Τα μοναστικά συγκροτήματα του Αγίου Όρους είναι τοποθετημένα σε σημεία εκπληκτικής ομορφιάς. Τα κτίσματα ων μονών είναι πλήρως εναρμονισμένα με το άγριο φυσικό τοπίο του Άθω. Όσον αφορά την επιλογή της εκάστοτε τοποθεσίας, αυτή βασίστηκε στην ανάγκη των ασκητών για απομόνωση και αφιέρωση στην προσευχή.
Τα μοναστικά συγκροτήματα
Μεταξύ των 20 μονών του Αγίου Όρους, των σκητών και του οικισμού των Καρυών υπάρχουν εκατοντάδες επιμέρους κελλιά, καλύβες και καθίσματα.
Χαρακτηριστικό των κελλιών είναι το κεντρικό παρεκκλήσι, από το οποίο συνήθως παίρνουν την ονομασία τους. Ακόμη, διαθέτουν επιμέρους χώρους, όπως αίθουσα υποδοχής, τραπεζαρία, δωμάτια για τους μοναχούς και τους προσκυνητές. Ο περιβάλλων χώρος αποτελείται από κήπο με δέντρα, λαχανικά, φρούτα και λουλούδια.
Οι καλύβες χτίστηκαν σύμφωνα με το παράδειγμα των κελλιών. Τα κτίρια είναι τοποθετημένα γύρω από την πλατεία όπου βρίσκεται ο ναός. Υπάρχει ακόμη τράπεζα, κτίριο διοίκησης, ο χώρος της βιβλιοθήκη και ο ξενώνας.
Οι μοναστικές κοινότητες φέρουν ιστορικά αποτυπώματα από τον 10ο αιώνα έως σήμερα.
Κατά τον 11ο αιώνα, η οικοδομική δραστηριότητα στον Άθω αυξήθηκε σημαντικά, δίνοντας στα κτίσματα των μονών τη μορφή που διατηρούν μερικώς έως σήμερα. Τον 14ο αιώνα έλαβαν χώρα εκτεταμένες οικοδομικές εργασίες προκειμένου να αποκατασταθούν οι ζημιές που προκλήθηκαν από τις χρόνιες πειρατικές επιδρομές. Στις αρχές του 16ου, μετά από 80 χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας, οι μονές βρέθηκαν σε τραγική κατάσταση. Ξεκίνησε, έτσι, μια νέα περίοδος συντήρησης, αποκατάστασης και ανοικοδόμησης. Η επόμενη ιστορική περίοδος χαρακτηρίστηκε από πυρκαγιές που κατέστρεψαν μεγάλο μέρος των κτιρίων. Στα μέσα του 18ου αιώνα, θεσπίστηκε ένα ειδικό πρόγραμμα για την αποκατάσταση των μοναστηριών. Ορισμένες εργασίες συνεχίζονται έως σήμερα.
Οι πύργοι του Αγίου Όρους
Όπως είδαμε, η κάθε μονή, σκήτη ή καλύβη αποτελείται από πολλά επιμέρους κτίσματα. Σκοπός της μοναστικής κοινοβιακής ζωής παραμένει, βέβαια, η συσπείρωση γύρω από τη ζωή της κοινότητας. Έτσι, το οικοδομικό σχέδιο που ακολουθείται τείνει να συγκεντρώνει τους επιμέρους χώρους σε μια ενιαία αρχιτεκτονική δομή. Τα μοναστήρια περιβάλλονται από οχυρωματικό τείχος, το σχήμα του οποίου είναι συνήθως ορθογώνιο. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, το σχήμα τους προσαρμόζεται στις ανάγκες του εδάφους και του φυσικού τοπίου.
Από τον 10ο αιώνα και εξής άρχισε η κατασκευή μεγάλων οικοδομημάτων. Καθώς ο πληθυσμός των μονών αυξανόταν, έγινε απαραίτητη η επέκταση των εδαφών και η αναπροσαρμογή του τείχους.
Στις περιπτώσεις μοναστηριών που ήταν χτισμένα σε γκρεμούς η έκταση αυξανόταν με την προσθήκη επιπλέον ορόφων. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις των Μονών του Αγίου Παύλου και της Σίμωνος Πέτρας.
Στο παρελθόν, το τείχος αποτελούσε μια αμυντική δομή σχεδιασμένη να αποκρούει κάθε είδους εισβολείς. Στο εσωτερικό του υπήρχαν κτίρια με δύο, τρεις ή και περισσότερους ορόφους. Ακόμη, ορισμένες φορές ήταν εξοπλισμένο με μικρά παρατηρητήρια που είχαν τη μορφή πύργου.
Οι πύργοι τοποθετούνταν συνήθως στο υψηλότερο σημείο της μονής. Αποτελούσαν ψηλές πολυώροφες τετράγωνες κατασκευές. Στο ισόγειό τους υπήρχε ένα δωμάτιο, ενώ οι ενδιάμεσοι όροφοι στέγαζαν τη βιβλιοθήκη ή το σκευοφυλάκιο. Στον τελευταίο όροφο υπήρχε παρεκκλήσι, από το οποίο δινόταν και το όνομα του κάθε πύργου. Συχνά χρησίμευαν ως καταφύγιο για τους μοναχούς που περίμεναν μια επικείμενη πολιορκία. Στις τέσσερις πλευρές τους υπήρχαν παραθυράκια, προκειμένου να ελέγχεται καλύτερα η περιοχή.
Ο παλαιότερος πύργος βρίσκεται στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας και φέρει το όνομα του βυζαντινού αυτοκράτορα Τσιμισκή. Περίπου την ίδια εποχή κατασκευάστηκε και ο πύργος της Ιεράς Μονής Αμαλφινών. Ο πύργος της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου χτίστηκε στα τέλη του 12ου αιώνα. Στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, όπως και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, υπάρχουν δύο πύργοι εντός της μονής. Ορισμένες φορές αντίστοιχα κτίσματα απαντώνται και εκτός των τειχών. Ο σκοπός αυτών των παρατηρητηρίων ήταν η καλύτερη παρακολούθηση της κίνησης των πειρατικών πλοίων και η άμεση προειδοποίηση όλων των επιμέρους μονών για τους εισβολείς που πλησίαζαν.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, γύρω από το τείχος εντοπίζεται τάφρος. Οι μοναχοί είχαν πρόσβαση στις μονές μέσω μιας ξύλινης γέφυρας. Ακόμη, στις περισσότερες εισόδους υπήρχε κιόσκι για να ξεκουράζονται οι μοναχοί και οι ταξιδιώτες. Μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής πύλης υπήρχε ένα σκοτεινό πέρασμα, στη δεξιά πλευρά του οποίου βρισκόταν το δωμάτιο του φύλακα..
Η αυλή και τα κτίριά της
Μπαίνοντας στο μοναστήρι από την κύρια είσοδο, ο επισκέπτης βρίσκεται στο κέντρο της αυλής, το σχήμα της οποίας εξαρτάται από το σχήμα του τείχους που περιβάλλει τη μονή. Σε μικρότερα μοναστήρια, όπως στην Ιερά Μονή Διονυσίου, η αυλή περιορίζεται σε μικρούς διαδρόμους που εκτείνονται γύρω από το καθολικό. Σε αυτή την ιδιόμορφη κεντρική πλατεία βρίσκονται οι κοινόχρηστοι χώροι. Πρόκειται για πολυώροφα κτίσματα, διαφορετικών ιστορικών περιόδων, τα οποία αποτελούν ένα ζωντανό χρονικό της μονής. Όλα τα κτίρια είναι προσανατολισμένα στην κεντρική αυλή, καθώς, για λόγους ασφαλείας, δεν ανοίγονταν παράθυρα προς τα έξω.
Η διοίκηση της μονής φιλοξενείται σε ένα ξεχωριστό κτίριο, όπου βρίσκεται ο ηγούμενος, η γραμματεία της μονής και όπου γίνονται οι συναντήσεις της αδελφότητας.
Ο ξενώνας βρίσκεται συνήθως κοντά στην πύλη και προορίζεται για τους επισκέπτες και προσκυνητές. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό κτίριο με αίθουσα υποδοχής, με τραπεζαρία και υπνοδωμάτια.
Το νοσοκομείο του μοναστηριού φιλοξενείται σε ένα μόνο δωμάτιο. Στο παρελθόν, ορισμένες μονές είχαν τον δικό τους γιατρό, πράγμα πολύ σπάνιο στις μέρες μας. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ένας μοναχός που διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις για την παροχή των πρώτων βοηθειών.
Τα κελλιά των μοναχών βρίσκονται στους επάνω ορόφους. Ο καθένας έχει το δικό του δωμάτιο.
Στο κέντρο της πλατείας, εκτός από το καθολικό και την τραπεζαρία, έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια η πρακτική να τοποθετούνται ακόμη το σκευοφυλάκιο και η βιβλιοθήκη.
Το καθολικό
Η κύρια εκκλησία, το λεγόμενο καθολικό, είναι το σημαντικότερο κτίριο. Ο ναός βρίσκεται στο κέντρο αυλής. Είναι ενδιαφέρον ότι τα καθολικά των αγιορείτικων κοινοτήτων έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τα κάνουν να διαφέρουν από τους κυρίως ναούς των υπολοίπων ορθόδοξων μοναστηριών. Στα τελευταία, ο ναός στηρίζεται στα τείχη και διαθέτει ξεχωριστή είσοδο έξω από την αυλή της μονής.
Το καθολικό ακολουθεί έναν ιδιαίτερο τύπο βυζαντινής ναοδομίας. Με εξαίρεση την Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, ο ναός αποτελεί μια σύνθετη ορθογώνια κατασκευή με τρία κύρια χαρακτηριστικά. Αρχικά, το αρχιτεκτονικό σχέδιο δημιουργεί έναν ισόπλευρο σταυρό, οι πλευρές του οποίου καλύπτονται από ημικυλινδρικές καμάρες. Τέσσερις κίονες, που υψώνονται στις γωνίες των τομών των επιμέρους πλευρών του σταυρού, κρατούν τον τρούλο. Ο θόλος στηρίζεται σε κίονες και διακοσμείται με στενά παράθυρα. Ο σταυρός, μαζί με τα τέσσερα κλίτη που τον περιβάλλουν, αποτελεί το κεντρικό τμήμα του ναού. Το δεύτερο μέρος είναι ο «νάρθηκας», ο οποίος τοποθετείται στο δυτικό τμήμα, ως προέκταση της δυτικής πλευράς του σταυρού, και αποτελεί ένα είδος προθάλαμου του κεντρικού τμήματος. Το «βήμα» είναι ο τρίτος πρόσθετος χώρος, ο οποίος επεκτείνει την Αγία Τράπεζα. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του ορθογωνίου και χωρίζεται από το κεντρικό τμήμα του ναού με το τέμπλο.
Ο αρχιτεκτονικός αυτός τύπος των αγιορείτικων ναών διαδόθηκε ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 9ου αιώνα. Η ιδιαιτερότητά του οφείλεται στην προσθήκη των τεσσάρων κλιτών στις εξωτερικές γωνίες των πλευρών του σταυρού. Αποτέλεσμα της αλλαγής αυτής ήταν οι αψίδες που στηρίζουν τον τρούλο να μην ακουμπούν στους τοίχους, αλλά σε κίονες και υποστυλώματα. Εκτός από την οριζόντια επέκταση του ναού, ο τελευταίος επεκτάθηκε και κατακόρυφα. Σε ορισμένες εκκλησίες ο νάρθηκας μετατράπηκε σε προθάλαμο, ενώ στο δυτικό τμήμα προστέθηκε ένας εξωνάρθηκας. Αυτός ο τύπος διπλού νάρθηκα ήταν χαρακτηριστικός σε όλα τα καθολικά των μοναστηριών του Αγίου Όρους από τον 10ο-11ο αιώνα και εξής.
Το αρχιτεκτονικό αυτό σχέδιο ακολούθησαν πολλές μονές που έχτισαν τα καθολικά τους μετά το καθολικό της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου, το οποίο χτίστηκε γύρω στο 1293. Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και παλαιότερες κατασκευές, όπως αυτές των μονών Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου και Ιβήρων, ακολούθησαν τη νέα αυτή τάση της εποχής, συνδυάζοντας τους δύο νάρθηκες σε έναν, προσθέτοντας μια μακρά κιονοστοιχία καθ’ όλο το πλάτος του κυρίως ναού.
Στις δύο πλευρές του εσωτερικού νάρθηκα υπάρχουν παρεκκλήσια, τα οποία είναι συνήθως θολωτά με τέσσερις κίονες και αποτελούν μικρογραφίες του κυρίως ναού. Σήμερα υπάρχουν στο Άγιον Όρος οκτώ καθολικά. Έξι από αυτά ανήκουν σε μοναστήρια χτισμένα σε δύσβατες βραχώδεις περιοχές και διαθέτουν μόνο ένα παρεκκλήσι, ενώ άλλες έξι μονές δεν διαθέτουν κανένα.
Τα καθολικά του Αγίου Όρους, διαθέτουν πολλούς επιμέρους τρούλους. Συνήθως δύο από αυτούς διακοσμούν το τμήμα της Αγίας Τράπεζας, δύο τον εσωτερικό νάρθηκα και άλλοι δύο τα πρόσθετα παρεκκλήσια.
Τα τρία πρώτα καθολικά του Αγίου Όρους αποτέλεσαν πρότυπα για όλους τους υπόλοιπους ναούς των αγιορείτικων μονών, καθώς και αργότερα, για όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια του κόσμου. Εξαίρεση αποτελεί το καθολικό της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, το οποίο έχει αρκετές ιδιαιτερότητες εξαιτίας του βραχώδους εδάφους και της περιορισμένης έκτασης. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η ανέγερση νέων εκκλησιών απαγορευόταν, με εξαίρεση ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες υπήρχαν ήδη θεμέλια από προγενέστερα κτίσματα. Εφόσον η Ιερά Μονή Σταυρονικήτα ιδρύθηκε κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, συμπεραίνουμε πως η εκκλησία της ανεγέρθηκε στη θέση του ναού του παλιού κελλιού της περιοχής.
Οι ναοί του Αγίου Όρους είναι κατασκευασμένοι από πέτρα και, συχνά, διακοσμημένοι με κόκκινο χρώμα. Στο εσωτερικό τους υπάρχουν μαρμάρινα δάπεδα και κίονες, ξυλόγλυπτα τέμπλα και εκπληκτικές τοιχογραφίες που καλύπτουν όλη την επιφάνεια από το δάπεδο έως τον τρούλο.
Λοιπά κτίρια των μονών
Το καμπαναριό είναι τοποθετημένο κοντά στο καθολικό. Συχνά είναι προσαρτημένο σε άλλα κτίρια, συνήθως απέναντι από την είσοδο του καθολικού, δίπλα στην τράπεζα ή στην είσοδο της μονής. Τα πρώτα καμπαναριά ήταν ανεξάρτητα από τα επιμέρους κτίσματα, όπως στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου ή στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου, το καμπαναριό αποτελεί ένα πολυώροφο κτίριο με μικρά παράθυρα σε κάθε όροφο. Στον Άθω οι καμπάνες συνηθίζεται να χτυπούν μόνο τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές, ενώ το κάλεσμα στην καθημερινή λειτουργία γίνεται με το τάλαντο.
Απέναντι από την είσοδο του καθολικού βρίσκεται η τράπεζα. Τα δύο αυτά κτίρια έχουν αντίθετες κατευθύνσεις, καθώς η πύλη του καθολικού βλέπει προς τα δυτικά, ενώ της τράπεζας προς τα ανατολικά. Η τελευταία ήταν αρχικά ένα ξεχωριστό κτίριο στην αυλή της μονής, όπως στην περίπτωση της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, της οποίας η τράπεζα αποτελεί την παλαιότερη του Αγίου Όρους. Αυτή αποτέλεσε το πρότυπο για όλες τις άλλες τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των μονών Βατοπαιδίου και Ιβήρων. Το ίδιο συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί και από την τράπεζα των μονών Κουτλουμουσίου, Εσφιγμένου και Αγίου Παντελεήμονα, παρά το γεγονός ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το κτίριο είναι ενσωματωμένο στα τείχη που περιβάλλουν το μοναστήρι. Φυσικά, στις περισσότερες μονές, εξαιτίας του περιορισμένου διαθέσιμου χώρου, η τραπεζαρία αποτελεί μέρος του συνολικού συγκροτήματος. Παρ' όλα αυτά, διατηρεί πάντα τον δικό της προσανατολισμό, ακόμη και αν αυτό απαιτεί την τοποθέτησή της στον επάνω όροφο ενός άλλους κτιρίου. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν οι μονές Διονυσίου, Καρακάλλου, Σίμωνος Πέτρας, Σταυρονικήτα και Γρηγορίου, όπου εξαιτίας της περιορισμένης έκτασης του μοναστηριού, οι τράπεζες έχουν τον ίδιο προσανατολισμό με τον ναό.
Η τράπεζα είναι ένα ορθογώνιο κτίριο συγκεκριμένων διαστάσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχει πάρει το σχήμα σταυρού (Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου, Ξηροποτάμου) ή το σχήμα του γράμματος «Τ» (Διονυσίου, Παντοκράτορα, Δοχειαρίου). Η αίθουσα της τράπεζας διακοσμείται πάντα με τοιχογραφίες, ακολουθώντας ένα ειδικό ζωγραφικό πρόγραμμα.
Μαρμάρινα ή ξύλινα τραπέζια είναι τοποθετημένα σε μορφή «Π». Στο πίσω μέρος της αίθουσας, πίσω από το υπερυψωμένο κάθισμα του ηγουμένου, υπάρχει μια μικρή αψίδα, η οποία συχνά συνοδεύεται από δύο πλευρικές κόγχες. Η θέση της τράπεζας, ακριβώς απέναντι από το καθολικό, σχετίζεται με το γεγονός ότι το γεύμα παρέχεται αμέσως μετά τη Θεία λειτουργία. Μάλιστα, θεωρείται το τελευταίο μέρος της λειτουργίας, μετά το οποίο οι μοναχοί και οι προσκυνητές συγκεντρώνονται στον νάρθηκα για να ολοκληρώσουν την τελετή.
Στο κτίριο του καθιστικού είναι τοποθετημένοι διάφοροι βοηθητικοί χώροι, η κουζίνα, οι αποθήκες κ.τ.λ. Συχνά, οι αποθήκες είναι υπόγειες.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της αυλής των αγιορείτικων μονών είναι το κυκλικό κτίσμα της κολυμβήθρας. Η κολυμβήθρα βρίσκεται ανάμεσα στο καθολικό και το καθιστικό. Εξαιτίας του περιορισμένου χώρου, τέσσερις μονές δεν διαθέτουν καθόλου κολυμβήθρα. Η τελευταία περιβάλλεται από μια οκτάγωνη ή δεκάγωνη στοά, η οποία στηρίζει την κεκλιμένη οροφή. Πρόκειται για μνημειώδη οικοδομήματα διακοσμημένα με ανάγλυφα, καθώς και με τοιχογραφίες που αναφέρονται στη Βάπτιση του Ιησού Χριστού, ενώ στον θόλο απεικονίζεται συχνά το Άγιο Πνεύμα και χαμηλότερα οι σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη. Από τον τοιχογραφικό διάκοσμο δεν λείπει, φυσικά, η παρουσία της Υπεραγίας Θεοτόκου, προστάτιδος του Αγίου Όρους.
Μεταξύ άλλων, πολλά μοναστήρια διαθέτουν παρεκκλήσια εντός της αυλής. Αυτά μπορεί να είναι ανεξάρτητα ή ενωμένα με άλλα κτίρια του περιβόλου. Παρεκκλήσια είναι, ακόμη, χτισμένα έξω από τα τείχη του μοναστηριού ως ανεξάρτητα κτίρια, σε πύργους, κοιμητήρια, κελλιά, καλύβες και ησυχαστήρια. Το 1912, ο συνολικός αριθμός των παρεκκλησιών έφτανε τα 1000.
Οι αρσανάδες των μονών
Καθώς δεν υπάρχει πρόσβαση στη χερσόνησο του Άθω μέσω της ξηράς, η εισαγωγή και εξαγωγή όλων των αγαθών πραγματοποιείται μέσω θαλάσσης. Για τον λόγο αυτό όλα τα μοναστήρια και οι σκήτες, ανεξάρτητα από την απόστασή τους από τη θάλασσα, διαθέτουν τις δικές τους αποβάθρες. Εκτός από τη σύνδεση με τον έξω κόσμο, οι αποβάθρες χρησιμοποιούνται και για την αλιεία, η οποία παίζει σπουδαίο ρόλο στη ζωή των αθωνιτών μοναχών. Ο αρσανάς αποτελεί έναν μικρό λιμένα για την είσοδο των πλοίων που καταφθάνουν στις αθωνικές ακτές.