Πρωταρχικός στόχος της ορθόδοξης χριστιανικής τέχνης είναι το κήρυγμα του λόγου του Θεού και η ανάπτυξη του θεολογικού στοχασμού. Την περίοδο του πρώιμου χριστιανισμού, η τέχνη αυτή ήταν συμβολική και απρόσωπη. Αργότερα, καθώς ο θεολογικός πλούτος απαιτούσε τη συμβολή μιας περισσότερο αναπαραστατικής ζωγραφικής, εμφανίστηκαν οι πρώτες απεικονίσεις της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης, οι αγιογραφίες της Παναγίας και των αγίων.
Οι απεικονίσεις του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του χριστιανισμού χρονολογούνται από τον 2ο αιώνα και εξής. Ο ίδιος ο Ιησούς απεικονίζεται αρχικά με τρόπο συμβολικό, παίρνοντας τη μορφή ψαριού, ως βοσκός, ως Ερμής ή Ορφέας αλλά και μέσα από το σύμβολο του σταυρού.
Η χριστιανική ζωγραφική αναπτύχθηκε μέσα από τις τοιχογραφίες και τις φορητές εικόνες. Το Άγιον Όρος διαμόρφωσε τη δική του ξεχωριστή εικονογραφική παράδοση, αποτελώντας θεματοφύλακα της ορθόδοξης χριστιανικής και βυζαντινής τέχνης.
Μερικά από τα σπουδαιότερα αγιογραφικά έργα του χριστιανισμού, τα οποία βρίσκονται στον Άθω, είναι ανυπόγραφα. Έτσι, δεν γνωρίζουμε την ύπαρξη των εξαιρετικών αγιογράφων του Όρους, παρά μόνο μέσα από δευτερεύουσες πηγές. Οι καλλιτέχνες έβλεπαν τους εαυτούς τους ως ταπεινούς τεχνίτες, εργάζονταν στο όνομα του Κυρίου και προσέφεραν την τέχνη τους σε Αυτόν. Χάρις στο έργο τους, οι μονές του Αγίου Όρους εμπλουτίστηκαν με υπέροχες τοιχογραφίες και εικόνες απαράμιλλου κάλλους. Από τον 16ο αιώνα και μετά, εμφανίστηκε μια νέα τάση στη βυζαντινή αγιογραφία. Οι εκπρόσωποι της Κρητικής Σχολής άφησαν στον Άθω πλούσια παρακαταθήκη εικονογραφικών έργων.
Οι ερευνητές γνωρίζουν ελάχιστα για τις πρώτες εικόνες που φιλοτεχνήθηκαν στους ναούς των μοναστηριών κατά τον 10ο και 11ο αιώνα. Πολλά κτίρια της εποχής υπέστησαν καταστροφές, με αποτέλεσμα μερικές από τις πρώιμες τοιχογραφίες να καλυφθούν από μεταγενέστερες. Με την πάροδο του χρόνου, όλοι οι εσωτερικοί κοινόχρηστοι χώροι των μοναστηριών και των σκητών καλύφθηκαν πλήρως από τοιχογραφίες, ενώ τα τέμπλα των ναών διακοσμήθηκαν με φορητές εικόνες.
Η ορθόδοξη βυζαντινή εικαστική παράδοση ακολουθεί αδιάσπαστη πορεία στον χρόνο, από το βυζάντιο έως τους μεταβυζαντινούς αιώνες και τη σύγχρονη εποχή.
Τα ψηφιδωτά
Τα πρώτα σωζόμενα έργα τέχνης του Άθω είναι ψηφιδωτά. Οι ψηφιδωτές διακοσμήσεις του αγιορείτικου Καθολικού, καθώς και των πρώτων ναών, αναδεικνύουν τον ιδιαίτερο μνημειακό χαρακτήρα των οικοδομημάτων. Καθώς αποτελούσαν ένα δαπανηρό και απαιτητικό έργο, αντικαταστάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου από τις τοιχογραφίες. Ένα ζωντανό παράδειγμα της μετάβασης αυτής αποτελεί το Καθολικό της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, οι τοίχοι του οποίου ήταν αρχικά διακοσμημένοι με ψηφιδωτά, τα οποία αργότερα καλύφθηκαν από τοιχογραφίες. Σήμερα σώζονται μόνο τέσσερις ψηφιδωτές απεικονίσεις.
Στην πρώτη αναπαριστάται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Στη δεύτερη αναπαριστάται η εικόνα της Δεήσεως, με τον Χριστό καθισμένο σε θρόνο, με την Παναγία και τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή εκατέρωθέν του. Ακριβώς από κάτω βλέπουμε μια δεύτερη εκδοχή του Ευαγγελισμού, που χρονολογείται από την παλαιολόγεια εποχή των αρχών του 14ου αιώνα. Στο νότιο τμήμα του εξωνάρθηκα, κοντά στην είσοδο του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου, είναι τοποθετημένο το τέταρτο ψηφιδωτό που απεικονίζει τον Άγιο Νικόλαο.
Όσον αφορά το δάπεδο του κεντρικού ναού της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, αυτό αποτελείται από πολύχρωμα κομμάτια μαρμάρου, τοποθετημένα περίτεχνα, ώστε να θυμίζουν κομμάτια ψηφιδωτού.
Οι τοιχογραφίες
Το εικονογραφικό πρόγραμμα των αγιορείτικων ναών
Οι ναοί του Αγίου Όρους αποτελούν μια εικαστική εγκυκλοπαίδεια της βυζαντινής τέχνης, καθώς ενσωματώνουν ολόκληρη την ιστορία της. Το εικονογραφικό τους πρόγραμμα αποτυπώνεται στο έργο «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» του Διονυσίου εκ Φουρνά. Έκτοτε δεν έχουν γίνει αλλαγές.
Το δογματικό μέρος αποτυπώνεται κυρίως στον τρούλο, συμβολίζοντας την ουράνια κατάσταση των πραγμάτων. Εκεί βρίσκεται η εικόνα του Παντοκράτορα, ο οποίος κρατά το Ευαγγέλιο στο αριστερό του χέρι, ενώ με το δεξί ευλογεί τους πιστούς.
Συχνά ο Χριστός απεικονίζεται περιτριγυρισμένος από αγγέλους. Στην περιοχή αυτή αναπαρίσταται ακόμη η εικόνα της Παναγίας σε δέηση, ενώ στα αριστερά είναι τοποθετημένη η εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή.
Χαμηλότερα απεικονίζονται οι προφήτες και οι τέσσερις Ευαγγελιστές. Το δογματικό μέρος συμπληρώνεται από τις αναπαραστάσεις των δώδεκα μεγάλων εορτών. Εκεί απεικονίζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, η σκηνή της Αναλήψεως και της Πεντηκοστής. Στην απέναντι πλευρά, στον δυτικό τοίχο, απεικονίζεται η Σταύρωση, κάτω από την οποία τοποθετείται η αναπαράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η Μεταμόρφωση είναι τοποθετημένη στο ανώτερο τμήμα, μεταξύ των σκηνών της Γεννήσεως, των Εισοδίων, της Βάπτισης, της Ανάστασης του Λαζάρου και της Εισόδου στην Ιερουσαλήμ. Η σκηνή της Αναστάσεως με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη απεικονίζεται στη βόρεια πλευρά του ναού.
Το λατρευτικό κομμάτι του εικονογραφικού προγράμματος τοποθετείται στην περιοχή του τέμπλου και πάνω από το ιερό του ναού. Εκεί βλέπουμε την Πλατυτέρα να ευλογεί ή να κρατά στην αγκαλιά της το Θείο βρέφος. Κάτω από την Παναγία υπάρχουν σκηνές με τον Ιησού Χριστό και τους δώδεκα αποστόλους. Ο εικονογραφικός διάκοσμος συμπληρώνεται από σκηνές του Γολγοθά, της θυσίας του Κάιν και του Άβελ, της θυσίας του Αβραάμ και άλλες.
Το ιστορικό τμήμα του εικονογραφικού προγράμματος καταλαμβάνει τους πλευρικούς τοίχους και χωρίζεται σε επιμέρους τομείς. Ο ανώτερος τομέας περιέχει σκηνές που σχετίζονται με τις μεγάλες γιορτές της ορθοδοξίας και την ενανθρώπιση του Ιησού, ο μεσαίος περιέχει δευτερεύουσες σκηνές από τη ζωή του Θεανθρώπου, απεικονίσεις θαυμάτων και στιγμές από τη ζωή της Παναγίας. Η τελευταία ζώνη περιέχει αγίους, μάρτυρες και ιεράρχες.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακές είναι συχνά οι αναπαραστάσεις της Δευτέρας Παρουσίας και της Κρίσεως πάνω από την είσοδο του ναού.
Οι τράπεζες των μονών είναι εξίσου φιλοτεχνημένες με σπουδαία εικονογραφικά έργα. Εκτός από επαναλήψεις των έργων του Καθολικού, προστίθενται συχνά και αναπαραστάσεις από τη ζωή των μαθητών του Ιησού, εικόνες αγίων, ασκητών και άλλων σημαντικών πνευματικών ανθρώπων.
Η μακεδονική σχολή
Ο 13ος αιώνας αποτέλεσε μια περίοδο άνθησης της βυζαντινής τέχνης και εικονογραφίας. Ωστόσο, τα περισσότερα έργα υπέστησαν σοβαρές καταστροφές και δεν διασώθηκαν. Μια νέα δημιουργική περίοδος ξεκίνησε τον 14ο αιώνα με τους καλλιτέχνες της μακεδονικής σχολής. Σπουδαία έργα δημιουργήθηκαν στο Άγιον Όρος, στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλα μέρη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η ονομασία της σχολής προέκυψε από την ισχυρή επικράτηση της συγκεκριμένης τεχνοτροπίας στη Μακεδονία και τη Βόρεια Ελλάδα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση του εικαστικού αυτού ρεύματος. Αποτέλεσε το πολιτιστικό κέντρο, από το οποίο επηρεάστηκαν οι γύρω περιοχές του Άθω, της Βέροιας, της Καστοριάς κ.τ.λ.
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σχολής ήταν ο Μανουήλ Πανσέληνος. Αυτός έδωσε στη βυζαντινή εικονογραφία νέα πνοή, εμφυσώντας τα έργα του με περισσότερη ζωντάνια, φως, κίνηση και ένταση.
Οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου
Τα σπουδαιότερα εικονογραφικά παραδείγματα της τέχνης του Αγίου Όρους βρίσκονται στο Πρωτάτο, στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου και στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου. Μάλιστα, οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου συνδέονται με το όνομα του σπουδαίου Μανουήλ Πανσέληνου, για την προσωπικότητα του οποίου δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Το όνομά του αναφέρεται για πρώτη φορά στο πολύ μεταγενέστερο κείμενο του Διονυσίου εκ Φουρνά. Οι ερευνητές, ωστόσο, συμφωνούν ότι ο καλλιτέχνης έζησε και δραστηριοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1300. Θεωρώντας το όνομα Πανσέληνος ψευδώνυμο, οι μελετητές αναζητούν έως σήμερα την ταυτότητά του. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες ιστορικών και μοναχών του Αγίου Όρους, ο Πανσέληνος ταυτίζεται με τον Ιωάννη Αστραπά, διάσημο αγιογράφο της μακεδονικής σχολής της Θεσσαλονίκης. Στις αρχές του 14ου αιώνα, το κτίριο του ναού του Πρωτάτου καταστράφηκε. Με την ανοικοδόμησή του, ο Πανσέληνος ανέλαβε να φιλοτεχνήσει τις νέες τοιχογραφίες. Με την αποκατάσταση και συντήρηση που έγινε κατά τη δεκαετία του ‘50 του 20ου αιώνα ήρθε στο φως όλο το μεγαλείο και η μεγαλοπρέπεια του έργου του.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε τις τεράστιες επιφάνειες των τοίχων της βασιλικής για να δημιουργήσει το δικό του εικονογραφικό πρόγραμμα. Χώρισε την επιφάνεια σε τέσσερις ζώνες χρησιμοποιώντας κόκκινες γραμμές. Τις ζώνες αυτές γέμισε με εικόνες, χωρίς να αφήσει καθόλου κενά. Η ιστορία του ξεκινάει στην επάνω στενότερη ζώνη, όπου ο καλλιτέχνης απεικόνισε τους προγόνους του Ιησού Χριστού σε όρθια στάση. Η δεύτερη ζώνη περιέχει σκηνές από τις δώδεκα μεγάλες δεσποτικές εορτές. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι σκηνές των Παθών του Χριστού, της Καθόδου στον Άδη καθώς και η Μεταμόρφωση, που αναπαριστά τον Χριστό σε όλη τη θεϊκή του δόξα. Στη σκηνή της Αναλήψεως, οι απόστολοι κοιτούν προς τον ουρανό με θαυμασμό, ενώ η Θεοτόκος περιβάλλεται από αγγέλους. Στην τρίτη ζώνη αναπαριστώνται σκηνές από τη ζωή της Θεομήτορος. Ανάμεσά τους υπάρχουν επίσης οι μορφές των τεσσάρων Ευαγγελιστών, ο Ματθαίος και ο Μάρκος στα ανατολικά του τμήματος της Αγίας Τράπεζας και ο Λουκάς με τον Ιωάννη στα δυτικά. Η τέταρτη ζώνη είναι η πιο εκτενής. Εκεί παρουσιάζονται ολόσωμοι οι άγιοι της εκκλησίας.
Στο τμήμα της Αγίας Τράπεζας δεσπόζει η εικόνα της Πλατυτέρας των Ουρανών. Ως βασίλισσα του κόσμου, είναι ντυμένη με βυζαντινά αυτοκρατορικά ενδύματα και ασυνήθιστα αυστηρή μέσα στη μεγαλοπρέπειά της.
Οι εικόνες του Πανσέληνου χαρακτηρίζονται από την τόλμη της γραμμής, τους εκπληκτικούς χρωματικούς συνδυασμούς, τη φυσική κίνηση και το δράμα, ενώ ταυτόχρονα αποπνέουν πρωτοφανή πνευματικότητα. Ο Πανσέληνος ήταν αναμφίβολα ο μεγαλύτερος αγιογράφος της εποχής του.
Οι τοιχογραφίες των Ιερών Μονών Βατοπαιδίου και Χιλανδαρίου
Σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή, η δεύτερη αγιογράφηση του Καθολικού της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου ολοκληρώθηκε το 1312. Οι προγενέστερες αγιογραφίες καλύφθηκαν από τις νέες, με εξαίρεση μια πολύ μικρή περιοχή. Η μαυρισμένη επιφάνεια, ως αποτέλεσμα του καπνού που είχε καλύψει τους τοίχους με την πάροδο των χρόνων, δημιούργησε την ανάγκη ανανέωσης του τοιχογραφικού διάκοσμου, καθώς την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί ένας ασφαλής τρόπος καθαρισμού των τοιχογραφιών. Οι νέες εικόνες δεν αλλοίωσαν τα περιγράμματα των μορφών, αλλά προσπάθησαν να ανανεώσουν το χρώμα τους, αποκαθιστώντας τις φθορές.
Όσον αφορά την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, τον 18ο αιώνα οι τοιχογραφίες της χαρακτηρίζονταν ως οι καλύτερες σε ολόκληρο το Άγιον Όρος. Δυστυχώς, το 1803, καλύφθηκαν από επιζωγραφήσεις. Ακολουθήθηκαν και εδώ τα παλαιότερα περιγράμματα, διατηρώντας έτσι το αρχικό εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού και αλλοιώνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο τον υφολογικό του χαρακτήρα.
Οι τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου αποτελούν μερικά από τα πιο αξιόλογα δείγματα της εικονογραφικής τέχνης του Αγίου Όρους και της μακεδονικής σχολής. Σχετίζονται στενά με τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου, των εκκλησιών της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, ενώ συσχετισμοί υπάρχουν και με τοιχογραφίες ναών της Σερβίας.
Οι τοιχογραφίες της παλαιολόγειας περιόδου
Στο παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδος της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου σώζονται τμήματα μοναδικών τοιχογραφιών του 13ου αιώνα. Η μορφή της Θεομήτορος, ο Ιησούς Χριστός, ένας άγγελος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Μέγας αναπαρίστανται μέσα από πρωτοφανή πλούτο χρωμάτων. Στο παρεκκλήσι του πύργου του Αγίου Γεωργίου σώζονται οι αγιογραφίες επτά μοναχών, της Μαρίας της Αιγυπτίας και του Αγίου Γεωργίου, οι οποίες χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα. Τέλος, στο παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων, που ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα, σώζονται τμήματα αναπαραστάσεων της ίδιας εποχής με τον Αβραάμ, τους αποστόλους, τον προφήτη Ηλία και άλλους αγίους σε όρθια στάση.
Στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, παρά τις πολυάριθμες αναστηλώσεις, έχουν διασωθεί τμήματα της αρχικής διακόσμησης του ναού, η οποία φιλοτεχνήθηκε πιθανώς το 1363 και διέπεται από τη μακεδονική τεχνοτροπία. Πρόκειται για την αναπαράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του Ιωάννη του Βαπτιστή και επιμέρους αγίων.
Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου αγιογραφήθηκε το 1447, αλλά οι τοιχογραφίες χάθηκαν μαζί με το κτίριο, το οποίο καταστράφηκε το 1839. Ένα μικρό τμήμα της τέχνης του Καθολικού, που απεικονίζει το πρόσωπο του Αγίου Αθανασίου, σώζεται στη βιβλιοθήκη της μονής.
Εξαιρετικά δείγματα τοιχογραφιών της παλαιολόγειας περιόδου εντοπίζονται και σε πολλές άλλες μονές, καθώς η εποχή των Παλαιολόγων αποτέλεσε μια ιδιαίτερα ευνοϊκή περίοδο για την άνθηση της βυζαντινής τέχνης.
Η μετάβαση στα έργα της κρητικής σχολής
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η δημιουργία νέων αγιογραφικών έργων παύει στον Άθω για περίπου 60 χρόνια. Η επόμενη παραγωγική περίοδος έρχεται κατά τη δεύτερη δεκαετία του 16ου αιώνα, δίνοντας στην τέχνη νέες μορφές και ύφος. Τα έργα που παράγονται διαμορφώνουν σταδιακά την κρητική σχολή.
Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε πάντοτε το πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της αυτοκρατορίας, ασκώντας επιρροή σε όλα τα υπόλοιπα κέντρα του ελληνικού κόσμου. Έτσι, στα τέλη του 13ου αιώνα, διαμορφώθηκε η μακεδονική σχολή, επηρεασμένη από την τέχνη της βασιλεύουσας.
Το ύφος των έργων θεωρήθηκε γρήγορα κοσμικό, κυρίως από τους ησυχαστές πατέρες, οι οποίοι διαφωνούσαν με τις εκφράσεις του αναγεννησιακού κινήματος, στοιχεία του οποίου επεξεργαζόταν και η μακεδονική σχολή. Το ύφος αυτό, ενσωματώνοντας ουμανιστικά στοιχεία, δεν ικανοποιούσε πια τους μοναχούς, για τους οποίους το θείο φως υπερείχε πάντοτε της ανθρώπινης φύσεως. Ξεκίνησε, έτσι, η αναζήτηση ενός νέου στυλ.
Μεγάλο μέρος των αγιογράφων της εποχής ταξίδεψε στην Κρήτη. Από το νησί αυτό ξεκίνησε μια νέα εικαστική τάση που πήρε το όνομα κρητική σχολή και διαμόρφωσε τη μεταβυζαντινή τέχνη των τελευταίων χρόνων του 15ου αιώνα.
Η κρητική σχολή
Η τέχνη παρέμεινε πιστή στα βυζαντινά ιδεώδη. Οι εκπρόσωποί της έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη συγκρατημένη κίνηση, στην ηρεμία και την πνευματικότητα των μορφών. Τα έργα τους χαρακτηρίζονται από σκούρα χρώματα, μαρτυρώντας τον ασκητικό χαρακτήρα του ορθόδοξου χριστιανισμού.
Τα επιμέρους επεισόδια των τοιχογραφιών διαχωρίζονται από κόκκινες φαρδιές λωρίδες, ενώ η επιρροή των φορητών εικόνων είναι αρκετά αισθητή.
Παρά το γεγονός ότι η κρητική σχολή εμφανίστηκε επίσημα στο Άγιον Όρος κατά το 1535, με τον αγιογράφο Θεοφάνη, εντούτοις στοιχεία του κρητικού ύφους παρατηρούνται από αρκετά νωρίτερα. Ωστόσο, ο αγιογράφος και το ακριβές έτος εισαγωγής των νέων εκφραστικών μέσων παραμένουν άγνωστα. Στις αναπαραστάσεις αυτές υπάρχει μεταξύ άλλων η αγιογραφία του Αγίου Αθανασίου και του μεγάλου ησυχαστή Γρηγορίου του Παλαμά. Η αναπαράσταση του Χριστού Παντοκράτορα, καθισμένου στον θρόνο, με τους δώδεκα αποστόλους να στέκονται πλάι του, λίγο πριν από τη στιγμή της Κρίσεως, αποτελεί τη μεγαλύτερη απεικόνιση αυτού του είδους.
Μεγάλοι καλλιτέχνες του 16ου αιώνα
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κρητικής εικονογραφικής παράδοσης του Αγίου Όρους είναι αναμφίβολα ο Θεοφάνης. Γεννημένος στην Κρήτη κατά το τέλος του 15ου αιώνα, πρωτοεμφανίστηκε ως αγιογράφος στη μονή του Αγίου Νικολάου των Μετεώρων το 1527. Εκεί φιλοτέχνησε μερικά από τα σπουδαιότερα τοιχογραφικά έργα όλων των εποχών. Την εποχή εκείνη ήταν ήδη μοναχός. Το πρώτο του έργο στον Άθω εντοπίζεται στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας και χρονολογείται από το 1535. Το τελευταίο χρονολογείται από το 1546 και βρίσκεται στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως ο Θεοφάνης παρέμεινε στο Άγιον Όρος για τουλάχιστον 12 χρόνια. Τελείωσε τη ζωή του το 1559 στο Ηράκλειο Κρήτης.
Ο Θεοφάνης ήταν, μεταξύ άλλων, ένας σπουδαίος δάσκαλος. Όπου και αν εργαζόταν περιστοιχιζόταν από μεγάλο αριθμό μαθητών, οι οποίοι συνέχισαν αργότερα το εικονογραφικό του έργο στις μονές της αθωνικής χερσονήσου αλλά και αλλού.
Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, που λειτούργησε ως πρότυπο αρχιτεκτονικού ύφους για όλα τα υπόλοιπα Καθολικά του Άθω, αποτέλεσε επίσης παράδειγμα προς μίμηση, όσον αφορά την εσωτερική διακόσμηση των ναών εντός και εκτός του Αγίου Όρους.
Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος φιλοτεχνήθηκε από έναν άλλον κρητικό καλλιτέχνη, τον Αντώνιο, κατά το 1545. Το 1902 οι τοιχογραφίες καλύφθηκαν από επιζωγραφίσεις. Στην είσοδο του ναού υπάρχει η εικόνα του Ιησού Χριστού. Συνοδεύεται από άγγελο που κρατάει έναν σταυρό και θυμίζει τις τοιχογραφίες του Πανσέληνου στο Πρωτάτο. Στην κόγχη της Αγίας Τράπεζας, πίσω από το τέμπλο, διατηρείται η μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο νάρθηκας αγιογραφήθηκε λίγο αργότερα, το 1564.
Ακόμη, σπουδαίος κρητικός καλλιτέχνης του Αγίου Όρους ήταν ο Τζώρτζης. Ο τελευταίος φιλοτέχνησε τον κυρίως ναό της Ιεράς Μονής Διονυσίου, ακολουθώντας την τεχνοτροπία του μεγάλου Θεοφάνη, κοντά στον οποίο είχε μαθητεύσει. Ωστόσο, το έργο του αναδεικνύει το ταλέντο και την ανεξαρτησία του από την επιρροή του δασκάλου του, δίνοντάς του τη δυνατότητα να εμφυσήσει στις βυζαντινές μορφές ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος.
Το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας διαθέτει, επίσης, εκπληκτικές τοιχογραφίες. Η αγιογράφηση του παρεκκλησίου ολοκληρώθηκε το 1560 και αποδίδεται στον καλλιτέχνη Φράνκο Κατελάνο. Αν και δεν φαίνεται να είχε μαθητεύσει κοντά στον Θεοφάνη, ωστόσο το έργο του παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το ύφος του τελευταίου.
Η παρακμή της κρητικής σχολής και η εμφάνιση ενός νέου εικονογραφικού ύφους
Ο 17ος αιώνας δεν ενίσχυσε την εμφάνιση αξιόλογων έργων τέχνης στο Άγιον Όρος. Υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις εικονογραφικής δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν μάλλον εξαιρέσεις. Μεταξύ άλλων είναι η αγιογράφηση της κολυμβήθρας της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας (1635), το παρεκκλήσι της Μονής Βατοπαιδίου (1678) και η τράπεζα της Μονής Δοχειαρίου (1700). Εκτεταμένα εικονογραφικά έργα πραγματοποιήθηκαν μόνο στην Ιερά Μονή Ιβρήρων με την οικονομική ενίσχυση των ηγεμόνων της Ιβηρίας. Τα παρεκκλήσια του Αγίου Νικολάου και των Αρχαγγέλων στο Καθολικό της μονής αγιογραφήθηκαν το 1674, ενώ το παρεκκλήσι του φύλακα της πύλης το 1685. Μεταξύ άλλων, εντοπίζονται στα έργα της εποχής μορφές αρχαίων Ελλήνων σοφών, όπως του Σοφοκλή, του Θουκυδίδη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πλούταρχο.
Κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού παρατηρήθηκε έντονη παρακμή της εικονογραφικής τέχνης στη χερσόνησο του Άθω. Αυτό αποδίδεται, αρχικά, στη γενική παρακμή των τεχνών και του πνεύματος στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, των συνεχών πιέσεων των κατακτητών και της συνεπακόλουθης φτώχειας. Ο δεύτερος λόγος μείωσης της καλλιτεχνικής δραστηριότητας ήταν η προηγούμενη ολοκλήρωση του εικονογραφικού έργου των υπαρχόντων ναών. Τέλος, η τάση για απομόνωση και μοναχικότητα δεν ευνόησε το τα μεγάλα και ογκώδη έργα.
Η παρακμή των μεγάλων εικονογραφικών έργων συμπίπτει με την άνθηση της τέχνης της φορητής εικόνας, η οποία παράγεται ευκολότερα και έχει μικρότερο κόστος.