Δέκα χειρόγραφα του πρώτου τετάρτου του 11ου αιώνα υπογράφονται από τον Θεοφάνη της Μονής Ιβήρων. Μόνο ένα από αυτά φυλάσσεται έως σήμερα στο μοναστήρι. Χρονολογείται από το 1007 και περιέχει διδαχές του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται σε βιβλιοθήκες του Βατικανού, της Μόσχας, του Παρισιού και του Λονδίνου.
Στις αρχές του 16ου αιώνα η τέχνη της καλλιγραφίας επανεμφανίζεται στο Άγιον Όρος με μεγαλύτερο αριθμό δασκάλων και μαθητών.
Μεταξύ άλλων έχουν διασωθεί χειρόγραφα του μοναχού Σωφρονίου από την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, τα οποία χρονολογούνται από το 1542 έως το 1551. Ένα από αυτά φυλάσσεται στη Μόσχα.
Στα μέσα του 16ου αιώνα ξεχωρίζει έντονα η μορφή του Δανιήλ από την Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου. Στα τέλη του 16ου αιώνα εμφανίζεται ακόμη ο μοναχός Ματθαίος από την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Υπήρξε αξιόλογος συγγραφέας ιστορικών και επαναστατικών, ακόμη, κειμένων, μέσα από τα οποία προέτρεπε τους υπόδουλους Έλληνες να ξεσηκωθούν και να ανατρέψουν τους κατακτητές
Η ιστορία των βιβλιοθηκών
Το υλικό των μοναστηριακών βιβλιοθηκών είναι σήμερα είναι πολύ πενιχρό σε σύγκριση με προηγούμενες περιόδους ακμής. Οι βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, όπως και οι βιβλιοθήκες άλλων ορθόδοξων περιοχών της Ανατολής, λεηλατήθηκαν περισσότερες από μία φορές. Τούρκοι εισβολείς, ξένοι ηγεμόνες, πολυάριθμες πυρκαγιές και πλήθος πειρατών προξένησαν επανειλημμένως ανεπανόρθωτες ζημιές.
Το 1535 λεηλατήθηκε η βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου. Εννέα μοναχοί αιχμαλωτίστηκαν και το μοναστήρι υπέστη μεγάλες καταστροφές. Μετά από χρόνια, οι μοναχοί δυσκολεύτηκαν πολύ να εντοπίσουν και να εξαγοράσουν τα κλεμμένα κειμήλια, χειρόγραφα και αρχεία της περιόδου εκείνης.
Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης και των άλλων πνευματικών κέντρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων ηγεμόνων και φιλοσόφων επικεντρώθηκε στο Άγιον Όρος. Πλήθος μελετητών κατέφθανε από όλο τον κόσμο για να μελετήσει και να συγκρίνει χειρόγραφα και αρχεία με το υλικό των αγιορείτικων βιβλιοθηκών.
Από τα τέλη του 15ου αιώνα τα χειρόγραφα άρχισαν να διαρρέουν στη Δύση, πράγμα που συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 19ου.
Οι κατάλογοι των χειρογράφων
Στις μονές συντάχθηκαν κατάλογοι με τα αρχεία των βιβλιοθηκών. Ένας γενικός κατάλογος με το αρχείο ορισμένων μονών του Αγίου Όρους, καθώς και με πλήθος μεμονωμένων χειρογράφων, συντάχθηκε γύρω στο 1700 από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθο Νοταρά. Λίγο αργότερα, ο μητροπολίτης Άρτας, Νεόφυτος Μαυρομάτης, κατέγραψε το αρχείο των βιβλιοθηκών της Ιερά Μονής Μεγίστης Λαύρας και της Ιεράς Μονής Ιβήρων. Γενικοί κατάλογοι του Αγίου Όρους συντάχθηκαν επίσης κατά τον 19ο αιώνα.
Ωστόσο, στο Άγιον Όρος υπάρχουν πολύ περισσότερα βιβλία και έγγραφα από όσα έχουν καταγραφεί. Έτσι το Ειδικό Κέντρο Ερευνών στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε το 1969 μια συστηματική μελέτη του περιεχομένου των συλλογών χειρογράφων του Αγίου Όρους. Στην πορεία των εργασιών εντοπίστηκαν επιπλέον 4.500 έγγραφα.
Ο συνολικός αριθμός των ελληνικών χειρογράφων του Άθω εκτιμάται σήμερα στις 16.000, αριθμός στον οποίο θα πρέπει να προστεθούν 1.500 ξενόγλωσσα έγγραφα.
Οι εικονογραφήσεις των χειρογράφων
Οι καλλιγράφοι του Αγίου Όρους ήταν συχνά ικανοί ζωγράφοι. Διακοσμούσαν τα χειρόγραφα με περίτεχνα σχέδια και πλούσιες εικονογραφικές αναπαραστάσεις.
Εικονογραφημένα χειρόγραφα δημιουργούνταν στο Άγιον Όρος από τον 10ο έως τον 19ο αιώνα. Αποτέλεσαν αναμφίβολα έναν πραγματικό θησαυρό των αγιορείτικων μονών. Μάλιστα, πολλά από αυτά κλάπηκαν και κατέληξαν σε ιδιωτικές συλλογές.
Μέχρι σήμερα, περίπου 500 τέτοια χειρόγραφα έχουν διασωθεί σε βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, ενώ ο συνολικός αριθμός των μικρογραφιών αγγίζει τις 5.000. Η δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι μονές ανά τους αιώνες, καθώς και η υψηλή υγρασία των κτιρίων, προκάλεσαν συχνά καταστροφές στα αρχεία. Σήμερα ιδιωτικοί και κρατικοί φορείς έχουν φροντίσει για τη φωτογράφιση όλων των μικρογραφιών, συγκροτώντας έτσι ένα πλήρες αρχείο με βάση το οποίο έχουν συνταχθεί οι τέσσερις τόμοι του έργου «Θησαυροί του Αγίου Όρους».
Οι εικονογραφήσεις είναι τοποθετημένες σε διάφορα σημεία των χειρογράφων. Ορισμένες φορές καταλαμβάνουν ολόκληρη τη σελίδα, ενώ άλλες βρίσκονται στην αρχή ή στο τέλος του κειμένου. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στις προσωπογραφίες. Εντοπίζονται απεικονίσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών, αγίων, προφητών, μαρτύρων και Πατέρων της Εκκλησίας.
Ακόμη, υπάρχει πλήθος αναπαραστάσεων από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Οι ιστορίες του Ιωσήφ, του Μωυσή, του Ιώβ και του Δαβίδ είναι ιδιαίτερα αγαπητές.
Γεωμετρικά μοτίβα και περίτεχνα πλουμίδια που συνοδεύονται από εικόνες πουλιών, ζώων ή λουλουδιών ενσωματώνονται σε πορτρέτα και αφηγηματικές αναπαραστάσεις. Το πρωτόγραμμα των κειμένων είναι εξίσου εκπληκτικά διακοσμημένο, εμπλουτισμένο με εικόνες ανθρώπων, ζώων, φυτικών μοτίβων και άλλων διακοσμητικών στοιχείων.
Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων χειρογράφων της βυζαντινής περιόδου είναι τα ακόλουθα:
- Η προσωπογραφία του Ευαγγελιστή Μάρκου που περιέχεται στο Ευαγγέλιο της Ιεράς Μονής Φιλοθέου.
- Ο περγαμηνός κώδικας 61 της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος που χρονολογείται από τον 9ο αιώνα. Περιέχει 97 εικόνες της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και τους βίους της Παναγίας και των αγίων.
- Ο περγαμηνός κώδικας 247 της Ιεράς Μονής Ιβήρων του 9ου αιώνα, όπου περιέχεται εικόνα των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Στέκονται ολόσωμοι και κρατούν στα χέρια τους βιβλία.
Το Ευαγγέλιο του σκευοφυλακίου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας αποτελεί σύμφωνα με την παράδοση δώρο του Νικηφόρου Φωκά. Ο σπουδαίος αυτός κώδικας είναι πλούσια διακοσμημένος με ασήμι, χρυσό και πολύτιμους λίθους. Περιέχει τρεις εικόνες που καταλαμβάνουν ολόκληρη τη σελίδα. Απεικονίζεται η Ανάσταση, η Γέννηση και η Κοίμηση της Θεοτόκου. Το περγαμηνό Ευαγγέλιο του Πρωτάτου με αριθμό 41 περιέχει επίσης υπέροχες αναπαραστάσεις των Ευαγγελιστών.
Ο 12ος αιώνας άφησε στον Άθω μια σπουδαία παρακαταθήκη έργων μικρογραφίας. Ωστόσο, κατά τον 13ο αιώνα, ο αριθμός των μικρογραφικών θησαυρών άρχισε να μειώνεται. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν δημιουργούσαν ένα πρόσφορο έδαφος για την παραγωγή έργων τέχνης. Βέβαια, στο Άγιον Όρος εξακολούθησαν να δημιουργούνται έργα μικρογραφίας, ο αριθμός τους όμως ήταν πολύ μικρότερος σε σύγκριση με τους δύο προηγούμενους αιώνες.
Από τον 15ο αιώνα δεν σώζονται αρκετά παραδείγματα εικονογραφημένων χειρογράφων. Οι πιο χαρακτηριστικές αναπαραστάσεις είναι αυτές του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννη του Χρυσόστομος, του Γρηγορίου του Θεολόγου κ.ά.
Τον επόμενο αιώνα εμφανίστηκαν ελάχιστα νέα χειρόγραφα, καθώς δεν υπήρχαν ικανοί τεχνίτες και κατάλληλα υλικά. Πρόκειται για την δύσκολη περίοδο του πρώτου αιώνα της Τουρκοκρατίας, κατά τη διάρκεια της οποίας επικράτησε πλήρης παρακμή στον πολιτισμό και την τέχνη. Η μικρογραφία επανεμφανίστηκε κατά τα μέσα του 16ου αιώνα. Το διάστημα αυτό ευνοήθηκαν κυρίως οι απρόσωπες αναπαραστάσεις που διακοσμήθηκαν κυρίως με φυτικά και γεωμετρικά πλουμίδια.
Η αυξημένη παραγωγή διήρκησε καθ’ όλο τον 17ο αιώνα, ενώ έπειτα παρατηρήθηκε και πάλι μια γενική παρακμή της καλλιγραφίας και της μικρογραφίας.
Μικρογραφίες σε επιμέρους υλικά
Οι μικρογραφίες του 13ου αιώνα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την τεχνική και την τεχνοτροπία τους. Η επιρροή της Δύσης ήταν ιδιαίτερα έντονη, ενώ παρατηρείται εκτεταμένη χρήση πολλών διαφορετικών υλικών.
Σημαντικό κειμήλιο είναι το ξύλινο δίπτυχο της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου, όπως και το δίπτυχο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Το πρώτο αποτελείται από δύο ξύλινες πλάκες διαστάσεων 0,30 x 0,24 η καθεμία, καλυμμένες με επίχρυση επιφάνεια και πολύτιμους λίθους. Σε κάθε πλάκα εναλλάσσονται έξι ορθογώνια και έξι τετράγωνα τμήματα μικρών διαστάσεων, εντός των οποίων υπάρχουν ένθετα γράμματα που προστατεύονται από κομμάτια γυαλιού. Το δίπτυχο του Αγίου Παύλου αποτελείται εξίσου από δύο ξύλινες πλάκες, διαστάσεων 0,30 x 0,21, με συνολικά 26 μικρογραφίες. Κάθε πλάκα αποτελείται από ένα κεντρικό ορθογώνιο παραλληλόγραμμο όπου περιέχεται μια μικρογραφία. Σε κάθε γωνία σχηματίζεται ένας ορθογώνιος χώρος. Στο κέντρο και στις γωνίες των πλαισίων υπάρχουν οι αναπαραστάσεις των 12 μεγάλων εορτών, τα σύμβολα των Ευαγγελιστών και των αγίων.
Τα τυπογραφεία των μονών
Τα μοναστήρια και οι σκήτες του Αγίου Όρους διαθέτουν συχνά δικά τους τυπογραφεία. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στον τρόπο εκτύπωσης, στην ποιότητα του χαρτιού και τον τρόπο βιβλιοδεσίας των έργων.
Η μελέτη των τυπογραφείων και των έργων που έχουν τυπωθεί εκεί απαιτεί εκτεταμένη έρευνα προκειμένου να εντοπιστούν παλαιότερες άγνωστες εκδόσεις.
Τέλος, οι περισσότεροι μοναχοί διαθέτουν τις δικές τους προσωπικές βιβλιοθήκες, οι οποίες έχουν αναμφίβολα μεγάλη ιστορική αξία.