Η τέχνη του κεντήματος

Δείγμα κεντήματος, Μονή Ξενοφώντος

Οι μονές του Αγίου Όρους διαθέτουν εκτενείς συλλογές κεντημάτων και περίτεχνα διακοσμημένων υφασμάτων. Αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:

  1. σε εκείνα που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, σχετίζονται κυρίως με την Αγία Τράπεζα και το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας,
  2. σε εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση του Ιερού Βήματος, του τέμπλου, των εικόνων κ.τ.λ.,
  3. σε εκείνα που χρησιμοποιούνται για τα άμφια των κληρικών.

Χρυσές και ασημένιες ραφές, σε μετάξι, με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους αποτελούν μερικές από τις πιο εκλεπτυσμένες λεπτομέρειες των κεντημάτων. Η ύφανση και η λεπτεπίλεπτη δομή τους επιτρέπει την αναπαράσταση εκπληκτικών εικόνων και κεντητών πλουμιδιών.

Το Βυζάντιο ήταν πάντα διάσημο για τα υφάσματα και τα κεντήματά του. Υπήρχε μάλιστα τεράστια ζήτηση από όλο τον κόσμο, γεγονός που ενίσχυε τη διπλωματική επιρροή της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, το ύφασμα δεν αποτελεί ένα υλικό που μπορεί εύκολα να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και το 1453 συνέβαλε στην καταστροφή σπουδαίων υφαντών και κεντημάτων. Το Άγιον Όρος υπέστη πολυάριθμες επιδρομές. Οι καταστροφικές πυρκαγιές αποτέλεσαν έναν εξίσου ανασταλτικό παράγοντα στην παραγωγή και διαφύλαξη των κεντημάτων.

Μεταξύ των παλαιότερων υφαντών κειμηλίων του Αγίου Όρους είναι τα άμφια των μοναχών, συμπεριλαμβανομένου του χρυσοκέντητου ενδύματος του Νικηφόρου Φωκά, το οποίο φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας.

Στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου βρίσκεται η περίφημη Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου, η οποία παραχωρήθηκε στο Άγιον Όρος από τη σύζυγο του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' του Σοφού. Στην Ιερά Μονή Ιβήρων φυλάσσεται το ένδυμα του αυτοκράτορα Τσιμισκή, διακοσμημένο με δέκα αναπαραστάσεις λιονταριών και δικέφαλων αετών.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, άρχισαν να φτάνουν στο Άγιον Όρος κεντήματα από τα νησιά που δεν είχαν ακόμη περιέλθει στην οθωμανική κυριαρχία. Παρ' όλα αυτά, τα εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης σύντομα άνοιξαν ξανά, προμηθεύοντας με τα προϊόντα τους όλες τις ορθόδοξες χώρες. Παρόμοια εργαστήρια εμφανίστηκαν και στο Άγιον Όρος αλλά πολύ αργότερα, από τις αρχές του 18ου αιώνα.