Οι εθνικότητες της βυζαντινής επικράτειας
Μοναχοί που προέρχονταν από μέρη εκτός της ελληνικής επικράτειας κατοικούσαν στον Άθω ήδη από την πρώτη περίοδο της ίδρυσης και ανάπτυξής του. Ο μεγαλύτερος αριθμός μοναχών μη ελληνικής καταγωγής συγκεντρώθηκε γύρω από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη.
Ο Άθως αποτελούσε μια μικρογραφία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Γύρω από το επίσημο κράτος, όπου κατοικούσαν κυρίως πολίτες ελληνικής καταγωγής, υπήρχαν δορυφορικά κράτη, τα οποία ενσωματώνονταν σιωπηρά στη βυζαντινή επικράτεια καθιστώντας συχνά τα σύνορα δυσδιάκριτα. Έτσι, οι μοναχοί που εγκαθίσταντο στον Άθω προέρχονταν από διαφορετικές εθνικότητες. Ωστόσο, για πολλά χρόνια δεν προσπάθησαν να ιδρύσουν ένα δικό τους μοναστήρι. Επιπλέον, οι παραδουνάβιες χώρες δεν διεκδίκησαν την ίδρυση δικών τους μοναστικών ιδρυμάτων, παρά την ισχυρή βοήθεια που παρείχαν στις αγιορείτικες μονές.
Τα τρία αλλοεθνή μοναστήρια του Αγίου Όρους ιδρύθηκαν αρχικά από Έλληνες. Οι ορθόδοξοι λαοί απέκτησαν σταδιακά εκπροσώπους στην ιερά κοινότητα.
Η ίδρυση της Ιεράς Μονής Ιβήρων
Η πρώτη μονή που απέκτησε εθνικό μη ελληνικό χαρακτήρα ήταν η Ιερά Μονή Ιβήρων.
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, η μονή ιδρύθηκε κατά το 980. Ο Ιωάννης ο Ίβηρας, τοπικός άρχοντας, ευγενής και αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους, αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι απογοητευμένος από την κοσμική ζωή. Αργότερα, ταξίδεψε στο Άγιον Όρος, όπου γνώρισε τον Άγιο Αθανάσιο των Αθωνίτη.
Μεγάλο ρόλο στην ίδρυση της μονής διαδραμάτισε επίσης ο Ιωάννης Τορνίκιος, ένας βυζαντινός διοικητής του στρατού και συγγενής του Ιωάννη του Ίβηρα, ο οποίος εγκατέλειψε τη θέση του για να υπηρετήσει τον Θεό. Ωστόσο, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Τσιμισκή, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα απείλησε την αυτοκρατορία. Ο Τορνίκιος αναγκάστηκε να ξαναπιάσει το σπαθί και να ηγηθεί ενός στρατού δώδεκα χιλιάδων ανδρών. Ο Βασίλειος Β' έκανε τότε μια μεγάλη δωρεά στον Τορνίκιο, ενώ ακόμη του παραχώρησε την άδεια να χτίσει ένα νέο μοναστήρι.
Οι Ιβηρίτες μοναχοί χρησιμοποιούσαν το Καθολικό του Αγίου Ιωάννη τον Βαπτιστή, ενώ παράλληλα έχτιζαν το Καθολικό της δικής τους μονής, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Το νέο μοναστήρι πήρε την ονομασία του από τον μεγάλο αριθμό Ιβηριτών μοναχών που υποδέχτηκε.
Σταδιακά, και με την ακλόνητη στήριξη του αυτοκράτορα, προσχώρησαν στη μονή και άλλα μικρότερα μοναστήρια. Η ευημερία της οφειλόταν πρωταρχικά στα πρόσωπα που εργάστηκαν για την ίδρυσή της, καθώς οι περισσότεροι προέρχονταν από εύπορες οικογένειες της Ιβηρίας. Η τελευταία υπογραφή του Ιωάννη του Ίβηρα εντοπίζεται σε γραπτή πηγή του 988, λίγο πριν από τον θάνατό του. Διάδοχός του ήταν ο γιος του Ευθύμιος και αργότερα ο ξάδερφός του Γεώργιος. Η μονή έγινε κάτω από τη δική τους διοίκηση το πνευματικό κέντρο του λαού της Ιβηρίας, ενώ συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του πολιτισμού της χώρας με τη μετάφραση και την κυκλοφορία πλήθους βιβλίων θεολογικού περιεχομένου.
Εκτός από τον Βασίλειο Β΄, πολλοί αυτοκράτορες έδειξαν ενδιαφέρον για την Ιερά Μονή Ιβήρων. Μεταξύ αυτών ήταν ο Στέφανος Δουσάν, καθώς και οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών. Οι Φράγκοι και οι Καταλανοί πειρατές, κατά τον 14ο αιώνα, προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στο μοναστήρι. Την εποχή εκείνη η μονή συνέχισε να διαφοροποιείται εθνικά, παρά το γεγονός ότι οι ηγούμενοί της υπέγραφαν συχνά στα ελληνικά. Κατά τον 15ο αιώνα επικράτησε εκ νέου μια περίοδος ευημερίας.
Η παρουσία των Ιταλών στον Άθω
Την ίδια περίπου εποχή με την αύξηση των Ιβηριτών μοναχών, άρχισε να καταφθάνει στο Άγιον Όρος πλήθος Ιταλών. Οι μονές που ιδρύθηκαν από Ιταλούς ασκητές ήταν ελληνόφωνες, καθώς η ομιλούμενη γλώσσα της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας ήταν την περίοδο εκείνη τα ελληνικά. Ασκητές από την Ιταλία και τη Σικελία συνέχισαν να καταφθάνουν στον Άθω καθ’ όλη τη διάρκει του 14ου αιώνα.
Ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν οι Λατίνοι μοναχοί που εμφανίστηκαν στο Άγιον Όρος. Το διάταγμα του 984 υπογράφηκε, μεταξύ άλλων, από δύο βενεδικτίνους μοναχούς, τα ονόματα των οποίων αναγράφονταν στα λατινικά, τον Johannes και τον Arsenius. Ο βενεδικτίνος μοναχός Λέων του Μπενεβέντο κατέφθασε στον Άθωνα μαζί με έξι μαθητές του και ίδρυσε κατά το 985 την Ιερά Μονή Αμαλφινών μεταξύ της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας και της Ιεράς Μονής Ιβήρων. Πολλά από τα έγγραφα που διασώζονται ήταν υπογεγραμμένα στα λατινικά, δηλώνοντας εντόνως τον εθνικό χαρακτήρα της μονής, σε αντίθεση με τη Μονή Ιβήρων, όπου, παρά την εθνική διαφοροποίηση, διατηρούνταν η ελληνική υπογραφή στα επίσημα έγγραφα. Η Μονή Αμαλφινών κατέλαβε γρήγορα σημαντική θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μοναστηριών. Ακόμη και μετά το μεγάλο σχίσμα του 1054, οι Βενεδικτίνοι παρέμειναν στο Άγιον Όρος και συνέχισαν να συνεργάζονται με τους Έλληνες μοναχούς, μεταφράζοντας πλήθος κειμένων στα λατινικά. Αργότερα, στο πλαίσιο του αντιλατινικού κινήματος που προκάλεσε η Φραγκοκρατία, η μονή ερήμωσε και ενσωματώθηκε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας.
Σήμερα υπάρχει ακόμη μια μικρή ομάδα κελιών με λατινικό όνομα. Σε απόσταση δύο χιλιομέτρων βρίσκεται ο οικισμός Προβάτα, το όνομα του οποίου προέρχεται πιθανώς από τη λατινική λέξη privata (ιδιωτική περιοχή).
Η παρουσία των Βουλγάρων στον Άθω
Οι περισσότερες ιστορικές πηγές δεν αναφέρουν την παρουσία Σλάβων ή Βουλγάρων στο Άγιον Όρος κατά τον 10ο αιώνα. Ωστόσο, σύμφωνα με την παράδοση, καθώς και με έγγραφο του 14ου αιώνα, η Ιερά Μονή Ζωγράφου ιδρύθηκε στην περιοχή Λιβάδι του Αγίου Όρους. Ιδρυτές της θεωρούνται τρεις αδελφοί μοναχοί ευγενούς καταγωγής, ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Ιωάννης, οι οποίοι έφτασαν στον Άθω από τη βουλγαρική πόλη της Οχρίδας. Αρχικά εγκαταστάθηκαν σε διαφορετικά κελιά, ενώ το 919, με τη βοήθεια του ηγεμόνα Συμεών, ίδρυσαν ένα δικό τους μοναστήρι.
Καθώς δεν μπορούσαν να επιλέξουν σε ποιον να αφιερώσουν το νέο Καθολικό, αποφάσισαν να αφήσουν την επιλογή στα χέρια του Θεού. Ο ένας πρότεινε την Παναγία, ο άλλος τον Άγιο Γεώργιο και ο τρίτος τον Άγιο Νικόλαο. Τοποθέτησαν μια ξύλινη σανίδα στον ναό, έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και έφυγαν προσευχόμενοι. Λίγο καιρό αργότερα επέστρεψαν και βρήκαν τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου πάνω στην σανίδα. Έτσι, το Καθολικό αφιερώθηκε στον Άγιο, ενώ η μονή έγινε γνωστή ως Ιερά Μονή Ζωγράφου, προς τιμήν της θαυματουργικής εμφάνισης της αχειροποιήτου εικόνας.
Το μοναστήρι ήταν αρχικά ελληνόφωνο και, μέχρι το τέλος του 12ου αιώνα, δεν είχε ελκύσει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των μεγάλων ηγεμόνων. Οι Βούλγαροι στράφηκαν για πρώτη φορά στη μονή το 1192, όταν ο αριθμός των Βουλγάρων μοναχών είχε αυξηθεί αισθητά. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, η βουλγαρική επιρροή στον Άθω εντάθηκε και η Μονή Ζωγράφου απέκτησε τον δικό της εθνικό χαρακτήρα.
Η εύνοια που έδειξε στη μονή ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος επέτρεψε την προσάρτηση νέων εδαφών. Τον 13ο και 14ο αιώνα οι μοναχοί ήρθαν αντιμέτωποι με πολυάριθμες εισβολές που επηρέασαν τις υποδομές και τις συνθήκες διαβίωσης. Πλήθος ασκητών μαρτύρησε στα χέρια των εισβολέων. Το 1873 ανεγέρθηκε στον προαύλιο χώρο μνημείο στη μνήμη των μαρτύρων. Οι αυτοκράτορες Ανδρόνικος Β' και Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος, καθώς και ο Μιχαήλ Ασέν Γ' και οι ηγεμόνες της Σερβίας, βοήθησαν στην αποκατάσταση της μονής. Έτσι, επήλθε εκ νέου η ευημερία. Η επόμενη περίοδος παρακμής οφειλόταν στην εισβολή των Οθωμανών και την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Η παρουσία των Σέρβων στον Άθω
Η σερβική Ιερά Μονή Χιλανδαρίου είναι τοποθετημένη σε μια όμορφη, δασώδη περιοχή στη βορειοανατολική ακτή του Άθω. Το όνομά της έχει ερμηνευθεί ετοιμολογικά ως συνδυασμός των λέξεων “χίλιοι” - “άνδρες”. Ωστόσο, είναι πιθανότερο να προέρχεται από το βυζαντινό πλοίο “χελάνδιο”, καταδεικνύοντας τη σχέση του ιδρυτή της μονής με τη ναυτιλία. Αποτελεί ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Λίγο πριν από το τέλος του 12ου αιώνα, ο μοναστικός τρόπος ζωής άρχισε να ελκύει το ενδιαφέρον των Σέρβων. Ένα από του σπουδαιότερα παραδείγματα σερβικού μοναχισμού είναι η περίπτωση του Αγίου Σάββα της Σερβίας, ο οποίος παραιτήθηκε από την κοσμική ζωή και εγκαταστάθηκε στο Άγιον Όρος το 1193.
Αρχικά, έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου πήρε το όνομα Σάββας. Έπειτα, μετακινήθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου και αργότερα στο κελλί του στις Καρυές. Ακολουθώντας το παράδειγμά του, ο πατέρας του εγκατέλειψε τον θρόνο του για να υπηρετήσει τον Θεό ως μοναχός Συμεών. Η μητέρα του επέλεξε, επίσης, τον μοναχισμό, παίρνοντας το όνομα Αναστασία.
Όταν η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου έτεινε να ενωθεί με την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, ο Πρώτος του Αγίου Όρους εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του, καταδικάζοντας τέτοιους είδους πρωτοβουλίες και υποστηρίζοντας την ανεξαρτησία των μικρότερων μονών. Μη μπορώντας να αντισταθεί στις πιέσεις που του ασκήθηκαν, ο αυτοκράτορας εξέδωσε το 1198 χρυσόβουλο με το οποίο αναγνώριζε την ανεξαρτησία της μονής, ενώ παράλληλα της παραχωρούσε το δικαίωμα να δέχεται Σέρβους μοναχούς. Έτσι, ο εθνικός χαρακτήρας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου επισφραγίστηκε επισήμως.
Ο Όσιος Συμεών πέθανε το 1200. Ο γιος του, ο Όσιος Σάββας, μετέφερε τα λείψανά του στη Στουντένιτσα τρία χρόνια αργότερα. Αν και επέστρεψε στη Μονή Χιλανδαρίου, εντούτοις δεν έμεινε για πολύ καιρό. Αφού έδωσε τέλος στις διαμάχες μεταξύ των αδελφών μοναχών, σχετικά με τη διοίκηση της μονής, γύρισε πίσω στη Σερβία με την επιθυμία να δημιουργήσει μια ενιαία Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία θα ενωποιούσε στους κόλπους της το σερβικό κράτος. Το 1219, ο Πατριάρχης χειροτόνησε στη Νίκαια τον Όσιο Σάββα ως τον πρώτο αρχιεπίσκοπο της Σερβίας.
Με το πέρασμα των χρόνων, πολλά επιμέρους μοναστήρια προσαρτήθηκαν στη Μονή Χιλανδαρίου. Η τελευταία ενισχύθηκε σημαντικά από την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, καθώς και από τους Σέρβους ηγεμόνες.
Η σερβική επιρροή ήταν πολύ ισχυρή και συνεχίστηκε δυναμικά κατά την περίοδο του 15ου αιώνα.
Η επιρροή του Αγίου Όρους στις γειτονικές χώρες
Ο Άθως ασκούσε μεγάλη επιρροή στα έθνη της βυζαντινής επικράτειας, καθώς και στις ορθόδοξες εκκλησίες των χωρών που τον περιέβαλλαν. Ακόμη, αποτελούσε πρότυπου του ορθόδοξου μοναχισμού και κέντρο του χριστιανικού πολιτισμού.
Οι μοναχοί που ήρθαν στο Άγιον Όρος από τις γειτονικές χώρες, δεν επηρεάστηκαν απλώς από το Βυζάντιο, αλλά συγκρότησαν μεγάλο μέρος του βυζαντινού πολιτισμού. Άλλωστε, η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν αποτελούνταν ποτέ από μία μόνο εθνικότητα.
Ο Άθως συνέβαλε υπό μία έννοια στην ανάπτυξη του σλαβικού πολιτισμού. Άσκησε επιρροή στους σλαβικούς πληθυσμούς διευρύνοντας το πολιτισμικό και πνευματικό τους πεδίο μέσα από τη μετάφραση κα τηνι παραγωγή πλούσιου συγγραφικού έργου. Ακόμη, σε περιόδους παρακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι δεσμοί του Άθω με τις βόρειες χώρες εντείνονταν. Μεταξύ άλλων, το κίνημα του Ησυχασμού που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της αθωνικής πολιτείας, εξαπλώθηκε στους σλαβικούς πληθυσμούς και διαδόθηκε σε μεγάλο βαθμό στις γειτονικές χώρες που βρίσκονταν εκτός της βυζαντινής επικράτειας.
Η επιρροή του Αγίου Όρους στη Σερβία
Τα θεμέλια της εκκλησιαστικής και μοναστικής ζωής στη Σερβία τέθηκαν από τον Όσιο Σάββα. Ως αρχιεπίσκοπος της χώρας, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της θρησκευτικής ζωής. Μεταξύ άλλων, μετέφρασε πολλά βυζαντινά έργα, ενώ ακόμη παρήγαγε ο ίδιος κείμενα σπουδαίου θεολογικού περιεχομένου.
Καθώς, όλοι σχεδόν οι αρχιεπίσκοποι της Σερβίας αποσύρονταν στο Άγιον Όρος, αυξήθηκε τόσο η επιρροή του Άθω στη χώρα, όσο και η σερβική παρέμβαση στις υποθέσεις του Αγίου Όρους.
Η βυζαντινή τέχνη διείσδυσε επίσης στη Σερβία μέσω των αγιορείτικων μονών και ιδιαίτερα μέσα από τη δράση της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου. Κατά τις αρχές του 14ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των μοναστικών συγκροτημάτων τόσο του Αγίου Όρους, όσο και της ορθόδοξης Σερβίας γενικότερα.
Η επιρροή του Αγίου Όρους στη Βουλγαρία
Ο Όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης μετέφερε την παράδοση του Ησυχασμού στη Βουλγαρία, όταν εγκαταστάθηκε εκεί το 1333. Ίδρυσε πλήθος μοναστηριών και απέκτησε μεγάλο αριθμό μαθητών, από τους οποίους διαδόθηκαν οι ιδέες του ησυχαστικού μοναχισμού σε όλη τη Βουλγαρία.
Ο Θεοδόσιος, ένας από τους μαθητές και συνεργάτες του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη, με τη στήριξη του Βούλγαρου βασιλιά, θεμελίωσε τον μοναχισμό πάνω στο παράδειγμα των αγιορείτικων μονών, το οποίο γνώριζε από την περίοδο παραμονής του στον Άθω. Αφού οργάνωσε τη μοναστική ζωή της χώρας τηρώντας τις παραδόσεις του Ησυχασμού, άρχισε τον αγώνα κατά των Βογομίλων. Ο Θεοδόσιος πέθανε το 1363 στην Κωνσταντινούπολη.
Ο αγαπημένος μαθητής του Θεοδοσίου, ο Ευθύμιος, που τον είχε συνοδεύσει στο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, έμεινε για ορισμένο χρονικό διάστημα με τον Πατριάρχη, προκειμένου να μπορέσει στη συνέχεια να μεταβεί στο Άγιον Όρος. Εκεί, ο Ευθύμιος, ο οποίος γνώριζε άψογα ελληνικά, αφιερώθηκε στη μετάφραση θεολογικών κειμένων. Το έργο του ήταν τόσο σπουδαίο που θα μπορούσαμε με ασφάλεια να τον θεωρήσουμε ως τον σημαντικότερο συγγραφέα των Σλάβων της εποχής εκείνης.
Η Βουλγαρία αποτέλεσε την περίοδο εκείνη μια σπουδαία δύναμη με μεγάλη επιρροή. Μάλιστα, η πόλη του Τυρνάβου παρουσιάζεται συχνά ως η δεύτερη σημαντικότερη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη. Ο Ευθύμιος αποτέλεσε τον τελευταίο πατριάρχη της Βουλγαρίας προτού οι Τούρκοι κατακτήσουν τη χώρα το 1393.
Η επιρροή του Αγίου Όρους στη Βλαχία
Όσο περισσότερο εξαπλώνονταν οι Οθωμανοί στις χώρες των Βαλκανίων, τόσο εντονότερη γινόταν η επιρροή του Αγίου Όρους στους ντόπιους πληθυσμούς. Η παρουσία της αθωνικής κουλτούρας έγινε ιδιαίτερα φανερή στις παραδουνάβιες περιοχές, στα εδάφη που αποτελούν τη σημερινή Ρουμανία. Τον 14ο αιώνα, οι Βλάχοι ανεξαρτητοποιήθηκαν από την Ουγγαρία και σχημάτισαν δύο κράτη, τη Βλαχία και τη Μολδαβία. Παρά την ανεξαρτητοποίησή τους, εξακολούθησαν να βρίσκονται υπό την πίεση των Λατίνων και να ανέχονται τις διαρκείς παρεμβάσεις της Ρώμης, η οποία επιθυμούσε να προσαρτήσει τα συγκεκριμένα εδάφη. Η εγκαθίδρυση μιας τοπικής Εκκλησίας της Μολδαβίας, κατέστη δυνατή με την παρέμβαση των Πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης.
Ο ηγεμόνας της Βλαχίας απαίτησε να ιδρυθεί ξεχωριστή μητρόπολη για τη χώρα του, ενώ ο Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ με διάταγμά του το 1359 ίδρυσε την ουγγρο-βλαχική μητρόπολη. Η Εκκλησία της Μολδαβίας αντιμετώπισε, γενικά, πολλές δυσκολίες, έως ότου καταφέρει να ανεξαρτητοποιηθεί από την Εκκλησία της Ρώμης.
Ο μοναχός Νικόδημος, ελληνοσερβικής καταγωγής, συνέβαλε δυναμικά στην οργάνωση της μοναστικής ζωής στη Ρουμανία. Έχοντας ζήσει για πολλά χρόνια στο Άγιον Όρος, γνώριζε τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και την παράδοση του Ησυχασμού. Έτσι, ίδρυσε στη Βουλγαρία δύο μοναστήρια, ενώ το 1370 ταξίδεψε στις όχθες του Δούναβη, όπου ίδρυσε δύο κεντρικές μονές, ακολουθώντας το καταστατικό της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας.
Η εποχή αυτή αποτέλεσε την αρχή ενός ισχυρού δεσμού μεταξύ των ηγεμόνων της Βλαχίας, της Μολδαβίας και του Αγίου Όρους. Με την πάροδο των χρόνων οι σχέσεις μεταξύ των δύο μερών έγιναν ακόμη εντονότερες. Ιδιαίτερα πολύτιμη ήταν η στήριξη που οι παραδουνάβιες περιοχές παρείχαν στο Άγιον Όρος ήταν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, καθώς συνέβαλε δραστικά στην επιβίωση των μονών.