
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359/60) γόνος ευγενικής οικογένειας (πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος ο Συγκλητικός και η μητέρα του η ευσεβέστατη Καλλονή) ανατράφηκε στην αυλή του Ανδρονίκου του Β΄ και έλαβε ανάλογη παιδεία. Διετέλεσε μαθητής του Θεοδώρου Μετοχίτη, μεγάλου Λογοθέτη, πανεπιστήμονος και διακεκριμένου πνευματικού άνδρα. Ήταν οξύνους και κατέκτησε νωρίς την θύραθεν σοφία. Χαρακτηριστικό είναι ένα γεγονός που συνέβη στα ανάκτορα όταν ήταν 15 μόλις ετών: έδωσε μια διάλεξη για τον Αριστοτέλη και ο δάσκαλός του ενθουσιασμένος του είπε «και ο Αριστοτέλης να ήταν παρών θα σε επαινούσε!.» Αν ήταν τόσο σπουδαίος ως μαθητής των αρχαίων φιλοσόφων ήταν ακόμη περισσότερο ως «μαθητής της πίστεως». Η καρδιά του ήταν συνεπαρμένη από τον πόθο της αφιέρωσης στην μοναχική ζωή και χαρακτηριστικό είναι πως πριν καταφύγει στο Άγιον Όρος τακτοποίησε όλους τους οικείους του ακόμη και τους υπηρέτες του στη μοναχική ζωή. Έπεισε ακόμη και τον αυτοκράτορα (ο οποίος μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την κηδεμονία του), να του επιτρέψει να μονάσει λέγοντας προφητικά «αυτός εδώ επρόκειτο να αποβεί μεγάλος και θαυμαστός εάν έμενε κοντά μας και στον κόσμο, επειδή όμως από αγάπη προς τα ανώτερα μεταβαίνει σ΄εκείνα, καλός θα είναι και σ΄εκείνα, θαυμαστός και μέγας πραγματικά». Ο Γρηγόριος με τέτοια εφόδια δεν άργησε να ξεχωρίσει στη μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους, ακολουθώντας την ησυχαστική παράδοση, που θέτει κύριο σκοπό του ανθρώπου τη θέωση με την καθαρότητα του βίου και τον φωτισμό του νοός δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος με τη μυστηριακή ζωή και την αδιάλειπτη νοερά προσευχή.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο λαμπρός αυτός άνδρας της «ὀρθοδοξίας, ὁ φωστήρ καί τῆς χάριτος κῆρυξ» (Βλ. απολυτίκιο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στη Β΄Κυριακή των Νηστειών) , έμεινε γνωστός για τους αγώνες που διεξήγαγε κατά τον 14αι. υπέρ του κινήματος του ησυχασμού , της ασκητικής και μυστικής εκείνης παραδόσεως που θεωρείται η τελειότερη σύνοψη και η υψηλοτέρα έκφραση της ορθοδόξου πνευματικότητας ενάντια στο κίνημα του σχολαστικισμού, της δυτικής σκέψεως και θεολογίας.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κατόρθωσε να εκθέσει , να αναπτύξει, να επεξηγήσει, να διασαφηνίσει και να συνοψίσει την Ορθόδοξη πίστη και παράδοση 13 αιώνων!
Στη σύγκρουση του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και των εκπροσώπων του σχολαστικισμού (Βαρλαάμ Καλαβρού και Γρηγορίου Ακινδύνου) δεν έχουμε σύγκρουση προσώπων και ακαδημαϊκών ιδεών αλλά δύο κόσμων σε σχέση με την ουσία της χριστιανικής ζωής. Με την δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει τον Θεό και να γίνει κατά χάριν Θεός. Ο Βαρλαάμ υποστήριζε πως δεν μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει εμπειρικά τον Θεό και πολύ περισσότερο να ενωθεί μαζί Του. Το μόνο που μπορούμε είναι να “σπουδάσουμε” στα Αγιογραφικά κείμενα και να τον προσεγγίσουμε διανοητικά. O Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος άσχετα από την μόρφωσή του, αν έχει καθαρή καρδιά και αν εφαρμόσει την «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να μετέχει του ακτίστου φωτός, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά αιρετικοί και «ομφαλοσκόποι». Για να αντικρούσει αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και άρχισε να συγγράφει τους λόγους «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό. Η διαφορά αφορούσε κυρίως το μεθεκτόν ή αμέθεκτον της θείας ουσίας. Ο άγιος Γρηγόριος βασιζόμενος στους Πατέρες, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας και θείας ενεργείας. Ο Θεός είναι αμέθεκτος κατά την ουσία Του αλλά μεθεκτός κατά τις άκτιστες ενέργειές Του. Η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του Συνοδικά. Στην σύνοδο που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1351 μ.Χ., παραβρέθηκε και ο ίδιος.
Το θεολογικό έργο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είναι πολύτιμο διότι έδωσε όλα εκείνα τα πνευματικά εφόδια ώστε να διασωθεί το Ελληνικό γένος και η ορθόδοξη πίστη στα επόμενα δεινά χρόνια της σκλαβιάς που ακολούθησαν της πτώσης της Ελληνικής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς. Εργαστήριο αυτής της παράδοσης αναδείχθηκε ιδιαιτέρως το περιβόλι της Παναγίας μας - το Άγιον Όρος στο οποίο εγκαταβίωσε και ο Άγιος Γρηγόριος πριν να γίνει Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Ξεκινώντας την πνευματική του πορεία σε ηλικία 20 ετών ασκήτευσε αρχικά στο όρος Παπίκιο και μετά σε διάφορες τοποθεσίες στο Άθω. Αρχικά βρέθηκε στο Βατοπέδι έπειτα στο κοινόβιο της Μεγίστης Λαύρας, όπου έγινε ψάλτης από τον εκεί ηγούμενο, και μετά από τρία χρόνια έγινε ερημίτης στην Γλωσσία.Το 1326 χειροτονήθηκε ιερέας στην Θεσσαλονίκη από τον Ιωάννη Καλέκα.
Στη Θεσσαλονίκη έγινε μέλος σε ένα είδος πνευματικού κύκλου που αποσκοπούσε στην καλλιέργεια της νοεράς προσευχής στον κόσμο. Αργότερα αναχώρησε μαζί με δέκα ακόμα ιερείς για την Βέροια, όπου παρέμεινε σε αυστηρό εγκλεισμό για πέντε χρόνια. Λόγω της κοίμησης της μητέρας του επέστρεψε προσωρινά στην Κωνσταντινούπολη και οριστικά το 1331 εγκαταστάθηκε στο Άγιο Όρος. Εκεί έζησε στο ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα και ακολούθως έγινε ηγούμενος στη μονή Εσφιγμένου. Μετά από παρακλήσεις του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη Ισιδώρου χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης το 1347, σε ηλικία 50 ετών. Από τον Μάρτιο του 1354 έως την άνοιξη του 1355 ο Γρηγόριος Παλαμάς πέρασε ένα χρόνο στη Μικρά Ασία ως αιχμάλωτος των Τούρκων. Μετά την απελευθέρωσή του και μέχρι το θάνατό του από ασθένεια στις 14 Νοεμβρίου του 1359, σε ηλικία 63 ετών, παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου και αφοσιώθηκε στην άσκηση των ποιμαντικών του καθηκόντων. Μετά την κοίμησή του άρχισε να τιμάται ως Άγιος διότι ο άγιος βίος και τα έργα του έμειναν στη συνείδηση του πιστού λαού και τα θαύματά του πολλαπλασιάζονταν. Το πατριαρχείο ζήτησε ακριβή έκθεση από την Θεσσαλονίκη. Βάσει της εκθέσεως αυτής ο Πατριάρχης Φιλόθεος συνέταξε εγκώμιο και ακολουθία. Με συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1368) ανακηρύχθηκε και επίσημα Άγιος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Νοεμβρίου και τη Β’ Κυριακή των Νηστειών, αμέσως μετά από την Κυριακή της Ορθοδοξίας ως “δεύτερη” εδραίωση της Ορθοδοξίας ενάντια στις κακοδοξίες της αίρεσης του Βαρλαάμ.