Ο Άγιος Παΐσιος γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας. Γιος του Προδρόμου και της Ευλαμπίας Εζνεπίδη, έζησε μέσα σε μια μεγάλη οικογένεια με άλλα 8 τέκνα. Από μικρός είχε τη χάρη και την ευλογία του Θεού. Μάλιστα, βαπτίστηκε χριστιανός από τον Άγιο Αρσένιο, που τότε ήταν ιερέας στην ενορία των Φαράσων. Εκείνος του έδωσε το όνομα «Αρσένιος», με το οποίο έζησε ως κοσμικός άνθρωπος. Ο Άγιος Αρσένιος ήθελε να αφήσει έναν καλόγερο στη θέση του και πράγματι το κατάφερε, αφού ο μικρός Αρσένιος και μετέπειτα γέροντας Παΐσιος έδειξε ήδη από την παιδική του ηλικία την κλίση που είχε στον μοναχισμό. Μάλιστα, κρατούσε ένα μικρό ημερολόγιο με τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Αρσένιος, τον οποίο αγαπούσε βαθιά και θαύμαζε.
Λίγο μετά από τη βάφτισή του, η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών εξανάγκασε την οικογένειά του σε φυγή. Έτσι, την ίδια κιόλας χρονιά βρέθηκε πρόσφυγας στον Πειραιά. Από εκεί μετέβη στην Κέρκυρα, αργότερα στην Ηγουμενίτσα και τελικά στην Κόνιτσα, όπου και αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο. Όταν ήταν έφηβος εργαζόταν ως ξυλουργός, ενώ το 1948, κατά τον εμφύλιο πόλεμο, υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό με την ειδικότητα του ασυρματιστή.
Το 1949, μετά την απόλυσή του από τον στρατό, επισκέφθηκε για πρώτη φορά την χερσόνησο του Άθω. Έτσι γνώρισε τον μοναχισμό και αγάπησε την αγιορείτικη πολιτεία. Ωστόσο, επέστρεψε στην κοσμική του ζωή και έκλεισε ό,τι εκκρεμότητες είχε, προκειμένου να αποσυρθεί αργότερα ανενόχλητος. Το 1950 εισάχθηκε ως δόκιμος μοναχός στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελλί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Τα επόμενα χρόνια μετακινήθηκε στη Μονή Εσφιγμένου και έπειτα στη Μονή Φιλοθέου, από όπου πήρε το Μικρό Σχήμα και ονομάστηκε Παΐσιος.
Το 1958 βγήκε από το Άγιο Όρος για να πάει στο Στόμιο Κονίτσης, όπου συμμετείχε σε διάφορα ιεραποστολικά έργα, βοηθώντας τόσο τους ορθοδόξους χριστιανούς που τον είχαν ανάγκη, όσο και τους ετερόδοξους. Το 1962 πήγε στο Όρος Σινά, ενώ το 1964 επέστρεψε στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου της Ιεράς Μονής Ιβήρων. Εδώ γνώρισε τον γέροντα Τύχωνα, κοντά στον οποίο μαθήτευσε. Όπως και τον Άγιο Αρσένιο, θαύμαζε τον γέροντά του, αντλούσε από αυτόν δύναμη και πίστη. Έτσι, αποτέλεσε για τον ίδιο μια σπουδαία φιγούρα και πρότυπο στη μοναχική του ζωή.
Το 1965 ο Άγιος Παΐσιος άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Νοσηλεύτηκε επανειλημμένως στη Θεσσαλονίκη και τελικά επέστρεψε στο Άγιον Όρος, όπου από το 1967 επισκέφθηκε τα Κατουνάκια, τη Μονή Σταυρονικήτα και τη Μονή Κουτλουμουσίου.
Ωστόσο, η υγεία του χειροτέρευε. Νέα προβλήματα που αντιμετώπιζε τον έφερναν διαρκώς στη Θεσσαλονίκη, όπου φιλοξενούνταν στο Ησυχαστήριο της Ιερά Μονής Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή.
Ο Άγιος ως «ασυρματιστής του Θεού»
Ο Άγιος Παΐσιος ήταν ένας φωτισμένος γέροντας. Διέθετε όλη τη χάρη και την ευλογία του Θεού. Δίδασκε αδιάκοπα την αγάπη και την ταπείνωση. Φρόντιζε τους ανθρώπους και τους περιποιούταν, τόσο με τον λόγο του, όσο και με την έμπρακτη αφοσίωσή του. Θυσίαζε τον εαυτό για να παραστέκεται στις ανάγκες των πιστών που συνέρρεαν για να τον συναντήσουν. Τους πρόσφερε πάντοτε μικρά δώρα από το εργόχειρό του, χειροποίητα σταυρουδάκια και εικονίτσες που τύπωνε για να εκφράσει τη στοργή του στον κόσμο.
Η δύναμή του ήταν η αδιάλειπτη προσευχή. Για αυτό και ωθούσε όλους τους πιστούς σε αυτή. Τους παρότρυνε να προσεύχονται για να μένουν κοντά στον Θεό, να γεμίζουν αγάπη και να ομορφαίνουν την κοινωνία τους με τους άλλους ανθρώπους. Άφησε, ακόμη, την πρωινή του προσευχή ως ιερή κληρονομιά στο ποίμνιό του. Μέσα στην προσευχή αυτή συμπεριλαμβάνει κάθε κατατρεγμένο και ταλαιπωρημένο άνθρωπο. Εύχεται για το καλό των φίλων και των εχθρών του, αποδεικνύοντας το νοιάξιμό του.
Θεωρούσε τον εαυτό του έναν «ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, συνήθιζε να παρουσιάζει το καθήκον του μοναχού ως αυτό του διαμεσολαβητή ανάμεσα στις πίκρες του κόσμου και στην επουράνια Βασιλεία. Λυπόταν για τις επιστολές που λάμβανε και μέσα από τις οποίες μάθαινε τις δυσκολίες των ανθρώπων. Ανησυχούσε για τον κόσμο και τα προβλήματα των αδελφών του. Οι ειλικρινείς προσευχές του έσωζαν πολλές φορές τους πιστούς που εναπόθεταν τις ελπίδες τους πάνω του.
Προφητείες και θαύματα του Αγίου
Ο Άγιος Παΐσιος επιτέλεσε πολλά θαύματα όσο ζούσε. Σήμερα εξακολουθεί να θαυματουργεί με τη χάρη του και να σκεπάζει με το φως του όποιον τον επικαλείται. Δεν είναι λίγες οι φορές που θεράπευσε ασθενείς αλλά και ανθρώπους που είχαν καταβληθεί από πονηρά πνεύματα. Ακόμη, είχε βαθιά διορατικότητα και μπορούσε να προμηνήσει στους πιστούς γεγονότα που θα έβρισκαν αργότερα στη ζωή τους. Έδιωχνε με τη γλυκύτητα του λόγου του τη συσκότιση του νου και άνοιγε τον δρόμο για τους ανθρώπους που ήθελαν να τον ακολουθήσουν. Τέλος, είχε το χάρισμα της προφητείας. Ακόμη σήμερα τα πνευματικά του παιδιά και οι πιστοί που συνέρρεαν για να τον ακούσουν θυμούνται τα γεγονότα που προφήτευσε, μερικά εκ των οποίων πραγματοποιήθηκαν ήδη και άλλα που μένει να πραγματοποιηθούν.
Πέρα και πάνω από όλα όμως, ο Άγιος Παΐσιος ενέπνευσε στον κόσμο την ειρήνη και την ελπίδα. Το φως της εν Χριστό ζωής, την αγάπη και την ταπείνωση.
Η κοίμηση και η εορτή του Αγίου
Ο Άγιος Παΐσιος κοιμήθηκε στις 12 Ιουλίου 1994. Έχοντας παλέψει αρκετό καιρό με τον καρκίνο, ο Άγιος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, αφού το προηγούμενο βράδυ μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων γονατιστός.
Από τότε το μοναστήρι της Σουρωτής, όπου βρίσκεται και ο τάφος του Αγίου Παϊσίου, γιορτάζει τη μνήμη του με αγρυπνία που τελείται το βράδυ της 11ης προς 12η Ιουλίου.
Η προσευχή του Αγίου Παϊσίου
Ο Άγιος Παΐσιος άφησε ως πνευματική κληρονομιά στον κόσμο την παρακάτω προσευχή. Σε αυτή συμπεριέλαβε όλους τους πιστούς και άπιστους, ευσεβείς και αμαρτωλούς. Ακόμη, ευχήθηκε για κάθε άνθρωπο που νοσεί ψυχικά, σωματικά ή πνευματικά. Όπως έλεγε, είναι σπουδαία παρηγοριά και ευλογία από τον Θεό η καθημερινή μελέτη και ανάγνωση της προσευχής.
Κύριε ημών Ιησού Χριστέ,
Μην εγκαταλείπεις τους δούλους Σου που ζουν μακριά από την Εκκλησία, η αγάπη Σου να ενεργήσει και να τους φέρει όλους κοντά Σου.
Μνήσθητι, Κύριε, των δούλων Σου που υποφέρουν από τον καρκίνο.
Των δούλων Σου που υποφέρουν από μικρά ή μεγάλα νοσήματα.
Των δούλων Σου που υποφέρουν από σωματικές αναπηρίες.
Των δούλων Σου που υποφέρουν από ψυχικές αναπηρίες.
Μνήσθητι των αρχόντων και βοήθησέ τους να κυβερνούν χριστιανικά.
Μνήσθητι, Κύριε, των παιδιών που προέρχονται από προβληματικές οικογένειες,
των προβληματικών οικογενειών και των διαζευγμένων.
Μνήσθητι, Κύριε, των ορφανών όλου του κόσμου, όλων των πονεμένων και των αδικημένων στη ζωή, όσων έχουν χάσει τους συζύγους τους.
Μνήσθητι, Κύριε, όλων των φυλακισμένων, των αναρχικών, των ναρκομανών, των φονέων, των κακοποιών, των κλεφτών, φώτισε και βοήθησέ τους να διορθωθούν.
Μνήσθητι όλων των ξενιτεμένων. Όλων όσων ταξιδεύουν στη θάλασσα, στη ξηρά, στον αέρα και φύλαξέ τους.
Μνήσθητι της Εκκλησίας μας, των πατέρων (κληρικών) της Εκκλησίας και των πιστών.
Μνήσθητι, Κύριε, όλων των μοναστικών αδελφοτήτων, ανδρικών και γυναικείων, των γερόντων και των γεροντισσών και όλων των αδελφοτήτων και των αγιορειτών πατέρων.
Μνήσθητι, Κύριε, των δούλων Σου που είναι σε καιρό πολέμου.
Όσων καταδιώκονται στα βουνά και στους κάμπους.
Όσων είναι σαν κυνηγημένα πουλάκια.
Μνήσθητι των δούλων Σου που άφησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ταλαιπωρούνται.
Μνήσθητι, Κύριε, των φτωχών, αστέγων και προσφύγων.
Μνήσθητι, Κύριε, όλων των εθνών, να τα έχεις στην αγκαλιά σου, να τα σκεπάζεις με την αγία Σου Σκέπη, να τα φυλάγεις από κάθε κακό και από τον πόλεμο. Και την αγαπημένη μας Ελλάδα μέρα και νύκτα να την έχεις στην αγκαλιά σου, να την σκεπάζεις με την αγία Σου Σκέπη, να την φυλάγεις από κάθε κακό και από τον πόλεμο.
Μνήσθητι, Κύριε, των ταλαιπωρημένων εγκαταλελειμμένων, αδικημένων, δοκιμασμένων οικογενειών και δώσε πλούσια τα ελέη σου σ’ αυτές.
Μνήσθητι των δούλων σου που υποφέρουν από ψυχικά και σωματικά προβλήματα πάσης φύσεως.
Μνήσθητι όσων βρίσκονται σε απόγνωση, βοήθησε και γαλήνευσε τους.
Μνήσθητι, Κύριε, των δούλων Σου που ζήτησαν τις προσευχές μας.
Μνήσθητι και πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων και ανάπαυσον αυτούς.