Ο μετασχηματισμός του Αγίου Όρους και ο μοναστικός του χαρακτήρας
Το βυζαντινό κράτος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το καθεστώς της αγιορείτικης πολιτείας. Kατά την Οικουμενική Σύνοδο του 843, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι του Αγίου Όρους, αφιερώθηκε αρκετός χρόνος σε συζητήσεις σχετικές με τον τρόπο λειτουργίας και τον χαρακτήρα του. Ωστόσο, η πρώτη αναφορά σε κρατικό έγγραφο χρονολογείται στο 883. Τα επόμενα 60 χρόνια εκδόθηκαν πολλά ανάλογα κείμενα, που μαρτυρούν τις προσπάθειες και το ενδιαφέρον των βυζαντινών για τη δημιουργία της μοναστικής κοινότητας του Άθω.
Το πρώτο έγγραφο αποτέλεσε ένα αυτοκρατορικό διάταγμα (σιγγίλιο) του Βασιλείου Α΄. Από το περιεχόμενο αποδεικνύεται η έκδοσή του κατόπιν αιτήματος των αθωνιτών πατέρων, στους οποίους παραχωρήθηκε η άδεια εγκαθίδρυσης ενός ειδικού μοναστικού καθεστώτος. Όπως ορίστηκε μεταξύ άλλων:
1. Απαγορεύεται η ενόχληση των μοναχών του Αγίου Όρους από οποιονδήποτε, στρατηγό ή κοινό πολίτη.
2. Απαγορεύεται η βόσκηση βοοειδών στην επικράτεια του Αγίου Όρους.
Όταν ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ανέβηκε στον θρόνο, οι εκπρόσωποι του κοινοβίου του Κολοβού ζήτησαν την επιβεβαίωση του σιγιλλίου που είχε εκδοθεί από τον Βασίλειο Α΄, τροποποιώντας το περιεχόμενό του έτσι ώστε η γη του Άθω να τους παραχωρείται εξ ολοκλήρου. Με τον τρόπο αυτό διεκδικούσαν τα κτήματα των γειτονικών μονών, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις. Λίγο αργότερα, με βασιλική διαταγή το έγγραφο αυτό καταστράφηκε. Ωστόσο, το περιεχόμενό του έφτασε σε εμάς μέσα από διάταγμα του 893, στο οποίο γινόταν εκτενής αναφορά στους όρους του προηγούμενου διατάγματος του 887.
Το αντίγραφο του δεύτερου εγγράφου του Λέοντος Σοφού, αποτέλεσε ένα επιβεβαιωτικό διάταγμα, το οποίο διασώθηκε εξ ολοκλήρου. Εκεί αναφέρονταν συνοπτικά οι όροι του πρώτου εγγράφου, το οποίο ακυρώθηκε, ενώ επικυρώθηκε εκ νέου το πρώτο σιγίλλιο του Βασιλείου Α΄. Ορίστηκαν:
- Το δικαίωμα κατοχής των εδαφών από τους αθωνίτες μοναχούς και η απαγόρευση της διατάραξής τους.
- Το δικαίωμα κατοχής των εδαφών από τους τοπικούς λαϊκούς κατοίκους και η απαγόρευση της διατάραξής τους.
- Ο περιορισμός της εδαφικής επέκτασης του κοινοβίου του Κολοβού, στην περιοχή του φρουρίου της Ιερισσού.
- Η γενική χρήση όλων των υπολοίπων περιοχών.
Золотая булла императора Романа I подтверждает указ Льва Мудрого и налагает запрет на налогообложение Афона со стороны епископа, государя и какого-либо другого лица. Этот документ был выпущен также и от имени его зятя Константина VII и его сыновей в Августе 934 года.
Во всех вышеуказанных документах, в том числе и от 883 года, Афон представляется как юридическое лицо, обладающее особой организацией и органами управления, имеющими представителей во власти, а также своей собственностью.
Τα σύνορα του Αγίου Όρους με τα γειτονικά εδάφη, δηλαδή με τις υπόλοιπες μικρές ή μεγάλες μονές που δεν ανήκαν στην αγιορείτικη πολιτεία, καθώς και με τις λαϊκές κοινότητες της Ιερισσού και των γύρω οικισμών, ήταν γνωστά και προστατεύονταν από τους ίδιους τους κατοίκους. Έτσι, όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα επέβαλλαν τον σεβασμό των ορίων, χωρίς ωστόσο να τα καθορίζουν.
Μεταξύ του Άθω και του φρουρίου της Ιερισσού υπήρχαν ορισμένες εκτάσεις που εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους για περισσότερα από 30 χρόνια. Αυτές μεταβιβάστηκαν στο βυζαντινό κράτος, χωρίζονταν σε αγροτεμάχια και, με την καταβολή ενοικίου, μπορούσαν να σπαρθούν ή να χρησιμοποιηθούν για βοσκή. Διεκδικούνταν τόσο από τον Άθω, όσο και από τους κατοίκους της Ιερισσού, από το κοινόβιο του Κολοβού και άλλα μοναστήρια. Τα όρια των εκτάσεων, σε σχέση με το φρούριο της Ιερισσού, είχαν ήδη καθοριστεί νωρίτερα, ενώ τα όρια του Αγίου Όρους παρέμεναν υπό αμφισβήτηση. Βέβαια, οι μοναχοί των προηγούμενων χρόνων δεν χρειάζονταν και, ακόμη, δεν είχαν την ικανότητα να καλλιεργήσουν τις ενδιάμεσες εκείνες εκτάσεις. Ωστόσο, με την αύξηση του μοναχισμού δημιουργήθηκε η ανάγκη αξιοποίησης των οικοπέδων. Η κατάσταση περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο με την εισβολή και την εγκατάσταση βουλγαρικών πληθυσμών κατά τον 10ο αιώνα.
Το 942, ο ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης, πούλησε στους κατοίκους της Ιερισσού ένα από τα οικόπεδα που συνόρευαν με τον Άθω. Οι μοναχοί έκαναν ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι τα εδάφη που παραχωρήθηκαν ανήκαν στο Άγιον Όρος. Η διαφωνία οφειλόταν στην παρερμηνεία της φράσης «έδαφος της Ιερισσού» που υπήρχε σε σχετικό έγγραφο του 893. Σύμφωνα με τους μοναχούς, ο ορισμός αυτός περιελάμβανε την περιοχή του φρουρίου. Συνεπώς, τα προάστια της Ιερισσού θεωρούνταν εδάφη του Αγίου Όρους. Αντιθέτως, οι κάτοικοι της Ιερισσού επέμεναν ότι ο όρος αναφερόταν σε μια συγκεκριμένη οικονομική και διοικητική μονάδα και ότι τα σύνορα του Άθω ήταν πολύ νοτιότερα, κάτω από τον ισθμό. Η επίσημη απόφαση που εκδόθηκε τάχθηκε υπέρ των κατοίκων της Ιερισσού. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Λεκαπηνός διέταξε τον διοικητή της Θεσσαλονίκης και τον αυτοκρατορικό πρωτοσπαθάριο να επιληφθούν του θέματος και να επισημάνουν τα όρια των αμφισβητούμενων εκτάσεων. Στη δικαστική διαμάχη για τον καθορισμό των συνόρων, συμμετείχε μεταξύ άλλων και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. Οι δύο πλευρές, οι αθωνίτες μοναχοί και οι κάτοικοι της Ιερισσού, υπέγραψαν σχετική συμφωνία στις 15 Μαρτίου του 942. Μεταξύ άλλων, ορίστηκε η επί τόπου επίβλεψη της εκτέλεσης του εν λόγω διατάγματος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως το έγγραφο αυτό υπογράφηκε από πέντε εκπροσώπους της Ιερισσού, τρεις ηγουμένους των γύρω μονών και τέσσερις αγιορείτες. Τα σύνορα σχηματίστηκαν στο έδαφος με πέτρες και δέντρα που φυτεύτηκαν ειδικά για τον σκοπό αυτό. Εκδόθηκε, επίσης, σχετικό διάταγμα, το οποίο αργότερα χάθηκε. Ωστόσο, το περιεχόμενό του μας είναι γνωστό μέσα από έκθεση που στάλθηκε στον αυτοκράτορα, προκειμένου να τον ενημερώσει για την ολοκλήρωση των εργασιών.
Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, τα όρια της μοναστικής πολιτείας περνούσαν μέσα από την περιοχή του Ζυγού. Ωστόσο, δεν κατελάμβανα μεγάλη έκταση, με αποτέλεσμα τα οικόπεδα να θεωρηθούν «ολίγα και άχρηστα». Αντιθέτως, στους ντόπιους δόθηκε με βασιλικό διάταγμα ένα οικόπεδο 2.000 μοδίων από το κοινόβιο του Κολοβού. Αναγνωρίστηκε, ακόμη, η κυριότητα του Άθω στα εδάφη νότια των περιοχών όπου κατοικούσαν οι λαϊκοί. Τέλος, επιτράπηκε στους ντόπιους να βόσκουν τα βοοειδή τους σε κοντινές περιοχές. Τα σύνορα μπορούσαν να ξεπεραστούν μόνο σε περίπτωση απειλής της εθνικής ασφάλειας και εφόσον έχει παραχωρηθεί σχετική άδεια από τους αθωνίτες μοναχούς.
Το 943 έγινε εκ νέου οριοθέτηση των συνόρων, καθώς η προηγούμενη συμφωνία τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Με αυτοκρατορικό διάταγμα, ο στρατηγός Κατάκαλος, συνοδευόμενος από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριο και τον δικαστικό αντιπρόσωπο, επισκέφθηκε την περιοχή της Ιερισσού προκειμένου να επισημάνει τα νέα σύνορα. Ωστόσο, αυτά συνέπιπταν με τα σύνορα που είχε ορίσει ο προκάτοχός του και τα οποία αναφέρονταν ρητά στο έγγραφο που είχε ήδη συνταχθεί. Τα σύνορα ξεκινούσαν από τον ισθμό, απέναντι από τα παλιά ανάκτορα της Αμμουλιανής, και ανέβαιναν προς τα χωράφια της Αγίας Χριστίνας, όπου υπήρχε πέτρινη περίφραση. Συνέχιζαν κατά μήκος του καναλιού, ανεβαίνοντας τον λόφο και φτάνοντας έως το παλιό υδραγωγείο. Το αρχαίο πέτρινο οικοδόμημα του κοινοβίου του Κολοβού βρισκόταν πλέον εντός των ορίων του Αγίου Όρους. Τέλος, ένα αντίγραφο του επίσημου εγγράφου παραδόθηκε στους ενδιαφερόμενους.
Το βαθύ κανάλι απέναντι από τα παλιά ανάκτορα της Αμμουλιανής αποτέλεσε ορόσημο και βοήθησε στην οριοθέτηση των εδαφών. Δεδομένου ότι για τους επόμενους αιώνες δεν έγινε καμία προσπάθεια αναθεώρησης των εδαφών του Αγίου Όρους, τα σύνορα που καθόρισε ο στρατηγός Κατάκαλος εξακολουθούν να ισχύουν έως σήμερα. Οι Αθωνίτες κατάφεραν μέσα από όλες τις παραπάνω διαδικασίες να επεκτείνουν τα εδάφη της μοναστικής κοινότητας και να συμπεριλάβουν τη γη από την περιοχή του Ζυγού έως τον Προαύλακα και από τον Προαύλακα έως την Ιερισσό. Τα μοναστήρια που οικοδομήθηκαν εκεί υπάχθηκαν στη διοίκηση του Αγίου Όρους. Διαμορφώθηκε, έτσι, ο χάρτης της αθωνικής πολιτείας.
Ευημερία και αύξηση του μοναχισμού
Ο 10ος αιώνας αποτέλεσε μια περίοδο άνθησης της μοναστικής ζωής του Άθω. Ήταν η εποχή μετασχηματισμού της Αγίας Έδρας, ανόδου και ευημερίας των πολιτικών και πνευματικών δυνάμεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Κατά τη διάρκεια της Μακεδονικής δυναστείας, η πρόοδος σε όλους τους επιμέρους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, ενίσχυσε την πρόοδο και στο εσωτερικό του Άθω. Η ευημερία διευκόλυνε την περαιτέρω ανάπτυξη των αγιορείτικων μονών. Μεταξύ άλλων, συνέβαλλε καθοριστικά η λύτρωση από τις επιδρομές των Αράβων πειρατών, μετά από την απελευθέρωση της Κρήτης και τον έλεγχο της μεσογείου από τον Νικηφόρο Φωκά. Όσον αφορά την εισβολή των Βουλγάρων, αυτή δεν επηρέασε καθόλου το Άγιον Όρος.
Ο Νικηφόρος Φωκάς, παρά το ενδιαφέρον του για τις μοναστικές κοινότητες, εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε τη μεταβίβαση οικοπέδων στην ιδιοκτησία των μονών του Αγίου Όρους, καθώς αυτή είχε αποδειχθεί ασύμφορη για το βυζαντινό κράτος. Το διάταγμα του Βασιλείου Β΄, που ακύρωσε τη συγκεκριμένη απόφαση, διευκόλυνε την περαιτέρω ανάπτυξη και ενίσχυση του θεσμού του μοναχισμού. Έως τότε υπήρχαν μόνο καλύβες και κελλιά, μερικά από τα οποία εξελίχθηκαν σε μικρά μοναστήρια. Ωστόσο, εξακολουθούσαν να μην διαθέτουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, καθώς ολόκληρη η επικράτεια ανήκε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας.
Από τα μέσα του 10ου αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται μεγαλύτερες μονές με περιουσία, που τους παραχωρούνταν ως δώρο από τη Μονή Μεγίστης Λαύρας ή από τον αυτοκράτορα. Έτσι, τόσο τα παλαιότερα μικρά μοναστήρια, όσο και τα νεότερα μεγαλύτερα, ακολουθώντας το παράδειγμα της Μεγίστης Λαύρας, άρχισαν να οικοδομούν πέτρινες κατασκευές, πύλες και παρατηρητήρια για την άμυνα και την αντιμετώπιση των εισβολών.
Έως τα μέσα του 16ου αιώνα, η διαδικασία ίδρυσης μιας νέας μονής ήταν αρκετά απλή. Στο πέρασμα των αιώνων και μέσα στη μακρά ιστορία του Αγίου Όρους, υπήρξαν εκατοντάδες μοναστήρια, ορισμένα εκ των οποίων παραμένουν ενεργά, ενώ άλλα παρήκμασαν και εγκαταλείφθηκαν.
Ο πληθυσμός του Αγίου Όρους
Μελετώντας την ιστορία του Αγίου Όρους, συναντάμε πλήθος μοναστηριών που ιδρύονται, περνούν από περιόδους ακμής και παρακμής, συνεχίζουν την πορεία τους έως σήμερα ή ερημώνουν. Η αύξηση των νέων μονών συμπίπτει με την περίοδο πνευματικής, οικονομικής και πολιτιστικής ακμής της αθωνικής χερσονήσου και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι δύο σημαντικότερες περίοδοι, κατά τις οποίες παρατηρείται έντονη ανάπτυξη, είναι η περίοδος από το 980 έως το 1060 και από το 1290 έως το 1370. Τα χρόνια αυτά ιδρύθηκαν εκατοντάδες μονές, οι οποίες συμμετείχαν ενεργά στην οργάνωση της αθωνικής πολιτείας. Έτσι ξεκίνησε η διαδικασία ένωσης και απορρόφησης των μικρότερων μοναστικών κοινοτήτων από τις μεγαλύτερες.
Ο αριθμός των μονών μειώθηκε εξαιτίας των συγχωνεύσεων, εξακολούθησε όμως να είναι υψηλός. Οι ίδιες διαδικασίες συνεχίστηκαν μέχρι τον 16ο αιώνα, όταν απέμειναν 20 μοναστήρια.
Οι αλλαγές στον πληθυσμό του Αγίου Όρους συμπίπτουν με τις αλλαγές των μοναστικών ιδρυμάτων, η πορεία των οποίων δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί. Το 972 η Μονή Μεγίστης Λαύρας φαίνεται να αποτελούνταν από τον ηγούμενο, δύο μοναχούς και 120 υποτακτικούς. Στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου υπολογίζεται πως κατοικούσαν 40 υποτακτικοί, ενώ οι υπόλοιπες μονές είχαν από 15 άτομα η καθεμία. Ο συνολικός αριθμός των αγιορειτών υπολογίζεται στους 1.000. Περίπου το 1020, όταν γράφτηκε ο βίος του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, έγινε η πρώτη αναφορά στον πληθυσμό του Αγίου Όρους. Εκεί γίνεται λόγος για τρεις χιλιάδες μοναχούς. Έπειτα, το 1045 η Μονή Μεγίστης Λαύρας υπολογίζεται πως αποτελούνταν από 700 αθωνίτες, η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου και η Ιερά Μονή Ιβήρων από 450, ενώ στα υπόλοιπα 180 μοναστήρια υπήρχαν κατά μέσο όρο 20 υποτακτικοί. Ο πληθυσμός του Άθωνα κατά τα μέσα του 11ου αιώνα έφτανε τους 6.000 κατοίκους.
Τους επόμενους αιώνες και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο πληθυσμός σταδιακά μειώθηκε. Από τον 15ο αιώνα και εξής, ο αριθμός των αγιορειτών υπολογίζεται στους 1.500.
Η βυζαντινή περίοδος
Τον 13ο αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βίωσε την πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της. Ο ζωντανός αυτός οργανισμός, που ανέδειξε έναν σπουδαίο πολιτισμό με πίστη και αγάπη για την ορθοδοξία, αντιστεκόταν με σθένος στις απειλές. Οι σφοδρές επιθέσεις από άλλα φύλα δεν κατάφερναν να κάμψουν την αυτοκρατορία, η οποία συνέχιζε να αποτελεί οχυρό του πνευματικού πλούτου που είχε παραχθεί στο βάθος των αιώνων.
Η δύναμή της εξασθένησε όταν οι λαοί της Δυτικής Ευρώπης ενώθηκαν με τους λαούς που απειλούσαν το Βυζάντιο από την ανατολή. Η Κωνσταντινούπολη, που για εννιακόσια χρόνια αποτελούσε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας (αρχικά του ρωμαϊκού ειδωλολατρικού κράτους και έπειτα του βυζαντινού χριστιανικού κόσμου) κατακτήθηκε το 1204.
Οι καταστροφές που προκλήθηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από την Δ’ Σταυροφορία επηρέασαν και το Άγιον Όρος. Μέσα σε δύο αιώνες, δέκα διαφορετικοί ηγέτες πέρασαν από την εξουσία. Την ίδια εποχή ξεκίνησαν οι σφοδρές επιδρομές των πειρατών και άλλων κατακτητών, προκαλώντας ανεπανόρθωτες ζημιές στις αγιορείτικες μονές. Μόνο κατά τον 14ο αιώνα, υπό την προστασία της αυτοκρατορικής οικογένειας των Παλαιολόγων, καθώς και του Πατριαρχείου, το Άγιον Όρος κατάφερε να αποκτήσει και πάλι την αίγλη του.
Μεταξύ άλλων, αποτέλεσμα της Δ’ Σταυροφορίας ήταν η ένταξη του Άθω στο φραγκικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης, καθώς ο ελληνικός λαός της Μακεδονίας και της Θράκης είχε ήδη υποταχθεί στη δύση.
Από την περίοδο της φραγκοκρατίας (1204-1221), δεν έχουμε αναφορές για τον Πρωτεπιστάτη (Πρώτο) του Αγίου Όρους. Συμπεραίνεται έτσι η κατάργηση της συγκεκριμένης θέσης, καθώς ο Πρωτεσπιστάτης αποτελούσε πρόσωπο στενά συνδεδεμένο με τον βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος την περίοδο εκείνη είχε εκθρονιστεί. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, η διοίκηση πέρασε στον επίσκοπο Σεβαστό, με την ευλογία του πάπα Ιννοκέντιου Γ'.
Ο επίσκοπος αποτελούσε τον φύλακα του Άθω. Ωστόσο, οι μοναχοί δεν δέχτηκαν με ευχαρίστηση τις μεταβολές στην πολιτειακή τους οργάνωση. Η κατοικία του επισκόπου βρισκόταν εκτός του μοναστικού κράτους, στο μέρος που έως σήμερα διατηρεί το όνομα Φραγκοκάστελλο. Αξιοποιώντας τη θέση του, εξασφάλιζε έναντι αμοιβής ανεμπόδιστη πρόσβαση στους Φράγκους, οι οποίοι λεηλατούσαν τα μοναστήρια εξουθενώνοντας τον ντόπιο πληθυσμό.
Όταν οι αθωνίτες αποφάσισαν να στραφούν στον λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο Α' (1206-1216), ζητώντας του να λάβει μέτρα για την προστασία του Αγίου Όρους, εκείνος δίστασε να πάρει μέρος στις αγιορείτικες διενέξεις. Σύμφωνα με τη δυτικοευρωπαϊκή ιεραρχία, το Άγιον Όρος ανήκε στη σφαίρα επιρροής του πάπα της Ρώμης και, συνεπώς, ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να επέμβει στα ζητήματα της αθωνικής πολιτείας. Ωστόσο, το 1214, ο πάπας απέστειλε στους εκπροσώπους του Αγίου Όρους επιστολή αναφορικά με τις καταστροφές που έχει υποστεί ο Άθως. Όπως αναφέρεται, ένα έμπιστο πρόσωπο τον ενημέρωσε για κάποιον εχθρό της εκκλησίας, ο οποίος, σαν πειρατής, έχτισε ένα φρούριο, λεηλατούσε και απειλούσε τους μοναχούς. Ο επίσκοπος εκδιώχθηκε μετά από διάταγμα του Ερρίκου Α'. Οι αθωνίτες έμειναν για πάντα ευγνώμονες στον λατίνο αυτοκράτορα. Ο ίδιος ο πάπας αναφέρθηκε στο Άγιον Όρος με τους εξής χαρακτηρισμούς:
«Το όρος σας, στολισμένο με τριακόσια μοναστήρια και λαό αγίων ανδρών με μεγάλη πνευματική ευλογία, είναι πραγματικά ένας τόπος ιερός, ο οίκος του Κυρίου και η πύλη προς τον παράδεισο. Για αυτό και το αγαπούν τόσο πολύ οι λαοί. Για αυτό βρίσκεται υπό την προστασία των επισκόπων και των ηγεμόνων όλων των εποχών».
Ο επόμενος πάπας, Ονώριος Γ', κράτησε μια πολύ διαφορετική στάση απέναντι στην αθωνική πολιτεία. Το 1223 αποφάσισε να αφαιρέσει από το Άγιον Όρος τις γαίες που βρίσκονταν στα όρια των συνόρων του. Ωστόσο, ήδη από το 1221 οι μονές βρίσκονταν υπό την προστασία του μελλοντικού άρχοντα της περιοχής, Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα, και, έτσι, η προστασία του πάπα δεν ήταν πια απαραίτητη.
Ο τελευταίος, ως άρχοντας του Δεσποτάτου της Ηπείρου, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και έθεσε τέλος στη λατινική κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο. Διόρισε παντού Έλληνες επισκόπους και αναδιοργάνωσε το κράτος κατά την κρίση του. Την περίοδο αυτή βλέπουμε να επανεμφανίζεται στο Άγιον Όρος η θέση του Πρωτεπιστάτη.
Η βασιλεία του Θεοδώρου δεν διήρκησε πολύ, καθώς το 1230 συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Βούλγαρο βασιλιά Ιβάν Ασέν και ο θρόνος πέρασε στον αδελφό του Μανουήλ Άγγελο. Ο Βούλγαρος βασιλιάς επισκέφθηκε το Άγιον Όρος αμέσως μετά τη νίκη του. Γεμάτος υπερηφάνεια, χάρισε απλόχερα δώρα στα μοναστήρια και ιδιαίτερα στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Στόχος του ήταν να τοποθετήσει ικανούς ανθρώπους σε καίριες θέσεις της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας.
Ο Άγιος Σάββας, ο Αγιορείτης και αρχιεπίσκοπος της Σερβίας, αντιστάθηκε σθεναρά στην ολοένα αυξανόμενη βουλγαρική παρουσία. Οι ίδιοι οι μοναχοί εναντιώθηκαν στη σταδιακή επιρροή και επικράτηση της βουλγαρικής κουλτούρας. Πάνω από 3.000 αθωνίτες συγκεντρώθηκαν στις Καρυές και διαμαρτυρήθηκαν για την επιβολή των ξένων κανόνων. Το πρόβλημα επιλύθηκε μετά από συνάντηση του Έλληνα αυτοκράτορα με τον Βούλγαρο βασιλιά στον γάμο των παιδιών τους. Εκεί αποφασίστηκε η από κοινού αποχή από τα ζητήματα του Αγίου Όρους. Το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας, ο επίσκοπος Ιερισσού και ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης όφειλαν να πάψουν να επεμβαίνουν και να επηρεάζουν τη ζωή των αθωνιτών πατέρων.
Το 1246 το Άγιον Όρος επανήλθε στη διοίκηση του Βυζαντινού αυτοκράτορα, Ιωάννη Βατάτζη. Από εκείνη τη στιγμή και έως τα μέσα του 14ου αιώνα, η περιοχή γνώρισε μια περίοδο πνευματικής άνθισης, παρά την πειρατεία, τους επιμέρους πολέμους και τα τραγικά γεγονότα που βίωνε η βυζαντινή αυτοκρατορία.