
Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Ο όσιος Παΐσιος (κατά κόσμον (Αρσένιος Εζνεπίδης) γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στην ανατολική Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου 1924. Ήταν το όγδοο παιδί από τα δέκα της οικογένειας του Πρόδρομου και της Ευλογίας (την έλεγαν και Ευλαμπία) Εζνεπίδη. Στο χωριό των Φαράσων οι κάτοικοί του διακρίνονταν για τον ηρωισμό, την ομόνοια και την πίστη τους. Τηρούσαν τις παραδόσεις και τον ασκητισμό των παλαιοτέρων Καππαδοκών. Εφημέριος του χωριού ήταν ο όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης-αυστηρός ασκητής- ο οποίος θαυματουργούσε σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Οι ευλαβείς γονείς του ήθελαν να του δώσουν το όνομα Χρήστος, προς τιμήν του παππού του, όμως ο Όσιος αρνήθηκε προλέγοντας πως το παιδί αυτό επιλέχθηκε από το Θεό να πάρει το όνομά του και να τον αντικαταστήσει. Έτσι και έγινε.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών ένεκα της Μικρασιατικής καταστροφής. η οικογένεια Εζνεπίδη, ο όσιος Αρσένιος και άλλοι Φαρασιώτες βρέθηκαν πρόσφυγες στην αρχή στον Πειραιά και από εκεί στην Κέρκυρα (όπου εκοιμήθη ο Οσιος Αρσένιος), μετά Ηγουμενίτσα και τέλος στην Κόνιτσα. Στην Κόνιτσα ο μικρός Αρσένιος τελειώνει το Δημοτικό σχολείο και μαθαίνει την τέχνη του ξυλουργού. Διακρίνεται για τον ζήλο του στην πνευματική ζωή και την επιθυμία να μιμηθεί τους οσίους ασκητές που αγαπούσε διαβάζοντας τους βίους τους και μελετώντας το Ευαγγέλιο.
Μετά τον στρατό- που υπηρέτησε ως ασυρματιστής στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου- απολύεται το 1949. Στο Άγιον Όρος έρχεται με σκοπό να μονάσει το έτος 1950. Γίνεται μοναχός καταρχήν στην ιερά Μονή Εσφιγμένου, στις 27 Μαρτίου 1954, όπου πήρε την «ρασοευχή» και το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Ο ζήλος στην άσκηση, η εργατικότητά του στα διακονήματα και η υπακοή στον γέροντά του τον διακρίνουν στα πρώτα του βήματα. Η ταπεινοφροσύνη του ήταν έμπρακτη καθώς θεωρούσε τον εαυτό του κατώτερο όλων των μοναχών. Αγαπούσε ιδιαίτερα και μελετούσε τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο.
Από την Εσφιγμένου μεταβαίνει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου και στις 3 Μαρτίου 1957 και παίρνει το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου του Β'.
Το 1958 πηγαίνει στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο Κόνιτσας. Για τέσσερα χρόνια φροντίζει για την ανακαίνιση της μονής αλλά και για την "ανακαίνιση" στην πίστη των κατοίκων της περιοχής πολλοί εκ των οποίων είχαν πέσει έρμαια στην αίρεση των Ευαγγελικών που δρούσαν στην περιοχή. Παράλληλα βοηθούσε τους αναγκεμένους και φτωχούς με έργα και λόγια. Αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον πιστό λαό αλλά δεν γλύτωσε και από το φθόνο άλλων. Επιθυμώντας να αποσυρθεί στην ησυχία της ασκητικής ζωής κατέφυγε στο Όρος Σινά τo 1962 , όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Εκεί βιώνει θείες καταστάσεις καθώς μπορεί να αφιερώνεται εντελώς στην προσευχή χωρίς περισπασμούς. Επίσης βοηθάει τους Βεδουίνους της περιοχής φτιάχνοντας μικρά σταυρουδάκια που είχε ως εργόχειρο και δεν αργεί να γίνει κι εκεί το αγαπητό πρόσωπο.
Επιστρέφει στο Άγιον Όρος το 1964 στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων. Στην αρχή δέχθηκε κάποιους νέους που σκόπευαν να μονάσουν, όμως μετά από δυο χρόνια (1966) λόγω υγείας αναγκάζεται να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για επέμβαση στους πνεύμονες. Την περίοδο αυτή γνωρίζει στο νοσοκομείο μερικές νέες κοπέλες που ποθούσαν τον μοναχισμό και τις βοηθάει πνευματικά. Τότε ιδρύεται το ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης με το οποίο συνδέεται ο γέροντας μέχρι το τέλος του βίου του.
Επιστρέφοντας στο Όρος εγκαθίσταται στα Κατουνάκια όπου συνεχίζει τον πνευματικό του αγώνα και χαριτώνεται του ακτίστου φωτός και θείων χαρισμάτων. Έπειτα από ένα χρόνο (1969) βοηθάει για τη μετατροπή της ιδιόρρυθμης Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα σε κοινόβιο στηρίζοντας πνευματικά τους νέους αδελφούς. Κατά την παραμονή του εδώ έχει την ευλογία να μείνει μια εβδομάδα κοντά στον γέροντά του παπά-Τύχωνα στο καλύβι του Τιμίου Σταυρού και να τον διακονήσει τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Λίγο πριν κοιμηθεί ο πατέρας Τύχων του εκφράζει την επιθυμία του να παραμείνει στην καλύβι του: «Ἐὰν ἐσὺ καθήσης στὸ Κελλὶ αὐτό, ἐγὼ θὰ ἔχω χαρά, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, παιδί μου». Πράγματι ο γέροντας θα μείνει εδώ για τα επόμενα δέκα χρόνια όπου θα αρχίσει νέος κύκλος αγώνων αλλά και μεγάλων ευλογιών. Εδώ θα τον επισκεφτεί ο Άγιος Αρσένιος μετά την συγγραφή του βίου του αφήνοντάς του ¨μια ανέκφραστη γλυκύτητα και αγαλλίαση ουράνια στην καρδιά του". Εδώ θα τον επισκεφτεί η αγία Ευφημία της οποίας αξιώθηκε να "δει" το μαρτύριο. Αλλά ιδιαιτέρως εδώ θα αντικρύσει τον Χριστό μας! Γράφει ο ίδιος: «Θὰ ἄξιζε νὰ κάνη κανείς, ἐὰν μποροῦσε, ὅλους τοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔκαναν ὅλοι οἱ ἀσκητὲς ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰώνα μέχρι τὸν εἰκοστό, γιὰ νὰ δῆ τὸν Χριστό, ὄχι γιὰ πάντα στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ ἔστω γιὰ ἕνα λεπτό». Ο Γέροντας ποθούσε πάντοτε να ζει στην αφάνεια και την ησυχία της ερήμου, η χάρις του θεού όμως είχε άλλα σχέδια και συνεχώς τον "φανέρωνε".
Ο κόσμος που τον επισκεπτόταν συνεχώς αύξανε. Προσκυνητές με όλων των ειδών τα προβλήματα ζητούσαν πνευματική παρηγοριά από τον γέροντα. Εκείνος γινόταν "τα πάντα τοις πάσι" . Έλεγε ο ίδιος" η καρδιά μου μου λέει να την κάνω κομμάτια και να την μοιράσω στους ανθρώπους" - τόσο πολύ σπλαχνιζόταν τον κόσμο.
Η «Παναγούδα» θα είναι το καλύβι στο οποίο ο γέροντας θα περάσει τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια μέχρι την κοίμησή του. Εδώ λαμβάνει "θεία πληροφορία" να αφιερωθεί στη διακονία του λαού του Θεού. Μεστός από πνευματικά χαρίσματα , ξεχειλίζει από αγάπη την οποία προσφέρει σε κάθε πονεμένο που τον πλησιάζει. Όταν βρίσκεται στο μοναστήρι της Σουρωτής δέχεται στο αρχονταρίκι της Κυριακές μετά την Θεία Λειτουργία της γυναίκες που δεν μπορούν να τον επισκεφτούν στο Άγιον Όρος και μιλώντας ο Γέροντας προς αυτές , όλες αισθάνονται πως "αυτά που είπε τα έλεγε για εμένα". Τους άντρες τους δέχεται στην "Παναγούδα". Το βράδυ κάνει τις προσευχές και τον "κανόνα" του και την ημέρα αναλύεται στη διακονία των επισκεπτών του.
Γράφει ο ίδιος: «Κόσμος πολύς, κουρασμένος, βασανισμένος· ψυχὲς τραυματισμένες. Ἄνθρωποι μὲ σοβαρὰ θέματα ποὺ ἔχουν πραγματικὴ ἀνάγκη καὶ ἀγαθὴ διάθεση. Πολλοὶ ἄνθρωποι, πολὺς κόπος, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μὲ τοὺς Ἁγίους μὲ κρατᾶνε στὸ πόδι. Πρέπει νὰ μπορῶ πάντα. Μπορῶ δὲν μπορῶ, πρέπει νὰ μπορῶ».
Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Γι αυτό το λόγο παρέμεινε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή από το Νοέμβριο του 1993 έως την κοίμησή του στις 12 Ιουλίου 1994. Όπως ανέφερε ο ίδιος "οι πόνοι της ασθένειάς μου με ωφέλησαν τόσο όσο δεν με ωφέλησαν οι ασκητικοί αγώνες όλης μου της ζωής". Με επιθυμία του Γέροντα ζήτησε να ταφεί απλά από τον εφημέριο της μονής και παρουσία μόνο της αδελφότητας στο παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων στο Ησυχαστήριο της Σουρωτής και να μην γίνει ποτέ η εκταφή των λειψάνων του. Η ταφή έγινε πίσω από το Ιερό του ναού του Αγίου Αρσενίου όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται το μνήμα του στο οποίο υπάρχει και μια μικρή μαρμάρινη πλάκα με χαραγμένα τα λόγια του: «Εδώ τελειώνει η ζωή, εδώ και η πνοή μου, εδώ το σώμα θα θαφτή, θα χαίρη κι η ψυχή μου. Ο Άγιός μου κατοικεί, αυτό είναι τιμή μου. Πιστεύω Αυτός θα λυπηθή την άθλια ψυχή μου. Θα εύχεται στον Λυτρωτή νάχω την Παναγιά μαζί μου. Μοναχός Παΐσιος Αγιορείτης».
Μετά την κοίμησή του άνθρωποι προστρέχουν από όλο τον κόσμο να προσκυνήσουν το χαριτόβρυτο μνήμα του καθώς η φήμη και τα θαύματά του πολλαπλασιάζονται.
Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και αποφάσισε την κατάταξη του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Την ευχή του να έχουμε!