Ιστορία και νεωτερικότητα
Μετά τη Μονή της Μεγίστης Λαύρας, ο δρόμος διασχίζει την περιοχή που Λέγεται Αφορισμένα, ένα πλάτωμα ανεμοδαρμένο και ακατοίκητο, και φτάνει στη λαυριώτικη Σκήτη τον Τιμίου Προδρόμου, γνωστότερη ως Ρουμάνικη Σκήτη. Λίγο πριν τη σκήτη, δεξιά στην πλαγιά βρίσκεται το Κάθισμα της Αγίας Τριάδος, γνωστότερο ως Κάθισμα του κυρ-Ησαΐα, επειδή εκεί μόναζε ο ιερομόναχος Ησαΐας, γέροντας του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Στην περιοχή του υπήρχαν παλαιότερα αμπελώνες. Το κάθισμα ανακαινίστηκε επανειλημμένως (διακρίνονται οι χρονολογίες 1780, 1909). Στο κάθισμα φτάνει το μονοπάτι που ξεκινά από τη Μεγίστη Λαύρα και πάει στον Άγιο Νείλο, στα Καυσοκαλύβια, στη Σκήτη της Αγίας Άννας. Αν προτίθεστε να διανύσετε τη διαδρομή αυτή, είναι προτιμότερο να φτάσετε ως το Κάθισμα τον κυρ-Ησαΐα από τον αμαξιτό και να αρχίσετε την πεζοπορία από εκεί. Κερδίζετε χρόνο και κόπο. Στο κάθισμα υπάρχει βρύση με καλό νερό, από την οποία μπορείτε να εφοδιαστείτε για τη διαδρομή.
Στη θέση της σημερινής σκήτης βρισκόταν ήδη το 1772 το Κελλί του Τιμίου Προδρόμου, στο οποίο ασκήτευαν Χιώτες μοναχοί. Το 1820 το αγόρασαν από τη Μεγίστη Λαύρα δύο Μολδαβοί μοναχοί και πήραν την έγγραφο συγκατάθεση της κυρίαρχης μονής για να μετατρέψουν το κελλί σε σκήτη. Η αναταραχή που προκάλεσε η Ελληνική Επανάσταση ένα χρόνο μετά τούς ανάγκασε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να μεταβούν στη Μονή Νεαμτσουλούι, όπου απεβίωσαν.
Το κελλί περιήλθε ξανά στην κυριότητα της Μεγίστης Λαύρας, η οποία το εκχωρούσε έναντι μισθώματος σε διάφορους μοναχούς. Το 1852 αγόρασαν το κελλί δύο Μολδαβοί μοναχοί, ο Νήφων και ο Νεκτάριος, οι οποίοι, μετά την αγορά, πήγαν στη Μολδαβία για ζητεία (έρανο), και πληροφορήθηκαν την ύπαρξη στη Μονή Νεάμτς του εγγράφου συγκατάθεσης. Με τη μεσολάβηση του ηγεμόνα Γκίκα, η κυρίαρχη μονή εξέδωσε έγγραφο που αναγνώριζε το κελλί ως Μολδαβικη Σκήτη.
Ο ηγεμόνας Γκίκας τής αφιέρωσε αμέσως ετήσια χορηγία και το 1855 εξέδωσε απόφαση που αναγνώριζε τη σκήτη ως ρουμάνικη. Το 1856, επί πατριαρχίας Κυρίλλου Ζ', εκδόθηκε το αρμόδιο πατριαρχικό σιγίλλιο αναγνώρισης της σκήτης. Ο θεμέλιος λίθος του κυριακού ετέθη το 1857 και ο ναός εγκαινιάστηκε το 1866 από το μητροπολίτη Βουκουρεστίου. Η περίοδος 1867-82 χαρακτηρίζεται από μέγιστη αταξία στη σκήτη, έριδες μεταξύ Μολδαβών και Ρουμάνων (Βλάχων και Τρανσυλβανών) μοναχών, ραδιουργίες (στις οποίες πρωτοστάτησε ο μοναχός Νήφων). Η τάξη επανήλθε μόνο το 1882, με έγγραφο που καθόριζε ρητά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Μεγίστης Λαύρας και τις υποχρεώσεις της σκήτης. Επί σοσιαλιστικού καθεστώτος στη Ρουμανία (1945-89) η σκήτη αντιμετώπισε προβλήματα ανάλογα με εκείνα που αντιμετώπισαν τα ρωσικά καθιδρύματα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917). Σήμερα γνωρίζει νέα ακμή, χάρη στην πνευματική καθοδήγηση του Δικαίου της σκήτης, ιερομονάχου Πετρωνίου.
Λείψανα
Στη σκήτη φυλάσσονται τμήμα του Τιμίου Ξύλου, τίμια λείψανα των αγίων Ιωάννου του Προδρόμου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Χαραλάμπους, Κλήμεντος, Μηνά και Βίκτωρος, καθώς και αίμα του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου.