Προχριστιανική εποχή

Σταυρός στο Άγιο Όρος

Το όνομα «Άθως» εμφανίζεται ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Προέρχεται από τους θεογονικούς μύθους, οι οποίοι αναφέρονται στους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου και αποτελούν μια πρώτη προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου. Στον πόλεμο των Γιγάντων, οι αρχηγοί των δύο αντίπαλων στρατοπέδων ήταν ο Ποσειδώνας, εκπρόσωπος των ολύμπιων Θεών, και ο Άθως (ή Άφος). Σύμφωνα με τη δημοφιλέστερη εκδοχή του μύθου, ο Άθως έριξε έναν τεράστιο ογκόλιθο στον Ποσειδώνα, όμως αστόχησε. Η πέτρα έπεσε στη θάλασσα, σχηματίζοντας το ομώνυμο βουνό. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, τον ογκόλιθο πέταξε ο Ποσειδώνας, ο οποίος αποδείχτηκε πιο εύστοχος, με αποτέλεσμα να χτυπήσει τον γίγαντα Άθω. Στην επική ποίηση, όπως και αλλού, εντοπίζεται πλήθος αναφορών στο βουνό. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του ταξιδιού της Θεάς Ήρας.

«Και η Ήρα, αφού απογειώθηκε, άφησε την κορυφή του Ολύμπου, πέταξε πάνω από την Πιερία και πάνω από την αγαπημένη της Ημαθία, σάρωσε τα χιονισμένα βουνά της Θράκης και τις άκρες των κορυφών, χωρίς να αγγίξει το έδαφος με τα πόδια της. Από τον Άθω πέταξε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και έτσι έφτασε στη Λήμνο, την πόλη των θεϊκών Φαιάκων».

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι κατά την προχριστιανική εποχή το όνομα «Άθως» ήταν στενά συνδεδεμένο με τις αρχαίες δοξασίες. Η ιστορία και η προέλευσή του παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν πιστοί στο αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο, καθώς και σε άλλες ελληνικές θεότητες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του λεξικογράφου Ησύχιου του Αλεξανδρεύ, που έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ., ένα ογκώδες γλυπτό του Δία είχε τοποθετηθεί στην κορυφή του βουνού, οδηγώντας σταδιακά στη χρήση του προσωνυμίου ο «Αθώος Ζευς».

Μεταξύ άλλων, η περιοχή ήταν γνωστή για το τρομερό ναυάγιο που υπέστη ο περσικός στόλος υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μαρδόνιου. Το 493 π.Χ. ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α' έστειλε στην περιοχή πλοία, 300 εκ των οποίων βυθίστηκαν στα ανοικτά των ακτών του Άθω, ενώ περίπου 20.000 στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους. Εξαιτίας της καταστροφής, η πρώτη περσική εκστρατεία κατά της Ελλάδας ακυρώθηκε. Μια δεκαετία αργότερα ο Ξέρξης, ετοιμάζοντας τη δική του επίθεση και θέλοντας να αποφύγει κάθε πιθανή αποτυχία, διέταξε την κατασκευή μιας διώρυγας. Οικοδόμοι από την περιοχή και Φοίνικες τεχνίτες εργάστηκαν επί τρία χρόνια πάνω στο έργο. Ο στόλος κατάφερε να διασχίσει με ασφάλεια τον ισθμό που είχε πλάτος αντίστοιχο με δύο αρχαίες τριήρεις, δηλαδή 10 περίπου μέτρα. Παρά τους πολυάριθμους κατακλυσμούς και τα φυσικά φαινόμενα που στο βάθος των αιώνων μετέβαλλαν την όψη της περιοχής, η διώρυγα του Ξέρξη διακρίνεται ακόμη έως σήμερα, ανάμεσα στα χωριά Νέα Ρόδα και Τρυπητή.

Περιοχές του Άθω

Καρυές στο Άγιο Όρος

Οι περιοχές του Αγίου Όρους απαριθμούνται από τους ιστορικούς και τους γεωγράφους της αρχαιότητας. Η πρώτη αναφορά γίνεται από τον Ηρόδοτο και περιλαμβάνει πόλεις όπως το Δίον, η Ολόφυξος, οι Ακρόθωοι, οι Κλεωνές και η Θύσσος. Παρόμοια εικόνα μας δίνει και ο Θουκυδίδης, καθώς και άλλοι αρχαίοι ιστοριογράφοι.

Όσον αφορά τη γεωγραφική τους θέση, δεν έχουμε επαρκή στοιχεία, ούτε και υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους σύγχρονους ιστορικούς. Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε με ασφάλεια ορισμένες περιοχές, που έχουν ταυτιστεί με τις σημερινές τους τοποθεσίες. Η Άκανθος, για παράδειγμα, τοποθετείται εκεί που σήμερα βρίσκεται η Ιερισσός. Η Σάνη, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, είναι τοποθετημένη έξω από τον Άθω, στο σημείο του ισθμού, στο δυτικό άκρο, όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Τρυπητή. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στον Περίπλου του Σκύλακα δεν αναφέρεται καθόλου η πόλη της Σάνης, διότι κατά την εποχή της συγγραφής του έργου, δηλαδή στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., η πόλη είχε ήδη καταστραφεί από τον Φίλιππο. Ωστόσο, επρόκειτο να χτιστεί ξανά από τον Αντίπατρο, το 315 π.Χ., παίρνοντας το όνομα Ουρανούπολη. Σε κοντινό σημείο βρίσκεται και η σημερινή Ουρανούπολη, το τελευταίο χωριό και η πύλη του Αγίου Όρους.

Αρχικά, μοιάζει αδύνατο οι επτά πόλεις, στις οποίες αναφέρεται ο Σκύλακας, να χωρέσουν στην αθωνική επικράτεια. Η τελευταία, εξαιτίας του μεγάλου υψομέτρου και του ορεινού εδάφους, διαθέτει περιορισμένη υδροδότηση, μικρά λιμάνια, λίγους αγρούς και πεδιάδες, με αποτέλεσμα να θεωρείται ακατάλληλη για τη δημιουργία πολυάριθμων κοινοτήτων. Ο Γερμανός ιστορικός Karl Beloch, υπολογίζοντας όλα τα παραπάνω, υποστήριξε ότι κατά την περίοδο παρακμής τον 5ο αιώνα π.Χ., ο πληθυσμός του Άθω δεν θα έπρεπε να ξεπερνάει τους 1.000 κατοίκους. Ωστόσο, αυτό μοιάζει να απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αφού οι αθωνικές κοινότητες παρουσίασαν ιδιαίτερα έντονη ανάπτυξη. Εάν ο πληθυσμός τους ήταν τόσο μικρός, τότε δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν την πολιτική τους αυτονομία και να συμμετέχουν σε συμμαχίες επί ίσοις όροις με όλες τις υπόλοιπες πόλεις τους ελλαδικού χώρου. 

Αν και οι περιοχές αυτές αγνοήθηκαν από πολλούς ιστορικούς και γεωγράφους της αρχαιότητας, ωστόσο, έχουμε ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές δραστηριότητες και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας, της οποίας αποτελούσαν μέλη.

Το 435 π.Χ. οι πόλεις Δίον και Θύσσος κατέβαλαν στο ταμείο από ένα τάλαντο (περίπου 5000 δραχμές), ενώ η περίφημη Όλυνθος πλήρωσε όσα οι δύο προηγούμενες πόλεις μαζί. Τα Στάγειρα κατέβαλαν μόνο 1.000 δραχμές, η Ολόφυξος 2.000 και οι Κλεωνές 500. Αντίστοιχα, κάθε μία από τις πόλεις έπρεπε να έχει αρκετό πληθυσμό προκειμένου να λειτουργεί ο κοινωνικός μηχανισμός της, να διατηρούνται τα ειδικά ταμεία, οι δημόσιες υπηρεσίες και να συντηρείται ο στρατός. Συνεπώς, ο αριθμός των κατοίκων του Άθω θα έπρεπε να φτάνει τουλάχιστον τις 10.000. Τέλος, είναι πιθανό τα δάση της χερσονήσου να ήταν λιγότερο πυκνά από ό,τι είναι σήμερα. Υπολογίζεται, λοιπόν, πως οι κάτοικοι διέθεταν περισσότερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπους για να δραστηριοποιούνται.

Ουρανούπολη

Ακόμη, φαίνεται πως, όσον αφορά τη δυτική πλευρά της χερσονήσου, η μόνη περιοχή που θα ευνοούσε την ανάπτυξη, έστω και των μικρών οικισμών, είναι η περιοχή που γειτνιάζει με τις σημερινές Μονές Ζωγράφου και Ξηροπόταμου. Οι περιοχές αυτές βρίσκονται στην ανατολική πλευρά και ήταν από την αρχαιότητα θέσεις ικανές να φιλοξενήσουν μεγάλες ομάδες πληθυσμού. Ακόμη, ιδιαίτερα ικανές τοποθεσίες ήταν οι περιοχές γύρω από τις σημερινές Μονές Εσφιγμένου, Βατοπαιδίου και Ιβήρων, η περιοχής της Νέας Σκήτης και της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας. Στα σημεία αυτά έχουν εντοπιστεί αντικείμενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπως μικρά ταφικά μνημεία, στήλες με επιγραφές, αγαλματίδια με μορφές αρχαιοελληνικών θεοτήτων, νομίσματα και πήλινα αντικείμενα. Ωστόσο, συστηματικές ανασκαφές δεν έχουν διεξαχθεί ποτέ στην περιοχή, καθώς μελετητές και αρχαιολόγοι υποστηρίζουν πως ο γεωργικός προσανατολισμός των πόλεων δεν ευνοούσε τη δημιουργία μεγάλων μνημειακών κατασκευών.

Όσον αφορά τη διαφωνία των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων σχετικά με τη θέση που είχαν οι πόλεις κατά μήκος της αθωνικής ακτής, αυτή μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο συμβατική παρά πραγματική. Σε μια τόσο στενή χερσόνησο όπως ο Άθως, ήταν εύκολο και ευνοϊκό για κάθε πόλη-κράτος να καταλάβει το έδαφος που εκτείνεται από τη μία ακτή στην άλλη, έχοντας έτσι οχυρώσεις και στις δύο πλευρές της χερσονήσου.

Ανάλογα με την κατεύθυνση του ταξιδιού, ένας συγγραφέας θα μπορούσε να τοποθετήσει την ίδια πόλη στην ανατολική πλευρά, ενώ ένας άλλος στη δυτική. Με βάση την υπόθεση αυτή, καθώς και σύμφωνα με το χρηματικό ποσό που κατέβαλαν στο ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας, η κάθε πόλη θα έπρεπε να καταλαμβάνει επαρκή έκταση. Η πιο ρεαλιστική περιγραφή των επιμέρους περιοχών θεωρείται αυτή του Σκύλακα.

Το Δίον αποτέλεσε την πρώτη πόλη στην πλευρά του ισθμού. Ιδρύθηκε στη θέση της σημερινής Ιεράς Μονής Εσφιγμένου και του αρσανά της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου. Το γεγονός ότι στην περιοχή αυτή έχει εντοπιστεί μικρός αριθμός αρχαιολογικών ευρημάτων οφείλεται πιθανότατα στις πλημμύρες και τις κατολισθήσεις που αναφέρουν οι ιστορικές πηγές. Το Δίον αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πόλη της χερσονήσου.

Ερείπια ΖιγούΣτη νότια πλευρά, το Δίον συνορεύει με τη Θύσσο, η επικράτεια της οποίας έφτανε έως της σημερινή Μονή Παντοκράτορος στα ανατολικά και την Μονή Ξενοφώντος στα δυτικά. Η πόλη ιδρύθηκε στο σημείο της σημερινής Μονής Βατοπαιδίου. Μεταξύ άλλων ευρημάτων, εντοπίστηκαν ειδώλια με μορφές αρχαίων θεοτήτων, καθώς και δύο μαρμάρινες σαρκοφάγοι.

Εφόσον ο Σκύλακας ξεκίνησε το ταξίδι του από τα δυτικά, δηλαδή από το νησί της Αμμουλιανής, σημειώνοντας τις πόλεις του Διός και της Θυσσού, παρόλο που και οι δύο εκτείνονταν έως την ανατολική πλευρά της χερσονήσου, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι η επόμενη πόλη που συνάντησε ήταν οι Κλεωνές. Οι Κλεωνές ήταν τοποθετημένες στο σημείο της σημερινής Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου. Έχοντας μικρή έκταση, η πόλη αυτή έφτανε μόνο μέχρι τους πρόποδες του βουνού.

Στην άκρη της χερσονήσου, στην περιοχή της Σκήτης της Αγίας Άννας, έχουν ανακαλυφθεί πολλά αρχαιολογικά ευρήματα. Μεταξύ άλλων, βρέθηκε η ανάγλυφη ενεπίγραφη στήλη που απονέμει την τιμή της προξενίας στον Δωρόθεο, γιο του Μύρμηκα και πολίτη Αλεξανδρείας, στην πόλη των Ακροθώων.

Στο ίδιο σημείο, ήταν τοποθετημένη η Μονή των Βουλευτηρίων. Η ονομασία ορίστηκε πριν από το 1010 και αποτελεί άμεση αναφορά στο «βουλευτήριο», ένα αρχαίο ελληνικό αμφιθέατρο που προοριζόταν για δημόσιες συγκεντρώσεις. Παρά την ιδιάζουσα μορφολογία του εδάφους, το αρκετά ήπιο κλίμα της περιοχής ευνόησε την επιβίωση των ντόπιων πληθυσμών. Τα ευρήματα αποδεικνύουν ότι η πόλη των Ακροθώων είχε ιδιαίτερα ανεπτυγμένες αστικές υποδομές.

Σχετικά με το όνομα «Άθως», το οποίο αναφέρεται τόσο από τον Σκύλακο, όσο και από τον Πτολεμαίο ως τοπωνύμιο μιας συγκεκριμένης πόλης, υποστηρίζεται πως αυτή θα ήταν τοποθετημένη στην περιοχή της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας ή στην Κερασιά.

Η περιγραφές του Σκύλακα συνεχίζουν με αναφορές στην πόλη Χάραδρος, η οποία τοποθετείται στην περιοχή της παλαιάς Μονής των Αμαλφηνών.

Τοπίο του ΆθωΗ τελευταία πόλη στην καταγραφή του Σκύλακα είναι η Ολόφυξος, η οποία βρίσκεται στο έδαφος της Ιεράς Μονής Ιβήρων. Εκτείνεται μέχρι την Ιερά Μονή Παντοκράτορος και πάνω από τις Καρυές. Η Ολόφυξος ήταν μικρότερη από την πόλη της Θυσσού, αλλά μεγαλύτερη από τον δυτικό της γείτονα, τις Κλεωνές.

Η κοινωνική δομή των αρχαίων πόλεων του Αγίου Όρους

Ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την κοινωνική δομή των αρχαίων πόλεων μπορούν να αντληθούν από τη μορφή που έχουν και σήμερα οι αντίστοιχες περιοχές του Αγίου Όρους, τα μοναστήρια που περιβάλλονται από τείχη και τα διάσπαρτα κελιά. Οι κάτοικοι ζούσαν σε αγροτικές κοινότητες, εργάζονταν σε βοσκοτόπια και καλλιεργούσαν μικρούς ή μεγάλους κήπους, όπως ακριβώς οι σημερινοί ερημίτες. Στο κεντρικό τμήμα της πόλης υπήρχαν οι δημόσιοι χώροι, η αγορά, η βουλή, ο ναός όπου συγκεντρώνονταν οι πολίτες για να λατρέψουν τους θεούς τους, να συζητήσουν τα προβλήματά τους, να εμπορευτούν τα προϊόντα που παρήγαγαν και να ρυθμίσουν τις επιμέρους πτυχές της κοινωνικής τους ζωής. Οι κάτοικοι του Άθω φημίζονταν για τη μακροζωία τους. Μάλιστα, υπάρχουν πηγές που αναφέρουν πως ζούσαν έως και 130 χρόνια.

Οι αυτόνομες αθωνικές πόλεις έγιναν μέρος του κράτους του Φιλίππου το 368 π.Χ. Μετά από το γεγονός αυτό, διαδόθηκε η εξής ιστορία. Ένας αρχιτέκτονας, τον οποίο ο Πλούταρχος αποκαλεί Στασικράτη και ο Στράβων Δεινοκράτη, πρότεινε στον Μέγα Αλέξανδρο να ανεγείρει ένα άγαλμά του στην κορυφή του Αγίου Όρους, ως το καταλληλότερο σημείο για τον σκοπό αυτό. Σύμφωνα με το σχέδιο, ο Αλέξανδρος θα κρατούσε στο ένα χέρι μια οχυρωμένη πόλη και στο άλλο ένα ποτάμι που θα ξεχείλιζε ορμητικά. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα αυτή. Επιπλέον, δεν ήθελε να αντιγράψει τον ανάξιο προκάτοχό του Ξέρξη, οπότε απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση και εγκατέλειψε τον Άθω. Έτσι, η περιοχή σταμάτησε να υποφέρει από την αλαζονεία των προηγούμενων γενεών, επικράτησε πλήρης ηρεμία και η γαλήνη του φυσικού τοπίου επανήλθε.

Κατά το 168 π.Χ. ο Άθως, μαζί με την υπόλοιπη Μακεδονία,  περιήλθε στη ρωμαϊκή κυριαρχία, ενώ τον 4ο αιώνα μ.Χ. έγινε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία διαδέχτηκε τη Ρωμαϊκή κατά τον ελληνοχριστιανικό μετασχηματισμό. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, από τον 2ο αιώνα π.Χ. έως τον 8ο αιώνα μ.Χ, ο Άθως αγνοείται για άλλη μια φορά από τους ιστορικούς, όπως συμβαίνει συχνά με τις μικρές και φτωχές περιφερειακές τοποθεσίες που υπάγονται σε μια ευρύτερη εξουσία. Για να ξαναεμφανιστεί στην ιστορία, θα έπρεπε να αποτελέσει εμπορικό ή στρατιωτικό κόμβο, κάτι που δεν συνέβη ποτέ. Ένας άλλος λόγος που θα μπορούσε να καταστήσει τις περιοχές αυτές σημαντικές, ήταν η ανάπτυξη ενός εντυπωσιακού πολιτιστικού χαρακτήρα, πράγμα που συνέβη στον Άθω μόλις τον 8ο αιώνα μ.Χ.Θέα από την κορυφή του Αγίου Όρους

Αν και δεν έχουμε σαφείς αποδείξεις για τον τρόπο διάδοσης του χριστιανισμού στην ευρύτερη περιοχή, είναι προφανές ότι οι κάτοικοι της Ουρανούπολης, κοντά στον ισθμό, εισήγαγαν τη νέα θρησκεία στις υπόλοιπες πόλεις της χερσονήσου. Η στενή επαφή που είχαν με τις κοντινές πόλεις της Αμφίπολης, της Απολλωνίας και της Θεσσαλονίκης, όπου ο χριστιανισμός υιοθετήθηκε ήδη από την εποχή του Αποστόλου Παύλου, αναδεικνύει την έντονη επιρροή που πιθανόν να δέχτηκε ο ντόπιος πληθυσμός. Ο πλήρης εκχριστιανισμός της χερσονήσου ολοκληρώθηκε τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ.

Η απογραφή των πόλεων του Αγίου Όρους έγινε από τον Βυζάντιο Στέφανο που έζησε τον 6ο αιώνα. Υπάρχει η θεωρία ότι κατά την περίοδο αυτή ο Άθως ήταν εντελώς έρημος και ακατοίκητος. Ο μελετητής κατέγραψε τις αρχαίες πόλεις σύμφωνα με τις ήδη γνωστές γεωγραφικές καταγραφές που είχε στη διάθεσή του εκείνη την εποχή. Ωστόσο, η Θύσσος και οι Κλεωνές απουσιάζουν πλήρως από τον κατάλογό του.